Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (13o)

Καταλήγοντας με το Δημήτρη, συγκάτοικοι στο Παγκράτι στην οδό Χρεμωνίδου.

  του Δημήτρη Κανελλόπουλου //

Μετά από το περιστατικό με την κορούλα της κυρα-Μάρθας όπου ο μικρότερος αδερφός με διόρισε μπάστακα εις τον μεγαλύτερο, φεύγοντας από το Νησί ο Σωτήρης, δεν ξανασμίξαμε για τρία με τέσσερα χρόνια. Κι από το λόγο ότι στο μεταξύ, μεσολάβησε η στράτευσή μου με το Δημήτρη τον αδερφό του, στα Χανιά, εις τον ουλαμό, στο 14ο Σύνταγμα και στη συνέχεια στο «εμπρός, μαρς» για την Αλβανία. Χάρη και στην εξυπνάδα του πατέρα μου που με είχε γράψει ένα, δυό, χρόνια μεγαλύτερο εις την ηλικία. Που το γιατί και το μελούμενο διορισμό μου τα γράφω αναλυτικότερα σε κάποιο κεφάλαιο προηγούμενο.

Μονάχα πολύ αργότερα που εκαταυλυζόμασταν κοντά σ’ ένα «ελληνικό» χωριό, το λεγόμενο «Ραβονίκ», δίπλα στην Κορυτσά, εμάθαμε ότι, εκεί, σ’ αυτά τα μέρη, κυκλοφορούσε «στρατονόμος» και ο Σωτήρης. Χάνοντας όμως από κάποιο λάθος την ευκαιρία για να εσμίγαμε.

Κάτι όμως που έγινε πιο αργότερα, το 43, τέλη του Φθινοπώρου, στην οδό Χρεμωνίδου όπου είχαμε βρεθεί συγκάτοικοι με τον αδερφό του. Νεοδιόριστοι και οι δυο μας. Αυτός Ταμειακός, χάρη σ’ ένα θείο του «Τζανετόπουλο» στο επώνυμο, Διευθυντή στο Υπουργείου των Οικονομικών και του λόγου μου εις το ΙΚΑ που το γιατί και το πώς θα το μάθετε λίγο αργότερα. Επειδή από μια περίεργη σύμπτωση σχετίζεται με το διήγημα του Σωτήρη το «Ιχ Τέσσερα» που το ξανατύπωσε και ως  «Ιχ Σούμπλης».

– Μεθαύριο έρχεται ο Σωτήρης, μου είπε ένα βράδυ ο αδερφός του, την ώρα που πέφταμε στα κρεβάτια μας για να εσκεφτόμασταν με το πάσο μας πώς θα τον εβολεύαμε στο καλύτερο από ύπνο… Ξέροντας και τη χαρά που θα έδινε και σε μένα ο ερχομός του.

Και μου εδιευκρίνησε πως θα τον εφιλοξενούσαμε για μιάν εβδομάδα περίπου, όσο για να έδινε τις εξετάσεις του εις τα γαλλικά, στη Σίνα, όπου εσπούδαζε. Ή μπορεί, και τίποτα τμηματικές εις τη Νομική, που και τα δυό κτίρια ήσαντε από τότε το ένα δίπλα στο άλλο.

Το να συγκατοικούσαμε οι δυο μας με το Δημήτρη τον αδερφό του, αυτό ήτανε από πριν εις το πρόγραμμά μας. Μόνο που η πρωτοβουλία άνηκε κατά πρώτο λόγο σε μένα που είχα καπαρώσει και το δωμάτιο. Στη Χρεμωνίδου, νομίζω στο 29 νούμερο, στο Παγκράτι, όπου εβολευτήκαμε εις το άριστα. Χάρη που ο σπιτονοικοκύρης μας ο κυρ-Χρήστος, εβρέθηκε να είναι παλιός σύντροφος, με την παρτίδα του Κορδάτου ή του Πουλιόπουλου. Και με συμπάθησε πολύ μαθαίνοντας το ποιόν μου. Τόσο που, αργότερα, δύσκολα έπαιρνε από το χέρι μου το νοίκι που αντιστοιχούσε στο μερτικό μου. Μονάχα που, όπως θα το πληροφορηθείτε αυτό σε λίγο, ανεβήκαμε στο Παγκράτι όπως καταδιωκόμενοι. Εξ αιτίας του άλλου Δημήτρη και όχι εμένα που θα νομίσατε. Επειδή το έπαιζα και κομμάτι «επαναστάτης».

Κατά τα άλλα, το δωμάτιο ήταν ευρύχωρο, το μοναδικό με παράθυρο στο προαύλιο. Έχοντας αριστερά όπως εμπαίναμε τη μάντρα που μας εχώριζε από το καρβουνάδικο του Ζολώτα. Και δεξιά τη σπιτοκαθισιά των νοικοκυραίων μας, ένα τριάρι ισόγειο και στην ταράτσα του, οι τρεις, τέσσερες, γλάστρες όπου ο κυρ Χρήστος ανάσταινε τα κατοχικά ζαρζαβατικά τους. Από κει που, αργότερα, παρακολουθούσαμε τον άγριο βομβαρδισμό και τις καταστροφές που εκάνανε στον Πειραιά οι Εγγλέζοι. Όπου την επαύριο επλημμύρισεν η Αθήνα από πρόσφυγες Πειραιώτες.

Στο βάθος της αυλίτσας, εκρυβόντανε τα κοινόχρηστα τα δικά μας. Κουζίνα και «λουτρό» πάσης χρήσεως. Δίπλα, στα δυό άλλα «ενοικιαζόμενα δωμάτια» που στο ένα τους έμενε ένας μεσόκοπος κτηματομεσίτης αποκαλούμενος και «γερο Μασούρας». Στο δεύτερο, ο Σταύρος ο Καλατζής, παράνομος αντιστασιακός εμφανιζόμενος ως σκέτος «Βαγγέλης» ή και «δάσκαλος» από χάρη στις πολλές συμβουλές που έδινε στους μικρότερούς του.

Αλλά έννοια σου και μας, από πριν μας καλωσορίσουνε μας εβαφτίσανε «ο ξανθός» και «ο μαύρος» για να μας ξεχωρίζουνε τους τρεις Δημητράδες καθώς μας έτυχε κι ένας τρίτος, ανεψιός του σπιτονοικοκύρη μας από αδερφή του. Ένας σβόμπιρας που τον εβάναμε τσίλια στις επονίτικες εξορμήσεις μας όπως τα καταγράφω όλ’ αυτά «Στο Βηματισμό της Ηλέκτρας».

Όσοι δεν εζήσατε σε καμιά κατοχή, δε θα καταλάβετε εύκολα, πόση ασφάλεια ένιωθε ο καθένας μας, κλείνοντας πίσω μια πόρτα δική του. Και πόσο δύσκολα εχαρίζαμε την εμπιστοσύνη μας σε αγνώστους. Μιλούσαμε χαμηλόφωνα και μονάχα με όσες κουβέντες μας ήσαντε αναγκαίες. Αυτό που εβρήκαμε εις τη Χρεμωνίδου και που ασφαλώς το επλούτισε περισσότερο ο Σωτήρης. Αυτός με τον ερχομό του.

 

 Ως εξαίρεση σ’ όλους μας εις τη διαγωγή παρουσιαζότανε η κυρία Μαρίκα η σπιτονοικοκυρά μας. Παχύσαρκη γιομάτη κρεατοελιές εις το πρόσωπό της. Με το σφουγγαρόπανο συνέχεια στο χέρι, περιπολούσε στα «κοινόχρηστα» και στο διάδρομο και μεις παρασταίναμε τους «απόντες». Επειδή ήτανε φωνακλού και αθυρόστομη που αν την άκουγες δεν την παράλλαζες από την Νοταρά τη Σαπφώ. Που μονάχα γιατί δεν την εγνωρίζαμε τότε, δεν την εβγάλαμε Νοταρά αλλά Βεληγκέκα. Εν γνώσει του κυρ Χρήστου που φοβότανε μήπως το καταλάβει πως το ήξερε και το ανεχότανε.

Αλλά μου φαίνεται πως η γυναίκα είχε δίκιο για τις φωνές και τις αθυροστομίες της, τουλάχιστο μέχρι να συνηθίσουμε να πηγαίνουμε για το μπάνιο μας στα Δημοτικά λουτρά που ήσαντε ψηλότερα από μας. Στη Γέφυρα του Βύρωνα, δίπλα στο Σινεμά το γωνιακό, το λεγόμενο νομίζω «Ριρίκα», ή κάπως έτσι.

Παρ’ όλ’ αυτά είμαι βέβαιος πως μας συμπάθησε τους δυό νέους νοικάρηδες ως καταγόμενη από την Καλαμάτα, θεία των Μπουλουκέωνε που τους εφιλοξένησε, όλους, φαμελικώς, το ’45 μετά τη Βάρκιζα, όπου μας επαρουσιαστήκανε, οργανωμένοι, σχετιζόμενοι με το Γρίβα και το Θησείο. Πολύ εθνικόφρονες, που γι’ αυτό μετακομίσαμε άρον, άρον εις τη Λευκίππου, όπως κυνηγημένοι. Περισσότερο εξαιτίας μιάς θείας τους που απειλούσε και καταριότανε συνέχεια τους κομμουνιστές. Μαυροφορεμένη, που εμείς δεν ηξέραμε τότε πως ο πατέρας των παιδιών είχε πάει, ως μόνιμος λοχαγός, από Ιταλική σφαίρα στην Αλβανία. Κι όχι από κονσερβοκούτι εις την Πηγάδα που αυτά μονάχα είχε συνήθως στο στόμα της αυτή η γυναίκα.

Αντίθετα από τη μάνα τους που μας εφανερώθηκε ως σωστή κυρία πολύ μετρημένη και ήσυχη. Το ίδιο και τα παιδιά της, ο Διονυσάκης και ο Αρίστος ο μεγαλύτερος. Αλλ’ αυτά, για λίγο αργότερα.

Τώρα, θα σας το πω και το γιατί ανεβήκαμε στη Χρεμωνίδου, όπως καταδιωκόμενοι εξ αιτίας του άλλου Δημήτρη. Κάτι που σας το πρόλαβα κιόλας. Για να μη φανταστείτε πως με κυνηγούσανε οι Γερμανοί και με καταγράψετε  «ήρωα». Επειδή και ο άλλος, παρότι που συμπαθούσε πολύ την Αντίσταση, αν ήθελε κι εξαρτιόταν από το χέρι του, οι Γερμανοί θα βρισκόντουσαν ακόμα εις την Ελλάδα. Όχι βέβαια, με τα μάρκα τους κι ως τουρίστες αλλά με τον οπλισμό τους.

Ανεβαίνοντας, λοιπόν, ο λεβέντης μας ως ταμειακός στην Αθήνα κατάλυσε σ’ ενός αλλουνού θειού του ονόματι Παπαδόπουλου, αν θυμάμαι καλά, κάπου εις την οδό Πατησίων.

Σ’ αυτή τη φαμελιά, εκτός από τη συμπάθεια ή και τη λύπησή τους, το άλλο καλύτερο που εβρήκε ήτανε η ταράτσα τους, όπου ανέβαινε λαθραία τις ώρες που λείπανε ή κοιμούντανε κι έπλενε τ’ απαλλαξίδια του, ενώ ενδιάμεσα, τα έκρυβε άπλυτα σ’ ένα μεσοχώρισμα που παρουσίαζε ο φεγγίτης του πλυσταριού τους. Ευχαριστημένος που δεν εβλέπανε έτσι τα χάλια τους που δεν εξεχώριζες σε  ποιό από τα μπαλώματά τους ήτανε το έβδομο ή το όγδοο σε χρονολογία.

Όμως, όπως άλλωστε και όλες οι ευτυχίες, ούτε κι αυτή εκράτησε όσο έπρεπε. Ότι ανεβαίνοντας στην ταράτσα τους ένα απομεσήμερο που εβρέθηκε μονάχος στο σπίτι, εβρήκε τα άπλυτα σώβρακά του «λευκιασμένα» και απλωμένα στη λιάστρα! Από μια ξαδερφούλα του που εμπόρεσε κι άντεξε την απλυσιά και τη βρώμα τους. Αυτό που επλήγωσε πολύ τον εγωισμό του και στάθηκε η αιτία να μετακομίσουμε άρον, άρον εις το Παγκράτι! Με τα «αμάν τι έπαθα», «ξευτυλίστηκα» και τα τέτοια.

Φυσικά επεράσαμε πρώτα από το Μοναστηράκι. Κι αγοράσαμε, στο όσο, όσο, δυό κρεβάτια με τρίποδα, του στρατού κι ένα τραπέζι πελώριο, κοινόχρηστο αλλά σύνθετο για δύο ρόλους. Γραφείο, τραπεζαρία για τρία, τέσσερα, άτομα στο κομπλέ. Τα υπόλοιπα, κουταλοπήρουνα, πιάτα, ποτήρια και μια γκαζιέρα, τα πιο απαραίτητα. Μιά λεκάνη του μπάνιου κι από μαγκάλι, μας εβόλεψε η κυρα Μαρίκα, για παρηγοριά στο χειμώνα που θα ’μπαινε. Που απ’ όσο θυμάμαι δεν το ανάβαμε τόσο εύκολα.

Παρότι εκουβαληθήκαμε σχεδόν νύχτα, δεν εγλυτώσαμε, κατά πρώτο λόγο από την κυρα Μαρία που είχε το γενικό πρόσταγμα. Ούτε κι από τα περίεργα βλέμματα πίσω από τη Ζολωτέικη μάντρα από δυό, τρεις άλλες γειτόνισες. Ανάμεσά τους και η κυρία Ελένη του Οικονομόπουλου του Παναγιώτη, του απόστρατου συνταγματάρχη της Χωροφυλακής που μου εβρέθηκε συνάδελφος «έκτακτος υπάλληλος εις το ΙΚΑ». Αυτός που με είχε συστήσει στο σπιτονοικοκύρη μου. Ένας καλότατος άνθρωπος πολύ υπάκουος στη γυναίκα του. Οργανωμένος εις τον ΕΔΕΣ προτού οι δυο οργανώσεις να πέσουνε στα μαχαίρια. Όπου σε κάποιο άλλο βιβλίο μου ανιστορώ το πώς η γυναίκα του αντάλλαξε μαζί μου και «εν αγνοία» του, το περίστροφό του με λάδι.

 

Τα προηγούμενα ΕΔΩ