Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Μπαλάντα _για τον Μπελογιάννη” — της ποιήτριας Λίλα Ριπόλ _Φωτο

Ο δίκαιος και ανυ­πο­χώ­ρη­τος αγώ­νας του κομ­μου­νι­στή ήρωα Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη, η αλύ­γι­στη στά­ση του μέσα στα δικα­στή­ρια του αστι­κού κρά­τους και απέ­να­ντι στις θανα­τι­κές κατα­δί­κες μέχρι και την εκτέ­λε­σή του μαζί με τους συντρό­φους του στις 30 Μάρ­τη του 1952, ενέ­πνευ­σαν ανθρώ­πους των γραμ­μά­των και των τεχνών σε όλο τον κόσμο, κατέ­στη­σαν τον Μπε­λο­γιάν­νη ένα παγκό­σμιο σύμ­βο­λο αντί­στα­σης και αγώνα.

Με αφορ­μή τη σημε­ρι­νή συμπλή­ρω­ση 72 χρό­νων από την εκτέ­λε­ση του Μπε­λο­γιάν­νη και των συντρό­φων του, δημο­σιεύ­ου­με το ποί­η­μα που έγρα­ψε για αυτόν η σημα­ντι­κή ποι­ή­τρια της Βρα­ζι­λί­ας, Λίλα Ριπόλ.

Μπαλάντα

της Λίλα Ριπόλ*

Εκτε­λέ­σαν τον Μπελογιάννη.
Τον Μπε­λο­γιάν­νη εκτελέσαν.

Ακου­μπή­σαν το κορ­μί του
που τόσες μάχες έδωσε
στον σκού­ρο πέτρι­νο μαντρότοιχο

Ήθε­λαν να του κλεί­σουν τα μάτια,
μα ο Μπε­λο­γιάν­νης αρνήθηκε.
Το πρό­σω­πό του ξάσπρισε,
αλλά τίπο­τα δεν το άλλαξε.

Δεν του έκλει­σαν τα μάτια,
ολόρ­θο το κορ­μί του έστεκε.

Προ­χω­ρού­σε η αυγή,
όμως σκιές κυκλώ­ναν τη γη.

Συνέ­βαι­νε το έγκλημα,
που κανείς δεν ήξε­ρε ούτε φανταζόταν.

Ήθε­λαν να του κλεί­σουν τα μάτια,
μα ο Μπε­λο­γιάν­νης αρνήθηκε.
Οι δήμιοί του δείλιασαν,
σφίγ­γο­ντας τα όπλα στα χέρια τους.

Να κοι­τά­ξει κατά­μα­τα το πρό­σω­πό του,
το πρό­σω­πο που ξάσπρισε,
αλλά τίπο­τα δεν το άλλαξε
ποιος μπο­ρού­σε, ποιος τολμούσε;

Ήθε­λαν να του κλεί­σουν τα μάτια,
μα ο Μπε­λο­γιάν­νης αρνήθηκε.

Έσβη­σαν τα αστέρια.
Μόλις αχνο­φαί­νο­νταν η αυγή.

Τ’ ανοι­ξιά­τι­κο αγέρι,
έστει­λε έναν ανα­στε­ναγ­μό στον μαντρότοιχο.
Ο Μπε­λο­γιάν­νης, αδάμαστος,
ξεκι­νά ένδο­ξο τραγούδι,
αψη­φώ­ντας τον θάνα­το για τα ιδα­νι­κά του.

«Σύντρο­φοι! Σύντροφοι,
το Κόμ­μα μας δεν πεθαίνει…»
Ετσι έσβη­σε η ηρω­ι­κή φωνή του.

Οι λέξεις του, άνθη,
που τα σκόρ­πι­σε το αγέρι.
Συνέ­βαι­νε το έγκλημα,
που κανείς δεν ήξε­ρε ούτε φανταζόταν.

Το ηρω­ι­κό του αίμα
έβα­ψε τον σκού­ρο πέτρι­νο μαντρότοιχο
Το όνο­μά του, του Κομ­μου­νι­στή, ολό­κλη­ρος ο Κόσμος το κράτησε.

Ήταν παγω­μέ­νη εκεί­νη η άνοιξη,
Που χάθη­κε το κορ­μί του.

Μπε­λο­γιάν­νη! Μπελογιάννη!

Θα ‘ρθει ξανά η Άνοιξη
Ο λαός κρα­τά τ’ όνο­μά σου!
Τις λέξεις σου,
που σκόρ­πι­σε τ’ αγέρι
Ο ανοι­ξιά­τι­κος άνεμος
τις έσπει­ρε στη Γη.

Ατέχνως info

Η Lila Ripoll (Quaraí, 12-Αυγ-1905 _ Porto Alegre, 7- Φεβ-1967) ήταν Βρα­ζι­λιά­να κομ­μου­νί­στρια ποι­ή­τρια και πιανίστρια
Κατα­λα­νι­κής κατα­γω­γής, το 1927, σε ηλι­κία είκο­σι δύο ετών, η Λίλα άφη­σε την πατρί­δα της και μετα­κό­μι­σε στο Πόρ­το Αλέ­γκρε για να σπου­δά­σει πιά­νο στο Ωδείο Μου­σι­κής, στο τότε Instituto Livre de Belas Artes. Ως φοι­τή­τρια, δημο­σί­ευ­σε ποι­ή­μα­τα στο Revista Universitária (πανε­πι­στη­μια­κή εφημερίδα).

Το 1930 έγι­νε δασκά­λα τρα­γου­διού και ήταν κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιό­δου που ήρθε κοντά με συγ­γρα­φείς και δια­νο­ού­με­νους από το Ρίο Γκρά­ντε ντο Σουλ όπως οι Reinaldo Moura, Manuelito de Ornelas, Dyonélio Machado, Carlos Reverbel και Cyro Martins, οι οποί­οι απο­τε­λούν τη λεγό­με­νη Γενιά των 30.

Το 1934, με τη δολο­φο­νία του ξαδέλ­φου της Waldemar Ripoll, δημο­σιο­γρά­φου και μέλους του ποο­δευ­τι­κού Κόμ­μα­τος Libertador, κατό­πιν εντο­λής σκο­τει­νών κύκλων η Lila Ripoll απο­φά­σι­σε να συμ­με­τά­σχει στον πολι­τι­κό αγώ­να και στην κομ­μου­νι­στι­κή υπό­θε­ση. Συμ­με­τεί­χε στο Μέτω­πο Δια­νο­ού­με­νων του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος Βρα­ζι­λί­ας (PCB) και στην Ένω­ση Εργα­τών Μετάλ­λου, επι­κε­φα­λής του πολι­τι­στι­κού τμή­μα­τος του.

Το 1938, η Ripoll έκα­νε το ντε­μπού­το της βιβλίο, De Mãos Postas _με σταυ­ρω­μέ­να χέρια, το οποίο έτυ­χε θετι­κής υπο­δο­χής από τους κρι­τι­κούς. Τρία χρό­νια αργό­τε­ρα, ήρθε το το Céu Vazio _ Άδειος ουρα­νός, που τιμή­θη­κε με το το βρα­βεί­ου Olavo Bilac, από την Ακα­δη­μία Γραμ­μά­των της Βρα­ζι­λί­ας. Το 1944, η Λίλα παντρεύ­τη­κε τον Alfredo Luís Guedes, επί­σης πολι­τι­κό μαχη­τή. Με τη νομι­μο­ποί­η­ση του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος, τον επό­με­νο χρό­νο, άρχι­σε να αγω­νί­ζε­ται πιο ενερ­γά για τα αιτή­μα­τα των εργα­ζο­μέ­νων και, ταυ­τό­χρο­να, δημο­σί­ευ­σε κεί­με­να στο περιο­δι­κό A Província de São Pedro _ Η επαρ­χία του Αγί­ου Πέτρου και συνερ­γα­στη­κε επί­σης με το πορ­το­γα­λο-βρα­ζι­λιά­νι­κο περιο­δι­κό Atlântico.

Το 1949, έχα­σε τον άνδρα της, αλλά δεν το έβα­λε κάτω _συνέχισε να συμ­με­τέ­χει σε πολι­τι­κές μάχες της επο­χής και σε ειρη­νι­στι­κές εκστρα­τεί­ες. Ήταν και υπο­ψή­φια βου­λευ­τής του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος το 1950. Το 1951, συνερ­γά­στη­κε με το περιο­δι­κό Horizonte, δημο­σιεύ­ο­ντας ποι­η­τές της Λατι­νι­κής Αμε­ρι­κής, όπως ο Pablo Neruda και η Gabriela Mistral. Την ίδια χρο­νιά, δημο­σί­ευ­σε το βιβλίο  Novos Poemas _Νέα Ποι­ή­μα­τα, που τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο Ειρή­νης Pablo Neruda, στην Πρά­γα της Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας. Το 1954 κυκλο­φό­ρη­σε το μακρο­σκε­λές ποί­η­μα Primeiro de Maio _Πρωτομαγιά που έχει ως θέμα του τη σφα­γή κατά την Εργα­τι­κή Πρω­το­μα­γιά στην πόλη του Ρίο Γκρά­ντε. Το 1958, το θεα­τρι­κό της έργο, Um Colar de Vidro _ Ένα γυά­λι­νο κολιέ παρου­σιά­στη­κε στο Theatro São Pedro.

Το 1964, λίγο μετά το στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα, η Λίλα Ρίπολ συνε­λή­φθη, αλλά αφέ­θη­κε ελεύ­θε­ρη λόγω της υγεί­ας της — έπα­σχε από προ­χω­ρη­μέ­νο στά­διο καρ­κί­νου. Το τελευ­ταίο της ποι­η­τι­κό έργο ήταν το Águas Móveis (κινού­με­να _τρεχούμενα νερά 1965). Πέθα­νε στο Πόρ­το Αλέ­γκρε, σε ηλι­κία εξή­ντα ενός ετών, και η σορός του θάφτη­κε από τους συμπα­τριώ­τες της στο νεκρο­τα­φείο Santa Casa de Misericórdia.
Βρα­βείο Lila Ripoll: Προς τιμήν της, δημιουρ­γή­θη­κε το 2005 το Βρα­βείο ομώ­νυ­μο Ποί­η­σης _ ανοι­χτό σε όσους εκφρά­ζο­νται σε θέμα­τα κοι­νω­νι­κά και φύλου

  • Ποί­η­ση
      • e Mãos Postas (και σταυ­ρω­μέ­να χέρια _1938)
      • Céu Vazio (άδειος ουρα­νός 1941);
      • Por quê? Για­τί; (1947)
      • Novos Poemas _Νέα Ποι­ή­μα­τα (1951);
      • Primeiro de Maio _Πρωτομαγιά (1954);
      • Poemas e Canções Ποι­ή­μα­τα και τρα­γού­δια (1957);
      • O Coração Descoberto Η απο­κα­λυ­φθεί­σα Καρ­διά (1961);
      • Águas Móveis _Τρεχούμενα νερά (1965);
  • Θέα­τρο
    • Um Colar de Vidro _Ένα γυά­λι­νο κολιέ (1958);
  • Μετα­φρά­σεις
    • Canto da Camponesa τρα­γού­δι της αγρό­τισ­σας (1942), της Orfila Bardesio.
    • Um Poeta _ο ποι­η­τής (1951), του Nazım Hikmet
    • Balada para o que Cantou no Suicídio Μπα­λά­ντα για αυτό που τρα­γού­δη­σε στο Suicide (1951), του Louis Aragon.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο