Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ένας φίλος ήρθε απόψε απ’ τα παλιά

Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //

Φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις. Δεν είχε όμως γκρίζα μαλλιά. Γούλα ήταν το ολοστρόγγυλο κεφάλι του πλαισιωμένο από ένα τεράστιο χαμόγελο φιλίας.

Με ξάφνιασε. Δεν το περίμενα. Μου έφερε για δώρο ένα μαντάτο, μια πρόσκληση!

Μια πρόσκληση, τίποτ’ άλλο.

Με ρώτησε όμως αν μπορώ το ερχόμενο Σάββατο (19-5-18), εάν θέλω να πάμε κάπου χωρίς να μου εξηγήσει το τι και το πώς!

-Η περιέργεια είναι καλός οιωνός, το ενδιαφέρον μεγάλο και δέχτηκα.

Σάββατο λοιπόν μεσημέρι στις 12 ακριβώς σταματά έξω από την πόρτα μια κατάμαυρη Μερσεντ;eς. Με καλοδέχτηκε. Μπήκαμε μέσα και τραβήξαμε για την Αγία Ελεούσα μπροστά σ’ ένα απόμερο ταβερνάκι.

Και τι βλέπω μπροστά μου; Καμιά 20-25 ηλικιωμένους άγνωστους κυρίους, χαμογελαστοί και ευδιάθετοι. Ξαφνιάστηκα. Οι κύριοι αυτοί κουβαλούσαν μαζί όλα τα υπάρχοντα τους. Τα γκρίζα τους μαλλιά, τα πεταμένα προγούλια, τις συμπαθητικές κοιλίτσες τους και τις φαλακρίτσες τους. Τα εμφράγματα, τα αρθριτικά και τις χρυσές τους βέρες.

Τις χρυσές επαγγελματικές και κοινωνικές επιτυχίες , τις επιχειρήσεις ή και τις ανώτερες θέσεις.(τώρα συνταξιούχοι).
……………………..
Κι έτσι όπως τους κοιτάζω έναν-έναν και προσεκτικά κι έτσι όπως παρασυρμένος από θολές αναμνήσεις μνήμης και συγκίνησης, κι έτσι όπως ξεχνιέμαι και βυθίζομαι στα κουρασμένα πρόσωπα τους… Ένα Αθέατο Ουράνιο Χέρι, απαλύνει και σβήνει από πάνω τους χρόνια πολλά… Ίσως και 50, ίσως και 60.

-Κι είδα την πάχνη να καθαρίζει, κι’ είδα το δέρμα να λαμπικάρει, τα δόντια κάτασπρα σε καλογραμμένο στόμα κι’ είδα κατάμαυρα πυκνά μαλλιά. Είδα σβέλτα κορμιά σαν κλώνους αλύγιστους, καθρεπτισμένοι σ’ αρυτίδωτη γαλάζια λίμνη.

Και είδα μέσα στην τόσο ευλογημένη μου συγκίνηση, τους παλιούς μου συμπαίχτες και φίλους.

Τα παιδιά με τις μπλε φανελίτσες και τα άσπρα σορτσάκια. Που έγραφαν με μεγάλα φαρδιά γράμματα

ΕΣΠΕΡΟΣ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

Κι ήρθε κι έδεσε το σμίξιμο και γίναμε ξανά παιδιά μπροστά στ’ αγαπημένα μας καλάθια του μπάσκετ.

-Υπάρχουν όμως και μερικές απουσίες που τώρα πια δεν ήτανε μαζί μας. Τους πήρε ο χρόνος κι έφυγαν.

-Τι κι αν πέρασαν 50 ή 60 χρόνια; Η ψυχή του ανθρώπου δεν γερνάει και δεν λυγίζει ποτέ…. Παραμένει πάντα όμορφη νεανική κι απλόχερη.

-Έχει ανάγκη από ζωογόνους ιστούς γονιμότητας, την ζωογόνο μνήμη και περιμένει κάτι τέτοιες ευκαιρίες να ξαναγεννηθεί…!!!

_________________________________________________________________________________________________________

Ο Βασίλης Λιόγκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα από γονείς πρόσφυγες, εργάτες, πολυφαμελίτες. Έζησε στα πρώτα παιδικά του χρόνια τη λαίλαπα της κατοχής και μεταφέρει τις τραυματικές αυτές εμπειρίες στα γραφτά του. Σπούδασε θέατρο και για ένα διάστημα δούλεψε σ’ αυτό. Αργότερα απορροφήθηκε από την παραγωγική διαδικασία όπου εργάστηκε σε διάφορες βιομηχανίες. Ο Βασίλης Λιόγκαρης είναι συγγραφέας της γενιάς και της τάξης του. Είναι μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.