Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αφιέρωμα στην κομουνίστρια ποιήτρια Lila Ripoll

Χτες, ανή­με­ρα της δολο­φο­νί­ας του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη, από το αστι­κό κρά­τος και τα τσι­ρά­κια του ανα­φερ­θή­κα­με στην κατα­λα­νή ποι­ή­τρια και μου­σι­κό (πια­νί­στρια) Lila Ripoll (Λίλα Ριπόλ), μαχή­τρια του ΚΚ Βρα­ζι­λί­ας, που μετα­ξύ άλλων έγρα­ψε και την “Μπα­λά­ντα _για τον Μπελογιάννη” —

“Μπα­λά­ντα _για τον Μπε­λο­γιάν­νη” – της ποι­ή­τριας Λίλα Ριπόλ _Φωτο

Δεδο­μέ­νου πως η επα­φή μας με το κίνη­μα στη Βρα­ζι­λία (εξαι­τί­ας πιθα­νά και της στριφ­νής πορ­το­γα­λι­κής γλώσ­σας) _πολιτικά και γενι­κό­τε­ρα (κουλ­τού­ρα κλπ) είναι περιο­ρι­σμέ­νη, προ­χω­ρά­με σε ένα αφιέ­ρω­μα, στη ζωή και το έργο της κομ­μου­νί­στριας _διεθνίστριας, που χάθη­κε πρό­ω­ρα (Quaraí, 12-Αυγ-1905 _ Porto Alegre, 7- Φεβ-1967)

Πορ­τρέ­το (χλευα­στι­κή αυτοπαρουσίαση)

Φτά­νω στον καθρέ­φτη. Κοι­τά­ζω το πρό­σω­πό μου.
Πορ­τρέ­το ενός κορι­τσιού χωρίς ομορφιά.
Δύο μεγά­λα λυπη­μέ­να μάτια σαν τον Αύγουστο,
κοι­τά­ζο­ντας τα πάντα με λύπη!

Μικρό οβάλ πρό­σω­πο. κλει­στά χείλη
για να μην απο­κα­λύ­ψω το μυστι­κό μου…
Εμφά­νι­ση μαλ­λιών, χωρίς φροντίδα,
Μερι­κές άσπρες κλω­στές που έφτα­σαν νωρίς.
Το μακρύ ανοι­χτό μέτω­πο, στοχαστικό.
Στη μέση μια γραμ­μή, ελα­φριά, κάθετη,
υπο­δη­λώ­νο­ντας μια πολύ ζωντα­νή ιδέα
και οι σοβα­ρές σκέ­ψεις: — κακό να μ΄εύρει!…

Το σώμα πολύ λεπτό και κοκκαλιάρικο.
—Επτά _σχεδόν πιθα­μές ψηλή, σίγουρα. —
Φάτσα αγορίστικη
παρά την ηλι­κία, έχου­με μεί­νει στην αβεβαιότητα!

σσ. palmos στα πορ­το­γα­λέ­ζι­κα _”παλάμη” είναι παλιά μονά­δα ανθρω­πο­με­τρι­κού μήκους_ύψους: η μέτρη­ση μετα­ξύ του άκρου του αντί­χει­ρα και του άκρου του μικρού δακτύ­λου με το χέρι σε έκτα­ση. Στην Ισπα­νία τυπο­ποι­ή­θη­κε στα 20.873 εκα­το­στά. στη Νάπο­λη, στα 26.367 εκ. άρα το ύψος της ήταν 1,46 ίσως και λίγο παραπάνω

Και τίπο­τα άλλο. Η ψυχή; Κανείς δεν την βλέπει.
Η καρ­διά; Αου­τσάι­ντερ! είναι πολύ άρρωστη!!
Δεν αγα­πά, αλλά μην την μισή­σεις. Δεν πιστεύ­ει κιό­λας; Και ζει αγνο­ώ­ντας τα πάντα, αδιάφορη;

Το πορ­τρέ­το μου. Εδώ είναι: το ίδιο.
Ο καθρέ­φτης είναι φίλος μου. Ποτέ δε λέει ψέματα.
Στο δωμά­τιό μου, είναι το πιο παλιό έπιπλο.
Και ξέρε­τε πόσο και­ρό είμαι σε δυσπιστία! …

Δημο­σιεύ­τη­κε στο βιβλίο De Mãos Postas (με σταυ­ρω­μέ­να χέρια _1938) _Ripoll Lila. Δύσκο­λο νησί: ποι­η­τι­κή ανθο­λο­γία _επιλογές και παρου­σί­α­ση Maria da Glória Bordini (σσ. πανε­πι­στη­μια­κός γεν­νη­μέ­νη το 1945). Porto Alegre: εκδ da Universidade/UFRGS, 1987 _Η ποί­η­ση της Lila Ripoll ήταν μια μαρ­τυ­ρία των αντι­φά­σε­ων της επο­χής της _Πηγή: Περιο­δι­κό Princípios nº 30 Aug-Oct 1993 σελί­δες 32 έως 37

“Το κακό δεν είναι να μιλάς για τη θλί­ψη ή την αγω­νία. Το κακό δεν είναι να βρί­σκεις διέ­ξο­δο από την από­γνω­ση” — αυτά τα λόγια, της ποι­ή­τριας Λίλα Ρίπολ, είναι εξαι­ρε­τι­κά επί­και­ρα σήμε­ρα, όταν πολ­λοί μπερ­δεύ­ουν την καλ­λι­τε­χνι­κή έκφρα­ση με την απα­ξί­ω­ση στην ανα­ζή­τη­ση λύσε­ε­ων στα ανθρώ­πι­να προβλήματα.

Χωρίς την εύκο­λη ρητο­ρι­κή εκεί­νων που, στο­λί­ζο­ντας τα γρα­πτά τους με κόκ­κι­νες σημαί­ες, νομί­ζουν ότι τρα­γου­δούν την επα­νά­στα­ση, η ποί­η­ση της Gaúcha de Quarai _Lila Ripoll ήταν πάντα μια σφο­δρή μαρ­τυ­ρία —ακα­τα­νό­η­τη, όπως είπε ο κρι­τι­κός Walmir Ayala— των αντι­φά­σε­ων της επο­χής της. «Ο ποι­η­τής είναι πρώ­τα απ’ όλα άνθρω­πος», είπε σε μια περί­στα­ση, σχο­λιά­ζο­ντας τη φαι­νο­με­νι­κή αντί­θε­ση μετα­ξύ λυρι­κής και πολι­τι­κής ποί­η­σης. «Δεν τα δια­χω­ρί­ζω από τη ζωή, ούτε από την ευθύ­νη που ανα­λαμ­βά­νω, ως άτο­μο, απέ­να­ντι στην κοι­νω­νία», κατέ­λη­ξε, ορί­ζο­ντας μια πρω­το­πο­ρια­κή πλευ­ρά πρό­γραμ­μα για την ποί­η­ση: την έκφρα­ση της «ζωής γενι­κά», με τον πολύ­πλευ­ρο πλού­το της. Που απορ­ρί­πτει αυτή την ανοη­σία που είναι η ανα­ζή­τη­ση της ομορ­φιάς για χάρη της ομορ­φιάς, στό­χος όσων βλέ­πουν την τέχνη ως απλώς δια­σκε­δα­στι­κή, δια­κο­σμη­τι­κή, ανί­κα­νη να την κατα­νο­ή­σουν ως ουσια­στι­κή και ανα­ντι­κα­τά­στα­τη έκφρα­ση της ζωής του ανθρώ­που και μορ­φή γνώ­σης που ανα­φέ­ρε­ται σε πτυ­χές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας που ξεφεύ­γουν από την επι­στη­μο­νι­κή συστη­μα­το­ποί­η­ση, χωρίς ωστό­σο να απο­τυγ­χά­νουν να εντυ­πω­σιά­σουν την ανθρώ­πι­νη ευαι­σθη­σία. «Υπάρ­χει ζωή / Εδώ είναι το όνει­ρο», έγρα­ψε στο ποί­η­μα Contradição _ Αντί­φα­ση, δίνο­ντας έναν υπαι­νιγ­μό αυτής της πλού­σιας και αντι­φα­τι­κής μορ­φής γνώ­σης που είναι εκεί­νη η ποί­η­ση, της οποί­ας ήταν απο­λύ­τως κυρίαρχη.

Μετά το 1964, η Λίλα Ρίπολ κυνη­γή­θη­κε άγρια από τα αστι­κό κρά­τος, εμπλε­κό­με­νη στα πλο­κά­μια της στρα­τιω­τι­κής αστυ­νο­μί­ας και πέθα­νε το 1967, αλλά και μετά τον θάνα­τό της, συνέ­χι­σαν να χτυ­πούν οι ίδιοι βασα­νι­στές. Σε κάθε επέ­τειο του θανά­του της, δεν μπο­ρού­με παρά να φέρου­με στη μνή­μη μας τις σελί­δες του A Classe Operária _η εργα­τι­κή τάξη, που δια­κι­νή­θη­κε στην παρα­νο­μία ή  το γεγο­νός ότι τα περισ­σό­τε­ρα αντί­τυ­πα ποι­μά­των της, χαρα­κτη­ρι­στι­κό εκεί­νων των άγριων χρό­νων, είχαν  σκι­σμέ­νες σελί­δες. Μελε­τώ­ντας αυτό το υλι­κό, καθώς και όσα είχε ήδη, και κάποια απο­κόμ­μα­τα εφη­με­ρί­δων, ο Clóvis Moura (σσ. Βρα­ζι­λιά­νος κοι­νω­νιο­λό­γος, δημο­σιο­γρά­φος, ιστο­ρι­κός και συγ­γρα­φέ­ας) άρχι­σε να γρά­φει ένα άρθρο, αλλά δια­κό­πη­κε από πυρο­βο­λι­σμούς που, τις πρώ­τες πρω­ι­νές ώρες του Δεκεμ­βρί­ου 1976, στοί­χι­σαν τη ζωή του Pedro Pomar και άλλων συντρό­φων του. γει­το­νιά da Lapa, στο Σάο Πάο­λο (σσ. Η Chacina da Lapa ή Massacre da Lapa (16-Δεκ-1976) ήταν μια τρο­μο­κρα­τι­κή δολο­φο­νι­κή επι­χεί­ρη­ση του βρα­ζι­λιά­νι­κου στρα­τού ενά­ντια στην Κεντρι­κή Επι­τρο­πή του ΚΚ Βρα­ζι­λί­ας (PCdoB), όπου πέθα­ναν πολ­λοί _ανάμεσά τους και τρία μέλη της ΚΕ. Τότε _για πολ­λα­πλή φορά, το PCdoB ήταν στην παρα­νο­μία. Για την ιστο­ρία αυτό στά­θη­κε δυνα­τό όταν το μέλος του Κόμ­μα­τος Manoel Jover Telles πιά­στη­κε και πρό­δω­σε τους συντρό­φους του _μάλιστα πήρε και αδρή αμοιβή.

Αυτή η αρχή του άρθρου, ένα ντο­κου­μέ­ντο από μια επο­χή βαριάς παρα­νο­μί­ας, δημο­σιεύ­ε­ται για πρώ­τη φορά σε αυτή την έκδο­ση του Princípios, μαζί με δύο αχρο­νο­λό­γη­τες επι­στο­λές της ποι­ή­τριας — που απευ­θύ­νο­νται στους συντρό­φους της στο Κόμμα

Ο θάνα­τος της ποι­ή­τριας Lila Ripoll πέρα­σε σχε­δόν απα­ρα­τή­ρη­τος στις ειδή­σεις των εφη­με­ρί­δων και των περιο­δι­κών. Στο Ρίο Γκρά­ντε ντο Σουλ, όπου είχε μετα­κο­μί­σει μετά από μια παρα­μο­νή στη Γκουα­να­μπά­ρα σε μια προ­σπά­θεια να θερα­πευ­τεί, η Λίλα πέθα­νε όπως ζού­σε πάντα: συνε­πής με τον εαυ­τό της και την ποί­η­σή της. Μια συνο­χή που την οδη­γού­σε συχνά σε τολ­μη­ρές ενέρ­γειες που κανείς δεν πίστευε δυνα­τές σε ένα τόσο εύθραυ­στο πλά­σμα. Όπως πάντα οι αστι­κές εφη­με­ρί­δες, οι ίδιες που δίνουν τόσο μεγά­λο έπαι­νο σε μεγά­λα πλά­να και ασή­μα­ντες φιγού­ρες, άφη­σαν το γεγο­νός να περά­σει. Σίγου­ρα ένα σύμ­πτω­μα αυτών των δύσκο­λων και­ρών που ζού­με όπου η αντι­στρο­φή των αξιών είναι στα­θε­ρή. Ήταν ποι­ή­τρια μέχρι την τελευ­ταία στιγ­μή. Λίγα λεπτά έμει­ναν για να μπει σε κώμα από το οποίο δεν θα συνήλ­θε ποτέ και υπα­γό­ρευ­σε, τραυ­λί­ζο­ντας, με σχε­δόν ανε­παί­σθη­τη φωνή το τελευ­ταίο της μήνυμα:

Τους ευχα­ρι­στώ όλους για όλα.
Δεν άξι­ζα τόσα πολλά.
Πες το στους φίλους σου
Έχω αυτή τη μονα­δι­κή λαχτά­ρα: να τα αφή­σω όλα…

Στους φίλους μου θέλω να αγκαλιάσω
συν τους νέους που γνωρίσαμε
και στους αμέ­τρη­τους που δεν ξέρουμε
Μου λεί­πε­τε πολύ.

Ήταν 5 Φεβρουα­ρί­ου 1967, έσβη­νε και είναι σαφές ότι ένα μήνυ­μα σαν αυτό που μετα­γρά­φου­με δεν μπο­ρεί να ανα­λυ­θεί μέσα από απλούς δοκι­μα­στι­κούς σωλή­νες αισθη­τι­κής, αλλά πρέ­πει να γίνει αισθη­τό ως ντο­κου­μέ­ντο ανθρώ­πι­νης θαλ­πω­ρής, μαχη­τι­κής αδερ­φο­σύ­νης, διε­θνι­σμού, αξιο­πρέ­πειας, τελι­κά. Λίγο πριν πεθά­νει, η Lila Ripoll πάλευε ενά­ντια σε πολ­λά αστι­κά φόρουμ ενά­ντια στους αγω­νι­στές δια­νο­ού­με­νους χωρίς ποτέ να πτοη­θεί ή να αποδυναμωθεί.

Με την αρρώ­στια μέσα της που θα την οδη­γού­σε στον τάφο, αλλά ακό­μα κι έτσι, οι γεν­ναί­οι στρα­τιώ­τες του χρι­στια­νι­κού πολι­τι­σμού δεν το έβα­λαν κάτω ανα­κρί­νο­ντάς την. Υπήρ­χαν και άλλα: όταν μια ομά­δα δια­νο­ου­μέ­νων από το Ρίο Γκρά­ντε ντο Σουλ απο­φά­σι­σε να της απο­τί­σει φόρο τιμής —όλοι γνώ­ρι­ζαν ότι θα ήταν ο τελευ­ταί­ος φόρος κατά τη διάρ­κεια της ζωής της— αλλά εμπο­δί­στη­καν με ντου από την πολι­τι­κή αστυ­νο­μία. Αυτή η εύθραυ­στη γυναί­κα, ικα­νή να θέσει σε κίν­δυ­νο τους θεσμούς, είχε μόνο την αξιο­πρέ­πεια και την ποί­η­σή της ως όπλα.

Και ποια ήταν η ποί­η­σή της; Ένα όργα­νο βασι­σμέ­νο σε TNT, ικα­νό να τινά­ξει στρα­τώ­νες από τον αέρα; Και ναι και όχι και το αντί­θε­το. Αυτό που τη χαρα­κτη­ρί­ζει είναι ακρι­βώς η ηρε­μία της. Ηρε­μία που πηγά­ζει από την εμπι­στο­σύ­νη. Ας θυμη­θού­με τη Λίλα Ρίπολ μέσα από την ποί­η­σή της, εκεί­νη την ίδια ποί­η­ση που ήταν τρο­μα­κτι­κά δυνα­μι­κή…  Ένα από τα χαρα­κτη­ρι­στι­κά της είναι η φινέ­τσα και η ισορ­ρο­πία της. Σε όλη την ποι­η­τι­κή της καριέ­ρα, η Λίλα εξε­λί­χθη­κε χωρίς να απο­δε­χτεί μια σει­ρά από ρεύ­μα­τα που εμφα­νί­στη­καν και εξα­φα­νί­στη­καν. Εκεί­νη, σίγου­ρη στα αιώ­νια νερά του μεγά­λου ποι­η­τι­κού ποτα­μού, έδω­σε στα­γό­να ομορ­φιάς μέσα στο σχέ­διο που διά­λε­ξε. Η τρα­γου­δι­σμέ­νη ποί­η­ση, με έναν ασυ­νή­θι­στο λυρι­σμό, έφε­ρε τέτοια πράγ­μα­τα στο τρα­γού­δι μας:

Η μονα­ξιά παί­ζει ένα παι­χνί­δι κρυ­φτού μαζί μου.
Εξα­φα­νί­ζε­ται για μια στιγ­μή και εμφα­νί­ζε­ται από που δεν ξέρω.
Η μονα­ξιά κρύ­βε­ται και επι­στρέ­φει, συντρί­βει τη ζωή, τα όνει­ρα, την αγάπη.
Ω! Παι­χνί­δι κρυ­φτό, κρύψ­τε, κρύψ­τε και τον πόνο.

Η ποί­η­σή της κατε­ξο­χήν μου­σι­κή: Δεν ξέρω αν οφει­λό­ταν στο ότι η Lila Ripoll είχε μεγά­λη μου­σι­κή κουλ­τού­ρα —έτοι­μη για καλ­λι­τέ­χνης συναυ­λιών, αφή­νο­ντας αργό­τε­ρα την καριέ­ρα της για προ­σω­πι­κούς λόγους— το σίγου­ρο είναι ότι οι στί­χοι της είναι πάντα απα­λοί και μου­σι­κοί. Ένα άλλο χαρα­κτη­ρι­στι­κό της ποί­η­σής του είναι ο θεμα­τι­κός της πλούτος.

Η Lila Ripoll, την ίδια επο­χή που έγρα­φε στί­χους λυρι­σμού και μονα­ξιάς, έγρα­ψε στί­χους για σπου­δαία θέμα­τα της επο­χής μας. Η καρ­διά της έκαι­γε για τα μεγά­λα θέμα­τα. Είναι αλή­θεια ότι, όπως παρα­δέ­χτη­κε και η ίδια, η ποί­η­σή της πάνω σε αυτά τα συχνά δεν έφτα­νε στο επί­πε­δο που επι­θυ­μού­σε. Ίσως υπερ­βο­λι­κή απαι­τη­τι­κό­τη­τα από την ίδια; Ίσως προ­σω­πι­κή αδυ­να­μία _Είπε:

Μην βλέ­πεις,
που ο χρό­νος μου σκλή­ρυ­νε το καρδιά.
Είμαι ποι­η­τής. Υπο­χρε­ω­τι­κό είναι το όνει­ρο για μένα.
Δώσε μου το δικαί­ω­μα να ονειρεύομαι.

Ο ορί­ζο­ντας της είδε τα χέρια να της απλώ­νουν στον κόσμο όλο, στους λαούς. Μα τι χέρια ήταν αυτά; Να σφί­ξει όλα τα χέρια; Η Λίλα δεν σκέ­φτη­κε, ότι όσοι δεν δίνουν στον ποι­η­τή το δικαί­ω­μα να ονει­ρεύ­ε­ται δεν έχουν δικαί­ω­μα να του σφί­ξουν το χέρι.

Αγα­πη­τοί φίλοι και φίλες:
Εδώ λοι­πόν βρί­σκο­μαι αντι­μέ­τω­πη με τους κακούς ανέ­μους και με την υγεία μου αρκε­τά κλο­νι­σμέ­νη, αλλά πάντα με την ίδια στά­ση απέ­να­ντι στη ζωή και τα γεγο­νό­τα. Θα πω περισ­σό­τε­ρα: αν κάτι μπο­ρεί ακό­μα να με κάνει να δονού­μαι, είναι η ελπί­δα να παρα­κο­λου­θή­σω και, κατά κάποιο τρό­πο, να συμ­με­τά­σχω στη μεγά­λη παράσταση.
Μου λεί­πει όλο και περισ­σό­τε­ρο η συνύ­παρ­ξή μας. Μια λαχτά­ρα που μερι­κές φορές με κάνει να νιώ­θω άδι­κη με άλλους φίλους και συντρό­φους, τόσο συχνές είναι οι ανα­μνή­σεις που ξυπνάω.
Και εσύ; Ευτυ­χι­σμέ­νη; Βλέ­πο­ντας καθα­ρά το μέλ­λον και επο­μέ­νως ανα­μέ­νο­ντας προ­βλή­μα­τα και βιώ­νο­ντας μια οικεία χαρά που λίγοι μπο­ρούν να κατα­λά­βουν; Ξέρω ότι έτσι είναι και ο θαυ­μα­σμός μου «μεγα­λώ­νει» με τη φιλία μας. Φιλιά πολ­λά σε όλους και όλες.

★ ★ ★

Αγα­πη­τοί φίλοι και φίλες:
Είχα στιγ­μές πραγ­μα­τι­κής ευτυ­χί­ας, δια­βά­ζο­ντας το φιλι­κό σου γράμ­μα. Γράμ­μα γεμά­το όμορ­φα, γεν­ναιό­δω­ρα λόγια, γεμά­τα υγιή και αδελ­φι­κή ενθάρ­ρυν­ση. Ήταν μια ευτυ­χι­σμέ­νη στιγ­μή για όσους —όπως εγώ— πέρα­σαν μια δύσκο­λη χρο­νιά, με συνε­χείς ανη­συ­χί­ες για την υγεία, πέρα ​​από τις άλλες κοι­νές σε όλους μας.
Το μόνο που μπο­ρώ να πω στους φίλους μου είναι ότι συνε­χί­ζω με τα ίδια όνει­ρα και την ίδια διά­θε­ση για συνερ­γα­σία, ώστε κάπο­τε να γίνουν η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα που επιθυμούμε.
Κάνω ένα διά­λειμ­μα από τη λογο­τε­χνι­κή δου­λειά. Αυτό συμ­βαί­νει για­τί έγρα­ψα πάρα πολ­λά τον τελευ­ταίο μήνα. Με έπια­σε ηπα­τί­τι­δα, απο­τέ­λε­σμα της μετάγ­γι­σης αίμα­τος, στη χει­ρουρ­γι­κή μου επέμ­βα­ση. Άλλες 45 ημέ­ρες ανά­παυ­σης, μετά από­λυ­τα — υπο­χρε­ω­τι­κό κρε­βά­τι. Απο­τέ­λε­σμα: 33 νέα ποι­ή­μα­τα. Ένα νέο βιβλίο ποί­η­σης. Τώρα, μια κάποια κού­ρα­ση. Ένα προ­σω­ρι­νό κενό. Ένα απα­ραί­τη­το διάλειμμα.

Χάρη­κα με την είδη­ση ​​ότι τα ποι­ή­μα­τά μου εκτι­μή­θη­καν από εσάς. Θα βάλω τα δυνα­τά μου για να συνε­χι­στεί ο ενθου­σια­σμός που παρα­κί­νη­σε την εμφά­νι­σή τους.
Τα νέα εδώ θα μετα­δο­θούν ζωντα­νά από την Τερέ­ζα μας, που περ­νά­ει τη μέρα μαζί μου σήμε­ρα. Όλοι προ­χω­ρούν, αν και χωρίς τα απο­τε­λέ­σμα­τα που θα θέλα­με να πετύ­χου­με. Οι δια­νο­ού­με­νοί μας, ακο­λου­θώ­ντας τα παρα­δείγ­μα­τα εκεί, ωρι­μά­ζουν λίγο περισ­σό­τε­ρο. Και ανα­δύ­ο­νται νέα στοι­χεία, με νέα νοο­τρο­πία και κάποια αξιό­λο­γη διά­θε­ση για αγώνα.

Φιλιά για μένα σε όλους τους φίλους που μου έστει­λαν τις ανα­μνή­σεις τους και σε άλλους που δεν είχαν την ίδια ευκαι­ρία. Ελπί­ζω να κερ­δί­σω τη μάχη με τη ζωή, αλλά ακό­μα κι αν όχι ονει­ρεύ­ο­μαι να σας μιλή­σω, μακρο­χρό­νια και αδερφικά.

 

Στοργική αγκαλιά \
Δύο Λυρικές Στιγμές

Εγώ
Μια νύχτα θα περ­πα­τή­σου­με κάτω από το φεγγάρι
περι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νοι από συναίσθημα.
Από κάθε αστέ­ρι, μια αχνή λάμψη
θα κατέ­βει στη γη.

Τα χεί­λη σου θα είναι βαριά από τη σιωπή,
για­τί οι λέξεις θα είναι κλει­στές στην καρ­διά σου.

Δίπλα σου, διο­ρα­τι­κή και πικρή,
Θα πατή­σω τις πέτρες και τα λουλούδια.
Η σιω­πή θα είναι υπο­χρε­ω­τι­κή ανά­με­σά μας
και χωρίς να χρειά­ζο­νται ορισμοί.

Στον καθρέ­φτη του προ­σώ­που σου,
θα αντα­να­κλώ­νται δια­τε­ταγ­μέ­νες σκέψεις.
Η ησυ­χία του ουρα­νού και η ησυ­χία των πουλιών
θα βοη­θή­σει τον σιω­πη­λό διάλογο.

Τα πόδια μας θα μας πάνε όπου θέλουν,
για­τί θα επι­πλέ­ου­με ανά­με­σα στα σύννεφα,
καμία αίσθη­ση χρό­νου ή τόπου.

Όλα μέσα μας θα προοιωνίζουν
τον ανα­πό­φευ­κτο αποχαιρετισμό.

Το δικό μου και το χέρι σου θα συναντηθούν
ξαφ­νι­κά σιωπηλά.
Και τα λόγια θα είναι περιττά,
η λάμ­ψη των αστεριών,
και τα λου­λού­δια που δεί­χνουν τα πέτα­λά τους που γεννήθηκαν.

II
Ξέρω ότι είναι άνοιξη,
οι ροδα­κι­νιές είναι ανθισμένες
και τα μονο­πά­τια είναι καθα­ρά στο φως του φεγγαριού.

Ξέρω ότι η αγά­πη είναι σύντομη,
τα λου­λού­δια ξεθωριάζουν
και οι ώρες δεν περ­νούν ποτέ ξανά.

Ξέρω ότι το χαμέ­νο τρα­γού­δι δεν θα επιστρέψει,
ότι η ποί­η­ση είναι μια στιγμή,
σαν την αγάπη.

Αλλά μην του ζητή­σε­τε να τρα­γου­δή­σει αυτή τη στιγμή,
που κρα­τά τα μάτια μου στα λουλούδια
και νιώ­σε τη φρε­σκά­δα του.

Ξέρω ότι αυτή η στιγ­μή δεν θα έρθει ποτέ ξανά,
με αυτόν τον ίδιο ουρανό,
με αυτό το μπλε,
και τα λόγια που ζωγρά­φι­σαν τα χεί­λη σου.

Ξέρω ότι η ροή της ζωής είναι αδιάκοπη,
Ξέρω ότι η αγά­πη φθεί­ρε­ται με τον καιρό:
Όλοι ξέρουν ότι τους άρεσε!
Αλλά υπάρ­χει μια σοβα­ρή σκέ­ψη μέσα μου
που με απο­μα­κρύ­νει από σένα.

Σε δύσκο­λο νησί έφτα­σες φίλε μου!
Αφή­στε τον χρό­νο να κυλά,
σχε­τι­κά με μένα!

Αντίφαση

Υπάρ­χει ζωή.
Εδώ το όνειρο.
Είμαι χαμέ­νη ανά­με­σα στα δύο.
Ξεσκί­ζω τον εαυ­τό μου και συνε­νώ­νο­μαι ξανά.

Κλεί­σε λοι­πόν την αγκαλιά,
κι ας είναι η αγά­πη μακριά.
Ο χώρος είναι τόσο μικρός.
Η κραυ­γή μου είναι τόσο χαμένη!

Σειρά

Μη μου μιλάς για θλίψη
την ξέρω από καρδιάς.
Πες μου για τη χαρά,
που έχει καλύ­τε­ρη γεύση.

Της λύπης — το καρ­διά μου
πέρα­σε χρό­νια κλαίγοντας.
Σε μια πορεία θλίψεων,
Κανείς δεν μπο­ρεί να με διδάξει.

Λεκέδες

Εγώ
Ήταν πάντα θλί­ψη. Από­μα­κρη θλί­ψη, που έρχε­ται από ποιος ξέρει πού.
Απελ­πι­σμέ­νες παρα­κλή­σεις, εξο­ρία ονειρεύομαι.
Τι ακρω­τη­ρια­σμέ­νο μεγαλείο.
Και ήταν και μονα­ξιά. Μυστι­κή μοναξιά.

Απα­ρά­βα­τη μονα­ξιά μιας απελ­πι­σμέ­νης γυναίκας.
Στον χαρού­με­νο και πολύ­χρω­μο δρό­μο, ήταν ένας λεκές
της άχρη­στης ασυμφωνίας.

Κανείς δεν ένιω­σε την τρα­γω­δία του.
Η απου­σία του γέλιου σου.
Το σχε­δόν ορι­στι­κό σχή­μα του προ­σώ­που σου.
Μια μέρα έγει­ρα πάνω της
σαν κάποιος που κοι­τά­ζει στον καθρέφτη.

Τα μάτια χαμο­γέ­λα­σαν για λίγο. Μόνο τα μάτια.
Επει­δή το στό­μα παρέ­μει­νε στη θλι­βε­ρή γραμμή,
που το συνέθεσε.
Και περ­πα­τού­σε αργά.

Υπε­ρα­σπι­σμέ­νο από τα χείλη,
που ήταν το φρού­ριο της σιω­πής του.

II
Δεν είναι δική μου αυτή τη στιγ­μή. Είναι δική σας. Ποίηση.
Και δική σου αυτή η εξω­πραγ­μα­τι­κή μελαγχολία
που γλι­στρά­ει από τη νύχτα, από τα αστέρια,
από τα ανοι­χτά παρά­θυ­ρα για να τα δεις.

Η στιγ­μή που φυτρώ­νει, δεν είναι δική μου
μιας παλιάς θλίψης.
Ούτε η σκιά που με χωρί­ζει στα δύο
στην απέ­να­ντι πλευ­ρά του δρόμου.

Ούτε καν σταυ­ρω­μέ­να χέρια,
όπου βρί­σκο­νται σε μοναξιά.
Πολ­λα­πλα­σιά­ζεις το πρό­σω­πό σου απόψε,
αλλά σε αναγνωρίζω:
— στο κρύο κρε­βά­τι, από πετα­μέ­να φύλλα,
σε ουρά­νιες μορφές,
στο κορί­τσι με τα μαύ­ρα, δίπλα στα τριαντάφυλλα.

III
Έντυ­σαν το νεκρό κορί­τσι στα μπλε
και το σκο­τά­δι σκέ­πα­σε τα μάτια του,
με εκεί­νο το σκού­ρο μαντίλι
πάνω από το πρόσωπο.

Ευτυ­χώς που ο ήλιος έσπα­σε τα παράθυρα
και το κασκόλ
και κατέ­βη­κε στο ασφυ­κτι­κό του πρόσωπο.

Ποίημα

Η δια­μαρ­τυ­ρία είναι άχρηστη.
Άχρη­στος ο ανθι­σμέ­νος εκφωνητής
της άνοιξης.

Μην με βλέπεις,
που ο χρό­νος μου σκλή­ρυ­νε την καρδιά.
Είμαι ποι­η­τής. Επιτακτικός

Είναι το όνει­ρο για μένα.
Δώσε μου το δικαίωμα
να ονει­ρεύ­ο­μαι _και να ονειρεύεσαι.

Θέλω να στα­θώ στο παρά­θυ­ρο της ζωής,
το κεφά­λι στην κοι­λό­τη­τα των χεριών μου,
γνω­ρί­ζο­ντας ότι η ελπί­δα είναι άχρηστη,
αλλά στρι­μώ­χτη­κε κοντά μου.
Υπάρχει!!

Το φεγ­γά­ρι ανα­τέλ­λει ψηλά, ψηλά στον ουρανό.
Αυτή τη στιγ­μή γεν­νιού­νται φτερά,
βρό­χοι βαρύτητας,
μυστι­κές στιγμές
του τρεμοπαίζουν.

Το χέρι μου δεν απλώνει.
Πεσμέ­να λείψανα,
σαν μαρα­μέ­νη στεφάνη.
Ο ποι­η­τής ονειρεύεται.

Η γυναί­κα πετά­ει το τριαντάφυλλο
για τον κόσμο!

Τραγουδάω
στην Elisa Branco

Βαριές μπά­ρες, δύσκαμ­πτες και σκοτεινές,
σταματούν
και βλέπω
τα παρά­θυ­ρα του σκο­τει­νού κελιού,
που κρύ­βει την Ελί­ζα — αυτή με το απλό όνομα,
με ξεκά­θα­ρο λευ­κό όνομα,
αυτήν με καθα­ρή ψυχή.

Περ­νούν στρατιώτες,
στρα­τιώ­τες επιστρέφουν,
και τα γλυ­κά μάτια του κρατούμενου
είναι καθα­ρά νερά που δεν θολώνουν.

Βαριές μπά­ρες,
άκαμ­πτες και σκοτεινές,
ακί­νη­τες και προφίλ
σαν στρατιώτες
δίπλα στα παράθυρα.

Ελί­ζα Μπράνκο
— στο σκο­τει­νό κελί —
περι­βάλ­λε­ται από σκέψεις
καθα­ρό και καθα­ρό όπως το όνο­μά της.

Τι αξία έχουν οι μπά­ρες στα παράθυρα;
και όσοι στρα­τιώ­τες περ­νούν, περνούν;
και οι σκο­τει­νοί ήχοι
αυτό το σημάδι,
τα σκλη­ρά βήμα­τα των φρουρών;

Η Ελίζα Μπράνκο 
χαμογελάει και περιμένει.

Δεν αισθά­νε­ται το βάρος των σκο­τει­νών ράβδων,
ούτε ακού­σει την πορεία των σκλη­ρών βημάτων,
εκεί­νη τη μέρα και τη νύχτα,
τις νύχτες και μέρες,
που περ­νού και περνούν …
δίπλα στα παρά­θυ­ρα του σκο­τει­νού κελιού.
Η Ελί­ζα Μπράν­κο είναι πιστή  και περιμένει —

Απλή Ελί­ζα,
με ξεκά­θα­ρο όνομα,
με λευ­κό όνομα,
με καθα­ρή ψυχή.

Δυο παραλ­λα­γές στο ίδιο θέμα

Εγώ
Είμαι μόνη και τα χέρια μου άδεια.
Αλλά τα μάτια μου δεν κλαίνε
και το τρα­γού­δι μου είναι της ελπίδας.

Η γη είναι κεντη­μέ­νη με έντο­μα και λουλούδια
και ο άνε­μος είναι ένα παρα­πέ­τα­σμα αρώματος.
Σε κάποια γωνιά της γης
περ­πά­τη­σε το βήμα σου,
κάτω από τα ψηλά αστέ­ρια που λάμπουν.

Το τολ­μη­ρό και μακρύ βήμα σου στους δρόμους,
μετα­τρέ­πο­ντας τις σκέ­ψεις σας σε πράξη.
Λατρεύω τη νύχτα που φεύγει,
και τη γη και τους ανθρώπους,
και το μονο­πά­τι που άνοι­ξες μπρο­στά μου.

Είμαι μόνη και τα χέρια μου άδεια.
Αλλά τα μάτια μου δεν κλαίνε
και το τρα­γού­δι μου είναι της ελπίδας.

II
Τα λόγια που πέφτουν από τα χεί­λη μου
— σαν παρά­ξε­να φρού­τα — σήμε­ρα το απόγευμα,
Πότε τα έγραψα;
Για­τί έγραψα;

Και τι μάτια έπε­σαν πάνω τους;
«Τα σύν­νε­φα, αυτός ο ήλιος, αυτά τα παιδιά,
που θα σταματήσουν;
σε ποια διεύθυνση;
Ποιος διοι­κεί αυτό το απελ­πι­σμέ­νο πλοίο;»

Πότε έγρα­ψα;
Για­τί έγραψα;
Και τώρα, για­τί ο κόσμος είναι πιο όμορφος;
και τα λου­λού­δια, ο ήλιος;
άνθρω­ποι και σύννεφα…
και τα πλοία ταξι­δεύ­ουν γεμά­τα σιγουριά…

Ποιος φύτε­ψε αυτή τη χαρά στο απαλ­λα­γή μου;
Ποιος με έμα­θε να κοι­τά­ζω και να καταλαβαίνω;
Που άλλα­ξε το νόη­μα των στί­χων μου
και έδω­σε σιγου­ριά στα βήμα­τά μου,
και έδω­σε φως στα μάτια μου;

Ήσουν εσύ, Κόμ­μα μου, ήσουν εσύ
Σου οφεί­λω αυτή τη συνά­ντη­ση με τη ζωή
και τη σαφή κατεύ­θυν­ση των σκέ­ψε­ών μου.
Σου χρω­στάω το χαμό­γε­λο εμπιστοσύνης
που ανοί­γει τα χεί­λη μου όταν βλέπω
τα παι­διά να περ­νούν από το δρόμο.

Αυτή η απλό­τη­τα με την οποία ζω,
το βλέμ­μα που εκτεί­νε­ται σήμε­ρα στο μέλλον,
το καμά­ρι της δου­λειάς και τα νέα τριαντάφυλλα,
που στην καρ­διά μου ανθίζουν,
Ήταν ένα μάθη­μα που παίρ­νου­με μαζί μας.

Σε σένα οφεί­λω αυτή τη συνά­ντη­ση με τη ζωή,
και την αδερφοσύνη
με την οποία μοι­ρά­ζε­ται το ψωμί στο τρα­πέ­ζι μου.

σσ.
Η Elisa Branco Batista _Ελίζα Μπράν­κο Μπα­τί­στα (29 Δεκεμ­βρί­ου 1912 – 8 Ιου­νί­ου 2001) ήταν Βρα­ζι­λιά­να κομ­μου­νί­στρια και ακτι­βί­στρια της ειρή­νης, η οποία τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο Ειρή­νης Λένιν το 1953.

Γεν­νή­θη­κε στο Μπα­ρέ­τος _στη φτω­χή περι­φέ­ρεια του Σάο Πάο­λο από Πορ­το­γά­λο πατέ­ρα που είχε οικο­τρο­φείο. Παι­δί, ακό­μη ο πατέ­ρας της πέθα­νε και η οικο­γέ­νεια ανα­γκά­στη­κε να νοι­κιά­σει τα δωμά­τια του σπι­τιού  σε πρό­σφυ­γες που έφτα­ναν από την Ευρώ­πη για να επι­βιώ­σουν. Μετα­κό­μι­σε στο Σάο Πάο­λο το 1948 όπου έμα­θε ραπτι­κή και πήρε αρχι­κά μέρος σε ειρη­νι­στι­κές εκστρα­τεί­ες, όταν   ανα­κά­λυ­ψε και εντά­χθη­κε μαχη­τι­κά στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα Βρα­ζι­λί­ας μετά τη σύλ­λη­ψη του Λουίς Κάρ­λος Πρέ­στες (σσ. Ο Luís Carlos Prestes _3-Ιαν-1898 \ 7‑Μαρτ-1990) ήταν Βρα­ζι­λιά­νος επα­να­στά­της, γενι­κός γραμ­μα­τέ­ας του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Βρα­ζι­λί­ας από το 1943 έως το 1980 και γερου­σια­στής _ παρα­τσού­κλι ο Ιππό­της της Ελπί­δας. Επί χρό­νια κυνη­γη­μέ­νος και φυλακισμένος)

Η Elisa Branco Batista εντά­χθη­κε στην Ομο­σπον­δία Γυναι­κών του Σάο Πάο­λο (Federação das Mulheres de São Paulo) της οποί­ας έγι­νε ένα από τα πρω­το­κλα­σά­τα στε­λέ­χη και οργά­νω­σε δρά­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας κατά της απο­στο­λής Βρα­ζι­λιά­νων στρα­τιω­τών στην Κορέα, ενώ παράλ­λη­λα, ήταν αντι­πρό­ε­δρος του Κινή­μα­τος Ειρή­νης της Βραζιλίας.

Στις 7‑Σεπ-1950, κατά τη διάρ­κεια των εορ­τα­σμών της Ανε­ξαρ­τη­σί­ας της Βρα­ζι­λί­ας στο Vale do Anhangabaú στο Σάο Πάο­λο, συμ­με­τεί­χε σε μια συγκέ­ντρω­ση κρα­τώ­ντας ένα πανό που έγρα­φε: “Os soldados, nossos filhos não irão para a Coréia” «Οι στρα­τιώ­τες, τα παι­διά μας δεν θα πάνε στην Κορέα») δια­μαρ­τυ­ρό­με­νη για την στή­ρι­ξη της Βρα­ζι­λί­ας στις ΗΠΑ ανα­φο­ρι­κά με τον πόλε­μο της Κορέ­ας. Συνε­λή­φθη, κατα­δι­κά­στη­κε σε 4 χρό­νια +3 μήνες φυλά­κι­ση, την οποία πέρα­σε στις φυλα­κές Τιρα­δέ­ντες. Κατά τη διάρ­κεια της φυλά­κι­σής της, ο δικη­γό­ρος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Βρα­ζι­λί­ας κατέ­θε­σε ένα habeas corpus, το οποίο φυσι­κά απορ­ρί­φθη­κε. Στη φυλα­κή, διδά­σκει στους συγκρα­τού­με­νούς της να δια­βά­ζουν …να ράβουν και να τηρούν την υγιει­νή του σώμα­τος. Τελι­κά απο­φυ­λα­κί­ζε­ται τον Οκτώ­βριο του 1951.

Το 1953, έφυ­γε για την Ευρώ­πη για να παρα­κο­λου­θή­σει το Συνέ­δριο Ειρή­νης στη Μόσχα όπου έλα­βε το Βρα­βείο Λένιν. Από το 1951 έως το 1965, ήταν μέλος του Παγκό­σμιου Συμ­βου­λί­ου για την Ειρήνη.
Κατά τη διάρ­κεια του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος της Βρα­ζι­λί­ας του 1964, συνε­λή­φθη ξανά, το 1971 ξανά και ξανά και πέθα­νε στις 8‑Ιουλ-2001, στο Σάο Πάο­λο, σε ηλι­κία 88 ετών.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο