Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (11o)

Ο ρόλος που έπαιξε ο κολέγας του ο Μελέτης. Ο φύλακας του σταθμού στη γέφυρα του Παμίσου.

του Δημήτρη Κανελλόπουλου //

Λοιπόν, σ’ αυτή την παρεούλα, τον καλύτερο ρόλο εις το θέμα του Παναγιώτη τον έπαιξε αυτός ο φτωχός και αγράμματος άνθρωπος, που θα ήτανε είτε «συμμαθητής» είτε γειτονάκι του Παναγιώτη. Αλλά δεμένοι πολύ μεταξύ τους. Προπάντων από τον καιρό που ο Παναγιώτης πριν δυό, τρεις χρόνους, του είχε συμπαρασταθεί σε μια δική του αρρώστια. Όταν τον εκουβάλησε στην Αθήνα εις το νοσοκομείο, με αιμορραγία και αβάσταχτους πόνους στα νεφρά του και το συκώτι του. Και τον εσυγκράτησε δέκα φορές στην Κακιά Σκάλα που ήθελε να πέσει και να γκρεμιστεί από το παράθυρο του βαγονιού τους στη θάλασσα. Που ελεγότανε πως είχε μείνει από τότε με το ένα νεφρό του ή με το μισό από τα πνευμόνια του.

Αλλά που τώρα έβρισκε κι εκείνος την ευκαιρία να του ξεπληρώσει τα δανεικά, διπλά και τριπλά. Αλλά όχι μονάχα ως φίλος αλλά και ως καλύτερος ψυχολόγος. Με την άγρια επίθεση που του έκανε και όχι με την πειθώ και το παρακάλι που δε θα είχανε πέραση. Αλλά με το μαστίγιο εις το χέρι που δεν εντρεπότανε ένας άντρας τριανταπέντε χρονώ, με μιάν αρρώστια που ούτε και φαίνεται, να τα έχει βαμμένα μαύρα και να κλαίει συνέχεια σα χήρα γυναίκα. Και τι να έλεγα εγώ, ορφανός και πεντάφτωχος ενώ εσύ, του φώναζε, τα έχεις όλα και χτήματα και γονιούς που σε πονούν και σε σκέφτονται.

– Και τουλάχιστον, του εφώναζε, αν δε σκέφτεσαι τον ίδιο τον εαυτό σου, μπορεί καημένε μου να μου πεις τι σου χρωστάει αυτή η κοπέλα που κρεμάστηκε στο λαιμό σου.

Έτσι τον απόπαιρνε ενώ ακόμα κι όταν τον ηρεμούσε και πάλι δεν άλλαζε τον τόνο του και το στόχο του. Και τον απειλούσε έστω και με το γέλιο του.

– Γιατί μωρέ συ χέστη, τον απειλούσε, αν ήθελε να μην ήμουν ένας σακάτης θα σε άρπαζα και θα σε πέταγα στο ποτάμι. Για να έπαιρνες μια κρυάδα μήπως και συνεφέρεις λιγάκι.

Και δεν τον άφηνε να φύγει δίχως ένα δεύτερο ή ένα τρίτο ρακί πριν τον ξεπροβοδίσει για το σπίτι του μέχρι το παγοποιείο του Γέρουλα. Όπου εφιλιόντανε με τις καληνύχτες τους. Σχεδόν αισιόδοξοι.

Ο Μελέτης ενημέρωσε και το Σωτήρη, όπως το παραδεχότανε και ο ίδιος. Νομίζοντας ότι θα ήτανε γνώστης του πράγματος, τον εφώναξε για να το έλεγε και στη μάνα του, ότι η αρρώστια του Παναγιώτη ήτανε λιγότερο στο σώμα του και περισσότερο στο μυαλό του. Για να μην στεναχωριούνται στη φαμελιά τους. Και να μην πικραίνονταν άδικα και η Καλλιόπη που όπως το ήξερε καλά ο Μελέτης, δεν θα ματάλλαζε με τίποτα την απόφασή της. Και την αγάπη της εις τον άνθρωπό της. Πιστεύοντας ότι θα πηγαίνανε όλα καλά, αυτό που εγίνηκε κιόλας.

 

Οι δυό φαμελιές ήτανε πιο δεμένες απ’ όσο το έδειχνε αυτό η Πατσατζέικη στάση που όμως δεν επτοούσε την καλοσύνη του Παναγιώτη. Όπου δίχως τα δανεικά που εσήκωσε ο γαμπρός του για το χατίρι του, από ένα φίλο του Δουβογιάννη, ταβερνιάρη, ο Δημήτρης θα έχανε το ’43 το διορισμό του στο υπουργείο. Επειδή από το σπίτι του, ούτε τα ναύλα, ούτε το χαρτζιλίκι που του χρειαζότανε στην Αθήνα διαθέτανε, χάρη που για την διαμονή του, βασιζότανε στη φιλοξενία ενός θείου του στα Πατήσια. Με μια συνέχεια που νομίζω σας την έχω καταγραμμένη κάπου αλλού. Ως τάχα κωμική αλλά πολύ τραγική στην πραγματικότητα. Αυτήν με την ξαδερφούλα του και τα άπλυτα σώβρακά του.

Άσχετο που ο Δημήτρης, όπως σας το επρόλαβα κιόλας, πολύ αργότερα που αναμόχλευε κι αυτός το γενεαλογικό δέντρο του, ως αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, που κατάληξε στην υπηρεσία του, έλεγε και μπροστά μου ότι η σύνταξη που τους βγήκε για τον πατέρα τους ήτανε τάχα 1.800 δραχμές το μήνα. Και θα τα εμπέρδευε βέβαια, επειδή εκείνα τα χρόνια οι συντάξεις πληρωνόντανε με το τρίμηνο. Αλλιώτικα δεν θα είχανε τόση στένεψη εις τη φαμελιά τους και να υποχρεωνότανε η Ελένη η αδερφή τους, μαζί με τη Δήμητρα της ξαδέρφη μου, να δουλεύουνε με τις βδέλλες στα πόδια τους, εις του Γαλανάκη και εις του Κρέπεπα. Με είκοσι και εικοσιπέντε φράγκα το μεροκάματο. Μέσα στα νερά και τις λάσπες.

Αλλά για το πόσο ήτανε δεμένες οι δύο οικογένειες μεταξύ τους, Ζεπέοι και Πατσατζέοι, άσχετο με το τι λέγανε ή πιστεύανε οι Νησιώτες, θα σας πω κι ένα περιστατικό που μιλάει από μόνο του για τη μεγάλη αγάπη που τρέφανε και τα παιδιά του Παναγιώτη και της Καλλιόπης στη γιαγιά τους την Όλγα την Πατσατζίνα.

Εγίνηκε εις την κατοχή, νομίζω τελειώνοντας η άνοιξη του ’43, σ’ έναν καιρό που η νόνα τους αργοπόρησε να περάσει από το Ζεπέικο, όπου τα δυό αγόρια, τα μεγαλύτερα, εβάλανε ανερώτητα πλώρη για τον «Άγιο Θανάση», όπου εκεί δίπλα θυμόντανε πως εβρισκόταν η «έδρα» της. Αλλά που μικρά όπως ήσαντε και βαδίζοντας εις τα κουτουρού επακατλήξανε εις τα χασάπικα όπου τα «οδήγησε» στην Αστυνομία, ένας διερχόμενος χωροφύλακας.

 

Μαζεύτηκαν περαστικοί και προσωπικό όλοι τους περίεργοι και αναστατωμένοι. Και πρώτος ο Διοικητής καθώς αυτά συνέχεια κλαίγανε και το μόνο που εξεχώριζες ήτανε πως εγυρεύανε την «Τζίνα» τους και τη «Τζίνα» τους που αυτός ο καημένος το ενόμιζε ως το όνομα καμιανής γάτας που θα ομόρφαινε τα παιχνίδια τους.

Ώσπου παρουσιάστηκε μια σχεδόν συνομήλική τους, αλλά σκέτη τσαούσω του λόγου της, από τα στερνοπαίδια του μπάρμπα Μήτσου του Μπίρη που εβρέθηκε να χαζεύει δίπλα εις την ταβέρνα τους. Που αυτή όχι μόνο εγνώρισε τα παιδιά και εχάρισε εις τους χωροφύλακες την ταυτότητά τους, αλλά τους εξήγησε κιόλας, ότι ως «Τζίνα» δεν εγυρεύανε καμιά σκυλίτσα ή καμιά γάτα, αλλά την γιαγιά τους την Πατσατζίνα.

Όλο αυτό εχάλασε την παρέα μας εις το καφενείον «Η Λέσχη» όπου σαχλαμαρίζαμε. Όμως εμένα με εσυγκίνησε πολύ ο τρόπος που οι δυό μικροί «ροβινσώνες» επέσανε εις την αγκαλιά του φίλου μου του Δημήτρη, του λεγόμενου «γύφτου». Που συγκλονισμένος κι αυτός εβιάστηκε να τα γυρίσει και με την βοήθειά μου στο σπίτι τους. Από πριν να έχει τρελαθεί η Καλλιόπη από τη μεγάλη αγωνία της.

Επειδή βλέπεις έτυχε, εκείνες τις μέρες να μη λειτουργούνε στο Νησί … τα τηλέφωνά μας.

Όπως το έμαθα αυτό, πολύ αργότερα, ακόμα πιο γενναιόδωρος απ’ ότι στο Δημήτρη και με τα δανεικά που χρεώθηκε για λογαριασμό του για να μην έχανε χωρίς λόγο το διορισμό του, είχε φερθεί ο Παναγιώτης και στον άλλο κουνιάδο του, το Σωτήρη. Φεύγοντας του λόγου του με το «φύλλο πορείας» για να καταταγεί εις την χωροφυλακή. Νομίζω το φθινόπωρο του ’35. Χάρη που με την απόταξή του θα είχε πάρει μαζεμένα αυτή τη φορά, πέντ’ έξι χιλιάδες είτε καθυστερημένα είτε «εφάπαξ» ως είδος αποζημίωση.

Του Σωτήρη δεν του ανοίγαμε ποτέ κουβέντα γι’ αυτή του την κουτουράδα. Του λόγου μου από φόβο μήπως ενόμιζε ότι μπορεί να με είχε βάλει το Κόμμα για να σκάλιζα το «βιογραφικό» του σημείωμα. Και ο Τσερπές για να μην τον επλήγωνε. Που νύχτα και βιαστικά τους παράτησε κι έφυγε. Το μόνο που δεν περιμένανε από μέρους του που μαζί με το Γιωργούλα και τον Απόλλωνα τον εκαμαρώνανε και ως το «μαρξιστή» της παρέας τους. Δίχως, ωστόσο, να ήτανε και κάτι το ανεξήγητο έτσι όπως, τουλάχιστον, εδέναμε τα κομμάτια αυτής της ιστορίας εμείς οι φίλοι του, είτε εν αγνοία του όσο ζούσε, είτε και αργότερα που τον χάσαμε. Του λόγου μου ως πιο ενημερωμένος χάρη και σε κάποιες «ακριτομυθίες», μερικές δικές του και άλλες του Δημήτρη του αδερφού του. Ο μόνος που είχε αυτό το «προνόμιο» ήτανε, όπως είδαμε, ο Λεωνίδας ο Δημητρόπουλος. Αυτός που μας ξεφούρνιζε, κάθε τόσο, ως ανέκδοτο, τη συναπάντηση του Σωτήρη με τον Καρτερολιώτη το Σταύρο, στο τραίνο.

 

Πρώτα, πρώτα, θα σας πληροφορήσω γι’ αυτό το θέμα ότι μερικά χρόνια πριν τη Δικτατορία εδινότανε μεγάλη προτεραιότητα από το αρμόδιο Υπουργείο για να επανδρωνότανε ή και να στελεχονότανε η Χωροφυλακή από παιδιά μορφωμένα του Γυμνασίου. Επειδή, μ’ επικεφαλή ένανε «Σταμ Σταμ, μεγάλο ευθυμογράφο, είχε γελοιοποιηθεί το λεγόμενο «Ηρωικό Σώμα», από τα ανέκδοτα και τις γκάφες που μας χάριζαν η αμορφωσιά και η αγραμματοσύνη των βαθμοφόρων του. Πλημμυρίζοντας με «σπαραξικάρδιο» υλικό τα περιοδικά και τα θεατρικά νούμερα. Το ψωμοτύρι στις παρέες και τις εκδηλώσεις που εγινόντανε.

 

Έτσι με διάφορες «εγκυκλίους», όπως φαίνεται, «εντέλλονταν» όλοι οι «κατά τόπους» Διοικητές να ενθαρρύνουνε κάθε κίνηση για προσέλευση γυμνασιόπαιδων για κατάταξη. Προπαγανδίζοντας τα οφέλη, τους μισθούς, τους βαθμούς, την εξέλιξη και το μέλλον που τους περίμενε. Που μου φαίνεται ότι ίσχυε από τότε, με μια μιρκή επιμήκυνση χρόνου, να βγάνουνε οι στρατεύσιμοι στη Χωροφυλακή τη θητεία τους. Με λιγότερη κούραση και μάλιστα «έμμισθοι». Χωρίς να αναγκάζονται να πουλάνε ως φανταράκια την κουραμάνα για να εξασφαλίζουνε τα τσιγάρα τους. Αυτό που κατά πρώτο λόγο έκαιγε και εβασάνιζε το φίλο μας το Σωτήρη.

Επειδή από κάποιο λόγο που θα μάθουμε αργότερα για μια χρονιά που έχασε «εξόριστος» στο Γυμνάσιο της Καλαμάτας, το ’35, θα έμπαινε στα εικοσιένα του και θα έβλεπε ως εφιάλτη του το 9ο Σύνταγμα που τον επερίμενε.  Τρομοκρατημένος σ’ αυτό κι από το «περιοδεύον» που θα το πέρασε από πριν να έχει στα χέρια του το χαρτί που το όφειλε το Γυμνάσιο της Μεσσήνης. Και φυσικά, δεν θα ήτανε αμελητέο για το Σωτήρη το δέλεαρ να ετελείωνε άνετα και τη Νομική, και να τους άφηνε χρόνους, κάτι που το είχε στο πρόγραμμά του. Που όλ’ αυτά, τον αναγκάσανε να πάρει νύχτα και βιαστικά την απόφασή του. Αφήνοντας σύξυλους και τους πιο στενούς φίλους του. Το Γιωργούλα, τον Τσερπέ, τον Απόλλωνα, επειδή θα τους εντρεπότανε και λιγάκι.

Κι ούτε βέβαια, ήτανε άσχετο μ’ όλα αυτά που ακριβώς, σ’ αυτή την περίοδο, από το ’32 μέχρι αρχές του ’36 ξεκίνησαν αυτό το λαμπρό στάδιο πολλά φτωχά γυμνασιόπαιδα της περιοχής μας. Οι Καρτερολιοτέοι, ο Κουτρουμπούχος, ο Ανδριανόπουλος, ο Καπέτας, ο Χρήστος ο Καρελάς, ο Πλεμένος ο Νίκος και τόσοι και τόσοι άλλοι που οι περισσότεροι καταλήξανε στρατηγοί και συνταγματάρχες. Εξόν από μερικούς που μπήκανε στο βηματισμό της Αντίστασης, όπως και ο «μαρξιστής» ο δικός μας.

Ο γαμπρός του ο Παναγιώτης, απ’ όσο ξέρω, παρόλο που ήτανε από τους πρώτους διδάξαντες σ’ αυτό το είδος, επαρουσιάστηκε σ’ όλα αυτά ως τάχα αμέτοχος, για να μην αντιδρούσε χειρότερα ο κουνιάδος του. Αλλά το μεγαλύτερο ρόλο, μπορεί να τον έπαιξε η παρακίνηση που του εγινότανε από ένα συγγενή του πατέρα του κι από το Φασιλάκη, τον «κυβερνήτη» της Όασης που τον είχε το Σωτήρη ως φίλο στα όπα, όπα. Ενώ το μεγαλύτερο ρόλο τον έπαιξε ένας Ταμπούρλος γείτονας της θείας μου της Ασπασίας. Στέλεχος της «Αστυνομίας των Πόλεων», δικηγόρος που όμως το ελυπήθηκε να τα παρατήσει και να χάσει τ’ αστέρια του. Φίλος του Παναγιώτη, που αυτός, θα έλυσε τα μάγια με το φακέλλωμα του Σωτήρη. Άνθρωπος με κύρος εις το Νησί όπου είχε βρεθεί εκείνον τον καιρό αδειούχος. Με την επίσημη στολή του όπως πρωταγωνιστής στον κινηματογράφο.

Το μεγαλείο και η δίξα του Παναγιώτη του Ζέπου εφάνηκε στο τέλος του έργου, όταν ο Σωτήρης είχε υποβάλει τα χαρτιά της κατάταξής του. Ότι πρώτα, πρώτα, τον υποχρέωσε να πάνε εις τον Πανίτσα το ράφτη και να ράψουνε ένα κουστούμι καινούργιο των Τριών Δέλτα. Και στο τσακ για να φύγει, του έστειλε πεσκέσι με την Καλλιόπη μια βαλίτσα δερμάτινη που εδιάθετε, γιομάτη με όλα τα απαραίτητα. Κάλτσες, εσώρουχα, ξυριστικά, δυό γραβάτες και άλλα τόσα πουκάμισα. Μαζί κι ένα βιβλίο με τις αστυνομικές διατάξεις από τη Σχολή της Χωροφυλακής που θα είχε χρειαστεί και στον ίδιο. Χώρια το χαρτζιλίκι, δυο πεντακοσάρικα ολοκαίνουργα.

Αρνούμενοι με πρωταγωνιστή το Σωτήρη, να τα κρατήσουνε, επειδή το βλέπανε κιόλας ότι για υπονωματάρχης και όχι για γαμπρός θα ταξίδευε ο άνθρωπός τους. Αλλά υποχωρήσανε στην επιμονή της Καλλιόπης με τον όρο να τα εγύριζε ως δανεικά, όταν θα ευκολυνότανε με τους μισθούς που θα έπαιρνε. Επειδή τέτοιος ήτανε ο Παναγιώτης ο Ζέπος κι όχι όπως, μου τον εσύστησε ο Μακ στη βρύση του παζαριού, δίπλα στο περίπτερο του Διαμαντάκου.

 

Με τον Δημήτρη τον αδερφό του εις τον Ουλαμό στα Χανιά όπου εδέθηκε ισόβια η φιλία μας. Μαζί και μ’ έναν τρίτο Δημήτρη, το λοχία το Χαντρινό από το Κακόβατο.

 Με το Δημήτρη τον αδερφό του, περισσότερο απ’ όσο εις το σχολείο ή στα παιγνίδια μας, εδυναμώσαμε τη φιλία μας στο στρατό όπου εξανασμίξαμε. Στα Χανιά στο 14ο Σύνταγμα εις τον Ουλαμό που μας εβάλανε για δεκανείς και λοχίες.

 

Εκεί εμπάσαμε αδερφοποιητό στην παρέα μας κι έναν τρίτονε Δημήτρη, έτοιμο λοχία εκπαιδευτή μας, το Δημήτρη το Χαντρινό από το Κακόβατο. Αλλά και «ιεροψάλτη» με το βυζαντινό τέμπο, όπως εσυσταινότανε και μας εβασάνιζε με τα «τερερέμ» και τους ήχους τους «πλάγιους», δουλεύοντας σ’ αυτά περισσότερο τη μύτη από το στόμα του.

Και το εκαταλάβαινα εύκολα ότι το ψαλτιλίκι το έβλεπε ως επάγγελμα, έστω και ως πάρεργο, ακόμα και αν θα τα εκατάφερνε να επαράμενε ως μόνιμος υπαξιωματικός εις το στράτευμα. Το ίδιο, σχεδόν, που το έβλεπα πως το σκεφτότανε και ο άλλος Δημήτρης, ο αδερφός του Σωτήρη. Αυτός ως μουσικός εις την μπάντα της Μεραρχίας, που εκείνο τον καιρό επροπονιότανε εις το φλάουτο. Αυτό που ελέγαμε ότι επατούσε πάντοτε στέρεα εις τα πόδια του, με στόχο να μπορεί στην παλιοζωή να κρατάει, τουλάχιστο, έξω από το νερό το κεφάλι του.

Ούτε και του λόγου μου εβρισκόμουνα σε καλύτερη μοίρα, αλλά το καταλάβαινα πως με το στρατό δεν εταιριάζαμε ο ένας μας με τον άλλονε. Ελπίζοντας εις το μέσον ενός βουλευτή του σογιού μας που είχε υποσχεθεί το διορισμό μου τελειώνοντας το στρατιωτικό μου. Επειδή σ’ αυτό το κεφάλαιο τα πράγματα ούτε ήτανε ούτε θα πάνε, νομίζω, ποτέ στο καλύτερο.

Τελοσπάντων, παρασταίνοντας και το μαρξιστή της δεκάρας στην εξομολόγηση που μας επήγανε ένα βράδυ, εδήλωσα στον παπά «άθεος». Κι αυτός βλέποντάς το αυτό ως τάχα σα μιαν ευχάριστη έκπληξη, με παρακάλεσε να περιμένω να τελειώσει το έργο του για μια «πολιτισμένη»συζήτηση μεταξύ μας». Ένα πράμα που χάρη και στον καλό του τρόπο με εκολάκευε.

Όμως τα άκουσε όλ’ αυτά ο Δημήτρης ο Πατσαντζής κι έτρεξε βιαστικός και τα πρόφτασε στον άλλο Δημήτρη τον Χαντρινό από το Κακόβατο. Που και οι δύο μαζί αγαναχτισμένοι με τις βλακείες μου, με επήγανε σηκωτό εις το θάλαμο. Κι ο Χαντρινός να με βρίζει όπως σα νάμουνα σκύλος που να του είχα μαγαρίσει το πιάτο του.

Δίχως να μας πάρει μυρωδιά σ’ όλ’ αυτά ο παπάς από το άκρο της αίθουσας που ασκούσε το έργο του. Χάρη και στο μισοσκόταδο που βασίλευε εις το θάλαμο.

 

Τα προηγούμενα ΕΔΩ