Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αναμνήσεις από τη «Μεθυσμένη πολιτεία» μας όπου, όλα εκεί, ανιστορούν την ξυπολυσιά και τη φτώχεια μας (19o)

του Δημήτρη Κανελλόπουλου //

«Αι δύο ορφαναί» της Λευκίππου, η «Μαριώ» και ο «καπετάν νυχτοκάβουρας»

 

«Αι δύο ορφαναί» της Λευκίππου, ήσαντε μεταξύ τους το άκρον αντίθετο η μιά με την άλλη τους, όπως η νύχτα με το ξημέρωμα. Πολύ του «έξω» η μεγαλύτερη, η Γαλάτεια, δυο, τρία, χρόνια στο ίδιο σπίτι και δεν εμάθαμε το ωράριό της. Πότε ξυπνούσε και πότε έπεφτε στο κρεβάτι της. Μια κοπέλα πολύ χειραφετημένη εις τον καιρό της, απειθάρχητη στο ρολόι της όχι όμως και στη ζωή της. Καλοσυνάτη, αν έβγαινε η ψυχή της να σου τη χάριζε.

Η Μαρίκα, πάλι, δεν εξεπόρτιζε παρά μονάχα αν θα κατέβαινε στο Ωδείο για μαθημα ή το πολύ, πολύ, μέχρι την Υμηττού και τη Χρεμωνίδου για να κάμει τα ψώνια της. Ανακατευότανε με όλες τις δουλειές του νοικοκυριού αλλά λιγάκι επιπόλαια όπως να έπαιζε ή να χόρευε. Με τον αέρα της πριμαντόνας που επρόσεχε περισσότερο το ρυθμό στις κινήσεις της παρά το ίδιο το σκούπισμα ή το ξεσκόνισμα. Πάντοτε μ’ ένα μεγάλο φιόγκο εις τα μαλλιά της. Ακατάστατα για να ταιριάζουνε με την τέχνη που σπούδαζε. Έδειχνε μεγαλύτερη συμπάθεια σε μένα και το Σωτήρη. Πολλές φορές έμπαινε στο δωμάτιο μας και μας ξεσήκωνε στο σιγύρισμα. Και θα μας ελυπότανε, βέβαια, που αργότερα με τα πολλά κρύα, δίπλα στο δικό της μαγκάλι επροσάναυε κι ένα δεύτερο. Ανάπηρο που δεν το πέταξε στα σκουπίδια μονάχα για χάρη μας. Ενώ τα καλοκαίρια, βράζοντας με πρωτοβουλία της αυτή το νερό, μας έβαζε ν’ ανεβάσουμε τα κρεβάτια μας και τα τσόλια μας στην ταράτσα. Και μας βοηθούσε να ξεκάνουμε τους κορέους που ήσαντε η χειρότερη πληγή της ζωή μας. Επειδή εξόν που μας ερουφούσανε το αίμα, μας κλέβανε και τον ύπνο μας.

Ακόμα και μεσημεριάτικα, τους εβλέπαμε που ακροβατούσανε από το νταβάνι στα μπράτσα μας ή το στήθος μας, κάνοντας τους «ψόφιους κοριούς» στην παραμικρή κίνησή μας. Εκλείσαμε έναν ολόκληρο μήνα, μερικούς από δαύτους σ’ ένα ποτήρι. Εμείνανε σκέτο το δέρμα τους κι όταν τους λευτερώσαμε, σε λίγο εζωντάνεψανε όπως ο Λάζαρος! Που τα διαβάζαμε ή τ’ ακούγαμε αυτά από άλλους και δεν τα πιστεύαμε.

Στο διπλανό σπίτι ακριβώς μεσοχώρισμα, στο ισόγειο, ένας παλιός ταβερνιάρης Καισαριανιώτης νομίζω, έβαζε δύο, τρία βαρέλια ρετσίνα που την πουλούσε με την οκά εις την γειτονιά μας. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές ως επιτοπλείστον. Όπου για να μην ξεχνάει και την τέχνη του, είχε κουβαλήσει εις την κουζίνα του και μερικά από τα σύνεργα της ταβέρνας του. Ποτήρια, μέτρα, χωνιά, κάνουλες, νταμιτζάνες. Αρειμάνιος στο μουστάκι του. Πολύ μπρατσωμένος και πάντοτε ξεμανίκωτος που μονάχα όταν σουρούπωνε άνοιγε τα παράθυρά του και έκανε την εμφάνισή του. Που γι’ αυτό αλλά κι επειδή, είτε πιωμένος είτε ξενέρωτος, επερπάταγε σκέτος και γέρνοντας προς το πλάι, τον είχαμε βαπτισμένονε «καπετάν νυχτοκάβουρα» που αλίμονο αν το μάθαινε, όπου ήτανε πολύ φωνακλάς κι αθυρόστομος. Και θα φαινότανε και εντελώς ψεύτικο και το σέβας που εδείχναμε στη γυναίκα του και στη κόρη του.

Εκει λοιπόν, εις του «καπετάν νυχτοκάβουρα», εμαζευόντανε από κάπου, κάπου, μερικοί παλιοί πελάτες του ή και φίλοι του. Ο καθένας με το μεζέ του εις το λαδόχαρτο. Τυρί, χταποδάκι, κονσερβικά, ότι βρισκότανε στο ντουλάπι τους. Όπου ένα Σαββατόβραδο μαζί με τα «καλή καρδιά» και τα «εις υγείαν και τα εβίβα», εβρέθηκε μεταξύ τους και κάποιος φάλτσος «τενόρος» που επαράγγελνε συνέχεια στη Μαργιώ να τα έσπαγε όλα ως τάχα έτοιμος να επλήρωνε αυτός τα σπασμένα. Οι άλλοι να τονε σιγοντάρουνε και ο «καπετάν νυχτοκάβουρας» να τους δίνει το σύνθημα «έξω φτώχεια» και «απόψε δεν πάω στο σπίτι μου» όπως και να βρισκότανε στις Τζιτζιφιές ή στο Φάληρο και όχι στη Λευκίππου, στο ισόγειο και στο νούμερο δώδεκα! Σα να μη μας εφτάνανε τα βάσανά μας με τους κορέους. Και σχεδόν εξημερωθήκαμε με το «σπάστα μωρή Μαργιώ» και με το «όλα εγώ τα πληρώνω για σένα» δίχως να παίρνει τέλος αυτό το μαρτύριο. Με την Μαριώ και τον κανταδόρο το φίλο της. Κάνοντας όμως στο μεταξύ ο καθένας μας πως κοιμόντανε για να μην ήθελε και ξυπνήσει τον άλλονε. Ώσπου ο Σωτήρης δεν άντεξε πρώτος του λόγου του, αυτό το μαρτύριο και τον εβλαστήμαγε τσαντισμένος και δυνατά αυτόν τον κερατά όπου είμαστε εμείς κι όχι αυτός που επλήρωνε τα σπασμένα που επαράγγελνε κι επαράγγελνε στη Μαργιώ του.

Δίχως να ξανακλείσουμε μάτι από τα πειράγματα και τα γέλια που κάναμε μεταξύ μας. Περιμένοντας τον κανταδόρο και την παρέα του να ξαναρχίσουνε το τραγουδάκι και τα εβίβα τους. Όπως να είχαμε μπει κι εμείς στην παρέα τους.

Ακόμα και σήμερα, αν ήθελε και με ρώταγε κάποιος πως έγινε και συνταιριάξαμε έτσι τόσοι πολλοί και διαφορετικοί χαρακτήρες εις την Λευκίππου, θα του έλεγα ότι έγινε αυτό μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί ο κανόνας ότι «τα ετερώνυμα έλκονται».

 

Άλλωστε, για να ξαναγυρίσουμε στην κουβέντα μας, όπως το έχουμε ξαναπεί κιόλας ο Σωτήρης δύσκολα εγινότανε βάρος σε άλλους. Αν αφαιρέσεις το κατιτίς που μπορεί να πληρώναμε παραπάνω πότε, πότε, του λόγου μου, πότε ο Ίλαρχος ο Πλεμένος είτε στις βόλτες μας είτε στην ταβέρνα του Αριστείδη στη Γούβα.

Ενώ ακόμα και γιά τα τσιγάρα του δεν αποτεινότανε εύκολα εις τον αδερφό του όπως τον έβλεπε στενεμένο με τα δίδαχτρα στο Ωδείο και τα δεματάκια που ετοίμαζε για τη Βούλα την αρραβωνιαστικιά του. Ή και για την Ελένη την αδερφή του για να μη μένει παραπονούμενη. Που αυτά τα έχουμε ξαναπεί βέβαια.

Εις τα διατροφικά, ως πιό προνομιούχος ανάμεσά μας, εστεκότανε ο Αλέκος ο «ξάδερφός» μου. Με διπλές κάρτες και κουπόνια ως ανάπηρος του πολέμου. Με δύο γεύματα ημερησίως εις την Λέσχη της Αγροτικής Τράπεζας, όπου δούλευε. Με το «ελευθέρας» στις συγκοινωνίες και σε ότι τρόφιμα επουλούσε ο συνεταιρισμός τους στα μέλη του.

Όλα μπόλικα, εις το «επιπλέον» εύκαιρος να βάνει στην άκρη με τα «μιστά» του κι από μιά χρυσή λίρα το μήνα. Και να δανείζει από κάπου, κάπου και τον άλλονε το Δημήτρη, το φίλο μας που δεν υπήρχε περίπτωση να μην βρίσκεται στενεμένος. Αλλά που πάντοτε πληρωνόμενος, εξοφλούσε κάθε φορά, τα χρέη του «σαν κερατάς» όπως έλεγε.

Για μας τους τρεις άλλους, τα πράγματα δυσκολευόντανε εις το έπακρο όταν βασιζόμασταν μονάχα στη «Λαχανίδα». Κι από το λόγο ότι τα χορταρικά ήσαντε, τότε, είτε δυσεύρετα, είτε απλησίαστα στις τιμές τους. Ενώ το πιό περισσότερο στα μπακάλικα και στην οδό Αθηνάς, στην πλατεία του Δημαρχείου κυριαρχούσανε σε σωρό οι κονσέρβες της Ούνρα. Ανακατεμένες οι μεν με τις δε όπου με την ίδια τιμή όλες τους, ο καθένας εδιάλεγε όποιες ήθελε. Τελείως στην τύχη οι πιο πολλοί, επειδή δυσκολευόντανε να ξεχωρίσουνε το περιεχόμενό τους από τις ξενόγλωσσες ετικέτες τους. Καθώς, μάλιστα, όχι σπάνια, οι ίδιοι οι πωλητές, τις ξεγυμνώνανε επίτηδες από το χάρτινο περιτύλιγμα μπερδεύοντας τους πελάτες τους.

Και κεί που ο κάθε πεινασμένος έλπιζε ανοίγοντάς τες στο σπίτι του να πέσει σε κανένα κομμάτι ψαχνό μοσχαρίσιο, δεν ήτανε δύσκολο να βρεθεί μπροστά σε τίποτε φασόλια ή σόγιες νερόβραστες. Ανάλατες και ανάλαδες. Πολλές φορές σε σκυλοτροφές ή σε ψαροκόκκαλα που οι αμερικάνοι τα προορίζανε, βέβαια, για τις γάτες τους. Παίζοντας στο λότο το μεσημεριανό ή το βραδυνό γεύμα τους. Με τον κανόνα να γέρνει σχεδόν πάντοτε στην απογοήτευση. Τελοσπάντων.

Εμείς οι δυό Δημητράδες, τα μεσημεριανά, όλες τις καθημερινές, ετρώγαμε στη Φοιτητική Λέσχη, στην Ιπποκράτους. Παίρνοντας και για το δείπνο μας από μια μικρή κονσέρβα πλακέ με σαρδέλλες που για τα περαιτέρω, τις επαραδίναμε στο Σωτήρη.

Το βραδινό μας, ως επιτοπλείστο, βασιζότανε στις ομελέτες από αυγόσκονη που τότε δεν το ξέραμε ακόμα ότι την εβγάνανε από αυγά χελωνίσια. Με ταχτικό τους συμπλήρωμα τις κονσέρβες που λέγαμε, περασμένες κι αυτές από το τηγάνι. Σχεδόν εις το σύνολό τους είτε ατόφιες είτε συμπληρωμένες με το κρέας το βοδινό που σ΄αυτό ο Σωτήρης εβρέθηκε ευεργέτης μας. Ως γαλλομαθής που δεν υστερούσε και εις τα αγγλικούλια, τουλάχιστο, εις τα κονσερβικά που αγόραζε. Μέχρι που πολλοί «μαγαζάτορες» τον είχανε πάρει από φόβο, βλέποντάς τον να ξεχωρίζει τις κονσέρβες που διάλεγε. Αλλάζοντας και του λόγου του από κάθε τόσο τους μουστερήδες του. Και μου φαίνεται ότι ήτανε αυτές οι μέρες της κρεοφαγίας από τις καλύτερες που εζήσαμε στη Λευκίππου. Χαρίζοντας και στις δύο σπιτονοικοκυρές μας το «μερτικό» τους όπου πιά η Μαρίκα μας επρόκυψε μεγάλη μαστόρισα εις τους Καλαματιανούς «καγενάδες».

 

Τα προηγούμενα ΕΔΩ