Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«ΩΡΑΙΑ ΨΕΜΑΤΑ ΚΙ ΑΣΧΗΜΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ»

Γράφει η  Άννεκε Ιωαννάτου //

«Αν θέλεις να νοιώσεις ένα πράγμα, πρέπει να το ιδείς καλά. Μα για να το ιδείς καλά, πρέπει να το ιδείς από κοντά. Κι’ από κοντά δε θα ιδείς τίποτα, αν φοβάσαι τα μάτια σου. Είναι λοιπόν απαραίτητο να βλέπεις αυτό, που υπάρχει κι’ όχι αυτό, που θέλεις να υπάρχει. Έτσι είναι, ακόμα, ανάγκη να μην ξεχνάς, πως ο θαυμασμός δεν είναι η αρχή της σωστής γνώσης, μα ο σωστός θαυμασμός αποτέλεσμα της αντικειμενικής γνώσης» (υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.).

Με τα παραπάνω λόγια ο Κώστας Βάρναλης ξεκινάει το πρώτο κεφάλαιο της τολμηρής μελέτης του για το Διονύσιο Σολωμό που κυκλοφόρησε το 1925. Οι παραθέσεις στο παρόν άρθρο είναι παρμένες από την έκδοση του «Κέδρος» που κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 2001. Η έκδοση περιλαμβάνει του Γιώργου Βελούδη άρθρο με τίτλο Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική και η εποχή του, καθώς ένα Φιλολογικό Σημείωμα του ίδιου, στο οποίο τονίζει ότι η παρούσα έκδοση είναι πιστή αναπαραγωγή του κειμένου της πρώτης έκδοσης «μ’ ελάχιστες φιλολογικές επεμβάσεις, που αναφέρονται και αιτιολογούνται παρακάτω». Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι περιλαμβάνονται και δέκα κριτικές που γράφτηκαν αμέσως μετά την πρώτη έκδοση.

Ανάμεσα σ’ αυτές και μια κριτική του Γιάννη Κορδάτου που, παρ’ όλη τη γενική θετική εκτίμησή του για τη μελέτη του Βάρναλη, εντοπίζει σημεία όχι μαρξιστικά. Με αφορμή την κριτική του Κ. Παπαλεξάνδρου στην Καθημερινή της 27-1-1926 ο οποίος-σύμφωνα με τον Κορδάτο – «με το θράσος της αγνοίας περί τα τοιαύτα βάφτισε το Βάρναλη «ως μαρξιστή». Μακάρι να είταν και μαρξιστής ο Βάρναλης, μα για την ώρα δεν είνε. Ο ιδεαλιστικός ρύπος ακόμα δεν έφυγε από τον ποιητή Βάρναλη. Ας μη γίνεται λοιπόν σύγχιση» (σελ. 208 της ως άνω έκδοσης). Ωστόσο, παρά τις κάποιες διαφωνίες του ο Κορδάτος θεωρεί τη μελέτη του Βάρναλη «από κάθε άποψη αξιόλογη και αξιοπαρατήρητη, γιατί καταφέρνει με εξυπνάδα και με επιστημονικότητα, να ξεγυμνώνει το Σολωμό από το μεταφυσικό φωτοστέφανο των κριτικών του και να τον τοποθετήσει σαν ένα εξαιρετικό ποιητή μέσα στην εποχή του» (σελ. 208/209).

Ο καλός θαυμασμός και ο κακός αισθηματισμός

Ο Βάρναλης δεν τα έβαλε με το θαυμασμό γενικά, αλλά με τον ασυγκράτητο θαυμασμό που δεν στηρίζεται στην αντικειμενική γνώση της πραγματικότητας. Στενά συνδεδεμένα μ’ αυτή την έννοια είναι η στάση του απέναντι στην αισθηματικότητα. Ο Ι. Πολυλάς είχε γράψει για τον Σολωμό και ο Παλαμάς είχε εκφράσει στα Προλεγόμενά του στην έκδοση των Απάντων του Σολωμού την ευχή να ασχοληθεί με το Σολωμό ένας κριτής «λιγώτερο αισθηματικός και αντικειμενικώτερος» (από τον Πολυλά) ακόμα κι αν «έτρεχε κίνδυνο να ‘βγει από τα χέρια του σμικρυμένη κάπως η δόξα του Ποιητή. Πρώτα η Αλήθεια» (σελ. 9). Ωστόσο, ο Βάρναλης εκτιμάει ότι η «αισθηματικότητα και η υποκειμενικότητα» του Πολυλά δεν εξηγείται από την υπερβολική αγάπη του για το Σολωμό, αλλά είναι «η ουσία της σοφίας του. Γιατί ‘ τανε ιδεαλιστής» (ο Πολυλάς). Αναλαμβάνει λοιπόν ο Βάρναλης και το αποτέλεσμα έχουμε μπροστά μας στην ως άνω έκδοση.

Ο Βάρναλης θαύμαζε το Σολωμό με την έννοια του θαυμασμού που «κρατιέται από την αντικειμενική γνώση της πραγματικότητας» έτσι τοποθετώντας το Σολωμό «εντός τόπου και χρόνου», ενώ η μεταφυσική, υπερβολικά αισθηματική άρα υποκειμενική προσέγγιση τον βγάζει «εκτός τόπου και χρόνου». Όπως κάνουν, κατά Βάρναλη, οι λυρικοί κριτικοί του Σολωμού που «σβήνουν από τη ζωή και το έργο του ποιητή κάθε πραγματικότητα και μας δίνουν έναν άνθρωπο χωρίς ζωή και μια ποίηση χωρίς άνθρωπο. Γιατί κοιτάνε να τον χωρέσουνε μέσα στο καλούπι και στα μέτρα ενός αυθαίρετα σχηματισμένου από τα πριν απόλυτου ανθρώπου κι’ απόλυτου ποιητή» (σελ. 10).

Ο εξωραϊσμός, σύμφωνα με τον Βάρναλη, δεν προσθέτει κάτι στο δημιουργό, ενώ η αλήθεια δεν ελαττώνει το δημιούργημά του. Πρέπει δηλαδή να αναδείχνεται η καλλιτεχνική προσωπικότητα με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες του. Έτσι βεβαιώνει, ότι «η τελειότητα της partie prosaϊque (του πεζού μέρους) του ανθρώπου (ηθικότητα, θρησκευτικότητα, φιλοσοφικότητα, πατριωτισμός κτλ.) δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση της τέλειας καλλιτεχνικής δημιουργίας». Ο Βάρναλης εντοπίζει μ’ αυτά τα λόγια ένα σημαντικό ζήτημα: ότι η προσωπική ζωή του καλλιτέχνη δεν πρέπει να λειτουργεί σαν κριτήριο για την ποιότητα του έργου που δημιουργεί και γι’ αυτό να εξωραϊζουμε την προσωπικότητα του καλλιτέχνη κι ας λέμε ψέματα. Η αντικειμενική κριτική, ωστόσο, δεν είναι γι’ αυτό και κριτική χωρίς φαντασία και συναισθηματικότητα, όπως θα πει λίγο παρακάτω.

Ένας Σολωμός «εντός τόπου και χρόνου»

Στο υποκεφάλαιο με τίτλο Θαυμασμός και Συλλογή ο Βάρναλης στέκεται στο ερώτημα, γιατί ο Σολωμός έγραφε λίγο. Κάποιοι λένε, γιατί θαύμαζε και συλλογιζότανε. Σημασία έχει, όμως, όχι το ότι θαυμάζεις και συλλογιέσαι, αλλά τι θαυμάζεις και πώς συλλογιέσαι, σύμφωνα με το Βάρναλη που μετά μπαίνει βαθύτερα στο συλλογισμό του Σολωμού (σελ. 14). Κατά τη γνώμη του ο Σολωμός συλλογιζόταν με τις ιδέες άλλων (του Σίλλερ, των μετακαντιανών φιλοσόφων κλτ.). Γι’ αυτό ο Βάρναλης χαρακτηρίζει την ποίηση του Σολωμού «ετεροκίνητη κι’ όχι αυθόρμητη». Ο Σολωμός ερμήνευε την ελληνική επανάσταση ιδεαλιστικά, όπως την αισθάνθηκε: «Ήδη στην ακμή του Σολωμού φανερώνεται ο άκρος ρωμαντισμός ως μια διαμαρτυρία για τη διάψευση των ελπίδων των λαών από την αστική κυριαρχία. Η στροφή η πνευματική στο «παραγνωρισμένο» μακρυνότερο παρελθόν χρωστιότανε στην απογοήτεψη από το παρόν. Μα σύγχρονα γινότανε και μια στροφή για το μέλλον. Ήδη η ουτοπιστική φιλοσοφία του προλεταριάτου, προτού γίνει επιστήμη, συστηματοποιούσε ιδεαλιστικά τα αισθήματα των μαζών. Κι’ ο ρούσσικος φιλολογικός ρεαλισμός, που κατάφερε στο τέλος το απελευτέρωμα των δούλων, έπαιρνε τα γενναία του πετάματα. Έτσι ο Σολωμός είτανε θερμός θιασώτης ενός μάλλον βιβλιακού ιδεαλισμού. Αν θυμηθεί κανείς, πως η Εφτάνησο ακολούθησε πολιτικά και πνευματικά την ιστορική εξέλιξη της Ευρώπης, όμως μετά την ελληνική ανεξαρτησία έκλινε προς την Ανατολή» (σελ. 15). Σ’ αυτό το σημείο πέφτει και το βάρος της κριτικής του Κορδάτου. Δεν θεωρεί σωστά αυτά που λέει ο Βάρναλης που σχεδόν κάνει «χωρίς να το θέλει ίσως κι’ αυτός, ένα είδος ματεριαλιστικού ιδεαλισμού» (σελ. 209) επισημαίνοντας, αναλύοντας και διορθώνοντας ιστορικά τα αδύνατα σημεία ή «τις απροσεξίες» αυτές, όπως τις χαρακτηρίζει, στο κείμενο του Βάρναλη. Χρειάζεται πολλή γνώση για τα θέματα που θίγονται για να καταλάβει ο αναγνώστης τις αδυναμίες ή τα λάθη στην ανάπτυξη του ίδιου του Βάρναλη, αλλά και των κριτικών του. Πρόκειται για μια πολύ έντονη συζήτηση-πολεμική της εποχής εκείνης που οπωσδήποτε έχει μεγάλο ενδιαφέρον να τη διαβάσει κανείς χωρίς να πάρει για απόλυτα σωστές τις απόψεις του ενός ή του άλλου.

Η σημερινή αξία

Στο κεφάλαιο με τίτλο Η σημερινή αξία των ιδεών του Σολωμού ο Βάρναλης θέτει το ερώτημα, αν η ποίηση και οι ιδέες του Σολωμού είναι ακόμα ζωντανές αξίες ή απλώς «όμορφες κι ακίνητες θύμησες». Ο Βάρναλης δεν συνιστά επιστροφή στις παλαιές αξίες για να ζωντανέψουμε σήμερα, αλλά πρέπει να βρούμε ζωτικά ιδανικά στη σύγχρονη παρακμή. Ο Σολωμός λησμονήθηκε, λέει ο Βάρναλης κι αυτό οφείλεται όχι στην αδυναμία της μνήμης των σύγχρονων λογίων, αλλά «στην εξάντληση τη δική του»: “Όπως τόσοι άλλοι ήρωες της Τέχνης, {…} κι’ ο Σολωμός ο ίδιος μπήκανε με τη σειρά τους στ’ ακίνητα κατορθώματα του ανθρώπινου Πνεύματος, υπάρχουν μοναχά για την παθητική θεαματική χαρά των «μυημένων» ανθρώπων. Δεν είναι πια πηγές «ύδατος ζώντος». Κι αν παραδεχθούμε, πως η λήθη του Σολωμού, ως δύναμης ενεργητικής, αποδείχνει παρακμή του παρόντος, δεν θα βγει ως φυσική ακολουθία η υποχρέωση να γυρίσουμε στα περασμένα για να ξαναφέρουμε στη ζωή πρότυπα, ικανά να μας εξυγιάνουνε και να μας ζωντανέψουνε, μα η αντίθετη υποχρέωση να ζητήσουμε και να βρούμε μέσα στη σύγχρονη παρακμή ιδανικά ζωτικά» (σελ. 129). Τάδε έφη Βάρναλης το 1925 συμπεραίνοντας ότι είναι η μοίρα των πνευματικών πρωτοπόρων να βρουν αυτά τα ιδανικά και να τα πραγματοποιούν στο έργο τους διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για καλλιτεχνικά ιδανικά, «αφού μιλούμε για Τέχνη».

Ο διεθνισμός της τέχνης

Ο Βάρναλης στην ως άνω μελέτη θεωρεί ότι ο διεθνισμός, μαζί με την επαναστατικότητα αποτελούν ουσιαστικό χαρακτήρα των τεχνών και «η απαίτηση να κάνουμε καθαρά εθνική Τέχνη, όπως κ’ Επιστήμη, έχει περισσότερο την αιτία της σε λόγους συναισθηματικούς. Γίνεται σύγχιση της Τέχνης με τη Λαογραφία και ξεχνιέται, πως εμείς σήμερα δεν είμαστε το κέντρο του παγκόσμιου πολιτισμού. Ο Σολωμός, ευτυχώς, δεν έκανε τέτοια σύγχιση» (σελ. 150). Δεν είναι το μόνο σημείο στο οποίο ο Βάρναλης δείχνει ότι θεωρεί τον αρχαίο πολιτισμό «ενεργητικό» μόνο για την εποχή του. Έτσι θα πει ότι ο Αριστοτέλης δογματίζει, όταν λέει ότι «η ποίηση έστι σπουδαιότερον και φιλοσοφώτερον της ιστορίας» (σελ. 131/132) και θα χαρακτηρίσει τον Αριστοφάνη παρέα με τον Δάντη «μουσειακό ποιητή» (σελ. 20). Ο Βάρναλης αποκαθηλώνει πολλούς και πολλά σ’ αυτό του το έργο γραμμένο στο κλίμα του μαλλιαρισμού και του πολέμου ενάντια στην προγονοπληξία και τον καθαρευουσιάνικο λογιωτατισμό. Όπως κάθε είδους επανάσταση ενάντια στο παλαιό φέρνει στην αρχή υπερβολές, έτσι και ο Βάρναλης στη μελέτη αυτή δεν είναι απαλλαγμένος από μια τάση «εικονοκλασίας», διαδεδομένης σε πολλούς προοδευτικούς ανθρώπους της εποχής του. Επομένως και η μελέτη αυτή θέλει από τον αναγνώστη κριτικό διάβασμα. Διάβασμα οπωσδήποτε, γιατί πρόκειται για ένα εξαιρετικό πόνημα στο οποίο ο συγγραφέας του δείχνει τον μεγάλο πλούτο της ιστορικής και φιλολογικής/λογοτεχνικής μόρφωσής του, καθώς και τη δεινότητά του στη διαλεκτική σκέψη.

_______________________________________________________________________________________________________

Άννεκε Ιωαννάτου, Doctoral κλασικής φιλολογίας, νεοελληνικής και συγκριτικής γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης. Κριτικός λογοτεχνίας, μεταφράστρια. Μετέφρασε το «Η εξέγερση του Σπάρτακου» του Ρίγκομπερτ Γκίντερ, καθώς και το «Αντι-Ντίρινγκ» του Φρίντριχ Ενγκελς. Από τον Απρίλη του 1996 ήταν παραγωγός ραδιοφωνικής εκπομπής για το βιβλίο στον «902 Αριστερά στα FM» και από τον Απρίλη του 2007 τηλεοπτικής εκπομπής για το βιβλίο στον ίδιο σταθμό.