Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΤΑΚΗΣ ΦΙΤΣΟΣ (ηρωική μορφή του ΚΚΕ) — Του Νίκου Καραντηνού

ΜΕΓΑΛΟ και ηρω­ι­κό κεφά­λαιο της Ιστο­ρί­ας μας, που μένει να μελε­τη­θεί και πρέ­πει να φωτι­στεί σ’ όλες τις πλευ­ρές του είναι οι συγκλο­νι­στι­κές δίκες, που, στα χρό­νια του Εμφυ­λί­ου, συντά­ρα­ξαν την Ελλά­δα. Οι καθη­με­ρι­νές αμέ­τρη­τες δίκες στα Εκτα­κτα Στρα­το­δι­κεία, που με συνο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες δολο­φο­νού­σαν αγω­νι­στές του λαού μας, αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντίστασης.

ΜΙΑ τέτοια φοβε­ρή δίκη είναι κι αυτή, που “στή­θη­κε” στη Χαλ­κί­δα τον Απρί­λη του 1949, στην οποία δικά­στη­κε, ανά­με­σα σ’ άλλους, ο δημο­σιο­γρά­φος του“Ρ” Τ ά κ η ς Φ ί τ σ ο ς, μορ­φή ηρω­ι­κή του λαϊ­κού μας κινή­μα­τος, που, προσ­διο­ρί­ζο­ντας της ζωής του τα πλαί­σια και το στό­χο, έλε­γε στην απο­λο­γία του:

ΑΓΩΝΙΣΤΗΚΑ σε όλη μου τη ζωή για την υπό­θε­ση του ΚΚΕ, για το θρί­αμ­βο του κομ­μου­νι­σμού, για μια καλύ­τε­ρη ζωή του λαού μας…”. Και καθώς σημεί­ω­νε το σχε­τι­κό ρεπορ­τάζ: “Τελευ­ταί­ος (από τους 40 κατη­γο­ρου­μέ­νους) εκλή­θη και απε­λο­γή­θη ο Δημ. Φίτσιος, συντά­κτης του “Ριζο­σπά­στη”, ο οποί­ος κατέ­θε­σεν ότι από μικρός δεν έχει να επι­δεί­ξει αγα­θο­ερ­γούς πρά­ξεις, αλλά πρά­ξεις, που να ωφε­λούν το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα…” (“Καθη­με­ρι­νή” 20/4/49).

Η ΤΟΠΙΚΗ εφη­με­ρί­δα της Χαλ­κί­δας “Εθνι­κή Φωνή”, σ’ ένα ανα­τρι­χια­στι­κό ντο­κου­μέ­ντο, που δημο­σί­ευ­σε σε έκτα­κτο παράρ­τη­μα, στις 16 του Απρί­λη 1949, μας δίνει τον τρα­γι­κό επί­λο­γο της δίκης, με τις θανα­τι­κές κατα­δί­κες του Τάκη και των συντρό­φων του. Γράφει:

ΕΙΣ τον χώρον του ενταύ­θα νεκρο­τα­φεί­ου του Αγί­ου Ιωάν­νου εξε­τε­λέ­σθη­σαν οκτώ ΕΑΜο­προ­δό­ται…” Είναι ο Τ. Φίτσος, ο πλοί­αρ­χος Γιάν­νης Χρι­στο­φο­ρί­δης, ο Δ. Βου­ρα­ζό­που­λος, ο Γ. Χάνος και τέσ­σε­ρις γυναί­κες, η Αικα­τε­ρί­νη Μελε­με­νή, η Μαρία Λαφα­ζά­νη, η Ευαν­θία Πάτσα­λη. Μαζί τους και η Αλί­κη Τσου­κα­λά, η 19χρονη αγω­νί­στρια, μέλος του ΚΚΕ, κατα­δι­κα­σμέ­νη κι αυτή εις θάνα­τον διό­τι — κατά την από­φα­ση του στρα­το­δι­κεί­ου — “απο­βαί­νει επι­βλα­βής διά την πατρίδα”.

ΚΡΑΤΗΣΑ πάντα σαν μνή­μη άσβη­στη το στερ­νό πρω­ι­νό, που είχε ζήσει μαζί μας ο Τάκης Φίτσος, εξό­ρι­στος στον Εύδη­λο της Ικα­ρί­ας. Ανοι­ξιά­τι­κο πρω­ι­νό. Εκεί σ’ ένα πλά­τω­μα, που είχα­με το καθη­με­ρι­νό προ­σκλη­τή­ριο, με το χωρο­φύ­λα­κα να δια­βά­ζει δύο φορές τη μέρα τα ονό­μα­τά μας.

ΕΚΕΙ ακού­στη­κε το δικό του όνο­μα. Σβέλ­τος, χαμο­γε­λα­στός, μπή­κε στην άκρη και την άλλη μέρα έφυ­γε μετα­γω­γή για την Αθή­να. Ηταν ολο­φά­νε­ρο πως οι σκευω­ροί, που σκά­ρω­ναν συστη­μα­τι­κά τις δίκες εξό­ντω­σης των αγω­νι­στών, είχαν βάλει και το δημο­σιο­γρά­φο σε κάποια δίκη για να τον βγά­λουν από τη μέση.

ΒΑΘΙΕΣ και μακρι­νές οι αγω­νι­στι­κές ρίζες του δημο­σιο­γρά­φου μέσα στο λαϊ­κό, το αντι­φα­σι­στι­κό κίνη­μα. Είναι από τους πρώ­τους που δού­λε­ψε συστη­μα­τι­κά το εργα­τι­κό ρεπορ­τάζ κι ένας από τους λίγους, που με προ­σπά­θειες άοκνες παρου­σί­α­ζε τότε στην εφη­με­ρί­δα τους αγώ­νες των εργαζομένων.

ΑΛΛΑ πριν ασχο­λη­θεί με τη δημο­σιο­γρα­φία και ανα­δει­χτεί και σε διευ­θυ­ντι­κό στέ­λε­χος της εφη­με­ρί­δας, φοι­τη­τής ακό­μη, είχε με γρα­φτά του, που τα έστελ­νε από τη Λαμία, μια θετι­κή και αξιο­πρό­σε­χτη παρου­σία στις σελί­δες του “Νου­μά”, παρου­σία που κάθε άλλο παρά μαρ­τυ­ρού­σε αρχά­ριο πεζο­γρά­φο. Είναι τακτι­κός συνερ­γά­της της στή­λης “Χωρίς γραμ­μα­τό­ση­μο”, που σ’ ένα φύλ­λο του “Νου­μά” ο συντά­κτης της στή­λης στέλ­νει στον Λαμιώ­τη συνερ­γά­τη το μήνυ­μά του.

ΒΕΒΑΙΑ — παρα­τη­ρεί ο συνερ­γά­της της στή­λης χρειά­ζε­ται υπο­μο­νή… Ομως για­τί το κύμα της αγω­νί­ας; Τόσο νέος — προ­σθέ­τει — και γρά­φεις αρκε­τά καλά.Δούλευε, γρά­φε, πελέ­κα. Τ’ άλλα έρχο­νται μονα­χά τους…”.

ΤΙΣ συγκλο­νι­στι­κές στερ­νές ώρες, πριν φτά­σει το χάρα­μα της εκτέ­λε­σης του Τ. Φίτσου, της Αλί­κης και των συντρό­φων τους, μας τις έχει δώσει ένας παλιός συνά­δελ­φος, ο Γιώρ­γος Πηλι­χός, που κρά­τη­σε όλες τις λεπτο­μέ­ρειες της φοβε­ρής δίκης σαν αντα­πο­κρι­τής αθη­ναϊ­κής εφημερίδας.

ΘΥΜΑΤΑΙ, λοι­πόν, πως, λίγα μόλις δευ­τε­ρό­λε­πτα πριν από την εκτέ­λε­ση στο χώρο του Νεκρο­τα­φεί­ου, ο Τάκης έβγα­λε την καμπαρ­ντί­να του, μ’ αυτήν είχε φύγει από τον Εύδη­λο, πλη­σί­α­σε έναν από τους παρι­στά­με­νους, που καθώς απο­δεί­χτη­κε ήταν ο νεκρο­θά­φτης και την πρό­σφε­ρε λέγο­ντας: “Πάρ’ την αυτή σύντρο­φε… Εκεί, που πάω εγώ δε μου χρειάζεται…”.

ΑΝΑΨΕ έπει­τα το τελευ­ταίο τσι­γά­ρο, μαζί με τους συντρό­φους του, η ζητω­κραυ­γή, κι έπει­τα η ομο­βρο­ντία του εκτε­λε­στι­κού απο­σπά­σμα­τος, που έκο­βε για πάντα τη ζωή μέσα στην πιο όμορ­φη ώρα της, την άνοι­ξη του 1949, που κάθε χάρα­μα ατέ­λειω­τα του­φε­κι­ζό­ταν ο κόσμος της Εθνι­κής Αντί­στα­σης, που ‘χε παλέ­ψει και πάλευε για τη λευ­τε­ριά και την εθνι­κή ανεξαρτησία.

ΔΑΝΕΙΖΟΜΑΙ από γρα­φτό δημο­σιο­γρά­φου, που συνα­πα­ντή­θη­κε στα νιά­τα του με τον Φίτσο, που τον έζη­σε στη δου­λιά και την αγω­νία της εφη­με­ρί­δας, το πορ­τρέ­το που δίνει. Γρά­φει: “…Μικρό­σω­μος, ασκη­τι­κός, κάτι­σχνος, σεμνός, αθό­ρυ­βος, αλλά πάντα αει­κί­νη­τος, αγα­πού­σε και βοη­θού­σε τους νέους δημοσιογράφους”.

ΚΙ ΑΣ σημειώ­σου­με εδώ πως η εφη­με­ρί­δα μας στα χρό­νια που ακο­λού­θη­σαν την απε­λευ­θέ­ρω­ση 1944 — 1947 είχε νιά­τα, είχε πολ­λούς νέους, που δού­λευαν σ’ όλους τους τομείς. Ο Φίτσος διόρ­θω­νε συχνά τα γρα­φτά τους, υπέ­δει­χνε τα λάθη, βρι­σκό­ταν πάντα δίπλα τους.

Ο ΤΑΚΗΣ ξημε­ρο­βρα­δια­ζό­ταν στην εφη­με­ρί­δα μας. Ξεχνού­σε να φάει, αλλά ξεχνού­σε και να κοι­μη­θεί: Ηταν η συνεί­δη­ση του “Ριζο­σπά­στη”. “Ο Τάκης — συμπλη­ρώ­νει ο Βάσος Γεωρ­γί­ου — είναι ένα σύμ­βο­λο και μια πορεία… Οταν μπή­κε στη φυλα­κή (της Αίγι­νας) μαθαί­νουν πως σε λίγο μπαί­νει στην αχτί­να ο Τάκης Φίτσος. Δια­κό­σιοι άνθρω­ποι στρι­μώ­χνο­νται στην κιγκλί­δα. Κι όσοι τον ξέρα­νε κι όσοι δεν τον ξέρα­νε… Ολοι σε μια φωνή, με σεβα­σμό, προ­φέ­ρα­νε το όνο­μά του: Ο Τάκης, ο Τάκης Φίτσος…

ΚΑΙ ένας άλλος παλαί­μα­χος αντι­στα­σια­κός δημο­σιο­γρά­φος, ο Πανα­γιώ­της Πατρί­κιος, προ­σθέ­τει στις μνή­μες: “…Εγρα­φε, όσο ψηλά κι αν έφτα­σε, τα φαρ­μα­κεία, όπως θα έγρα­φε το κύριο άρθρο… Σαν νάταν μαθη­τευό­με­νος συντά­κτης, πιστεύ­ο­ντας πως υπη­ρε­τεί το ίδιο τη δημο­σιο­γρα­φία, για­τί ποτέ δεν υπήρ­ξε βεντέτα…”.

Ο ΤΑΚΗΣ… ο Τάκης. Ηρω­ι­κή μορ­φή του ΚΚΕ και της εφη­με­ρί­δας μας. Ολο­ζώ­ντα­νες μνή­μες πάντα, καθώς τιμά­με και γιορ­τά­ζου­με τα 80χρονα του ΚΚΕ.

 

Πηγή: Ριζο­σπά­στης / Νίκος Καρα­ντη­νός

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο