Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Δεν την αγάπησες πολύ/ καταραμένος νάσαι»

Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης //

Δυο ποιήματα του Ιωάννη Πολέμη. Σήμερα θα φανούν λίγο ξεπερασμένα, μιας άλλης εποχής. Αυτός είναι όμως ο Πολέμης. Ανανεωτής του στίχου στην εποχή του, ποιητής του έρωτα. Τρυφερός, γλυκός, ρομαντικός  και όλα αυτά εκφρασμένα με απλό τρόπο. Στοιχεία που τον έκαναν αγαπητό. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν και αγαπήθηκαν στην εποχή του, όπως για παράδειγμα «Τα δυο γλυκά ματάκια». Και σήμερα κάποια από τα ποιήματά του μελοποιούνται και τραγουδιούνται, όπως τα δύο που επιλέξαμε και παρουσιάζουμε.

Ο Ιωάννης Πολέμης, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής,  γεννήθηκε το 1862 και πέθανε στις 28 Μαΐου 1924. Θεωρήθηκε ποιητική ιδιοφυία, αφού από 13 χρόνων άρχισε να τροφοδοτεί με στίχους του ημερολόγια, λευκώματα και περιοδικά της εποχής του.

Εξομολόγηση

Παπά, μια κόρη αγάπησα
και μ᾿ αγαπούσε σαν τρελή·
μια μέρα την αγκάλιασα,
πήρα το πρώτο της φιλί.
Παπά, τι συλλογάσαι;

-Αν την αγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νάσαι.

-Μια μέρα εκείνη ερίχτηκε
στην αγκαλιά μου ντροπαλή,
κι αμάρτησα κι αμάρτησε
όχι μονάχα με φιλί.
Παπά, τι συλλογάσαι;

-Αν την αγάπησες πολύ,
συχωρεμένος νάσαι.

-Μια μέρα την παράτησα
την όμορφην αμαρτωλή
και δεν της ξαναζήτησα
μήτ᾿ αγκαλιὰ μήτε φιλί.
Παπά, τι συλλογάσαι;

-Δεν την αγάπησες πολύ,
καταραμένος νάσαι.

Νερωμένο κρασί

Ὅ, τι κι᾿ αν είχε τόχασε, γυναίκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δεν τ᾿ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ᾿ η έννοια από το νου κι᾿ η ελπίδ᾿ απ᾿ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.

Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζει δίχως ὁ δύστυχος να ξέρει το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολομερής με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.

«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ᾿ το ξανθό,
και πίνω κι᾿ απ᾿ το κόκκινο κι᾿ απὸ το γιοματάρι
κι᾿ απὸ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;

Δεν ήρθα για ξεφάντωμα, μήτε για πανηγύρι,
ορθά να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά!»
Κι᾿ ο κάπελας γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:

«Τι φταίω εγὼ αν τα δάκρυα που απελπισμένος χύνεις
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι᾿ αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγὼ κι᾿ αν δε μεθάς, τi φταίω εγ;v κι᾿ αν κλαις;»