Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τζαζ… η παράσταση αρχίζει!

Ο ορισμός της δύσκολος: …Αφρικανική παράδοση και κάτι από Μπλουζ, Σπιρίτσουαλς και Γκόσπελ Ευρωπαϊκά εμβατήρια, ΗΠΑ _η καρδιά της, Λατινική Αμερική, Ευρώπη …τελικά ο κόσμος όλος, πάνω από 50 ραδιόφωνα, 450 (;;) ταινίες _The Jazz Singer (1927 με 5 remakes, μεταξύ αυτών 1952 _ 1980 κά) http://youtu.be/j48T9BoKxlI Blues in the Night (1941) http://youtu.be/IbKOy2hJnZI Cabin in the Sky (καταφύγιο στους αιθέρες1943) http://youtu.be/j48T9BoKxlI Stormy Weather (1943) http://youtu.be/Ras01nlZqbY The Fabulous Dorseys (1947) http://youtu.be/IcO_HAg49-0 Young Man With a Horn (Η γυναίκα των χιμαιρών 1950 με Kirk Douglas, Lauren Bacall, Doris Day) http://youtu.be/QXBO4nTNm8Y The Glenn Miller Story (με James Stewart, June Allyson,Harry Morgan 1954 _πήρε και Όσκαρ) http://youtu.be/iBcbZCnACUE The Benny Goodman Story (1956) http://youtu.be/WyRv6bv4cfM High Society (1956, με Bing Crosby, Grace Kelly και Frank Sinatra _υποψήφια για 2 όσκαρ) http://youtu.be/5rQflUAk3x0 St Louis Blues (1958_ με Nat ‘King’ Cole, Eartha Kitt, Cab Calloway) http://youtu.be/hhkZ_eiqLXg All That Jazz _Η παράσταση αρχίζει (1979) με Roy Scheider _Jessica Lange_ Ann Reinking 4 Oscars, 12 διεθνείς διακρίσεις & 14 υποψηφιότητες, όλ αυτά και πολλά ακόμη με χιλιάδες εξειδικευμένα βιβλία και αναρτήσεις για τους λάτρεις του είδους

Γράφει ο \\ Αστέρης Αλαμπής _Μίδας 🎷

Μουσικά όργανα; Τρομπέτα – Κλαρινέτο – Σαξόφωνο – Τρομπόνι – Κιθάρα – Πιάνο – Κοντραμπάσο – Κρουστά κά. ο Αυτοσχεδιασμός απαραίτητος …είδη Ράγκταϊμ – Τζαζ Νέας Ορλεάνης – Ντίξιλαντ – Μπούγκι – Σουίνγκ – Μπίμποπ – Κουλ τζαζ – Χαρντ μποπ – Φρι τζαζ – Φιούζον – Σκα τζαζ – Άσιντ τζαζ – Έθνο-τζαζ … η κουβανική _η αρχαιότερη μορφή της Latin jazz, αναμιγνύει –όπως όλη η μουσική του νησιού της επανάστασης, αφρο-κουβανέζικους ρυθμούς με τζαζ αρμονίες και τεχνικές αυτοσχεδιασμού, με βαθιές ρίζες στην αφρικανική τελετουργία και ρυθμό (εμφανίστηκε “αργά” αρχές 10ετίας του 1940 με τους Κουβανούς μουσικούς Mario Bauzá και Frank Grillo “Machito” στο συγκρότημα Machito & his Afro-Cubans στη Νέα Υόρκη. Το 1947, οι συνεργασίες του τρομπετίστα του bebop Dizzy Gillespie και του κρουστά Chano Pozo έφεραν αφροκουβανέζικους ρυθμούς και όργανα, όπως το tumbadora και το bongo, στη σκηνή της τζαζ της Ανατολικής Ακτής. Οι πρώτοι συνδυασμοί της τζαζ με την κουβανέζικη μουσική, όπως το “Manteca” και το “Mangó Mangüé”, αναφέρονται συνήθως ως “Cubop”

Μουσικοί οι Miles Davis, Louis Armstrong, John Coltrane, Charles Mingus, Thelonious Monk, Ella Fitzgerald, Charlie Parker, Duke Ellington, Chet Baker, Ornette Coleman _ο Τελόνιους Μονκ είχε πει: η Τζαζ είναι Ελευθερία Louis Armstrong, Count Basie, Coleman Hawkins, Lester Young, Art Tatum, Mary Lou Williams, Django Reinhardt, Billie Holiday, Charlie Christian, Dizzy Gillespie, Nat King Cole, Dave Brubeck, Charles Mingus, Wes Montgomery, Max Roach, J.J. Johnson, Bud Powell, Art Pepper, Ray Brown, Elvin Jones, Stan Getz, Bill Evans, Chet Baker και 100+μεγάλοι και χιλιάδες ακόμη

Ο αυξημένος βαθμός αυτοσχεδιασμού που περικλείει το είδος σε κάθε συστατικό της μουσικής (Μελωδία, Αρμονία, Ρυθμό) μας επιβεβαιώνει το βασικό αυτό πλαίσιο της μουσικής Τζαζ. Εάν στα παραπάνω χαρακτηριστικά προσθέσουμε ότι, αντικειμενικός στόχος κάθε μουσικού της είναι να απελευθερώσει τις μουσικές ιδέες που έχει στο μυαλό του και να τις παίξει στο μουσικό του όργανο ή να τις τραγουδήσει, τότε η έκφραση αυτή του Τελόνιους Μονκ γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένη.

Η τζαζ αποτέλεσε εξέλιξη της λαϊκής αμερικανικής μουσικής κατά τον 19ο αιώνα, με αφρικανικές καταβολές, περιλαμβάνοντας αρκετά μουσικά είδη που στηρίχτηκαν σε ένα σκεπτικό δημιουργίας, τον μερικό ή ολικό αυτοσχεδιασμό και γνώρισε σημαντική ανάπτυξη και διεθνή αναγνωρισιμότητα κατά τη 10ετία του 1920. Αν και υπάρχει μεγάλη δυσκολία να οριστεί στο σύνολό της, κάτι που _επιγραμματικά, διευκρινίζει εν μέρει το περιεχόμενό της είναι ότι πρόκειται για μία μουσική στην οποία ο μουσικός εκτελεί μελωδικές παραλλαγές πάνω σε μία δεδομένη αρμονική βάση και αυτό σε διάλογο με τον ρυθμικό παλμό. Βέβαια, από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και μετά, όταν η αβάν γκαρντ της τζαζ απέρριψε το προκαθορισμένο αρμονικό πρότυπο, ο ορισμός αυτός δεν θεωρείται επαρκής για όλα τα είδη της Τζαζ. Ο μουσικός της τζαζ, ασκείται επίπονα σε γνωστά συστατικά στοιχεία της μουσικής, κοινά για κάθε μουσικό είδος όπως οι Κλίμακες, οι Συγχορδίες, η Μελωδία, ο Ρυθμός, η Αρμονία, ώστε να είναι σε θέση, οι μελωδίες που ακούει με το μυαλό του να κατευθύνουν τα δάχτυλά του, σε μια πραγματικά προσωπική έκφραση, σε ένα διάλογο με τον εαυτό του, τους μουσικούς που τον συνοδεύουν και με το κοινό.

Η ετυμολογία της λέξης παραμένει ανεξιχνίαστη παρόλο που κατά καιρούς επικράτησαν διάφορες γνώμες. Σύμφωνα με μια εκδοχή, η τζαζ πήρε το όνομά της από τον χορευτή Τζάζμπο Μπράουν ενώ μια άλλη υποστηρίζει πως η ονομασία τζαζ προέρχεται από τη συντόμευση του ονόματος κάποιου μουσικού Τσάρλς (Charles, chas, jass, jazz) ή Τζάσπερ, επίσης, ότι η λέξη σχηματίστηκε από το γαλλικό ρήμα jaser (οι λευκοί της Νέας Ορλεάνης μιλούσαν τότε γαλλικά) που σημαίνει φλυαρώ, επειδή η φλυαρία υπονοεί τον αυτοσχεδιασμό.

Η προέλευση της είναι μια από τις πιο περιζήτητες – ονομάστηκε «Λέξη του εικοστού αιώνα» από την American Dialect Society – έχει οδηγήσει σε σημαντική έρευνα και η γλωσσική ιστορία είναι καλά τεκμηριωμένη. Η “τζαζ” ξεκίνησε στην αργκό γύρω στο 1912 στη Δυτική Ακτή. Το νόημα διέφερε, αλλά η λέξη αρχικά δεν αναφερόταν στη μουσική. Το “Jazz” έφτασε να σημαίνει τζαζ μουσική στο Σικάγο γύρω στο 1915. Η ομοιότητα του “jazz” με το “jasm”, ένας απαρχαιωμένος όρος αργκό που σημαίνει πνεύμα, ενέργεια και σφρίγος και χρονολογείται από το 1860 στο Random House Historical Dictionary of American Slang (1979), υποδηλώνει ότι το “jasm” πρέπει να κορυφαίος υποψήφιος για την πηγή της «τζαζ». Η λέξη “jasm” εμφανίστηκε στο δεύτερο μυθιστόρημα του Josiah Gilbert Holland, Miss Gilbert’s Career (1860), και σήμαινε “ζωντανό” και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την “ανέκφραστη προσωπική δύναμη του Γιάνκη”. Μια σύνδεση μεταξύ των δύο λέξεων υποστηρίζεται από ένα άρθρο του 1916 στην Daily Californian που χρησιμοποιούσε την ορθογραφία “jaz-m”, αν και το πλαίσιο και άλλα άρθρα στην ίδια εφημερίδα αυτής της περιόδου δείχνουν ότι προοριζόταν η “jazz”.

Το “Jasm” προέρχεται ή είναι μια παραλλαγή του όρου της αργκό “jism” ή “gism”, τον οποίο το Historical Dictionary of American Slang χρονολογεί το 1842 και ορίζει ως “πνεύμα, ενέργεια, σπάνκ”. «Jism» σημαίνει επίσης σπέρμα ή σπέρμα, η έννοια που κυριαρχεί σήμερα, κάνοντας το «jism» λέξη ταμπού. Σύμφωνα με αυτή την ετυμολογία, ο συνθέτης της τζαζ Eubie Blake (γενν. 1887), όταν πήρε συνέντευξη από μια γυναίκα για το έργο Προφορικής Ιστορίας της Αμερικανικής Μουσικής του Yale, αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τη λέξη «τζαζ» επειδή θεώρησε ότι ήταν άτεχνη. Η εμβάθυνση της σχέσης μεταξύ αυτών των λέξεων είναι το γεγονός ότι το “spunk” είναι επίσης ένας όρος αργκό για το σπέρμα και ότι το “spunk”—όπως το jism/jasm—σημαίνει επίσης πνεύμα, ενέργεια ή θάρρος. Τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο, ο «τζισμός» εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται σε ευγενικά πλαίσια. Το “Jism” ή η παραλλαγή του “jizz” (η οποία δεν επιβεβαιώνεται στο Historical Dictionary of American Slang μέχρι το 1941) έχει επίσης προταθεί ως άμεση πηγή για τη “jazz”. Μια άμεση προέλευση από το “jism” είναι φωνολογικά απίθανη. Το ίδιο το «Jasm» θα ήταν, σύμφωνα με αυτή την υπόθεση, η ενδιάμεση μορφή.

Η τζαζ παρουσιάζει ιδιομορφίες σε σχέση με την Ευρωπαϊκή μουσική, καθώς δεν χρησιμοποιεί μόνο τις βασικές κλίμακες της Ευρωπαϊκής μουσικής δηλ. μείζονες και ελάσσονες (σύστημα που αντικατέστησε τον 17ο αιώνα τους Εκκλησιαστικούς Τρόπους της Δυτικής Εκκλησιαστικής Μουσικής), αλλά και πολλές άλλες κλίμακες με προέλευση από την Αφρική και αλλού, που χρησιμοποιούνται σε μίξη με τις ευρωπαϊκές αρμονίες. Συχνά οι μουσικοί της Τζαζ, τη στιγμή του αυτοσχεδιασμού, σκέφτονται και επιλέγουν νότες με βάση τις κλίμακες που αποδίδουν καλύτερα το αρμονικό πλαίσιο μιας συγχορδίας. Έτσι, καθώς οι συγχορδίες που χρησιμοποιούνται στην τζαζ είναι συχνά έντονα διάφωνες (7ης, 9ης, 11ης, 13ης, αυξημένες, ελαττωμένες, κλπ. _σσ. Οι μείζονες και οι ελάσσονες συγχορδίες είναι σύμφωνες, γιατί περιέχουν σύμφωνα διαστήματα, οι αυξημένες, οι ελαττωμένες και όσες έχουν περισσότερους από τρεις φθόγγους, είναι διάφωνες, γιατί περιλαμβάνουν τουλάχιστο ένα διάφωνο διάστημα), πολλές από τις κλίμακες περιέχουν επίσης διάφωνες νότες σε διάφορα σημεία της κλίμακας ώστε να αποδίδουν καλύτερα το αρμονικό υπόβαθρο της συνοδείας.

Η τζαζ στηρίζεται βαθύτατα σε ένα ακόμη αφρικανικό στοιχείο, το ρυθμό, ο οποίος αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της καθώς οργανώνει τη μουσική. Οι ρυθμοί της τζαζ μουσικής είναι περισσότερο σύνθετοι και με συνεχείς παραλλαγές που εναλλάσσονται, συνήθως δύο ή τεσσάρων τετάρτων. Στη τζαζ μουσική, ο ήχος των μουσικών οργάνων αλλά και η φωνή, χρησιμοποιούνται με έναν ξεχωριστό τρόπο. Το ιδιαίτερο “χρώμα” του τζαζ ήχου, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ανορθόδοξη τεχνική παιξίματος από τους πρώτους και αυτοδίδακτους μουσικούς της. Κύριο χαρακτηριστικό της τζαζ είναι πως τα όργανα χρησιμοποιούνται σαν ανθρώπινες φωνές.

Η τζαζ έχει διαμορφώσει ειδικές μουσικές φόρμες και ένα ιδιαίτερο ρεπερτόριο. Οι δύο βασικές φόρμες που χρησιμοποιεί είναι το μπλουζ (ένα κύριο θέμα, κατά κανόνα δώδεκα μέτρων) και η μπαλάντα (τυποποιημένο είδος συνήθως 32 μέτρων). Κυρίαρχο στοιχείο της είναι ακόμη οι ίδιοι οι οργανοπαίκτες και οι προσωπικοί αυτοσχεδιασμοί τους πάνω στο κυρίως μουσικό θέμα. Η σύνθεση στην τζαζ είναι κατά κανόνα απλή για ενορχήστρωση και διάφορες παραλλαγές στα πλαίσια του ατομικού ή ομαδικού αυτοσχεδιασμού.

🎷🎺 Ιστορία

Η τζαζ εμφανίστηκε ως αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό μουσικό είδος ~το 1900. Πριν εκτείνεται η προϊστορία της, το χρονικό διάστημα δηλαδή κατά το οποίο συγχωνεύτηκαν όλα τα μουσικά αλλά και κοινωνικά συστατικά της. Για την περίοδο αυτή δεν υπάρχουν πολύ σημαντικές μαρτυρίες. Θεωρείται δεδομένο πως οι καταβολές της τζαζ μουσικής είναι αφρικανικές. Οι έγχρωμοι σκλάβοι, οι οποίοι, προερχόμενοι κατά κύριο λόγο από τη Δυτική Αφρική, μεταφέρθηκαν στο Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών, μετέφεραν μέρος των παραδόσεων τους, μεταξύ των οποίων κυρίως λατρευτικά έθιμα αλλά και μουσικά αφρικανικά χαρακτηριστικά, όπως η ρυθμική πολυπλοκότητα και οι αφηρημένες μουσικές κλίμακες. Μεταφέρθηκαν ακόμη ορισμένα είδη τραγουδιού, καθώς και μουσικές φόρμες όπως η πολυφωνία και ο αυτοσχεδιασμός.

Στην Αμερική εκείνης της εποχής, καθαρές μορφές αφρικάνικης μουσικής συναντάμε ως επί το πλείστον στην τελετουργική ή θρησκευτική μουσική και στα λαϊκά τραγούδια όπως τα αποκαλούμενα χόλερς. Από αρκετά νωρίς ωστόσο, η μαύρη μουσική έρχεται σε μίξη με “λευκά” στοιχεία και η γέννηση της τζαζ αποτέλεσε τελικά προϊόν αυτής της πρόσμιξης. Στην πραγματικότητα, η τζαζ γεννήθηκε στο σταυροδρόμι της ισπανικής, της γαλλικής και της αγγλοσαξονικής πολιτισμικής παράδοσης. Όλα αυτά τα μουσικά ιδιώματα αναμείχθηκαν και η μαύρη λαϊκή μουσική εξελίχθηκε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με την ανάπτυξη παράλληλα του μπλουζ τραγουδιού αλλά και την εξέλιξη των περισσότερων θρησκευτικών σπιρίτσουαλς (spirituals).

Στο τέλος του 19ου αιώνα, όλες οι διαφορετικές προσμίξεις φαίνεται πως έφτασαν στο σημείο της δημιουργίας του πρώτου αναγνωρίσιμου τζαζ είδους, του ράγκταϊμ (ragtime). Το ράγκταϊμ ήταν κυρίως μουσική με συνοδεία πιάνου και με χαρακτηριστικό συγκοπτόμενο ρυθμό. Περίπου στα 1900, το ράγκταϊμ αφομοιώθηκε από ένα άλλο μουσικό είδος, το Τιν Παν Άλι. Αυτή η διαδικασία συνεχίστηκε σε όλη τη μετέπειτα εξέλιξη της τζαζ, δηλαδή κάποιο πρωτογενές στιλ τζαζ να ενσωματώνεται στην βιομηχανία της ελαφριάς μουσικής.

Γενέτειρα της τζαζ μουσικής θεωρείται συνήθως η Νέα Ορλεάνη. Αν και οι διάφορες προσμίξεις των ευρωπαϊκών και αφρικανικών στοιχείων γέννησαν διαφορετικές μουσικές φόρμες σε πολλά σημεία της αμερικανικής ηπείρου, η Νέα Ορλεάνη διεκδικεί περισσότερο από κάθε άλλη πόλη τον τίτλο αυτό, κυρίως διότι εκεί η τζαζ ορχήστρα αποτέλεσε μαζικό φαινόμενο, γεγονός που αποτυπώνεται και στην ύπαρξη τουλάχιστον τριάντα ορχηστρών στις αρχές του 1900. Επιπλέον αποτέλεσε τον τόπο γέννησης και δράσης πολλών τζαζ μουσικών, ήδη από το 1870. Η Νέα Ορλεάνη αποτελούσε παράλληλα την μοναδική μεγαλούπολη του αμερικανικού Νότου, αστικό κέντρο, εξαγωγικό λιμάνι αλλά και πρωτεύουσα των φυτειών του Δέλτα του Μισσισιπή. Υποστηρίζεται ακόμη πως το μουσικό είδος που αναπτύχθηκε στη Νέα Ορλεάνη ήταν το πρώτο που έλαβε την ονομασία τζαζ (jazz, νωρίτερα συναντάται και ο όρος jass).

Η ανάπτυξη της τζαζ μουσικής στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα δεν υπήρξε τυχαία ή ανεξάρτητη, καθώς σε αυτή τη χρονική περίοδο σημειώθηκαν πολλές εκ βάθρων ανατροπές στις λαϊκές τέχνες. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε το αγγλικό μιούζικ χολ που φθάνει στο απόγειο του το 1880, το γαλλικό καμπαρέ καθώς και το ανδαλουσιανό φλαμένκο, που έκανε την εμφάνιση του περίπου το 1870 στην Ισπανία.

Η διάδοση της τζαζ μουσικής στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη μετανάστευση ή τις περιοδείες πολλών έγχρωμων και μη μουσικών. Οι μουσικοί της Νέας Ορλεάνης είχαν αρχίσει να περιοδεύουν σε ολόκληρη την Αμερική από πολύ νωρίς και σε κάθε τόπο αποτελούσαν ερέθισμα για τους ντόπιους μουσικούς, γεγονός που βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη και εξέλιξη της τζαζ.

Η ανακάλυψη του γραμμοφώνου συντέλεσε επίσης αποφασιστικά στην εξάπλωση του νέου μουσικού είδους. Ο πρώτος τζαζ δίσκος ηχογραφήθηκε το 1917 από την ορχήστρα Original Dixieland Jass Band. Οι δίσκοι της “λευκής” αυτής ορχήστρας προκάλεσαν αίσθηση _αν και κατατάσσονται από πολλούς σε ένα είδος “νόθας” τζαζ, εμπλουτισμένης με εμπορικά μουσικά στοιχεία _και λειτούργησαν ως το ορόσημο της λεγόμενης “εποχής της τζαζ”. Παράλληλα, η μεγάλη αύξηση του έγχρωμου πληθυσμού στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση του αποκαλούμενου race record, δηλαδή του δίσκου γραμμοφώνου που προοριζόταν αποκλειστικά για το “μαύρο” κοινό, στον οποίο οφείλεται η βασική ακουστική πληροφόρηση για την πρώιμη τζαζ. Χάρη στην αξιοσημείωτη ανάπτυξη αυτής της ειδικής αγοράς, πολλοί μαύροι καλλιτέχνες είχαν τη δυνατότητα να ηχογραφήσουν αν και η τζαζ δεν περιορίστηκε στις ειδικές αυτές σειρές.

Η εμφάνιση του ραδιοφώνου στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε επίσης συμβολή στη διάδοση της τζαζ. Ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός στην Αμερική ξεκίνησε να εκπέμπει το 1922 στο Πίτσμπουργκ. Στη δεκαετία του 1920 η τζαζ είχε πλέον διαμορφωθεί σε πανεθνικό αμερικανικό μουσικό ιδίωμα, ενώ στα τέλη της κάνουν την εμφάνισή τους και ευρωπαϊκά μουσικά συγκροτήματα.

Ο αυτοσχεδιασμός με έναν απλό τρόπο, ορίζεται ως η μη προσχεδιασμένη δημιουργία. Η ανάγκη του ανθρώπου για αυτοσχεδιασμό, είναι σίγουρα συνυφασμένη με την ανάγκη για έκφραση και την έμφυτη δημιουργικότητά του. Σε όλες τις εποχές συναντάμε τον αυτοσχεδιασμό σε ποικίλες εκδηλώσεις, από την κατασκευή ενός τραγουδιού μέχρι και την δημιουργία μιας τεχνικής κατασκευής.

Αν και πολλοί πιστεύουν πως ο μουσικός αυτοσχεδιασμός είναι ιδίωμα της παραδοσιακής μουσικής διαφόρων χωρών και από τις σημερινές μουσικές κυρίως της τζαζ, στην πραγματικότητα και στην εποχή ακόμη της φορμαρισμένης “κλασικής” μουσικής, η ανάγκη για αυτοσχεδιασμό υπήρξε και εκδηλωνόταν. Η “Κατέντσα” ενός Κοντσέρτου για παράδειγμα, το σημείο δηλ. όπου ο μουσικός σε μια παύση της ορχήστρας, αναλάμβανε να παίξει ένα δύσκολο και εντυπωσιακό μέρος επιδεικνύοντας ταυτόχρονα τις δεξιοτεχνικές ικανότητές του, ήταν εξ ολοκλήρου αυτοσχεδιασμένη. Σήμερα βέβαια κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, αφού οι κατέντσες είναι από πριν γραμμένες και απομνημονευμένες. Επίσης η “Φαντασία”, η μουσική αυτή μορφή που ξεκινά από τον 16ο αιώνα, έχει καθαρά χαρακτήρα αυτοσχεδιαστικό ενώ σπουδαίοι συνθέτες και εκτελεστές όπως οι Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Λιστ και άλλοι, ήταν και μεγάλοι δεξιοτέχνες του αυτοσχεδιασμού.

Βεβαίως, για να μπορέσει σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο αυτοσχεδιασμός να αναχθεί σε τέχνη είναι απαραίτητο να υπάρξει ένα σύστημα άσκησης των αυτοσχεδιαστικών ικανοτήτων. Καταρχάς κάθε επιπέδου μουσικός είναι ικανός για αυτοσχεδιασμό με αποτελέσματα βέβαια ανάλογα του επιπέδου σπουδών _ακόμη και αυτοδίδακτος, επίσης εξάσκησής του. Αυτή η βεβαιότητα είναι και το πρώτο βήμα προσέγγισης στον τζαζ αυτοσχεδιασμό, καθώς συχνά, η ομορφιά και δεξιοτεχνία των εκτελέσεων από τους μεγάλους δημιουργούς της τζαζ, δημιουργεί την αίσθηση ότι πρόκειται για κάτι απρόσιτο σε κάποιον που δεν έχει αυτό το «χάρισμα». Στην πραγματικότητα, το μυστικό που κρύβεται πίσω από όλους τους σημαντικούς μουσικούς που έμειναν στην ιστορία, είναι εκτός από το ταλέντο, η πολύ σκληρή και επίπονη δουλειά επάνω στο μουσικό τους όργανο.

Ο μεγάλος σαξοφωνίστας της Bebop, Charlie Parker (Τσάρλι Πάρκερ 1920-1954) γνωστός και ως Bird, είχε πει ότι πριν αποφασίσει να εμφανιστεί στο ευρύ κοινό, μελετούσε καθημερινά 11 έως 15 ώρες επί 4 ολόκληρα χρόνια. Εάν λοιπόν η μελέτη είναι κάτι απαραίτητο για μουσικούς αυτού του μεγέθους, πόσο μάλλον ισχύει το ίδιο για τον κάθε επίδοξο μουσικό της τζαζ. Η έκφραση, οι χρωματισμοί, οι τονισμοί, ο τρόπος που ξεκινά και τελειώνει ένα αυτοσχεδιαστικό μέρος, είναι πράγματα που πολύ λίγο αποτυπώνονται στη σημειογραφία της τζαζ και περισσότερο αποτελούν στοιχεία που ο μουσικός μαθαίνει μέσα από την ακουστική επαφή του με τη μουσική αυτή. Η τζαζ μουσική από τη φύση της δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με την πλήρη καταγραφή της όπως ένα έργο της “Κλασικής” μουσικής, αφού έτσι θα πάψει να είναι αυτοσχεδιαστική και θα χάσει την ελευθερία προσαρμογής της, στην προσωπικότητα του εκτελεστή. Άλλωστε, εκατοντάδες διάσημα κομμάτια της τζαζ, έχουν παιχτεί από τον κάθε μουσικό σύμφωνα με την μουσική προσωπικότητά του και τη διάθεση της στιγμής.

Κάθε μουσικός που γνωρίζει την βασική μουσική θεωρία (διαστήματα, κλίμακες, συγχορδίες) και γνωρίζει τα στοιχειώδη στο μουσικό του όργανο, έχει την δυνατότητα να αυτοσχεδιάσει με τα αντίστοιχα, βεβαίως, της τεχνικής του αποτελέσματα. Για να καταφέρει κάτι τέτοιο, σε κάποιο είδος μουσικής που ενδιαφέρεται να αυτοσχεδιάσει, θα πρέπει να γνωρίσει τα βασικά δομικά στοιχεία που αποτελούν τη μουσική του ενδιαφέροντός του. Το ίδιο συμβαίνει είτε πρόκειται για ένα αυτοσχεδιασμένο ταξίμι [taksim]ως προανάκρουσμα σε κάποιο παραδοσιακό ή λαϊκό τραγούδι, είτε για έναν αυτοσχεδιασμό στη Τζαζ.

Σοσιαλιστικές χώρες

Σπάνια θα δούμε τζαζ συγκροτήματα στην ΕΣΣΔ, λόγω της λαϊκής μουσικής της παράδοσης σε άλλα “μήκη κύματος”. Βέβαια, είχε δημιουργηθεί επί Στάλιν (10ετία 1930-1940) η Κρατική Τζαζ Μπάντα (Κρατική Ορχήστρα Τζαζ της ΕΣΣΔ, Государственный джаз-оркестр СССР) ένα σοβιετικό συγκρότημα τζαζ και το 1938, διάφορα παρόμοια μουσικά σύνολα υπό την αιγίδα του κράτους σε όλη τη χώρα. Ο Stephen Frederick Starr (σσ. Αμερικανός ειδικός στις ρωσικές και ευρασιατικές υποθέσεις, μουσικός και πρώην πρόεδρος του Oberlin College) σχολιάζει στο βιβλίο του για τη σοβιετική τζαζ ότι το συγκρότημα «έπαιζε με στιλπνότητα και ακρίβεια οποιαδήποτε δυτική ποπ ορχήστρα θα μπορούσε να ζηλέψει», όμως η λαϊκή παράδοση της χώρας την έκανε μια θλιβερή αποτυχία. Ο αμερικανισμός είχε αποτελέσματα καταστροφικά. Αυτό που ξεκίνησε ως ένα μικρό γκρουπ μετατράπηκε γρήγορα σε ένα σύνολο σαράντα τριών κομματιών, αρκετών για να εξαφανίσουν κάθε τζαζ αίσθηση ή αυθορμητισμό — Σ. Φρέντερικ Σταρ. Red & Hot: The Fate of Jazz στη Σοβιετική Ένωση 1917–1991)

Αντίθετα στην Ευρώπη (DDR, Τσεχοσλοβακία και λιγότερο Πολωνία), αναπτύχτηκαν σχετικά ρεύματα. Οι ρίζες της τζαζ της Τσεχοσλοβακίας βρίσκονται στους Jaroslav Ježek και Rudolf Antonín Dvorský τις 10ετίες του 1920 και του 1930. Η επιρροή του Ježek σημειώνεται ιδιαίτερα και όταν μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1939, οι συνθέσεις του που συνδυάζουν τζαζ και κλασική μουσική ήταν από τις πιο δημοφιλείς στη χώρα. Μετά την εισβολή των Ναζί, ωστόσο, η τζαζ απαγορεύτηκε αλλά με την επικράτηση του σοσιαλισμού ο Αυστραλός πιανίστας της τζαζ Graeme Bell (το 1947) και το Dixieland Jazz Band του εμφανίστηκαν στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας και φοιτητών στην Πράγα που το κίνημα της τζαζ αναβίωσε.

Δεν έγινε αμέσως αποδεκτό σε αυτό, αλλά όπως γράφει ο Josef Škvorecký στο The Bass Jazz Saxophone του, «Το όνομά του Dixieland. Ένα είδος κανίβαλης μουσικής με ρίζες τόσο εμφανώς φολκλοριστικές και συχνά (τα μπλουζ) τόσο καθαρά προλεταριακές που ακόμη και ο πιο οργουελικός παραποιητής γεγονότων θα ήταν δύσκολο να τις αρνηθεί». Μεταξύ των underground διανοουμένων, η τζαζ ήταν το είδος που ταυτίστηκε περισσότερο.

Το 1964 πραγματοποιήθηκε το Πρώτο Διεθνές Φεστιβάλ Τζαζ της Πράγας, φέρνοντας χιπ μπάντες της εποχής. Με την «Άνοιξη της Πράγας», έχασε τη «γλύκα» της και συνέχισε ως ανεξάρτητη μουσική μορφή που παιζόταν σε κλαμπ από μεμονωμένα συγκροτήματα, που δεν συγκρίνονται με το τμήμα τζαζ της Ένωσης Μουσικών της Τσεχίας που δημιουργήθηκε το 1971. Ξεκίνησε και το φεστιβάλ Prague Jazz Days, ως ετήσια εκδήλωση.

Η γυναίκα στην εξέλιξη της τζαζ

Η Jessica Duchen, μουσικός ανταποκριτής της λονδρέζικης εφημερίδας The Independent, μιλώντας για το ρόλο της γυναίκας στη βιομηχανία του θεάματος, αναφέρει πως «συνήθως κρίνονται για τα “κάλλη” τους και όχι για το ταλέντο τους» και πιέζονται «να φαίνονται _συχνά ημιγυμνες, σέξι στη σκηνή και στις φωτογραφίες». Η Duchen αναφέρει ότι ενώ “υπάρχουν γυναίκες μουσικοί που αρνούνται να παίξουν το κορμί τους,… αυτές που το κάνουν τείνουν να είναι πιο επιτυχημένες από υλική άποψη”. Η σχετική βιομηχανία ήταν από καιρό ανοιχτή στο να έχει γυναίκες σε ρόλους ψυχαγωγίας, αλλά είναι πολύ λιγότερο πιθανό να έχουν θέσεις κυρίαρχες _πχ. επικεφαλής συγκροτημάτων, που διευθύνουν και διαχειρίζονται την όλη διαδικασία.

Ουσιαστικά τίποτε καινούργιο,
από αυτό που συμβαίνει σε όλη την οικουμένη.

Αναφορικά με την τζαζ, το 1900, υπήρχαν πολλές περισσότερες γυναίκες από τις γνωστές, αλλά «συνήθως αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα ή αρχικά» για να κρύψουν το φύλο τους, που αποτελούσε εμπόδιο. Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό, έχουν χρησιμοποιήσει τη μουσική τζαζ επίσης για τη δημιουργία κινημάτων και την ευαισθητοποίηση σχετικά με τον σεξισμό και τον μισογυνισμό στη βιομηχανία της μουσικής αυτής, όπως πχ. οι “We Have a Voice Collective” μια ομάδα 14 μουσικών, ερμηνευτών, μελετητών και στοχαστών «από διαφορετικές γενιές, εθνότητες, πολιτισμούς, ικανότητες, οικονομικό υπόβαθρο, θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις»
Η αποστολή εστίασή μας σαν WHV είναι «να ευαισθητοποιήσουμε σε θέματα ανισότητας, συμπεριλαμβανομένης, ενδεικτικά, της σεξουαλικής παρενόχλησης και του εκφοβισμού, και να μετατοπίσουμε το πολιτιστικό τοπίο στην κοινότητά μας για να προωθήσουμε την ευαισθητοποίηση, την ένταξη και τη δημιουργία ασφαλών χώρων για όλους. WHV: Fay Victor, Ganavya Doraiswamy, Imani Uzuri, Jen Shyu, Kavita Shah, Linda May Han Oh, María Grand, Nicole Mitchell, Okkyung Lee, Rajna Swaminathan, Sara Serpa, Tamar Sella, Terri Lyne Carrington, Tia Fuller

Οι γυναίκες της τζαζ έχουν συνεισφέρει σε πολλές εποχές της ιστορίας της συγκεκριμένης μουσικής, συνήθως ως ερμηνεύτριες. Ενώ γυναίκες όπως η Billie Holiday και η Ella Fitzgerald ήταν διάσημες για το τζαζ τραγούδι τους, έχουν πολύ λιγότερη αναγνώριση για τη συνεισφορά τους ως συνθέτες, επικεφαλής συγκροτημάτων και ερμηνευτές ορχηστρών. Άλλα αξιόλογα γυναικεία ονόματα της τζαζ περιλαμβάνουν την πιανίστα Lil Hardin Armstrong (1898 – 1971) και τις τραγουδοποιούς Irene Higginbotham και Dorothy Fields.

Με το δικαίωμα ψήφου των γυναικών στο αποκορύφωμά του με την επικύρωση της 19ης τροποποίησης των Ηνωμένων Πολιτειών το 1920 και την ανάπτυξη της “απελευθερωμένης” _τουλάχιστον στα λόγια περσόνας, οι γυναίκες άρχισαν να σκάνε μύτη στην τοπική κοινωνία. Στην «εποχή της τζαζ», οι γυναίκες πήραν μεγαλύτερο μέρος στο εργατικό δυναμικό μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, μπάντες “all-girl” όπως οι Blue Belles, οι Parisian Redheads (αργότερα Bricktops), το All-Girl Band του Lil-Hardin, οι Ingenues, οι Harlem Playgirls με επικεφαλής άτομα όπως η Neliska. Η Ann Briscoe και ο Eddie Crump, οι International Sweethearts of Rhythm, οι Musical Sweethearts του Phil Spitalny, το “Helen Lewis and Her All-Girl Jazz Syncopators” καθώς και το “Helen Lewis and her Rhythm Queens ήταν δημοφιλή. Υπήρχαν κάποιες παραπάνω δυνατότητες για τις γυναίκες από την άποψη της κοινωνικής ζωής και της ψυχαγωγίας Ιδέες όπως η ισότητα και η πιο ελεύθερη σεξουαλικότητα άρχισαν να διαδίδονται και αυτές ανέλαβαν νέους ρόλους, οι οποίοι ενέπνευσαν τραγουδιστές από μεταγενέστερες εποχές, συμπεριλαμβανομένων των Billie Holiday (1915-1959) και Janis Joplin (1943-1970). Η Mary Lou Williams, γνωστή για το ταλέντο της ως πιανίστρια, θεωρείται μια από τις «μητέρες της τζαζ» λόγω του τραγουδιού της ενώ έπαιζε και πιάνο.

Η Lovie Austin (1887–1972) ήταν πιανίστας και αρχηγός μπάντας. Η πιανίστρια Lil Hardin Armstrong ήταν αρχικά μέλος της μπάντας του King Oliver με τον Louis Armstrong και συνέχισε να παίζει πιάνο στο συγκρότημα του Armstrong The Hot Five και στη συνέχεια στο επόμενο γκρουπ του, τους Hot Seven. Η Valaida Snow (1904–1956) έγινε τόσο διάσημη ως τρομπετίστας γνωστή ως “Little Louis”.

Μόνο στις δεκαετίες του 1930 και του 1940, πολλές γυναίκες τραγουδίστριες της τζαζ, όπως η Billie Holiday, αναγνωρίστηκαν ως επιτυχημένοι μουσικοί καλλιτέχνες. Η μουσική της έγινε γνωστή μετά τη Μεγάλη Ύφεση. Αυτή, μαζί με αρκετούς άντρες καλλιτέχνες, πρόσθεσε μια νέα γεύση στους ήχους της τζαζ που έγιναν γνωστοί ως swing μουσική, που έφερε βαρύτερη χρήση μιας μπάντας οργάνων καθώς και πολλές στη συνέχεια άρχισαν να παίζουν εκτός από το να τραγουδούν μόνο. Αυτές οι γυναίκες προσπάθησαν επίμονα να κάνουν τα ονόματά τους γνωστά στη μουσική βιομηχανία και να ανοίξουν δρόμο για πολλές άλλες.

Ενώ η τζαζ ήταν από πάντα ένας ανδροκρατούμενος τομέας, υπήρξαν μερικές αξιόλογες γυναίκες συνθέριες. Η Irene Higginbotham (1918–1988) έγραψε σχεδόν 50 τραγούδια, το πιο γνωστό της είναι το “Good Morning Heartache”. Η Ann Ronell (1905–1993) είναι γνωστή για το τραγούδι _επιτυχία της του 1932 “Willow Weep for Me” και εκείνο της Disney του 1933 “Who’s Afraid of the Big Bad Wolf?”. Η Dorothy Fields (1905–1974) έγραψε στίχους για περισσότερα από 400 τραγούδια, μερικά από τα οποία έπαιξε ο Duke Ellington. Έγραψε μαζί με τον Τζερόμ Κερν το “The Way You Look Tonight”, το οποίο κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού το 1936, επίσης πολλά πρότυπα τζαζ με τον Jimmy McHugh, όπως το “Exactly Like You”, “On the Sunny Side of the Street” _«Στην ηλιόλουστη πλευρά του δρόμου» και “I Can’t Give You Anything but Love, Baby” _«Δεν μπορώ να σου δώσω τίποτα εκτός από αγάπη, μωρό μου».

Το πιο διάσημο της Lil Hardin Armstrong, «Struttin’ with Some Barbecue», έχει ηχογραφηθεί πάνω από 500 φορές. Άλλα αξιοσημείωτα τραγούδια της είναι τα “Doin’ the Suzie Q”, “Just for a Thrill” και “Bad Boy”. Ενώ η Billie Holiday είναι περισσότερο γνωστή ως τραγουδίστρια, συνέγραψε το “God Bless the Child” και ” Don’t Explain” με τον Arthur Herzog Jr. και το μπλουζ τραγούδι “Fine and Mellow”.

Οι Cuarteto d’Aida ήταν ένα διάσημο κουβανικό συγκρότημα στενής αρμονίας. Το ξεκίνησε η πιανίστα Aida Diestro (1924–1973) το 1952. Τρεις λαμπρές νεαρές τραγουδίστριες – η Elena Burke, η Omara Portuondo και η αδερφή της Haydee Portuondo – ήρθαν στο Diestro με την ιδέα του κουαρτέτου, το οποίο αρχικά θα περιλάμβανε έναν άνδρα, που αμέσως μετά αντικατέστησε με μια άλλη γυναίκα, τη Moraima Secada. Από αυτό το πρωτότυπο γκρουπ, μόνο μία, η 93χρονη Omara είναι ακόμα ζωντανή και παίζει. Η καριέρα της επανήλθε στη δημοτικότητα ως κομματί του φαινομένου Buena Vista Club.Το Cuarteto d’Aida ήταν πάντα μέρος ενός μείγματος τζαζ και κουβανέζικου μπολερό, γνωστό ως “feeling” ή “filin”, το οποίο ανανέωσε τις παραδοσιακές αρμονίες και τους στίχους της μουσικής στο νησί, τραγουδώντας οποιοδήποτε σχετικό είδος, από πρότυπα όπως το “Ebb Tide” του Maxwell μέχρι ένα guaracha και rhumba, αν και το μπολερό ήταν κεντρικό στο στυλ τους. Η ομάδα ακούστηκε στο ραδιόφωνο, είχε πολλές τηλεοπτικές παρουσιάσεις, καθώς και σε όλα τα μεγάλα και όλα τα σημαντικά καμπαρέ της Αβάνας και του εξωτερικού. Περιόδευσαν επίσης σε πολλές χώρες πριν και ειδικά μετά την κουβανική επανάσταση του 1959. Η Elena Burke ήταν η πρώτη που έγινε σολίστ, ακολουθούμενη μερικά χρόνια αργότερα από την Moraima Secada.

Όλα αυτά τα χρόνια, όταν κάποια από τους συντελεστές έφυγε από το γκρουπ ή δεν ήταν διαθέσιμη, βρέθηκαν αντικαταστάτριες, πολλοί από αυτούς επίσης πολύ ταλαντούχες. Η Teresa “Tete” García Caturla προσχώρησε μαζί τους το 1963 και τους οδήγησε μετά τον θάνατο της Aida το 1973. Η Leonora Rega, η Marisela Ramirez, η Georgina Sánchez, η Rosa Sánchez, η Magaly Linares, η Lilita Penalver, η Niurka Galarrang έχουν μαζί τους άλλους Bet.

Εκτός από παλαιότερες τραγουδίστριες όπως η Miriam Makeba ή η Dorothy Masuka, στις γυναίκες της σύγχρονης νοτιοαφρικανικής τζαζ περιλαμβάνονται η τρομπονίστα Siya Makuzeni, η πιανίστρια και τραγουδίστρια Thandi Ntuli επίσης η Lindi Ngonelo & Ngonelo πιανίστα, συνθέτρια, ενορχηστρωτής, performer και καθηγήτρια μουσικής στο East Rand School of the Arts στο Μπενόνι της Ν.Αφρικής. Το υπόβαθρο της ερμηνείας της εκτείνεται σε μια ποικιλία ειδών, κυρίως τζαζ, άφρο ποπ, γκόσπελ και χιπ χοπ. Η Ngonelo ηγείται του δικού της κουιντέτου, σύνθεσης και τη διασκευή, με δικές της μουσικές πλατφόρμες αυτοσχεδιασμού.

Ιστορικά, οι γυναίκες ερμηνεύτριες της τζαζ ήταν ως επί το πλείστον τραγουδίστριες, ανάμεσά τους η Ella Fitzgerald (1917–1996), η Billie Holiday (1915–1959), η Bessie Smith (1894–1937), η Carmen McRae (1920–1994), η Dinah Washington1 (1934). ), Sarah Vaughan (1924–1990), Betty Carter (1929–1998), Anita O’Day (1919–2006), Abbey Lincoln (1930–2010), Nancy Wilson (1937–2018), Diane Schuur (γεν. 195) , Diana Krall (γενν. 1964) και Gretchen Parlato (γεν. 1976).

Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι μουσικοί ερμηνευτές.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι _γυναίκες μουσικοί είναι επίσης συνθέτες και αρχηγοί συγκροτημάτων:

  • Beegie Adair (πιάνο, ενορχηστρωτής και συνθέτης)
  • Toshiko Akiyoshi (πιάνο, συνθέτης και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Melissa Aldana (τενόρο σαξόφωνο και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Geri Allen (πιάνο, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Lil Hardin Armstrong (πιάνο, συνθέτης, ενορχηστρωτής και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Lynne Arriale (πιάνο, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Dorothy Ashby (άρπα, συνθέτης και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Lovie Austin (πιάνο και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Judy Bailey (πιάνο, συνθέτης, αρχηγός συγκροτήματος)
  • Γλυκιά Emma Barrett (πιάνο)
  • Carla Bley (πιάνο, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Jane Ira Bloom (σοπράνο σαξόφωνο, συνθέτης και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Joanne Brackeen (πιάνο, συνθέτης)
  • Jane Bunnett (σαξόφωνο, φλάουτο, πιάνο και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Judy Carmichael (πιάνο, αρχηγός συγκροτήματος και τραγουδίστρια)
  • Terri Lyne Carrington (τύμπανα)
  • Barbara Carroll (πιάνο, επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Ρετζίνα Κάρτερ (τζαζ βιολί)
  • Anat Cohen (κλαρίνο, τενόρος και σοπράνο σαξόφωνο και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Alice Coltrane (άρπα, συνθέτης και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Roxy Coss (σαξόφωνο, φλάουτο)
  • Blossom Dearie (πιάνο, τραγουδιστής και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Dena DeRose (πιάνο, τραγουδίστρια)
  • Dorothy Donegan (πιάνο, τραγουδίστρια)
  • Eliane Elias (πιάνο, τραγουδίστρια, συνθέτης, ενορχηστρωτής)
  • Mimi Fox (κιθάρα και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Champian Fulton (πιάνο, τραγουδιστής, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Scheila Gonzalez (σαξόφωνα, πνευστά)
  • Mary Halvorson (κιθάρα και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Jutta Hipp (πιάνο)
  • Shirley Horn (πιάνο, τραγουδίστρια)
  • Bobbi Humphrey (φλάουτο)
  • Margie Hyams (πιάνο και βιμπράφωνο)
  • Ίνγκριντ Τζένσεν (τρομπέτα)
  • Ντόλι Τζόουνς (τρομπέτα)
  • Yoko Kanno (συνθέτης, ενορχηστρωτής και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Andrea Keller (πιάνο, συνθέτης)
  • Grace Kelly (σαξόφωνο)
  • Joelle Khoury (πιάνο και συνθέτης)
  • Jeanette Kimball (πιάνο)
  • Kristin Korb (μπάσο, τραγουδίστρια, αρχηγός συγκροτήματος και συνθέτης)
  • Diana Krall (πιάνο, τραγουδίστρια και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Κάτια Λαμπέκ (πιάνο)
  • Melba Liston (τρομπόνι, ενορχηστρωτής, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Marilyn Mazur (τύμπανα, κρουστά)
  • Marian McPartland (πιάνο, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Myra Melford (πιάνο, συνθέτης και επικεφαλής συγκροτήματος)
  • Amina Claudine Myers (πιάνο, όργανο και συνθέτης)
  • Linda Oh (μπάσο, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Mary Osborne (κιθάρα και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Nicki Parrott (μπάσο, τραγουδιστής και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Ann Patterson (σαξόφωνα, πνευστά)
  • Billie Pierce (πιάνο)
  • Terry Pollard (πιάνο, βιμπράφωνο και αρχηγός μπάντας)
  • Vi Redd (άλτο σαξόφωνο και αρχηγός μπάντας)
  • Emily Remler (κιθάρα και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Renee Rosnes (πιάνο, συνθέτης, ενορχηστρωτής και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Stacy Rowles (τρομπέτα)
  • Patrice Rushen (πιάνο, συνθέτης, ενορχηστρωτής και αρχηγός μπάντας)
  • Gaea Schell (πιάνο, φλάουτο, συνθέτης)
  • Maria Schneider (συνθέτης, ενορχηστρωτής και αρχηγός μπάντας)
  • Hazel Scott (κλασικό πιάνο, τραγουδιστής και ηθοποιός)
  • Nina Simone (πιάνο, τραγουδίστρια και αρχηγός μπάντας)
  • Esperanza Spalding (μπασίστας, τραγουδιστής και συνθέτης)
  • Riyoko Takagi (πιάνο, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Barbara Thompson (σαξοφωνίστας, φλαουτίστας και συνθέτης)
  • Hiromi Uehara (πιάνο, συνθέτης και αρχηγός συγκροτήματος)
  • Mary Lou Williams (πιάνο, ενορχηστρωτής, αρχηγός μπάντας, συνθέτης)

Βιβλιογραφία _πηγές:

Ελληνική Τζαζ

Ο Γιώργος Νταλάρας, τον Ιανουάριο 1983 («Ορφέας» οι δύο τελευταίες παραστάσεις, 22 και 23) είχε μιλήσει για «ελληνική τζαζ», λίγο πριν ξεκινήσει να τραγουδά το «θέλω να τα πω» μουσική / στίχοι: Άκης Πάνου

Athens Jazz

Κάθε χρόνο από το 2001, το Athens Jazz μας δίνει ραντεβού στο τέλος της άνοιξης σημαίνοντας την επίσημη έναρξη του συναυλιακού καλοκαιριού για την Αθήνα. Ο μακροβιότερος μουσικός θεσμός της πόλης με ελεύθερη είσοδο φιλοξενεί ποικίλες τάσεις της jazz, μπάντες και σχήματα με διεθνή καριέρα και αναγνώριση από κάθε γωνιά του πλανήτη, προσελκύοντας περισσότερους από 6.000 επισκέπτες τη ημέρα. Για 7 συνεχόμενες ημέρες, η Τεχνόπολη αποτελεί το επίκεντρο μιας συναρπαστικής γιορτής, μιας ετήσιας μουσικής συνάντησης για τους Αθηναίους αλλά και τους επισκέπτες της πόλης, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η jazz μουσική. Ανοίγει τις πόρτες της, από το πρωί μέχρι το βράδυ, και υποδέχεται ανθρώπους κάθε ηλικίας που έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν ένα πλούσιο διεθνών προδιαγραφών μουσικό πρόγραμμα με live shows και παράλληλες δράσεις στο Γκάζι αλλά και σε ολόκληρη την πόλη.

Eπίσης syrosjazzfestival.gr, Preveza jazz festival και πολλά ακόμη, μεταξύ άλλων της Καρδαμύλης


Εμείς παρακολουθήσαμε στο Ξωχώρι_Faraggi τις Frollein Sax… ίσως το μοναδικό κουαρτέτο σαξοφώνων πέντε κομματιών στον κόσμο, με πρόγραμμα, που συνεχώς επεκτείνεται, ανταλλάσσεται, αντικαθίσταται, και ανατρέπεται. Εκτός από τα πάντα δημοφιλή πρότυπα της τζαζ εκλεπτυσμένες ποπ διασκευές, κινηματογραφική και τηλεοπτική μουσική, τάνγκο και κλασική _δεν είναι Ντίζι Γκιλέσπι, Τσάρλι Πάρκερ, Λούις Άρμστρονγκ, Μάιλς Ντέιβις, Τζον Κολτρέιν, Τελόνιους Μονκ, αλλά ακούστε τις…

Περισότερα + φωτο _βίντεο

εδώ

divider

Ακολουθήστε το Ατέχνως σε
Google News, Facebook _ Twitter

 

Μοιραστείτε το: