Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Καββαδίας και οι Ναυτεργάτες

Γράφει ο Λουκάς Σπήλιος //

Με τον Καββαδία με συνδέει το επάγγελμα. Του Ναυτικού για εκείνον, του Ναυτεργάτη για μένα. Κι ως Ναυτεργάτης, που έζησα τη ζωή της θάλασσας, των καραβιών, όλον τον εργάσιμο βίο μου θέλω να ομολογήσω, ότι δεν με συνδέουν πολλά εμένα και πολλούς άλλους συναδέλφους, με το έργο του Καββαδία. Δεν εκφράζει το έργο του εμάς που αντιμετωπίζουμε τη ζωή μες στα καράβια μα και την ποίηση που παράγεται απ’ τη ζωή μας, τελείως διαφορετικά.

Η αμφισβήτηση του έργου του Καββαδία, υπάρχει απ’ την αρχή της εμφάνισής του στα Νεοελληνικά γράμματα και δεν είναι εφεύρεση του Ναυτεργατικού κινήματος. Έχει κατηγορηθεί ευθέως, απ’ όσους ήξεραν και μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν, ότι π.χ. διαστρεβλώνει την πραγματική ζωή των Ναυτεργατών, ότι απείχε απ’ τα μεγάλα και σοβαρά θέματα της πολιτικής ζωής του τόπου μας, των συνθηκών διαβίωσης των πληρωμάτων στις «γαλέρες» της εποχής του, και ως άτομο μα και ως ποιητικό έργο. Τον κατηγορούν ότι προβάλλει τη διαστροφή, ότι διδάσκει και ωραιοποιεί τη φυγή. Αυτά γράφει ο Γιώργος Τράπαλης. Ο δε Βασίλης Λούλης, πρώτος αυτός συνοψίζει υποτιμητικά τον κόσμο του έργου του Καββαδία, ως «ταβέρνα, ναρκωτικά, μπουρδέλο». Ο Αναστάσιος Τζαμτζής, αρχιπλοίαρχος, αναρωτιέται απ’ τις σελίδες του περιοδικού «Εφοπλιστής», πώς είναι δυνατόν σοβαροί τεχνοκρίτες να δημοσιεύουν βαθυστόχαστες αναλύσεις για τα φληναφήματα του Καββαδία; Κι απαντά: «Προφανώς γιατί είχε κατορθώσει να φορτώσει στους Ναυτικούς, να δοκιμάζουν κάθε είδους πρακτική σεξουαλικής διαστροφής».

Και το 1947 ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που δεν είχε καμιά σχέση με τη ζωή της θάλασσας έγραφε: «Ο Καββαδίας έμεινε ο συμπαθέστατος, ο πρωτότυπος, ο αδιάφορος σ’ όλη την άλλη την έξω απ’ τα καράβια, τις αντένες, τις βάρδιες και τους πηχτούς, μεθυσμένους έρωτες των λιμανιών, ζωής. Ένα πυκνό πούσι έχει κατέβει κι έχει κρύψει απ’ την οπτική γραμμή του ποιητή όλον τον πόνο των ανθρώπων. Κοιτάζω από περιέργεια τις χρονολογίες των τραγουδιών του. Ένα το 1940 (γράφει για το πούσι), δυο άλλα το 1942, ένα το 1944, δυο το 1945 και δυο άλλα το 1946. Τ’ αποδέλοιπα είναι πριν το 1940. Μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας του λαού μας πουθενά. Ή μάλλον δυο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων της Καισαριανής, και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα».

Κι ακόμη ο Κοτζιούλας σ’ ένα σημείωμά του για τον ποιητή το Νοέμβρη του 1933 γράφει: «Η εποχή μας έχει άλλα ιδανικά, περισσότερο ωραία και σοβαρά απ’ τα ταξίδια, που στο κάτω-κάτω δεν είναι τόσο για τους μισθωτούς των ατμοπλοϊκών εταιρειών, όσο για κάποιους μπακάληδες, που πάνε να ψωνίσουν κοσμοπολιτισμό».

Ο Καραντώνης απαντά στους επικριτές κι αμφισβητίες του έργου του το 1950, θέλοντας να δικαιολογήσει τον ποιητή: «απλά δεν μπόρεσε να τραγουδήσει (τα βάσανα, τους αγώνες του λαού και των συναδέλφων του Ναυτεργατών)». Κι ίσως να μην ήθελε κιόλας να τα τραγουδήσει και φαίνεται πως έχει κάποιο δίκιο.

Οι προηγούμενοι τον κατηγορούσαν μόνο επί του περιεχομένου του έργου του. Κι επ’ αυτού οι μελετητές του δυσκολεύονται να τοποθετηθούν, ελλείψει στοιχείων απόδειξης του αντιθέτου, ακόμη.

Δεν συντάσσομαι απόλυτα μαζί τους καθώς συνολικά κι όχι μόνο επί του περιεχομένου κρίνουμε ένα έργο τέχνης. Ο Καββαδίας ήταν καλός ποιητής που συνεισέφερε στην ποίηση.

Και πρέπει να λυθεί κάποτε η μεγάλη παρεξήγηση, να τον τοποθετούν ανάμεσα σ’ όλα τ’ άλλα κι ως Ποιητή των Ναυτεργατών (Ναυτικών), της Ναυτοσύνης. Κι είναι άλλο πράγμα αν το έργο που έχει λογοτεχνική αξία και τελείως άλλο, το κουτάκι που έχουν κλείσει τον Καββαδία οι μακριά των πελάγων, κατά τ’ άλλα σοβαρών του έργου του μελετητών και προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ως τέτοιον που δεν υπήρξε κι ίσως να μην ήθελε να υπάρξει.

Να φτάνουμε σήμερα να ψάχνουμε να βρούμε τι εννοούσε ο ποιητής πίσω από κάθε στίχο του και να τον ερμηνεύουμε όπως εμείς θέλουμε, δεν είναι νομίζω η καλύτερη προσφορά στο έργο του Καββαδία. Ό,τι ήθελε να πει, το είπε με σαφήνεια. Ό,τι ήθελε και μπορούσε το έγραψε. Να παρουσιάζουν όμως τον Καββαδία τέτοιον που δεν υπήρξε, πιθανόν κι ο ίδιος να διαφωνούσε αν ήταν ανάμεσά μας.

Ο Καββαδίας ποτέ του δεν ανέφερε τη λέξη «Ναυτεργάτης». Ναυτικός, Ναυτικοί έλεγε κι έγραφε. Κι έχουν τεράστια διαφορά οι δυο αυτές λέξεις. Το ότι και συνάδελφοι Ναυτεργάτες τον θεωρούν ποιητή που τους εξέφρασε με την ποίησή του, τους κατανοώ απόλυτα, ως θέση ενταγμένη στο γενικότερο κλίμα που έντεχνα δημιουργήθηκε για τον Καββαδία συνολικά, μα κι επειδή σώπασαν οι φωνές που δεν θεώρησαν σημαντικό να οριοθετήσουν τον ποιητή σαν κάτι αλλιώτικο!

Θα ισχυριστεί ο οποιοσδήποτε ότι είναι στενόμυαλο να πετσοκόβει κάποιος το έργο ενός δημιουργού κι ότι αυτό πρέπει να κρίνεται συνολικά. Συμφωνώ. Και δεν θέλω να φτάσω στο σημείο να πω «τέλεια μορφή, κακό περιεχόμενο» γιατί αυτό δεν ισχύει στον Καββαδία. Αυτό που θέλω όμως να κάνω είναι να ερευνηθεί περισσότερο η πτυχή που καταχωρεί μ’ ελαφρότητα του Καββαδία ως ποιητή της Ναυτοσύνης, ως ποιητή που εκφράζει τη ζωή των Ναυτεργατών. Και δεν ήταν τέτοιο το έργο του Καββαδία.

Υπάρχει κάτι το επικίνδυνο στο συλλογικό φαντασιακό που δημιουργείται. Να εμπεδωθούν εικόνες της ζωής των Ναυτεργατών, εξιδανικευμένες, μαγικές, εξωτικές, δηλαδή κόντρα σ’ ό,τι βιώνουμε χιλιάδες Ναυτεργάτες μες στα καράβια των εφοπλιστών, πριν απ’ αυτόν, μαζί μ’ αυτόν και μετά απ’ αυτόν ως σήμερα.

Κι αυτό δεν είναι τυχαίο και δεν φταίει ο Καββαδίας γι’ αυτό, αλλά όσοι έσπευσαν να τον καταχωρήσουν ως κάτι που δεν ήταν. Συμφέρει ξέρετε και τους εφοπλιστές να νομίζει η κοινωνία, ότι οι Ναυτεργάτες είναι προνομιούχοι εργαζόμενοι, ταξιδιώτες σε λιμανίσιους παράδεισους. Η ένστασή μας δεν είναι ο ποιητής και το έργο του, αλλά εκείνη η διαδικασία που μας τον «πλάσαρε» σαν ποιητή των Ναυτεργατών. Το φωτοστέφανο του θαλασσινού ήρωα που του φόρεσαν, ήταν πλαστό και ταξίδευε ως ποιητής, που υποδυόταν τον Ναυτικό (Β. Λούλης).

Με κανέναν τρόπο, μ’ όσους ασχολήθηκαν με το έργο του, σημαντικούς μελετητές, δεν θέλουμε ν’ αντιπαρατεθούμε στο αν ήταν ποιητής. Ακόμα και ποιητής όπως τον παρουσιάζουν. Του έρωτα του λιμανίσιου, της φυγής, των ταξιδιών, των οριζόντων. Αν κι εδώ οι κριτικοί του δεν έχουν ακόμη καταλήξει κάπου και συνεχώς του προσθέτουν κι άλλους χαρακτηρισμούς. Όλοι όμως συμφωνούμε ότι ήταν ποιητής που συγκίνησε στην εποχή του και στη σημερινή μ’ όσα παρουσίασε, ζητώντας όμως και σήμερα ακόμη να θέλουν να είμαστε με την υπερπροβολή του, εσαεί συγκινημένοι, έκθαμβοι μ’ αυτή την ποίηση.

Κανείς δεν αμφισβητεί ότι ζωγράφισε κομμάτια απ’ τα πέλαγα, τα λιμάνια, όχι των λιμενεργατών, τα έκανε ποιήματα παραμύθια, αφηγήθηκε ιστορίες και ξενάγησε τους αναγνώστες σ’ έναν κόσμο απρόσιτο ακόμη τότε, μα τελείως φανταστικό. «Τα ποιήματά του, έγραψε ο Γερ. Λικιαρδόπουλος, βγαίνουν περισσότερο από φιλολογικές, παρά από βιωματικές εμπειρίες». Παρ’ όλο που ζούσε ανάμεσα στους Ναυτεργάτες, και του φόρεσαν το φωτοστέφανο του θαλασσινού ήρωα, ο ποιητής ποτέ δεν ήταν και δεν ένιωσε Ναυτεργάτης. Ήταν μόνο ποιητής. Στην αγωνία τους να τον παρουσιάσουν σαν δικό μας, εμείς οι Ναυτεργάτες αρνούμαστε να μπούμε σ’ αυτή τη συζήτηση.

Κι ως ποιητής έχει κριθεί, μελετηθεί. Ο κόσμος όμως της θάλασσας, που πολλοί προσπαθούν να εντάξουν και τον Καββαδία στις γραμμές του και τον φορτώνουν με δάφνες συμμετοχής, τον έχουν κρίνει από χρόνια πολλά, τελείως διαφορετικά.

Καμιά συμμετοχή του κι από πουθενά δεν βγαίνει ότι ήταν συμμέτοχος στους αγώνες και στις αγωνίες των συναδέλφων του. Εκτός τεσσάρων ποιημάτων. Μπορούμε και μεις, όπως έκαναν τόσοι άλλοι, άσχετοι με το επάγγελμα του Ναυτεργάτη, να παρουσιάσουμε μαρτυρίες παλιών συναδέλφων που ισχυρίζονταν τα τελείως αντίθετα απ’ αυτά που γράφουν οι βιογράφοι του. Μπορούμε ν’ αποδείξουμε την απουσία του απ’ τα γινόμενα του καιρού του, παρ’ όλη την αγιογράφησή του τόσα χρόνια. Ποιητής ήταν μόνο.

«Η έμφαση στο βιωματικό χαρακτήρα της ποίησής του, πιστεύω πως θα έπρεπε να μετριασθεί, καθώς η αυτονόητη σχέση του με το επάγγελμα του Ναυτικού, δεν συνοδεύεται με μια ποίηση που εξαντλείται στην κατάθεση αυτής της εμπειρίας, εξού και οι παρανοήσεις γύρω απ’ το έργο του» (Γιώργος Τράπαλης).

Στον καιρό του είχαμε, όσον αφορά τους Ναυτεργάτες, φοβερά και τρομερά γεγονότα, εγκλήματα, κατάμαυρες σελίδες μα συνάμα και ηρωισμούς συναδέλφων που δόξασαν την ιστορία μας, μες στα πέλαγα. Κι απ’ τον Καββαδία έχουμε την συμπάθειά του, σ’ αυτούς που εκτελούνταν, φυλακίζονταν, παραφρονούσαν, έμεναν άνεργοι και πεινασμένοι, με δυνατή φωνή όμως που δεν την άκουσαν οι στίχοι του Καββαδία.

Φτάσαμε σήμερα να ψάχνουμε να βρούμε τι εννοούσε ο ποιητής πίσω από κάθε στίχο του και να τον ερμηνεύουμε όπως εμείς θέλουμε, δεν είναι νομίζω η καλύτερη προσφορά στο έργο του Καββαδία. Ό,τι ήθελε να πει, το είπε με σαφήνεια. Ό,τι ήθελε και μπορούσε το έγραψε. Να παρουσιάζουν όμως τον Καββαδία, τέτοιον που δεν υπήρξε, πιθανόν κι ο ίδιος να διαφωνούσε αν ήταν ανάμεσά μας.

Και δω θα πει κάποιος, πως δικαίωμά του ήταν να επιλέξει να μη γράψει γι’ αυτά. Θα συμφωνήσω ως προς το δικαίωμα. Ο καθένας διαλέγει το υλικό του και πώς θα το φωτίσει. Όμως κι οι Ναυτεργάτες έχουν το δικαίωμα ν’ αμφισβητούν την καταχώρηση του Καββαδία ως ποιητή που εκφράζει τη ζωή τους. Και πρέπει να ομολογήσω ότι ως αναγνώστης του Καββαδία κι ως Ναυτεργάτης συγχρόνως, δεν βρήκα τίποτα απ’ τη ζωή μου την πραγματική μες στα καράβια, δεν μου θυμίζει η ποίησή του καμιά στιγμή μου στα πέλαγα, στα λιμάνια, στα μετερίζια του αγώνα μας, κι αν θέλετε, αρκετές φορές τον θεωρούσα ξένο προς τα ταξίδια μας, αποσιωπώντας τόσο κραυγαλέα (συνειδητά ή όχι δεν ξέρω) τόσες άλλες πλευρές των πελάγων.

Ο Καββαδίας δεν υπήρξε Ναυτεργάτης με την ταξική έννοια της λέξης. Δεν είχε και δεν αποδεικνύεται από πουθενά, καμιά συμμετοχή του στο Ναυτεργατικό κίνημα της εποχής του. Το γεμάτο κατατρεγμούς κι ηρωισμούς. Κι όσοι βιογράφοι του προσπαθούν κάτι άλλο ν’ αποδείξουν απ’ αυτό που ήταν, το προσπαθούν μέσα από φήμες, διαδόσεις.

Ο Καββαδίας ήταν ποιητής που βιοποριζόταν ως Ναυτικός. Τίποτα άλλο. Κι αυτόν τον βιοπορισμό του μες στη θάλασσα, ποτέ του δεν τον έκανε συνείδηση. Σαν αμέτοχος πέρασε μες απ’ τα καράβια. Σχεδόν σαν επιβάτης. Είδε, άκουσε, έζησε, ό,τι αυτός ήθελε. Και παρ’ όλο που συζητούσε, είχε φίλους, γνωστούς, αρκετούς ανθρώπους των γραμμάτων, των τεχνών, που είχαν άλλη θεώρηση, άλλη στάση ζωής κι έργου, ήταν όμως άνθρωποι της στεριάς, που τους μάγεψε η ποίησή του, για τον πλούτο των εικόνων που κουβαλούσε μες στους στίχους του και δεν ασχολήθηκαν με συνθήκες δουλειάς, αμοιβής, αγώνα μες στα καράβια.

Κανείς απ’ όσους έγραψαν για τον Καββαδία, δεν ανακάλυψε εμβληματικές μορφές του Ναυτεργατικού κινήματος, να είναι φίλοι του, συνομιλητές του. Αμπατιέλος, Μπεκάκος, Τσαμπής, Κολιαράκης, Ορφανός, Καλαμάκης κ.ά., μόνο το θαυμασμό τους άφησαν στους νεώτερους για την ποίησή του, και καμιά περγαμηνή δόξας διαφορετική. Κι όσοι προσπάθησαν αυτή την απαθή στάση του Καββαδία με του καιρού του τα γεγονότα και δεν τον αθωώνουν τα τέσσερα ποιήματά του, τα εκτός συλλογών, και που δείχνουν κάπως ότι ήξερε τι γινόταν τριγύρω του σε στεριά και θάλασσα, να τον ζωγραφίσουν με τα ίδια, δικά του χρώματα των στίχων των, προσπαθούν να τον βάλουν σε φόρμες που δεν τον χώρεσαν εκείνα τα χρόνια και δεν θα μπορέσουν και τα σημερινά παρόμοια χρόνια να τον χωρέσουν.

Έτσι κι αλλιώς, η ποίησή του τον κατέταξε στους μεγάλους υπηρέτες της. Εμείς, παρ’ όλη την αγάπη μας για το έργο του, που και το διαβάσαμε και το τραγουδήσαμε, ο Καββαδίας στέκει μακριά απ’ τη ζωή μας κι έξω απ’ τα κάτεργα εκείνης, μα κι αυτής της εποχής. Κανείς Ναυτεργάτης δεν συνάντησε ούτε μια στιγμή της ζωής του μες στο έργο του. Κι ήταν τόσο αδηφάγα η αστική παραμόρφωση του έργου του για ολόκληρο κλάδο σκληρότητα εργαζομένων, που τον παρουσίασαν και τον καταχώρησαν οι πληρωμένες πένες, επάγγελμα του περιθωρίου.

Χρόνια το ναυτεργατικό κίνημα δεν έπαιρνε θέση κι ούτε τώρα το κάνει, για τα πεπραγμένα του Καββαδία στη ζωή και το έργο του. Και διότι οι υμνογράφοι του, οι μελετητές, οι κριτικοί, οι θαυμαστές του, σήκωναν τόση αντάρα, έκαναν τόσο θόρυβο, «ύποπτο» τις περισσότερες φορές, γιατί ένιωθαν ότι δεν τους αφορούσαν όσα λέγονταν και γράφονταν, γιατί είχαν επιτακτικά προβλήματα να παλέψουν της ζωής τους, που δεν τους περίσσευε χρόνος και δεν τους περισσεύει, μαζί τους να ασχοληθούν. Όμως συναμεταξύ μας διατυπώνουμε αμφιβολίες, για το αν ήταν ο Καββαδίας τέτοιος όπως τον παρουσιάζουν.

Στη θεματογραφία των ποιημάτων του, υπάρχουν ιστορίες περιθωριακών τύπων, πληρωμένοι λιμανίσιοι έρωτες, ταξίδια μαγικά, τόποι εξωτικοί κι άγνωστοι. Δεν υπάρχει τίποτα απ’ τις συνθήκες εργασίας μας, τους αγώνες μας, τις αγωνίες μας. Δεν υπήρχε ο ίδιος ο καιρός του. Μας χρησιμοποίησε σαν πίνακα ζωγραφικής σε λάθος έκθεση.

Τα χρόνια που έζησε και δημιούργησε, το ναυτεργατικό κίνημα, δίπλα του ακριβώς, αγωνιζόταν μ’ ηρωισμό κι αυταπάρνηση για τη νίκη των πελάγων. Πώς του ξέφυγαν τ’ αύτανδρα ναυάγια των εφοπλιστών; Τα βομβαρδισμένα καράβια του Β’ παγκοσμίου πολέμου; Οι εκτελέσεις των ναυτεργατών, οι εξορίες, οι φυλακίσεις; Οι 3.000 νεκροί ναυτεργάτες, οι παράφρονες, οι τραυματίες του πολέμου, πώς του ξέφυγαν; Ο Τατάκης (δεν ήταν ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί) ακόμη περιμένει μια λέξη δικιά του. Οι άνεργοι, οι πεινασμένοι, οι δεμένοι στην πλώρη για τ’ αύτανδρο και το κέρδος του εφοπλιστή, μες στα ίδια καράβια υπηρετούσαν. Η θρυλική ΟΕΝΟ, η δίκη της, οι καταδίκες σε θάνατο ηρωικών συναδέλφων, γιατί δεν τον άγγιξαν;

Και να ξανά πώς προκύπτει το χιλιοειπωμένο ερώτημα για το ρόλο της τέχνης στην κοινωνία μας. «Εννοούμε να παρατήσουνε οι καλλιτέχνες πια τα στείρα δόγματα της αριστοκρατικότητας της τέχνης, της αγνής ποίησης, της φυγής απ’ την πραγματικότητα και τον ατομικισμό και την περιφρόνηση των αγελαίων και να πλησιάσουνε το λαό. Να τον νιώσουνε, να τον αγαπήσουνε, να δουλέψουν γι’ αυτόν» (Κώστας Βάρναλης).

«Η ποίηση πρέπει να είναι ένας οδηγός μάχης κι ευτυχίας, ένα όπλο στα χέρια του λαϊκού αγωνιστή, μια σημαία στα χέρια της ελευθερίας» (Γιάννης Ρίτσος).

Η ποίηση του Καββαδία τα στέρησε αυτά απ’ τον αγωνιζόμενο συνάδελφό του, το συνάνθρωπό του.

Δεν θέλω κι ούτε αυτή ήταν η πρόθεσή μου, ν’ αποκαθηλώσω τον ποιητή, ούτε να τον φέρω τώρα πια, στο τι θέλαμε απ’ αυτόν. Απλά, όμως, δεν λέμε ότι το έργο κάθε καλλιτέχνη το εξετάζουμε μες στις ιδιαίτερες συνθήκες που αυτό γεννήθηκε;

Κι εδώ δυστυχώς βλέπουμε ότι οι συνθήκες ήταν κατάμαυρες μα συγχρόνως κι ηρωικές, ο Καββαδίας φιλτράροντάς τες με στη φαντασία του, τις παρουσίαζε μαγικές, άγνωστες και πολύχρωμες. Δεν εξέφρασε την εποχή του, δεν εξέφρασε τον Ναυτεργάτη, με τον οποίο δεν συναντήθηκε καν μαζί του.

Δεν θ’ αλλοίωνε το έργο του αν το έκανε, όπως το έκαναν τόσοι άλλοι μεγάλοι νεοέλληνες ποιητές. Δεν ήθελε; Δεν μπόρεσε; Δεν τον συγκίνησαν; Οι Ναυτεργάτες έχουμε κατασταλάξει και στα καπνιστήρια οι μπαρκαρισμένοι και στην Ακτή Μιαούλη οι άνεργοι, έχουμε σοβαρότερα προβλήματα να λύσουμε κι ο Καββαδίας λείπει παντελώς απ’ τις συζητήσεις μας. Έγραψε για τον εαυτό του και για την ποίηση μόνο και δεν συμπορεύθηκε ποτέ μαζί μας.

«Κι επειδή η τέχνη δεν είναι για ν’ αντανακλά την πραγματικότητα, αλλά για να μεγεθύνει σαν φακός» (Μαγιακόφσκι), ο Καββαδίας μεγέθυνε και εις βάρος της λογοτεχνικής αξίας του έργου του, μια δική του πραγματικότητα, που δεν αφορά κανέναν, εκτός του ίδιου κι όσων θέλουν έτσι να είναι τα όνειρα, οι ελπίδες κι οι αγώνες μας μες στα πέλαγα.