Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γαλαζοαίματη

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

«Γνώ­ρι­σα» την Γεωρ­γία Τάτση από τον μονα­δι­κό «Χορό στα ποτή­ρια» (εκδ. Γαβρι­η­λί­δης, 2013). Εκεί ανα­κά­λυ­ψα μια γρα­φή που δεν τσι­γκου­νεύ­ε­ται τα έντο­να συναι­σθή­μα­τα. Ο ανυ­πο­ψί­α­στος ανα­γνώ­στης, από τις πρώ­τες κιό­λας σελί­δες δέχε­ται αλλε­πάλ­λη­λες συγκι­νή­σεις και ανα­τρο­πές, ξεση­κώ­νε­ται, παρα­σύ­ρε­ται, γίνε­ται συμμέτοχος.

Η υπό­θε­ση εξε­λίσ­σε­ται σαν μια βρα­δυ­φλε­γής βόμ­βα που το φυτί­λι της σώνε­ται συναρ­πά­ζο­ντας, αλλά και κάποιες φορές βασα­νι­στι­κά,  επώ­δυ­να. Και όταν, κάπο­τε, στο γύρι­σμα μιας σελί­δας φαί­νε­ται ότι πάει να σβή­σει, έρχε­ται η επό­με­νη ανα­τρο­πή και δίνει μια η φλό­γα και ξανα­κοκ­κι­νί­ζει. Η έκρη­ξη που επέρ­χε­ται σημα­το­δο­τεί το τέλος και ταυ­τό­χρο­να οδη­γεί στη λύτρω­ση τους πρω­τα­γω­νι­στές αλλά και τον ανα­γνώ­στη, που η ψυχή του έχει ήδη σημα­δευ­τεί βαθιά.

Παρα­σύρ­θη­κα. Δεν είχα σκο­πό να σας μιλή­σω για τον «Χορό στα ποτή­ρια». Το έχει κάνει με τρό­πο εξαι­ρε­τι­κό η –και- συνερ­γά­τις μας στο ΑΤΕΧΝΩΣ ofisofi (δεί­τε ΕΔΩ).

Το διή­γη­μα της Γεωρ­γί­ας Τάτση «Γαλα­ζο­αί­μα­τη» δεν έχει εκδο­θεί. Παρου­σιά­στη­κε το καλο­καί­ρι του 2014 στην Εφη­με­ρί­δα των Συντα­κτών (φύλ­λο της 13/7) στα πλαί­σια ενός αφιε­ρώ­μα­τος (επι­μέ­λεια: Μισέλ Φάις) της εφη­με­ρί­δας σε δέκα πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νους συγγραφείς.

Ήθε­λα να το μοι­ρα­στώ μαζί σας. Μέχρι που το διά­βα­σα δεν ήξε­ρα ότι αυτό το αναμ­μέ­νο φυτί­λι μπο­ρεί να μεί­νει αναμ­μέ­νο και μέσα στο νερό…

Γαλα­ζο­αί­μα­τη

georgia_tatsh- Αν κατα­πέ­σω απ’ τα ποδά­ρια μου κι έχω ακό­μα τα λογι­κά μου, ξέρω τι να κάνω. Μη στε­νο­χω­ριέ­σαι. Τα έχω όλα σχε­δια­σμέ­να, μια χαρά. Αν όμως χάσω το νου μου, να μην το σκε­φθείς. Καθό­λου να μην το σκε­φθείς. Μη δει­λιά­σεις. Το έχω βασα­νί­σει πολύ, κορί­τσι μου. Οταν δε με κολ­λά­ει ύπνος, αυτό κάνω. Αυτό σκέ­φτο­μαι. Εχω κατα­λή­ξει και στο λέω τώρα που είμαι ακό­μα εις θέσιν να στο πω. Δε φοβά­μαι, δεν το φοβά­μαι καθό­λου. Τι είναι, τι νομί­ζεις πως είναι; Ενα φου. Ενα φου είναι. Τίπο­τα άλλο. Ενα φου. Στη θάλασ­σα. Θα με πας στα βαθιά, μπλουμ θα μ’ αδειά­σεις μέσα και θα μου δώσεις μια να πάω στον πάτο. Αυτό είναι. Τίπο­τα άλλο. Ενα φου.

- Μαμά­αα… Μαμά­αα… Στα­μά­τα τις βλακείες…

Ηταν η τελευ­ταία κου­βέ­ντα μας όσο ακό­μη λει­τουρ­γού­σε το μυα­λό της. Το εννο­ού­σε, δεν το εννο­ού­σε, δοκί­μα­ζε τον εαυ­τό της, τον προ­ε­τοί­μα­ζε, το έλε­γε για να δει τις αντι­δρά­σεις μου, ήταν ένας τρό­πος να δει το μετά, ήθε­λε να πέσω στα πόδια της και να την κλά­ψω ζωντα­νή, να τη θρη­νή­σω σαν να ήταν ήδη πεθα­μέ­νη, ήθε­λε απλώς παρη­γο­ριά, ήθε­λε μόνο να της δεί­ξω την αγά­πη μου; O θεός κι η ψυχή της.

Μετά έγι­νε το βρα­χυ­κύ­κλω­μα. Κάη­καν οι ασφά­λειες. Επε­σε ο γενι­κός. Συσκό­τι­ση. Δού­λευαν μόνο τα πόδια και μόνο με δική μου εντο­λή. Σήκω… σήκω, μαμά… σήκω. Ελα να περ­πα­τή­σου­με. Κι όταν επι­τέ­λους τη σήκω­να, περ­πά­τα… μαμά… περ­πά­τα… Αυτό το πόδι πρώ­τα… έλα, σήκω­σε το πόδι… αυτό… αυτό… τη διέ­τα­ζα αγγί­ζο­ντας μια το αρι­στε­ρό, μια το δεξί κι εκεί­νη υπά­κουε στις δια­τα­γές, τρεκλίζοντας.

Στο κρε­βά­τι. Με τη ρόμπα της. Συρ­ρι­κνω­μέ­νη, αφυ­δα­τω­μέ­νη, σαν να μην είχε αίμα μέσα της. Τα χέρια, φιλ­ντι­σέ­νιοι ράβδοι διά­στι­κτοι με καφε­τιές κηλί­δες σαν του ορτυ­κιού τα αυγά. Φιλ­ντι­σέ­νιοι ράβδοι, σταυ­ρω­μέ­νοι στην κοι­λιά της. Μόνο τα χέρια της ανά­σαι­ναν ή σαν να ανά­σαι­νε με τα χέρια. Νεκρο­στό­λι­σε δώδε­κα ανθρώ­πους, γυναί­κες – άντρες, χαμέ­νους από γερα­τειά, από αρρώ­στια, ώς και μωρά από πνιγ­μό, με αυτά τα χέρια. Τους έπλυ­νε το σώμα με το ξίδι και τους έντυ­σε το σάβα­νο κατάσαρκα.

Ξεγέν­νη­σε πολ­λές επί­το­κες, έπια­νε το κεφα­λά­κι του νεο­γνού στον αυχέ­να και του κολ­λού­σε το στό­μα στη θηλή.

Δεν έδει­ρε ποτέ σκυ­λί ή γατί. Σκού­πι­ζε το δάκρυ από το μάτι του αλό­γου και τρά­βη­ξε το που­λα­ρά­κι από την κοι­λιά της μάνας του. Το σήκω­σε αγκα­λιά και το έστη­σε στα πόδια του. Δεν χρειά­στη­κε μαχαί­ρι ή τσε­κού­ρι για να σφά­ξει κόκο­ρα ούτε ραβδί ή πέτρα για να συντρί­ψει φίδι. Εστρι­βε το λαρύγ­γι του πετει­νού με τα χέρια της και τον πετού­σε πέρα, αλλού το σώμα αλλού το κεφά­λι κι έλιω­νε με τη φτέρ­να την οχιά. Για τη δεν­δρο­γα­λιά άφη­νε, πάντα, έξω απ’ την πόρ­τα μας, ένα βαθύ πια­τά­κι γάλα.

Αλλά ό,τι πριν ήταν η μάνα μου, τώρα μια κού­κλα, φτιαγ­μέ­νη με ξυλά­κια, ρετα­λά­κια, από τα παι­δι­κά μου φορέ­μα­τα, μια κου­τσού­να με κολ­λη­μέ­να γυα­λά­κια στη θέση των ματιών, ένα μηχα­νι­κό ρομπότ που έπρε­πε να του κουρ­δί­ζω τα πόδια, να γυρί­ζω με μεγά­λη προ­σπά­θεια το κλει­δί, να κουρ­δί­ζω ένα απο­συ­ντο­νι­σμέ­νο ρολόι, να βάζω το ξυπνη­τή­ρι στη σωστή ώρα για να μη γυρί­σει ο κόσμος ανάποδα.

Ζώδιο του νερού. Καρ­κί­νος. 2 Ιου­λί­ου, ανή­με­ρα των γενε­θλί­ων της, απο­φά­σι­σα να θέσω σε εφαρ­μο­γή το σχέ­διό μου. Την έφε­ρα στη θάλασ­σα. Με την ανα­το­λή. Να μην υπάρ­χει ψυχή. Μόνο αυτή κι εγώ. Ολα οργα­νω­μέ­να. Φτά­σα­με στην παρα­λία με το αυτο­κί­νη­το. Ανοι­ξα την πολυ­θρό­να και την έβα­λα να καθί­σει στο θρό­νο της. Φώτι­σε το πρό­σω­πό της, χαμο­γέ­λα­σε όταν τα γυα­λά­κια στη θέση των ματιών αντί­κρι­σαν τη θάλασ­σα. Ανοι­γε το στό­μα και την κατά­πι­νε. Τη στοί­βα­ζε εντός της. Μετά τη σήκω­σα. Περ­πά­τη­σε στην άμμο ώς την άκρη του νερού. Βημά­τι­σε μέσα. Πρώ­τα οι πατού­σες μέχρι τον αστρά­γα­λο. Σιγά σιγά ίσα­με τη μέση της κνή­μης. Την πήγα πιο βαθιά. Το νερό μας έφτα­νε ώς τη μέση. Οπως στε­κό­μα­σταν η μια απέ­να­ντι στην άλλη, κρα­τη­μέ­νες με τα χέρια μας, εγώ έχο­ντας την πλά­τη γυρι­σμέ­νη στη θάλασ­σα κι εκεί­νη να βλέ­πει το πέλα­γος, μπρο­στά, πρό­σε­ξα τα πόδια της – κλα­ρά­κια που έπι­ναν νερό. Ρου­φού­σαν το νερό σαν το σφουγ­γά­ρι. Ουρά­νια ομορ­φιά είχε πλημ­μυ­ρί­σει το πρό­σω­πό της. Το αίμα, το γαλά­ζιο αίμα έμπαι­νε στο σώμα της και η μάνα μου –γαλα­ζο­αί­μα­τη- έφυ­γε στα βαθιά, μέσα απ’ τα χέρια μου, τρεις απλω­τές κι είδα τη βου­τιά της. Είδα τα πόδια της που γύρι­ζαν, ανέ­βαι­ναν, σηκώ­νο­νταν σαν την ουρά του φυση­τή­ρα. Τα ύδα­τα ταρά­χτη­καν και πετά­χτη­καν πάνω, αμέ­σως εκεί­νη ανα­δύ­θη­κε στην επι­φά­νεια, τινά­χτη­κε ψηλά, όπως τινά­ζο­νται πολ­λές φορές τα ψάρια και χάθη­κε, παίρ­νο­ντας μαζί της τη θάλασ­σα. Στα χέρια μου κρα­τού­σα πλέ­ον ένα πού­που­λο. Δεν είχε βάρος. Πέθα­νε όρθια κι ίσως της πρέ­πει όρθια να ταφεί. Ας βρέ­ξει τώρα να σβή­σει το αναμ­μέ­νο μου κεφά­λι, ας βρέ­ξει τώρα να επι­στρέ­ψει η θάλασ­σα στη θέση της.

Περισ­σό­τε­ρα για τη συγ­γρα­φέα Γεωρ­γία Τάτση και το έργο της μπο­ρεί­τε να δια­βά­σε­τε στη συνο­μι­λία της με τη συνερ­γά­τι­δα του ΑΤΕΧΝΩΣ ofisofi, εδώ: Γι’ αυτούς που έκα­ναν οίστρο της ζωής το φόβο του θανά­του – Συζή­τη­ση με τη συγ­γρα­φέα Γεωρ­γία Τάτση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο