Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (12o)

Και … «μαρξιστής» … άνευ διδασκάλου … πάντοτε ασυγκράτητος εις τις γκάφες μου.

 του Δημήτρη Κανελλόπουλου //

Την επαύριο από την εξυπνάδα που έκαμα στον παπά στο πρωινό προσκλητήριο, ο επιλοχίας μας ο Ματράγκας μ’ εξεχώρισε μαζί με τους άλλους πεντέξη που δεν είχανε πάει στην εξομολόγηση και μας απείλησε να μας κάμει αναφορά, απευθυνόμενος περισσότερο εις το πρόσωπό μου για το λεγόμενο «άλλοθι». Και το έκανε επίτηδες, βέβαια, για να εθόλωνε τα νερά, βαλτός από το λοχία το Χαντρινό που ήσαντε πολύ φίλοι και συμπατριώτες.

Ωστόσο ούτε του λόγου μου ούτε και του λόγου τους τη χαρήκαμε και πολύ αυτή τους τη μοραΐτικη πονηράδα, επειδή, όπως φαίνεται, οι υποψίες για τον ουλαμίτη τον «άθεο» εστραφήκανε έτσι σε βάρος ενός δεκανέα μας «εξ αναβολής». Στον Τάσο τον Κατελάνο, από τα Φιλιατρά ή τους Γραγαλιάνους, ένα ντελικάτο παιδί, φοιτητή που έγραφε στίχους και είχε περάσει για λίγο κι από τη γνωστή «Σωτηρία». Αλλά σταμπαρισμένο αριστερό από πριν να έχει διακοπεί η θητεία του.

Ο Χαντρινός μου επιτέθηκε άγριος, σχεδόν έξαλλος που είχε πληροφορηθεί ότι χωρίς λόγο ο Κατελάνος είχε φάει δύο απανωτές εικοσάρες. Τη μία επειδή αδειούχος εις την Αθήνα είχε μπει εις το «Ρωσικόν» και έφαγε μία τυρόπιτα!

– Τις αξυπνάδες και τις βλακείες σου, μου εφώναζε, τις επλήρωσε ένας άφταιγος…

Με πιάσανε οι μεγάλοι μου συναισθηματισμοί και του φανερώθηκα ως πρόθυμος να παρουσιαστώ εις το Λοχαγό και να του πω τα καθέκαστα, αλλά ο Χαντρινός με ανακάλεσε εις την τάξη. Χειρότερα απ’ ότι να μ’ έβριζε.

– Το πρώτο που έχεις να κάμεις καλύτερα, είναι να πας να καταγγείλεις τους τρεις μαλάκες που σε καλύψαμε. Αυτό με «συμβούλεψε» ο Χαντρινός πριν ξεσπάσει στις σταυροπαναγίες που μου ταιριάζανε.

 

Ο Χαντρινός εζήλευε τους φοιτητές και όσους εκρατούσανε στα χέρια τους το χαρτί τους του Γυμνασίου, αλλά μονάχα γιατί του ’λειπε αυτουνού και το επίστευε ως το μαγικό κλειδί που θα του άνοιγε όλες τις πόρτες του Δημοσίου. Κι όχι να σκέφτεται να βιοποριστεί με τα ψαλτιλίκι ή να καθότανε του λόγου του στο στρατό μόνιμος δίχως καμιάν ελπίδα για τη σχολή Ευελπίδων.

Όμως το καταλάβαινα πως σ’ αυτό εμένα με εξεχώριζε και με συμπαθούσε. Που γι’ αυτό είχα αποδεχτεί κι εγώ εύκολα τη φιλία του ή και την προστασία που μου εχάριζε σα μια στάλα πιο μεγαλύτερος και πιο έμπειρος. Και δεν εξεχωρίζαμε σχεδόν μεταξύ μας προπαντός αφ’ ότου ο Δημήτρης ο Πατσατζής, μένοντας στάσιμος δεκανέας, αποσπάστηκε από τον ουλαμό σ’ άλλο λόχο. Επίτηδες, όπως μου φαίνεται, για να έμπαινε ως δεκανέας, ευκολώτερα μουζικάντης στη Μεραρχία.

Μ’ αυτόνε πάλι, εσμίγαμε πιά στις εξόδους μας τα σαββατοκύριακα, ή όποτε ερχότανε εις τον ουλαμό για να μοιράσουμε και την κουραμάνα μου επειδή τη δική του την ξεπούλαε «επί τόπου». Για το χαρτζιλίκι και γιά το τσιγαράκι του, αλλά και για το κερί και τις χορδές που χρειαζότανε το βιολί του. Από το λόγο πως είχε στο μεταξύ παρατήσει το φλάουτο που του ήταν ανέξοδο.

Εδιαβάζαμε ο ένας στον άλλο τα λίγα γράμματα που λαβαίναμε και μου έλεγε τα χαιρετίσματα που τάχα μου έστελνε η Βούλα του. Αυτό που με απέλπιζε περισσότερο από ζήλεια όπου αυτός τόσο πολύ άσχημος και «κακής διαγωγής» να έχει στο «ενεργητικό» του μια τέτοια κοπέλα.

Για το Σωτήρη, δεν ξέρω γιατί, αλλά πολύ δύσκολα έφερνε την κουβέντα στο άτομό του. Όπως να ήσαντε μεταξύ τους τα δυο αδέρφια ενοχλημένα. Ενώ για το περιστατικό με τον Κατελάνο τον Τάσο, ευτυχώς δεν είχε μάθει εκείνο τον καιρό τίποτα για να μου τα έψελνε κι αυτός ένα δεύτερο χέρι. Όπως και θα το άξιζα κιόλας.

Όμως, ακόμα και με την προστασία του Χαντρινού, δύσκολα θα το είχα γλυτώσει το δέσιμο αν δεν ξεκινούσε ο πόλεμος. Επειδή σ’ αυτό το θέμα ήμουνα ασυγκράτητος εις τις γκάφες. Αλλά θα σας καταγράψω, εδώ μονάχα μιά από τις πολλές που την έκαμα με την επιστράτευση. Τελειωμένος πια λοχίας, σιτιστής σε μία διλοχία, όπου μας φέρανε αμνηστευμένους αλλά και καθαιρεμένους τέσσερους έφεδρους βαθμοφόρους. Ακροναυπλιώτες, από τους Χανιώτες που με το 14 Σύνταγμα εκάμανε το κίνημα σε βάρος του Μεταξά, το ’40.

Ήσαντε ένας Ζεβελάκης Μανόλης, ο Πέτρος ο Μαυρακάκης, ένας Χομπίτης τραπεζιτικός στο επάγγελμα και ο Νίκος ο Γαληνός, δημοσιογράφος. Κι όχι ότι τους ξεχώρισα με ό,τι καλύτερο διαθέτανε οι αποθήκες μας σε αντίσκηνα και ιματισμό, αλλά εβιάστηκα να τρέξω και ο ίδιος προσωπικά για το «ευ παρέστητε» που τους όφειλα. Παρουσιαζόμενος και ως τέτοιος μαρξιστής που τα χάσανε. Κάτι που δεν του ξέφυγε και του Χαντρινού που εχάλασε πολύ γρήγορα το πορτρέτο μου. Πηγαίνοντας νυχτιάτικα στη σκηνή τους πριν γενεί βούκινο ακόμα το «πάρε δώσε» μου με την καινούρια τετράδα.

– Καλά ρε, αυτός το έχει που το έχει το μυαλό του πάνου από το κεφάλι του, στα σύννεφα, τους εφώναξε αποτεινόμενος περισσότερο στο Χομπίτη που τον εξέλαβε αρχηγό τους. Αλλά τουλάχιστο εσείς, γιατί το πάτε φιρί, φιρί, να τον κάψετε.

Αυτό τους εφώναξε αλλά αυστηρά και πολύ με το άγριο και τη φοβέρα. Ένα πράμα που το έμαθα απ’ το Μαυρακάκη πολύ αργότερα, εις το Μέτωπο, που με αναζήτησε για να μου φέρει τη «νέα γραμμή» που εχάραξε για τον πόλεμο ο Ζαχαριάδης, ο αρχηγός μας. Ως τάχα για να κανονίζαμε οι μαρξιστές ανάλογα και τη στάση μας που θα πει πως δεν ήμουνα ο μόνος που είχα τα μυαλά μου στα σύννεφα. Κι όλ’ αυτά με παρόντα το Χαντρινό που με είχε ακόμα στην  προστασία του. Αυτός υπερεξουσία, αντλώντας ψεύτικη δύναμη από τον Ταγματάρχη τον Κακαβούλη, διαδίδοντας πως του ήτανε τάχατες κοντινός συγγενής κι όχι απλός συμπατριώτης που τούπεφτε.

Και ο Χαντρινός μας επληροφόρησε, από 50 χρόνους νωρίτερα, γιατί δε θα γινότανε αυτό που πρεσβεύαμε

Σ’ αυτά που έλεγα του Χαντρινού κάθε τόσο, για την Επανάσταση που θαρχότανε, αυτός εστεκότανε μεν πάντοτε δύσπιστος και αμέτοχος αλλά δίχως να το τραβάει στα άκρα. Όμως στη συνάντησή μας με τον Πέτρο το Μαυρακάκη, σχεδόν ξετροχιάστηκε εναντίον μας. Όχι μονάχα για τα παράλογα που επίστευεν ότι άκουγε αλλά και γιατί δεν το καταδεχότανε κιόλας, ένας τσαγκάρης αυτός, και να μας παρουσιάζεται για μεγάλος «στρούχτορας» εις το Μέτωπο! Που γι’ αυτό όπως νομίζω, δεν εκρατήθηκε και έκοψε απότομα τον ειρμό μας.

– Τώρα, αν θέλετε, μας προκάλεσε θυμωμένος, να σας πω και το γιατί δε θα γίνει ποτέ αυτό που λέτε πως περιμένουτε.

Εμείς εκρατηθήκαμε πολύ μουδιασμένοι που αυτό ο Χαντρινός θα το βρήκε ως καλή ευκαιρία για να μας εκδικιότανε. Μαζί με το πείσμα του και την ειρωνεία του που επροσθέτανε πιο πολύ δηλητήριο στα λόγια του.

– Δε θα γενεί ποτέ, μας εξήγησε, χωρίζοντας μεταξύ τους μιά, μιά, τις λέξεις του. Δε θα γενεί ποτέ, επανάλαβε, γιατί εσείς που το θέλουτε δεν έχουτε τη δύναμη να το φέρουτε, ενώ αυτοί που έχουνε τη δύναμη το μισούν και το αντιμάχονται…

Σ’ αυτό το συμπέρασμα είχε καταλήξει με την δική του τη «λογική», ο λοχίας ο Χαντρινός από το 40. Που από σεβασμό εις την κρίση του, το εκράτησα και τόβαλα προμετωπίδα στην «Τριλογία του Πένθους», ένα βιβλίο μου που κυκλοφόρησε τελειώνοντας το 95. Και τον εκόλλησα εδώ το Χαντρινό, όχι και τόσο τυχαία, βέβαια. Αλλά για να τον γνωρίσετε και του λόγου σας, επειδή εις την Κατοχή έπαιξε έναν πολύ καλό ρόλο στη ζωή του Σωτήρη. Σε κάτι που εχρειαστήκαμε τη βοήθειά του. Και το δυνότανε.

 

Τα προηγούμενα ΕΔΩ