Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ιάκωβος Καμπανέλλης, εμπνεύστηκε από τα προβλήματα και τα όνειρα του λαού

Ο Ι. Καμπα­νέλ­λης γεν­νή­θη­κε στη Νάξο στις 2 Δεκεμ­βρί­ου 1921 και είναι το πέμ­πτο από τα εννέα παι­διά του Στέ­φα­νου Καμπα­νέλ­λη, εμπει­ρι­κού φαρ­μα­κο­ποιού, και της Αικα­τε­ρί­νης Λάσκαρη.

Ήδη από μαθη­τής στο δημο­τι­κό σχο­λείο ο μικρός Ιάκω­βος δια­κρί­νε­ται για την κλί­ση του στη λογο­τε­χνία. Μετά τις δύο πρώ­τες τάξεις του Γυμνα­σί­ου, όπου έχει συμ­μα­θη­τή τον Μανό­λη Γλέ­ζο, έντο­να βιο­πο­ρι­στι­κά προ­βλή­μα­τα ανα­γκά­ζουν την οικο­γέ­νεια να μετα­φερ­θεί στην Αθή­να. Εγκα­θί­στα­νται στο Μετα­ξουρ­γείο. Tην ημέ­ρα εργά­ζε­ται και το βρά­δυ σπου­δά­ζει σχε­δια­στής τεχνι­κού σχε­δί­ου στη νυχτε­ρι­νή Σιβι­τα­νί­δειο Σχολή.

Την ίδια επο­χή, στην περιο­χή που έμε­νε, στο Μετα­ξουρ­γείο, γνω­ρί­ζε­ται με συνο­μη­λί­κους του που έχουν κοι­νές λογο­τε­χνι­κές ανη­συ­χί­ες όπως οι: Τάσος Λει­βα­δί­της, Κώστας και Αλέ­ξαν­δρος Κοτζιάς, Δημή­τρης Χρι­στο­δού­λου και Ρένος Απο­στο­λί­δης. Παράλ­λη­λα, εμπλου­τί­ζει τις γνώ­σεις του με ανα­γνώ­σεις βιβλί­ων, κυρί­ως λογο­τε­χνί­ας και ιστο­ρί­ας, που του απο­κα­λύ­πτουν την ανθρώ­πι­νη περι­πέ­τεια αλλά και τα μυστι­κά της γραφής.

Με το ξέσπα­σμα του Β’ Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, σχε­διά­ζει μαζί μ’ ένα φίλο του να κατα­φύ­γουν στη Μέση Ανα­το­λή. Επει­δή το χρη­μα­τι­κό ποσό που χρειά­ζο­νταν ήταν υπέ­ρο­γκο, απο­φα­σί­ζουν να περά­σουν στην Ελβε­τία μέσω Αυστρί­ας. Στην δια­δρο­μή από Βιέν­νη προς Ελβε­τία σε έναν έλεγ­χο συλ­λαμ­βά­νο­νται στο Ίνσμπρουκ. Ο Καμπα­νέλ­λης μετα­φέ­ρε­ται στην Βιέν­νη για ανά­κρι­ση και κατα­λή­γει στο στρα­τό­πε­δο συγκε­ντρώ­σε­ως και εξο­ντώ­σε­ως Μαουτχάουζεν.

Εκεί θα παρα­μεί­νει ως τις 5 Μαΐ­ου 1945, όταν το στρα­τό­πε­δο απε­λευ­θε­ρώ­θη­κε από τον αμε­ρι­κα­νι­κό στρα­τό. Οι συγκρα­τού­με­νοι του, χίλιοι εκα­τό Έλλη­νες και Ελλη­νο­ε­βραί­οι, τον εκλέ­γουν αντι­πρό­σω­πο τους στη Διε­θνή επι­τρο­πή που φρο­ντί­ζει για την ανάρ­ρω­ση και την επι­στρο­φή τους στην πατρίδα.

Mια παρά­στα­ση που βλέ­πει τυχαία στο Θέα­τρο Τέχνης, μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση, τον μαγεύ­ει και τον οδη­γεί να στρα­φεί στο θέα­τρο. Στε­ρού­με­νος όμως των τυπι­κών προ­σό­ντων (απο­λυ­τή­ριο γυμνα­σί­ου), δεν μπο­ρεί να φοι­τή­σει ως ηθο­ποιός στις δρα­μα­τι­κές σχο­λές και αφιε­ρώ­νε­ται στη συγ­γρα­φή θεα­τρι­κών έργων και σύντο­μα έρχε­ται η αναγνώριση.

Ο Ιάκω­βος Καμπα­νέλ­λης υπήρ­ξε ένας σημα­ντι­κός δημιουρ­γός. Στη συγ­γρα­φι­κή του δημιουρ­γία εμπνεύ­στη­κε από τα προ­βλή­μα­τα και τα όνει­ρα του λαού, την εσω­τε­ρι­κή μετα­νά­στευ­ση, την προ­σφυ­γιά, την αντί­στα­ση στον κατα­κτη­τή, που τη φρί­κη της πολι­τι­κής του έζη­σε, με χιλιά­δες άλλους κρα­τού­με­νους, στο ναζι­στι­κό στρα­τό­πε­δο συγκέ­ντρω­σης του Μαουτ­χά­ου­ζεν. Ιδιαί­τε­ρη υπήρ­ξε η συνει­σφο­ρά του στην ανά­πτυ­ξη του ελλη­νι­κού θεα­τρι­κού λόγου. Επε­ξερ­γά­στη­κε σε βάθος τις παρα­δό­σεις και τα προ­βλή­μα­τα της θεα­τρι­κής γρα­φής, οδη­γώ­ντας το ελλη­νι­κό θέα­τρο από τον Ξενό­που­λο στην ωρί­μαν­σή του. Το έργο του θα μεί­νει στην ιστο­ρία του σύγ­χρο­νου ελλη­νι­κού θεάτρου.

Η εμπει­ρία του στο ναζι­στι­κό στρα­τό­πε­δο συγκε­ντρώ­σε­ως που τον απα­σχο­λού­σε πολ­λά χρό­νια πριν, απο­τυ­πώ­νε­ται στο χρο­νι­κό του, Μαουτ­χά­ου­ζεν. Η απή­χη­ση του βιβλί­ου παρα­κι­νεί τον Καμπα­νέλ­λη να γρά­ψει τους στί­χους των 4 τρα­γου­διών του ομώ­νυ­μου κύκλου, που μελο­ποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης .

Ο Καμπα­νέλ­λης, εκτός από θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, πεζο­γρά­φος και δοκι­μιο­γρά­φος, υπήρ­ξε και στι­χουρ­γός. Έγρα­ψε τρα­γού­δια, που η μελο­ποί­η­ση τους με τη μου­σι­κή των Μ. Χατζι­δά­κι, Μ. Θεο­δω­ρά­κη, Στ. Ξαρ­χά­κου, συνέ­βα­λαν στην εξέ­λι­ξη του νεο­ελ­λη­νι­κού τρα­γου­διού, έγι­ναν επι­τυ­χί­ες και τρα­γου­διού­νται μέχρι σήμερα.

Εξί­σου γόνι­μη ήταν και η συμ­βο­λή του στον νεο­ελ­λη­νι­κό κινη­μα­το­γρά­φο ως σενα­ριο­γρά­φου (Ν. Κούν­δου­ρου Ο Δρά­κος (1956), Γρ. Γρη­γο­ρί­ου Η αρπα­γή της Περ­σε­φό­νης (1956), Το Αμαξάκι(1957) κλπ.

Μεγά­λο μέρος της δρα­στη­ριό­τη­τας του αφιέ­ρω­σε επί­σης στο Ραδιό­φω­νο με πλή­θος εκπο­μπών ως συγ­γρα­φέ­ας και παρα­γω­γός με πρω­τό­τυ­πα θέμα­τα ή δια­σκευ­ές λογο­τε­χνι­κών — θεα­τρι­κών έργων.
Ως αρθρο­γρά­φος, δοκι­μιο­γρά­φος και αφη­γη­τής, συνερ­γά­στη­κε με τις εφη­με­ρί­δες «Ελευ­θε­ρία» (1963–1965), «Ανέν­δο­τος» (1965–1966) και «Τα Νέα» (1975).

Πέθα­νε στις 29 Μαρ­τί­ου 2011.

Μαουτ­χά­ου­ζεν: Κομ­μου­νι­στές και Εβραί­οι «βρά­χο στη ράχη κου­βα­λούν βρά­χο σταυ­ρό θανάτου»

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο