Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Λογοτεχνία – μαρξισμός – κομμουνιστικό κίνημα (Β’ Μέρος)

Γρά­φει η Αννε­κε Ιωαν­νά­του //

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση απε­λευ­θέ­ρω­σε τερά­στιες στην κοι­νω­νία κατε­σταλ­μέ­νες δυνά­μεις σπρώ­χνο­ντάς τις από το βάθος στην επι­φά­νεια αρχι­κά στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Η εμβέ­λειά της όμως, εξα­πλώ­νε­ται σαν ένα γιγά­ντιο παλιρ­ροια­κό κύμα και στις άλλες χώρες, ιδιαί­τε­ρα στις χώρες του ανα­πτυγ­μέ­νου καπι­τα­λι­σμού. Πρω­τα­γω­νι­στής πολ­λών έργων γίνε­ται η εργα­τι­κή τάξη. Πρό­κει­ται για μια τάση που είχε ξεκι­νή­σει ήδη νωρί­τε­ρα με την ανά­πτυ­ξη όλο και μεγα­λύ­τε­ρων εργο­στα­σί­ων και την κραυ­γα­λέα εκμε­τάλ­λευ­ση του προ­λε­τα­ριά­του. Όμως τώρα πια μπαί­νει στο προ­σκή­νιο κάτω από το πρί­σμα της δρα­στη­ριο­ποί­η­σής της στο ιστο­ρι­κό γίγνεσθαι.

Ο Καρλ Μαρξ στην «Αγία Οικο­γέ­νεια ή η κρι­τι­κή της κρι­τι­κής» θα πει τα εξής σχε­τι­κά με την ανά­γκη δρα­στη­ριο­ποί­η­σης του προ­λε­τα­ριά­του: «Όταν οι σοσια­λι­στές συγ­γρα­φείς απο­δί­δουν αυτόν τον παγκό­σμιο ιστο­ρι­κό ρόλο στο προ­λε­τα­ριά­το, δεν το κάνουν για­τί θεω­ρούν τους προ­λε­τά­ριους θεούς […]. Πολύ περισ­σό­τε­ρο συμ­βαί­νει το αντί­θε­το. Το προ­λε­τα­ριά­το μπο­ρεί και πρέ­πει να λυτρώ­σει τον εαυ­τό του, για­τί στην πρά­ξη έχει ολο­κλη­ρω­θεί στο μορ­φω­μέ­νο τμή­μα του η αφαί­ρε­ση από κάθε ανθρω­πιά, ακό­μα και η ψευ­δαί­σθη­ση κάθε ανθρω­πιάς, για­τί στους όρους της ζωής του συνο­ψί­ζο­νται στην πιο απάν­θρω­πη απο­κο­ρύ­φω­σή τους όλοι οι όροι ζωής της σημε­ρι­νής κοι­νω­νί­ας, για­τί ο άνθρω­πος χάνει μεν τον εαυ­τό του , αλλά κερ­δί­ζει ταυ­τό­χρο­να όχι μόνο τη θεω­ρη­τι­κή συνεί­δη­ση αυτής της απώ­λειας, παρά και την πρα­κτι­κή έκφρα­ση της ανα­γκαιό­τη­τας, η οποία ανα­γκαιό­τη­τα δεν απο­τρέ­πει πια και δεν εξω­ραϊ­ζει πια αυτή την επι­τα­κτι­κή ανά­γκη να εξε­γερ­θεί ενα­ντί­ον αυτής της απαν­θρω­πιάς. Όμως, δεν μπο­ρεί να λυτρώ­σει τον εαυ­τό της δίχως να αναι­ρέ­σει τους όρους της ύπαρ­ξής του. Και δεν μπο­ρεί να αναι­ρέ­σει τους όρους της ύπαρ­ξής του δίχως να αναι­ρέ­σει τους απάν­θρω­πους όρους της σημε­ρι­νής κοι­νω­νί­ας που συνο­ψί­ζο­νται στη δική του κατά­στα­ση. Το προ­λε­τα­ριά­το δεν περ­νά­ει μάταια από το σχο­λείο της εργα­σί­ας που ατσα­λώ­νει» (1).

Ωστό­σο, η σοσια­λι­στι­κή κουλ­τού­ρα πρέ­πει να κάνει δική της και να ανα­πτύ­ξει περαι­τέ­ρω την πολι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά της ανθρω­πό­τη­τας περ­νώ­ντας την από ένα φίλ­τρο για να στα­χυο­λο­γή­σει και να ενσω­μα­τώ­σει τα καλύ­τε­ρα. Τίθε­ται λοι­πόν αμέ­σως το ερώ­τη­μα πώς το πιο κατα­πιε­σμέ­νο κομ­μά­τι της ανθρω­πό­τη­τας που στε­ρή­θη­κε τα στοι­χειώ­δη της επι­βί­ω­σης πόσο μάλ­λον τη μόρ­φω­ση μπο­ρεί να φτά­σει στο επί­πε­δο καλ­λιέρ­γειας που απαι­τεί­ται για την ενσω­μά­τω­ση της παγκό­σμιας κουλ­τού­ρας και μάλι­στα σε μια χώρα με καθυ­στε­ρη­μέ­νο προ­λε­τα­ριά­το; Η Κλά­ρα Τσέτ­κιν μιλά­ει γι αυτό το τερά­στιο πρό­βλη­μα στη νεα­ρή ΕΣΣΔ: «Αλλά…δεν έχει σημα­σία η δική μας γνώ­μη για την τέχνη. Δεν έχει ούτε σημα­σία το τι δίνει η τέχνη σε μερι­κές εκα­το­ντά­δες, ακό­μα και σε μερι­κές χιλιά­δες ενός πλη­θυ­σμού των εκα­τομ­μυ­ρί­ων, όπως σε μας. Η τέχνη ανή­κει στο λαό. Πρέ­πει να έχει τις πιο βαθιές ρίζες της στην ευρύ­τε­ρη μάζα-δημιουρ­γό. Πρέ­πει να κατα­νοη­θεί και να αγα­πη­θεί από αυτή. Πρέ­πει να τη συν­δέ­σει και να την εξυ­ψώ­σει στα αισθή­μα­τα, στη σκέ­ψη και στη θέλη­σή της. Πρέ­πει να ξυπνή­σει και να ανα­πτύ­ξει καλ­λι­τέ­χνες ανά­με­σά τους…Για να μπο­ρέ­σει να παει η τέχνη στο λαό και ο λαός στην τέχνη, πρέ­πει πρώ­τα να ανε­βά­σου­με το γενι­κό μορ­φω­τι­κό και πολι­τι­στι­κό επί­πε­δο. Πώς είναι όμως τα πράγ­μα­τα στη χώρα μας; Λειώ­νουν από λατρεία μπρο­στά στο τερά­στιο πολι­τι­στι­κό έργο, το οποίο κατορ­θώ­σα­με να κάνου­με μετά από την ανά­λη­ψη της εξου­σί­ας. Εντά­ξει, χωρίς να καυ­χιό­μα­στε μπο­ρού­με να πού­με ότι κάνα­με πολ­λά απ’ αυτή την άπο­ψη, παρά πολ­λά. Δεν «κόψα­με μονά­χα κεφά­λια», όπως υπο­θέ­τουν από μας οι μεν­σε­βί­κοι όλων των χωρών, αλλά και δια­φω­τί­σα­με κεφά­λια – πολ­λά κεφά­λια. Μόνο που αυτό το «πολ­λά» μετριέ­ται σε σχέ­ση με το παρελ­θόν και τις αμαρ­τί­ες των κυρί­αρ­χων σ’ αυτό τάξε­ων και κλι­κών. Σε τερά­στιες δια­στά­σεις ορθώ­νε­ται μπρο­στά μας η ανά­γκη – που εμείς την ξυπνή­σα­με κι εμείς την παρο­τρύ­να­με – των εργα­τών και αγρο­τών από μόρ­φω­ση και κουλ­τού­ρα. Όχι μόνο στο Πέτρο­γκραντ και στη Μόσχα, στα βιο­μη­χα­νι­κά κέντρα, αλλά και παρα­έ­ξω, μέχρι στα χωριά» (2).

ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Κι αφού στη φλό­γα λιώσαμε
Κι όλοι μας σβή­σαν οι καημοί,
Να, με τον ίδιο θάνατο,
Το θάνα­το πατάμε.
Κ. Γιαν­νό­που­λος (3)

Στην Ελλά­δα η σύν­δε­ση της λογο­τε­χνί­ας με το σοσια­λι­στι­κό ιδα­νι­κό, η αμοι­βαία σχέ­ση της κομ­μου­νι­στι­κής κοσμο­θε­ω­ρί­ας με το ρεα­λι­στι­κό ως επί το πλεί­στο τρό­πο δια­μόρ­φω­σής του παίρ­νει τέτοιες δια­στά­σεις, ώστε να μπο­ρού­με να πού­με ότι η πλειο­ψη­φία των λίγο πολύ γνω­στών λογο­τε­χνών της χώρας στον 20ό αιώ­να άνη­κε στον ένα ή τον άλλο βαθ­μό ή εμπνε­ό­ταν με τον ένα ή τον άλλον τρό­πο απ’ αυτό τον ιδε­ο­λο­γι­κό χώρο είτε σαν μέλη του νεοϊ­δρυ­θέ­ντος Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος είτε βρι­σκό­ταν κοντά σ’ αυτό είτε ήταν του­λά­χι­στον επη­ρε­α­σμέ­νο απ’ αυτό. Ένα φαι­νό­με­νο που παίρ­νει ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρες δια­στά­σεις από τα χρό­νια της ναζι­στι­κής κατο­χής. Πολύ νωρί­τε­ρα, ωστό­σο, απο τις αρχές του 20ου και το τέλος του 19ου αιώ­να τα μεγά­λα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα αρχί­ζουν να εμφα­νί­ζο­νται στην ελλη­νι­κή λογοτεχνία.

ntinostheotokis_s

Ο Κερ­κυ­ραί­ος συγ­γρα­φέ­ας Κων­στα­ντί­νος Θεο­τό­κης (1872–1923) έχει χαρα­κτη­ρι­στεί ως γενάρ­χης της πρω­το­πό­ρας σοσια­λι­στι­κής πεζο­γρα­φί­ας στην Ελλά­δα. Τα έργα του διέ­πο­νται από μια βαθιά σοσια­λι­στι­κή θεώ­ρη­ση της ζωής. Βάση της θεώ­ρη­σής του ήταν ο ιστο­ρι­κός υλι­σμός. Σε όλα τα έργα του τα γεγο­νό­τα, η ανά­πτυ­ξη της υπό­θε­σης, το ξετύ­λιγ­μα της πλο­κής στο­χεύ­ουν στην ενσάρ­κω­ση των ιδε­ών αυτών και οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις δια­μορ­φώ­νουν την ανθρώ­πι­νη συνεί­δη­ση. Ο Θεο­τό­κης σύχνα­ζε στα μέρη που μαζευό­ταν εργα­τό­κο­σμος και μετά από αρκε­τές απο­τυ­χη­μέ­νες προ­σπά­θειες ιδρύ­ει το 1911 μαζί με άλλους προ­ο­δευ­τι­κούς δια­νο­ού­με­νους στην Κέρ­κυ­ρα «Σοσια­λι­στι­κό Κόμ­μα». Από διά­φο­ρες μαρ­τυ­ρί­ες πνευ­μα­τι­κών ανθρώ­πων φαί­νε­ται ότι ο Θεο­τό­κης δεν μπό­ρε­σε να χωνέ­ψει άνθρω­ποι καλ­λιερ­γη­μέ­νοι να μένουν μακριά από το σοσια­λι­στι­κό κίνη­μα. Έτσι, ο Κωστής Παλα­μάς (1859–1943) θα πει για τον Θεο­τό­κη: «…Όσες φορές περ­νού­σε από την Αθή­να μου έκα­νε την τιμή να μ’ επι­σκέ­πτε­ται. Όσο και αν μου φέρο­νταν εγκάρ­δια και φιλο­φρο­νέ­στα­τα, διέ­βλε­πα στη δια­πε­ρα­στι­κή του ματιά και σα ζοφω­μέ­νη από την επι­θυ­μία νε με ψέξει, μια μυστι­κή σκέ­ψη που ήθε­λε και δεν ήθε­λε να εξωτερικευτεί…».

Το πρώ­το μεγά­λο διή­γη­μα του Κων­στα­ντί­νου Θεο­τό­κη είναι το Η τιμή και το χρή­μα που δημο­σιεύ­θη­κε στο περιο­δι­κό «Νου­μά» το 1912 και κυκλο­φό­ρη­σε σε βιβλίο το 1914. Στο διή­γη­μα αυτό οι σοσια­λι­στι­κές αντι­λή­ψεις του συγ­γρα­φέα παίρ­νουν για πρώ­τη φορά τη μορ­φή τέχνης και το σοσια­λι­στι­κό ιδα­νι­κό ενσαρ­κώ­νε­ται στον υγιή, ηθι­κό και στα­θε­ρό ψυχι­κό κόσμο μιας νεα­ρής εργά­τριας. Ένδει­ξη της ευρύ­τε­ρης προ­ο­δευ­τι­κό­τη­τας του Θεο­τό­κη απο­τε­λεί και το γεγο­νός ότι τα τόσο γεν­ναία και θετι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά τα τοπο­θε­τεί σε μια γυαί­κα αφή­νο­ντας κοι­νω­νι­κά στε­ρε­ό­τυ­πα, γυναί­κα και εκπρό­σω­πο της εργα­τι­κής τάξης τη στιγ­μή που από την κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση είναι μακριά ακό­μα να συν­δέ­ει τη γυναί­κα με κοι­νω­νι­κό προ­ο­δευ­τι­κό ρόλο και επα­να­στα­τι­κή γεν­ναιό­τη­τα. Έχουν περι­γρά­ψει τον Θεο­τό­κη ως ιδε­ο­λο­γι­κά αδιάλ­λα­κτο, ασυμ­βί­βα­στο στα σοσια­λι­στι­κά ιδα­νι­κά του και εντε­λώς ακέ­ραιο. Γι αυτόν έλε­γε η Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη: «Δεν γνώ­ρι­σα άλλον να συγκι­νεί­ται ως τα δάκρυα μπρος στην κάθε γεν­ναία εκδή­λω­ση, στο κάθε ηθι­κό μεγα­λείο, μπρος στην κάθε αρε­τή, στον κάθε ηρωϊσμό».

kazantzaki

Εφ’ όσον ανα­φέ­ρα­με το «γενάρ­χη» της πρω­το­πό­ρας σοσια­λι­στι­κής πεζο­γρα­φί­ας στην Ελλά­δα, οφεί­λου­με να ανα­φέ­ρου­με την πρώ­τη Ελλη­νί­δα σοσια­λί­στρια συγ­γρα­φέα που μόλις παρα­θέ­σα­με, τη Γαλά­τεια Καζαν­τζά­κη (1881–1962). Χει­ρί­στη­κε όλα τα είδη του γρα­πτού λόγου, την ποί­η­ση, το διή­γη­μα, τη νου­βέ­λα, το μυθι­στό­ρη­μα, το θέα­τρο και στο έργο της εμφα­νί­ζο­νται στο κοι­νω­νι­κό προ­σκή­νιο η μερο­κα­μα­τιά­ρισ­σα, η αγρό­τισ­σα, η υπάλ­λη­λος, η νοι­κο­κυ­ρά και – αυτό ήταν το πιο τολ­μη­ρό για γυναί­κα συγ­γρα­φέα – η πόρ­νη που στο ποί­η­μα «Ναυά­γιο» βάζει στο στό­μα της την πιο σαρ­κα­στι­κή κρι­τι­κή της αστι­κής κοι­νω­νί­ας και τελειώ­νει με τους εξής στί­χους: «…Πνιγ­μέ­νου καρα­βιού σάπιο σανίδι

όλη η ζωή μου του χαμού.
Μ’ από την κόλα­σή μου σ’ το φωνάζω
Εικό­να σου είμαι κοι­νω­νία και σου μοιάζω».

Χρειά­στη­κε, πράγ­μα­τι, μεγά­λη τόλ­μη, εκεί­νη την επο­χή, να φέρ­νει μια συγ­γρα­φέ­ας τις απο­σιω­πη­μέ­νες πλευ­ρές της κοι­νω­νι­κής και φυλε­τι­κής κατα­πί­ε­σης και φίμω­σης. Η επα­να­στα­τη­μέ­νη ψυχή της γυναί­κας που θέλει να συμ­με­τέ­χει στην κοι­νω­νία, να βγει από την απο­μό­νω­ση της «καθώς πρέ­πει» ζωής της γυναί­κας από «καλό σπί­τι» ξεπρο­βάλ­λει στο πρώ­το της μυθι­στό­ρη­μα, το «Ρίντι Παλιά­τσο» (Γέλα Παλιά­τσο) το 1909: «…πέρα από τα κάγκε­λα είδα πως υπάρ­χει μια ζωή πολυ­σύν­θε­τη και παντο­κρα­τό­ρισ­σα. Η ζωή των άλλων – αλυ­σί­δα ασύ­ντρι­φτη κι ατέ­λειω­τη, οι ζωές, τα εκα­τομ­μύ­ρια οι ζωές – με ξεκου­φαί­νει με το δαι­μο­νι­σμέ­νο κρό­το της. Τί καλά! Θα πάω κι εγώ τώρα να ενώ­σω το χαλ­κά της ζωής μου με τους χαλ­κά­δες που απο­τε­λούν την αλυ­σί­δα όλη. Έτσι κ’ η δική μου ζωή θα βγά­λει κάποιους ήχους αγγί­ζο­ντας των άλλων τις ζωές…».

Η Γαλά­τεια, η πρώ­τη σοσια­λί­στρια συγ­γρα­φέ­ας, η «κατα­κόκ­κι­νη κι αντάρ­τισ­σα παρα­φω­νία μέσα στην ασά­λευ­τη σκλα­βο­πλα­νταγ­μέ­νη ατμό­σφαι­ρα της επαρ­χιώ­τι­κης στα­χτό­χρω­μης ζωής…» — όπως την απο­κά­λε­σε ο πρώ­τος σύζυ­γός της Νίκος Καζαν­τζά­κης (1883–1957) – θεω­ρού­σε πρώ­το χρέ­ος του λογο­τέ­χνη να υπη­ρε­τεί το λαό, να λέει κάθε στιγ­μή με το έργο του στο λαό «είμαι δικός σου, σάρ­κα από τη σάρ­κα σου».

axioti10

Στα­θή­κα­με με λίγα λόγια σ’ αυτές τις δύο πρω­το­πό­ρες μορ­φές που έφε­ραν στα ελλη­νι­κά γράμ­μα­τα τον κοι­νω­νι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό βασι­σμέ­νοι στον επι­στη­μο­νι­κό σοσια­λι­σμό. Ακο­λού­θη­σαν πολ­λοί άλλοι. ‘Οπως είπα­με, από την επο­χή της ναζι­στι­κής κατο­χής ο ιδε­ο­λο­γι­κός χώρος του κομ­μου­νι­στι­κού κινή­μα­τος και δη του ΚΚΕ άσκη­σε μια τερά­στια επί­δρα­ση στους λογο­τέ­χνες της χώρας και αν δεν ήταν η ίδια η ιδε­ο­λο­γία τότε ήταν πλέ­ον ο εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κός αγώ­νας που έκα­νε πολ­λούς να προ­σχω­ρή­σουν στις γραμ­μές του. Όπως γρά­φει η Μέλ­πω Αξιώ­τη (1905–1973) για το Νίκο Καζαν­τζά­κη που έγρα­φε το 1949 στο Αντίμπ της Κυα­νής Ακτής στη Γαλ­λία ένα δρά­μα για το Δημο­κρα­τι­κό Στρα­τό Ελλά­δας: «Ίσα­με τώρα δεν ακού­στη­κε αν εκεί­νο το έργο του το τέλειω­σε ή όχι. […] Εκεί­νο όμως που μένει, είτε το τέλειω­σε είτε όχι, είναι ότι ο Βού­δας κι ο Κομ­φού­κιος νική­θη­καν για έναν και­ρό μέσα σε κάποιον από τους ναούς τους. Τα όπλα που βαστού­σε στο χέρι ο λαός της Ελλά­δας απά­νω στις βου­νο­κορ­φές της, ξαστρά­φτα­νε τόσο πολύ, που η λάμ­ψη τους έφτα­νε μέχρι το ακρω­τή­ρι της Κυα­νής Ακτής, εκεί­νη την πιο προ­χω­ρη­μέ­νη στε­ρια­νή πού­ντα μέσα στη Μεσό­γειο, όπου ήταν απο­τρα­βηγ­μέ­νος ένας έλλη­νας ποι­η­τής. Μια φωτει­νή στιγ­μή στη ζωή του Καζαν­τζά­κη. Μια παρα­πά­νω προ­πα­ντός από­δει­ξη για την απέ­ρα­ντη δύνα­μη του λαού που κάνει έφο­δο σ’ όλα τα κάστρα, κι αν δεν τα ρίχνει με την πρώ­τη, η ζωή τον καρ­τε­ρεί να εκπορ­θή­σει αύριο» (4). Ο Καζαν­τζά­κης δεν ήταν το μόνο «κάστρο που ρίχθη­κε». Οι ίδιες οι συν­θή­κες ωθού­σαν μαζι­κά τους λογο­τέ­χνες κοντά στις λαϊ­κές δυνά­μεις στον εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κό αγώ­να που συσπει­ρώ­θη­κε γύρω από το κομ­μου­νι­στι­κό κόμμα.

Σε όλη αυτή την περί­ο­δο η παρά­νο­μη δρά­ση των λογο­τε­χνών, οι εξο­ρί­ες, οι φυλα­κί­σεις και οι εκτε­λέ­σεις βάζουν την ανε­ξί­τη­λη σφρα­γί­δα τους στα λογο­τε­χνι­κά δρώ­με­να του τόπου. Πολύ χαρα­κτη­ρι­στι­κά για την κατά­στα­ση γρά­φει η Μέλ­πω Αξιώ­τη στο κεί­με­νό της Για­τί δεν μπο­ρού­με να μιλή­σου­με για τον Μπαλ­ζάκ: «Το περιο­δι­κό EUROPE μας ζητά­ει σήμε­ρα ένα άρθρο για τον Μπαλ­ζάκ. Η Ελλά­δα του 1950 δεν έχει αλη­θι­νά ούτε ένα δια­νο­ού­με­νο που να μπο­ρεί να γρά­ψει. Τους δια­νο­ού­με­νούς μας τους δολο­φο­νούν, τους βασα­νί­ζουν, τους εξο­ρί­ζουν, τους φυλα­κί­ζουν. Τους καλύ­τε­ρους. Τους κατα­δι­κά­ζουν στη σιω­πή, τους δένουν τα χέρια, τους φιμώ­νουν, είτε βρί­σκο­νται στην Αθή­να είτε στην επαρ­χία. Κι αν υπάρ­χουν μερι­κοί που μπο­ρούν ακό­μα να συζη­τά­νε φωνα­χτά για­τί δεν κιν­δυ­νεύ­ουν, καθώς μένουν σε ξένο τόπο, αυτοί δεν έχουν πια παρά ένα δικαί­ω­μα: να σας μιλά­νε για τους από­ντες. Θα ήταν πολύ ντρο­πια­στι­κό γι αυτούς αν έκα­ναν κάτι άλλο. Και ο Μπαλ­ζάκ, ο μεγά­λος αυτός ρεα­λι­στής, ο πρω­τουρ­γός ίσως του ρεα­λι­σμού στη λογο­τε­χνία, θα το είχε περί­φη­μα κατα­λά­βει, για­τί η ίδια η ουσία της τέχνης του Μπαλ­ζάκ είναι να μιλά­ει γι αυτό που υπάρ­χει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Και το να δίνεις την τιμη­τι­κή θέση σ’ εκεί­νους που αντί γαι πένα έχουν στα χέρια χει­ρο­πέ­δες, σημαί­νει πως βρί­σκε­σαι στην καρ­διά του κόσμου. Δεν είμα­στε εμείς που το θελή­σα­με – το δεχό­μα­στε ωστό­σο σαν μεγά­λη τιμή –οι πιο κοντι­νοί μας γει­τό­νοι να μην είναι πια σήμε­ρα οι άνθρω­ποι της απέ­να­ντι ταβερ­νού­λας, οι απο­γοη­τευ­μέ­νες ψυχές, αλλά οι σύντρο­φοί μας της Μακρό­νη­σος. Αυτοί εκεί είναι η δική μας πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Θα θέλα­με αυτό να είναι η ελλη­νι­κή άπο­ψη στη συζή­τη­ση για τον Μπαλ­ζάκ» (5).

  1. Κ. Μαρξ – Φρ. Ένγκελς, «Η Αγία Οικο­γέ­νεια», εκδ. Ανα­γνω­στί­δης, σελ. 43–44
  2. Κλά­ρα Τσέτ­κιν, Ανα­μνή­σεις από τον Λένιν, στο Τσέτ­κιν: Δια­λε­χτές ομι­λί­ες και έργα, τ. ΙΙΙ, σελ. 97, γερ­μα­νι­κή έκδοση
  3. Από­σπα­σμα από «Το τελευ­ταίο τρα­γού­δι» που ο ποι­η­τής το έγρα­ψε στις φυλα­κές Αίγι­νας την παρα­μο­νή της εκτέ­λε­σής του στις 6 του Μάη 1948
  4. Μέλ­πω Αξιώ­τη, Μια κατα­γρα­φή στην περιο­χή της λογο­τε­χνί­ας, εκδ. «Κέδρος», σελ. 120–121
  5. Μέλ­πω Αξιώ­τη, στο ίδιο, σελ. 43–44. Γρά­φτη­κε στα γαλ­λι­κά στο τεύ­χος Ιου­λί­ου-Αυγού­στου 1950 του περιο­δι­κού EUROPE και απευ­θύ­νε­ται στο γαλ­λι­κό κοι­νό για να το ενη­με­ρώ­σει για τις συν­θή­κες που επι­κρά­τη­σαν στην Ελλά­δα εκεί­νη την εποχή

Το Α’ Μέρος ΕΔΩ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο