Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αντώνης Μπουντούρης: «Εμφύλιος εσωτερικού»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Ο ποι­η­τής Αντώ­νης Μπου­ντού­ρης δεν είναι άγνω­στος στους ανα­γνώ­στες και τους φίλους του περιο­δι­κού Ατέ­χνως, εφό­σον έχουν ξανα­δη­μο­σιευ­θεί ποι­ή­μα­τα του, με κοι­νω­νι­κό κι ιστο­ρι­κό περιε­χό­με­νο. Αλλά νομί­ζω πως αξί­ζει από την πλευ­ρά μας ένα μικρό σχό­λιο για την ποί­η­ση του μαζί με τα νέα ποι­ή­μα­τα που δημο­σιεύ­ου­με σήμε­ρα, κάτω από τον γενι­κό τίτλο «Εμφύ­λιος εσωτερικού».

Η ιστο­ρία κατέ­χει βασι­κό ρόλο στην ποί­η­ση του Αντώ­νη Μπου­ντού­ρη, απο­τε­λεί συστα­τι­κό στοι­χείο της, όπου οι απλοί άνθρω­ποι πρω­τα­γω­νι­στούν, είτε ως νικη­τές, είτε ως ηττη­μέ­νοι. Για να επι­τε­λέ­σουν το μεγά­λο έργο, το ύψι­στο καθή­κον, να προ­στα­τέ­ψουν την πατρί­δα ή την ζωή τους (και όχι μόνο). Όπως ανα­φέ­ρει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο ποί­η­μα του Οι Άλλοι (αφιε­ρω­μέ­νο στον ποι­η­τή κι αγω­νι­στή Φώτη Αγγουλέ)

 

[…]

Αφή­ναν πάντα το παρα­γώ­νι του χειμώνα
πότε κλα­δε­μέ­νοι-πότε ορθοί
και πότε κρεμασμένοι.
Όλοι αφανείς.
Που αθέ­α­τα εσώζαν
Τη μία και μονα­δι­κή Τιμή
πού­χει αυτή η Πατρίδα.

    Η ποί­η­ση του απο­τε­λεί μια απο­κά­λυ­ψη για τον ανα­γνώ­στη με τη δωρι­κό­τη­τα και τη λιτό­τη­τα που τη δια­κρί­νει, στέλ­νο­ντας αυστη­ρά και ευαί­σθη­τα μηνύ­μα­τα σε κάθε παρα­λή­πτη ό,τι κανείς δεν μπο­ρεί να μεί­νει ανε­πη­ρέ­α­στος από σκέ­ψεις, ιδέ­ες και γεγο­νό­τα και πως όλοι πρέ­πει να λάβου­με θέση απέ­να­ντι στα προβλήματα.

Εμφύλιος Πόλεμος, 1948. Ελαιογραφία Ν. Εγγονόπουλου

Εμφύ­λιος Πόλε­μος, 1948. Ελαιο­γρα­φία Ν. Εγγονόπουλου

Οι ποι­η­τι­κές κατα­γρα­φές του Αντώ­νη Μπου­ντού­ρη μπο­ρού­με να πού­με πως έρχο­νται από το μέλ­λον, αν και τα θέμα­τα τους βασί­ζο­νται κι εδρά­ζο­νται, στην δια­χεί­ρι­ση του ιστο­ρι­κού και κοι­νω­νι­κού παρελ­θό­ντος, της μνή­μης και άλλων πολ­λών. Αλλά κατα­φέρ­νουν με αυτό τον τρό­πο να είναι δια­χρο­νι­κές και επί­και­ρες για πολ­λές γενιές. Η ομά­δα του Ατέ­χνως χαί­ρε­ται που έχει φιλο­ξε­νή­σει ποί­η­σή του μέσα από τις σελί­δες της και ευελ­πι­στεί σε πολ­λά περισσότερα.

 

 

 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ

Αν κατά­λα­βα καλά
ο Ίσκιος εκυρ­τώ­θη πάλι
βαρύς από ανα­βο­λές, διλήμ­μα­τα και λύπες.
Τη τάφρο με τα κόκ­κα­λα που χάσκει εντός σου
δε λες να τη διαβείς.

Κι όλο γέρ­νεις για να δείς.
Ανυ­πό­δη­τες ιδέ­ες ισορ­ρο­πούν με βία
στο παλιό σπί­τι με τους εκτελεσμένους.

Σαν απο­τοί­χι­σες το αίμα
ίσιω­σες με ταρα­χή τη πλάτη.

Άλο­γο σε τροχασμό
όταν διστά­ζει να καλπάσει.

 

ΣΕ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Αυτοί που ρίχνουν στο πηγάδι
αρμα­θιές φωνές
ζεσταί­νο­νται απ τον αντί­λα­λο της ουτοπίας.

Οι άλλοι που δε γύμνω­σαν το μέταλ­λό τους
δε βού­λια­ξαν ποτέ τα πέλ­μα­τά τους
κου­κού­τσια φτύ­νουν χαι­ρέ­κα­κα απ τα μπαλκόνια.

Οι κοντι­νοί αναρωτιούνται
τι θ απο­γί­νου­με με τόσους σκλάβους.
Τώρα που γεμί­ζει η όχθη λείψανα
κι ανε­βαί­νει η στάθ­μη του νερού…

 

ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ…

Λογο­βρο­ντές και κεραυ­νοί από τα περασμένα.

Παλιοί Ληστές και Ήρωες
Ταχυδακτυλουργοί.

Στα χνά­ρια που πισωπατάς
Πρωτοκαπεταναίοι

Λάδι για το καντή­λι τους κι αν είναι μπορετό
λίγη ρακή ζητούν.

 

ΣΚΙΑ ΠΟΥ ΣΑΛΕΥΕΙ

Να βρε­θεί πλα­τα­για­σμέ­νη μια Ιδέα
που να μπο­ρεί να κατοικηθεί
ώστε
ν ακρο­βο­λι­στού­με γύρω της με προσδοκία
τώρα που
σκιά αφί­δας πλησιάζει.

Μες στα φατ­νώ­μα­τα των προπατόρων
και τα καλ­πά­κια των καπεταναίων
τεντώ­νε­ται το χέρι σε στά­ση προσμονής.

Το σώμα  σε στά­ση προσευχής.

Ξανοί­γε­ται νωπό το θυμίαμα
Χτυ­πά­ει τη μνή­μη στη λεπτή της καρωτίδα.

Ο χρό­νος είναι στ αλή­θεια λιγοστός

Για μάς τους κλαδεμένους
αλλά Ορθό­πλω­ρα στημένους.

 

ΤΡΟΠΟΣ

Μίλα μου αργά

Τύλι­γε απα­λά τα λόγια
γύρω απ τους καρ­πούς μου.

Για μένα ο τρόπος
υπήρ­ξε πάντο­τε ο Τόπος.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο