Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λογοτεχνία – μαρξισμός – κομμουνιστικό κίνημα (Β’ Μέρος)

Γράφει η Αννεκε Ιωαννάτου //

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η Οκτωβριανή Επανάσταση απελευθέρωσε τεράστιες στην κοινωνία κατεσταλμένες δυνάμεις σπρώχνοντάς τις από το βάθος στην επιφάνεια αρχικά στη Σοβιετική Ένωση. Η εμβέλειά της όμως, εξαπλώνεται σαν ένα γιγάντιο παλιρροιακό κύμα και στις άλλες χώρες, ιδιαίτερα στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Πρωταγωνιστής πολλών έργων γίνεται η εργατική τάξη. Πρόκειται για μια τάση που είχε ξεκινήσει ήδη νωρίτερα με την ανάπτυξη όλο και μεγαλύτερων εργοστασίων και την κραυγαλέα εκμετάλλευση του προλεταριάτου. Όμως τώρα πια μπαίνει στο προσκήνιο κάτω από το πρίσμα της δραστηριοποίησής της στο ιστορικό γίγνεσθαι.

Ο Καρλ Μαρξ στην «Αγία Οικογένεια ή η κριτική της κριτικής» θα πει τα εξής σχετικά με την ανάγκη δραστηριοποίησης του προλεταριάτου: «Όταν οι σοσιαλιστές συγγραφείς αποδίδουν αυτόν τον παγκόσμιο ιστορικό ρόλο στο προλεταριάτο, δεν το κάνουν γιατί θεωρούν τους προλετάριους θεούς […]. Πολύ περισσότερο συμβαίνει το αντίθετο. Το προλεταριάτο μπορεί και πρέπει να λυτρώσει τον εαυτό του, γιατί στην πράξη έχει ολοκληρωθεί στο μορφωμένο τμήμα του η αφαίρεση από κάθε ανθρωπιά, ακόμα και η ψευδαίσθηση κάθε ανθρωπιάς, γιατί στους όρους της ζωής του συνοψίζονται στην πιο απάνθρωπη αποκορύφωσή τους όλοι οι όροι ζωής της σημερινής κοινωνίας, γιατί ο άνθρωπος χάνει μεν τον εαυτό του , αλλά κερδίζει ταυτόχρονα όχι μόνο τη θεωρητική συνείδηση αυτής της απώλειας, παρά και την πρακτική έκφραση της αναγκαιότητας, η οποία αναγκαιότητα δεν αποτρέπει πια και δεν εξωραϊζει πια αυτή την επιτακτική ανάγκη να εξεγερθεί εναντίον αυτής της απανθρωπιάς. Όμως, δεν μπορεί να λυτρώσει τον εαυτό της δίχως να αναιρέσει τους όρους της ύπαρξής του. Και δεν μπορεί να αναιρέσει τους όρους της ύπαρξής του δίχως να αναιρέσει τους απάνθρωπους όρους της σημερινής κοινωνίας που συνοψίζονται στη δική του κατάσταση. Το προλεταριάτο δεν περνάει μάταια από το σχολείο της εργασίας που ατσαλώνει» (1).

Ωστόσο, η σοσιαλιστική κουλτούρα πρέπει να κάνει δική της και να αναπτύξει περαιτέρω την πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας περνώντας την από ένα φίλτρο για να σταχυολογήσει και να ενσωματώσει τα καλύτερα. Τίθεται λοιπόν αμέσως το ερώτημα πώς το πιο καταπιεσμένο κομμάτι της ανθρωπότητας που στερήθηκε τα στοιχειώδη της επιβίωσης πόσο μάλλον τη μόρφωση μπορεί να φτάσει στο επίπεδο καλλιέργειας που απαιτείται για την ενσωμάτωση της παγκόσμιας κουλτούρας και μάλιστα σε μια χώρα με καθυστερημένο προλεταριάτο; Η Κλάρα Τσέτκιν μιλάει γι αυτό το τεράστιο πρόβλημα στη νεαρή ΕΣΣΔ: «Αλλά…δεν έχει σημασία η δική μας γνώμη για την τέχνη. Δεν έχει ούτε σημασία το τι δίνει η τέχνη σε μερικές εκατοντάδες, ακόμα και σε μερικές χιλιάδες ενός πληθυσμού των εκατομμυρίων, όπως σε μας. Η τέχνη ανήκει στο λαό. Πρέπει να έχει τις πιο βαθιές ρίζες της στην ευρύτερη μάζα-δημιουργό. Πρέπει να κατανοηθεί και να αγαπηθεί από αυτή. Πρέπει να τη συνδέσει και να την εξυψώσει στα αισθήματα, στη σκέψη και στη θέλησή της. Πρέπει να ξυπνήσει και να αναπτύξει καλλιτέχνες ανάμεσά τους…Για να μπορέσει να παει η τέχνη στο λαό και ο λαός στην τέχνη, πρέπει πρώτα να ανεβάσουμε το γενικό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Πώς είναι όμως τα πράγματα στη χώρα μας; Λειώνουν από λατρεία μπροστά στο τεράστιο πολιτιστικό έργο, το οποίο κατορθώσαμε να κάνουμε μετά από την ανάληψη της εξουσίας. Εντάξει, χωρίς να καυχιόμαστε μπορούμε να πούμε ότι κάναμε πολλά απ’ αυτή την άποψη, παρά πολλά. Δεν «κόψαμε μονάχα κεφάλια», όπως υποθέτουν από μας οι μενσεβίκοι όλων των χωρών, αλλά και διαφωτίσαμε κεφάλια – πολλά κεφάλια. Μόνο που αυτό το «πολλά» μετριέται σε σχέση με το παρελθόν και τις αμαρτίες των κυρίαρχων σ’ αυτό τάξεων και κλικών. Σε τεράστιες διαστάσεις ορθώνεται μπροστά μας η ανάγκη – που εμείς την ξυπνήσαμε κι εμείς την παροτρύναμε – των εργατών και αγροτών από μόρφωση και κουλτούρα. Όχι μόνο στο Πέτρογκραντ και στη Μόσχα, στα βιομηχανικά κέντρα, αλλά και παραέξω, μέχρι στα χωριά» (2).

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Κι αφού στη φλόγα λιώσαμε
Κι όλοι μας σβήσαν οι καημοί,
Να, με τον ίδιο θάνατο,
Το θάνατο πατάμε.
Κ. Γιαννόπουλος (3)

Στην Ελλάδα η σύνδεση της λογοτεχνίας με το σοσιαλιστικό ιδανικό, η αμοιβαία σχέση της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας με το ρεαλιστικό ως επί το πλείστο τρόπο διαμόρφωσής του παίρνει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να μπορούμε να πούμε ότι η πλειοψηφία των λίγο πολύ γνωστών λογοτεχνών της χώρας στον 20ό αιώνα άνηκε στον ένα ή τον άλλο βαθμό ή εμπνεόταν με τον ένα ή τον άλλον τρόπο απ’ αυτό τον ιδεολογικό χώρο είτε σαν μέλη του νεοϊδρυθέντος Κομμουνιστικού Κόμματος είτε βρισκόταν κοντά σ’ αυτό είτε ήταν τουλάχιστον επηρεασμένο απ’ αυτό. Ένα φαινόμενο που παίρνει ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις από τα χρόνια της ναζιστικής κατοχής. Πολύ νωρίτερα, ωστόσο, απο τις αρχές του 20ου και το τέλος του 19ου αιώνα τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα αρχίζουν να εμφανίζονται στην ελληνική λογοτεχνία.

ntinostheotokis_s

Ο Κερκυραίος συγγραφέας Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923) έχει χαρακτηριστεί ως γενάρχης της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας στην Ελλάδα. Τα έργα του διέπονται από μια βαθιά σοσιαλιστική θεώρηση της ζωής. Βάση της θεώρησής του ήταν ο ιστορικός υλισμός. Σε όλα τα έργα του τα γεγονότα, η ανάπτυξη της υπόθεσης, το ξετύλιγμα της πλοκής στοχεύουν στην ενσάρκωση των ιδεών αυτών και οι κοινωνικές σχέσεις διαμορφώνουν την ανθρώπινη συνείδηση. Ο Θεοτόκης σύχναζε στα μέρη που μαζευόταν εργατόκοσμος και μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες ιδρύει το 1911 μαζί με άλλους προοδευτικούς διανοούμενους στην Κέρκυρα «Σοσιαλιστικό Κόμμα». Από διάφορες μαρτυρίες πνευματικών ανθρώπων φαίνεται ότι ο Θεοτόκης δεν μπόρεσε να χωνέψει άνθρωποι καλλιεργημένοι να μένουν μακριά από το σοσιαλιστικό κίνημα. Έτσι, ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943) θα πει για τον Θεοτόκη: «…Όσες φορές περνούσε από την Αθήνα μου έκανε την τιμή να μ’ επισκέπτεται. Όσο και αν μου φέρονταν εγκάρδια και φιλοφρονέστατα, διέβλεπα στη διαπεραστική του ματιά και σα ζοφωμένη από την επιθυμία νε με ψέξει, μια μυστική σκέψη που ήθελε και δεν ήθελε να εξωτερικευτεί…».

Το πρώτο μεγάλο διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη είναι το Η τιμή και το χρήμα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νουμά» το 1912 και κυκλοφόρησε σε βιβλίο το 1914. Στο διήγημα αυτό οι σοσιαλιστικές αντιλήψεις του συγγραφέα παίρνουν για πρώτη φορά τη μορφή τέχνης και το σοσιαλιστικό ιδανικό ενσαρκώνεται στον υγιή, ηθικό και σταθερό ψυχικό κόσμο μιας νεαρής εργάτριας. Ένδειξη της ευρύτερης προοδευτικότητας του Θεοτόκη αποτελεί και το γεγονός ότι τα τόσο γενναία και θετικά χαρακτηριστικά τα τοποθετεί σε μια γυαίκα αφήνοντας κοινωνικά στερεότυπα, γυναίκα και εκπρόσωπο της εργατικής τάξης τη στιγμή που από την κοινωνική συνείδηση είναι μακριά ακόμα να συνδέει τη γυναίκα με κοινωνικό προοδευτικό ρόλο και επαναστατική γενναιότητα. Έχουν περιγράψει τον Θεοτόκη ως ιδεολογικά αδιάλλακτο, ασυμβίβαστο στα σοσιαλιστικά ιδανικά του και εντελώς ακέραιο. Γι αυτόν έλεγε η Γαλάτεια Καζαντζάκη: «Δεν γνώρισα άλλον να συγκινείται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γενναία εκδήλωση, στο κάθε ηθικό μεγαλείο, μπρος στην κάθε αρετή, στον κάθε ηρωϊσμό».

kazantzaki

Εφ’ όσον αναφέραμε το «γενάρχη» της πρωτοπόρας σοσιαλιστικής πεζογραφίας στην Ελλάδα, οφείλουμε να αναφέρουμε την πρώτη Ελληνίδα σοσιαλίστρια συγγραφέα που μόλις παραθέσαμε, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη (1881-1962). Χειρίστηκε όλα τα είδη του γραπτού λόγου, την ποίηση, το διήγημα, τη νουβέλα, το μυθιστόρημα, το θέατρο και στο έργο της εμφανίζονται στο κοινωνικό προσκήνιο η μεροκαματιάρισσα, η αγρότισσα, η υπάλληλος, η νοικοκυρά και – αυτό ήταν το πιο τολμηρό για γυναίκα συγγραφέα – η πόρνη που στο ποίημα «Ναυάγιο» βάζει στο στόμα της την πιο σαρκαστική κριτική της αστικής κοινωνίας και τελειώνει με τους εξής στίχους: «…Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι

όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ’ από την κόλασή μου σ’ το φωνάζω
Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω».

Χρειάστηκε, πράγματι, μεγάλη τόλμη, εκείνη την εποχή, να φέρνει μια συγγραφέας τις αποσιωπημένες πλευρές της κοινωνικής και φυλετικής καταπίεσης και φίμωσης. Η επαναστατημένη ψυχή της γυναίκας που θέλει να συμμετέχει στην κοινωνία, να βγει από την απομόνωση της «καθώς πρέπει» ζωής της γυναίκας από «καλό σπίτι» ξεπροβάλλει στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Ρίντι Παλιάτσο» (Γέλα Παλιάτσο) το 1909: «…πέρα από τα κάγκελα είδα πως υπάρχει μια ζωή πολυσύνθετη και παντοκρατόρισσα. Η ζωή των άλλων – αλυσίδα ασύντριφτη κι ατέλειωτη, οι ζωές, τα εκατομμύρια οι ζωές – με ξεκουφαίνει με το δαιμονισμένο κρότο της. Τί καλά! Θα πάω κι εγώ τώρα να ενώσω το χαλκά της ζωής μου με τους χαλκάδες που αποτελούν την αλυσίδα όλη. Έτσι κ’ η δική μου ζωή θα βγάλει κάποιους ήχους αγγίζοντας των άλλων τις ζωές…».

Η Γαλάτεια, η πρώτη σοσιαλίστρια συγγραφέας, η «κατακόκκινη κι αντάρτισσα παραφωνία μέσα στην ασάλευτη σκλαβοπλανταγμένη ατμόσφαιρα της επαρχιώτικης σταχτόχρωμης ζωής…» – όπως την αποκάλεσε ο πρώτος σύζυγός της Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) – θεωρούσε πρώτο χρέος του λογοτέχνη να υπηρετεί το λαό, να λέει κάθε στιγμή με το έργο του στο λαό «είμαι δικός σου, σάρκα από τη σάρκα σου».

axioti10

Σταθήκαμε με λίγα λόγια σ’ αυτές τις δύο πρωτοπόρες μορφές που έφεραν στα ελληνικά γράμματα τον κοινωνικό προβληματισμό βασισμένοι στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι. ‘Οπως είπαμε, από την εποχή της ναζιστικής κατοχής ο ιδεολογικός χώρος του κομμουνιστικού κινήματος και δη του ΚΚΕ άσκησε μια τεράστια επίδραση στους λογοτέχνες της χώρας και αν δεν ήταν η ίδια η ιδεολογία τότε ήταν πλέον ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας που έκανε πολλούς να προσχωρήσουν στις γραμμές του. Όπως γράφει η Μέλπω Αξιώτη (1905-1973) για το Νίκο Καζαντζάκη που έγραφε το 1949 στο Αντίμπ της Κυανής Ακτής στη Γαλλία ένα δράμα για το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας: «Ίσαμε τώρα δεν ακούστηκε αν εκείνο το έργο του το τέλειωσε ή όχι. […] Εκείνο όμως που μένει, είτε το τέλειωσε είτε όχι, είναι ότι ο Βούδας κι ο Κομφούκιος νικήθηκαν για έναν καιρό μέσα σε κάποιον από τους ναούς τους. Τα όπλα που βαστούσε στο χέρι ο λαός της Ελλάδας απάνω στις βουνοκορφές της, ξαστράφτανε τόσο πολύ, που η λάμψη τους έφτανε μέχρι το ακρωτήρι της Κυανής Ακτής, εκείνη την πιο προχωρημένη στεριανή πούντα μέσα στη Μεσόγειο, όπου ήταν αποτραβηγμένος ένας έλληνας ποιητής. Μια φωτεινή στιγμή στη ζωή του Καζαντζάκη. Μια παραπάνω προπαντός απόδειξη για την απέραντη δύναμη του λαού που κάνει έφοδο σ’ όλα τα κάστρα, κι αν δεν τα ρίχνει με την πρώτη, η ζωή τον καρτερεί να εκπορθήσει αύριο» (4). Ο Καζαντζάκης δεν ήταν το μόνο «κάστρο που ρίχθηκε». Οι ίδιες οι συνθήκες ωθούσαν μαζικά τους λογοτέχνες κοντά στις λαϊκές δυνάμεις στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα που συσπειρώθηκε γύρω από το κομμουνιστικό κόμμα.

Σε όλη αυτή την περίοδο η παράνομη δράση των λογοτεχνών, οι εξορίες, οι φυλακίσεις και οι εκτελέσεις βάζουν την ανεξίτηλη σφραγίδα τους στα λογοτεχνικά δρώμενα του τόπου. Πολύ χαρακτηριστικά για την κατάσταση γράφει η Μέλπω Αξιώτη στο κείμενό της Γιατί δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον Μπαλζάκ: «Το περιοδικό EUROPE μας ζητάει σήμερα ένα άρθρο για τον Μπαλζάκ. Η Ελλάδα του 1950 δεν έχει αληθινά ούτε ένα διανοούμενο που να μπορεί να γράψει. Τους διανοούμενούς μας τους δολοφονούν, τους βασανίζουν, τους εξορίζουν, τους φυλακίζουν. Τους καλύτερους. Τους καταδικάζουν στη σιωπή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώνουν, είτε βρίσκονται στην Αθήνα είτε στην επαρχία. Κι αν υπάρχουν μερικοί που μπορούν ακόμα να συζητάνε φωναχτά γιατί δεν κινδυνεύουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα δικαίωμα: να σας μιλάνε για τους απόντες. Θα ήταν πολύ ντροπιαστικό γι αυτούς αν έκαναν κάτι άλλο. Και ο Μπαλζάκ, ο μεγάλος αυτός ρεαλιστής, ο πρωτουργός ίσως του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, θα το είχε περίφημα καταλάβει, γιατί η ίδια η ουσία της τέχνης του Μπαλζάκ είναι να μιλάει γι αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα. Και το να δίνεις την τιμητική θέση σ’ εκείνους που αντί γαι πένα έχουν στα χέρια χειροπέδες, σημαίνει πως βρίσκεσαι στην καρδιά του κόσμου. Δεν είμαστε εμείς που το θελήσαμε – το δεχόμαστε ωστόσο σαν μεγάλη τιμή –οι πιο κοντινοί μας γειτόνοι να μην είναι πια σήμερα οι άνθρωποι της απέναντι ταβερνούλας, οι απογοητευμένες ψυχές, αλλά οι σύντροφοί μας της Μακρόνησος. Αυτοί εκεί είναι η δική μας πραγματικότητα. Θα θέλαμε αυτό να είναι η ελληνική άποψη στη συζήτηση για τον Μπαλζάκ» (5).

  1. Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, «Η Αγία Οικογένεια», εκδ. Αναγνωστίδης, σελ. 43-44
  2. Κλάρα Τσέτκιν, Αναμνήσεις από τον Λένιν, στο Τσέτκιν: Διαλεχτές ομιλίες και έργα, τ. ΙΙΙ, σελ. 97, γερμανική έκδοση
  3. Απόσπασμα από «Το τελευταίο τραγούδι» που ο ποιητής το έγραψε στις φυλακές Αίγινας την παραμονή της εκτέλεσής του στις 6 του Μάη 1948
  4. Μέλπω Αξιώτη, Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας, εκδ. «Κέδρος», σελ. 120-121
  5. Μέλπω Αξιώτη, στο ίδιο, σελ. 43-44. Γράφτηκε στα γαλλικά στο τεύχος Ιουλίου-Αυγούστου 1950 του περιοδικού EUROPE και απευθύνεται στο γαλλικό κοινό για να το ενημερώσει για τις συνθήκες που επικράτησαν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή

Το Α’ Μέρος ΕΔΩ