Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Απολύοντας , με νόμο, συνδικαλιστές (Ντοκουμέντο) – Γράφει ο Αλέκος Χατζηκώστας

Η δεκαετία του ’50 στη χώρα μας, ήταν περίοδος «καπιταλιστικής ανασυγκρότησης» της Ελλάδας, με μεγάλες επενδύσεις ξένων και ντόπιων ιδιωτικών κεφαλαίων, σημαδεύτηκε με την ολοκληρωτική πρόσδεση στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς ΝΑΤΟ και ΕΟΚ αλλά και από τη διατήρηση της πολύμορφης και επίμονης περιστολής των εργατικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις της εποχής ως συνέχεια του λεγόμενου «μετεμφυλιακού κράτους της εθνικοφροσύνης».

Στο διάστημα αυτό, συνεχίζεται (με διάφορες αυξομειώσεις) η αντικομμουνιστική «σταυροφορία», οι ωμές επιθέσεις στο λαϊκό κίνημα, οι διώξεις εναντίον μελών και στελεχών του ΚΚΕ και της ΕΔΑ. Σε αυτήν την κατεύθυνση συμβάλλει και η διατήρηση και η ενίσχυση μιας σειράς «παρακρατικών» μηχανισμών στο στρατό, στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, στο φοιτητικό κίνημα κ.α., η παρέμβαση των οποίων στον τομέα της καταστολής, του «φακελώματος» και συνολικά των διώξεων ήταν καθοριστική.

Σχετικά με το νομικό πλαίσιο της δεκαετίας αυτής και τον τρόπο εφαρμογής του, είναι άκρως χαρακτηριστικά τα λόγια του ίδιου του Καραμανλή, απαντώντας ουσιαστικά στις κατηγορίες του «Κέντρου» για «αντιδημοκρατική» διακυβέρνηση. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος στα κατασταλτικά μέτρα, υποστηρίζει ότι «ελήφθησαν κατά την διάρκειαν του συμμοριτοπολέμου και από τας Κυβερνήσεις 1948-1951, των οποίων μετείχον και τα κόμματα του Κέντρου», ενώ σχολιάζοντας τη στάση των κυβερνήσεών του τονίζει:«Εγώ όχι μόνον δεν προσέθεσα τίποτα, αλλά και τα μέτρα αυτά εφάρμοσα με επιείκειαν. Είχα δε την πρόθεσιν να τα άρω εν καιρώ, εάν το λαϊκόν μέτωπον το 1956 και η επικίνδυνος διόγκωσις των δυνάμεων της ΕΔΑ, κατά το 1958, δεν καθίστων ψυχολογικώς άκαιρον την άσκησιν παρομοίας πολιτικής». ( «Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο. Γεγονότα και Κείμενα», τ. 6ος, έκδ. «Η Καθημερινή», Αθήνα, 2005, σελ. 20.)

Το Ντοκουμέντο

Το «απόρρητο» όπως χαρακτηρίζεται (τότε) έγγραφο που παρουσιάζουμε (1/2/1958) προέρχεται από το Υπουργείο Εσωτερικών (Γενική Διεύθυνση Χωροφυλακής/Διεύθυνση Ασφάλειας) και απευθύνεται στη Διοίκηση Χωροφυλακής Έδεσσας. Το έγγραφο αυτό χρησιμοποιείται από μία σειρά νομαρχίες της χώρας (και) αργότερα (π.χ εδώ Γραφείο Εθνικής Ασφαλείας Θες/νικη 24/7/1958, μετά τις εκλογές δηλαδή του Μαΐου όπου η ΕΔΑ βγήκε αξιωματική αντιπολίτευση) ως έγγραφο «βοηθητικό» της δυνατότητας να απολύουν οι διάφοροι νομάρχες συνδικαλιστές «μη αρεστούς» και μάλιστα «νόμιμα». Και ήταν πολλοί οι συνδικαλιστές που το υπέστησαν τότε…

«Εκπτωσις Προέδρων Σωματείων ή μελών Διοικητικών συμβουλίων»

Εις απάντησιν της υπ. aριθμ 108/25/18 από 21/1/1958 αναφοράς υμών γνωρίζομεν τα κάτvθι:.

  1. Κατά τας διατάξεις του Νόμου 281/1914 (άρθρο 32) ανωτέρα εποπτική αρχή των Σωματείων εν γένει είναι ο οικείος Νομάρχις όστιες κατά το άρθρον 33 του αυτού Νόμου δύναται να κηρύσση έκπτωτον το συμβούλιον και να ορίζη και εγκαθιστά προσωρινήν διοικητικήν ή διαχειριστικήν Επιτροπήν, όταν βεβαιούται παράβασιν δυναμένην να επισύρη ποινικήν δίωξιν.
  2. Το αυτό δικαίωμα Νομάρχου επαναλαμβάνεται και υπό των διατάξεων του άρθρου 14 του Νόμου 1179/1938 «Περί Νομαρχών».
  3. Κατά τον Νόμον 281/1914 ως Σωματεία θεωρούνται πλην των επαγγελματικών και εκείνα άτινα επιδιώκουσι άλλους σκοπούς, ως φιλανθρωπικούς, πνευματικούς, ψυχαγωγικούς κλπ.
  4. Συνεπώς εφ’ όσον διά της υπ. αριθμ. 1316 από 15/12/1955 γνωμοδοτήσεως του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ο Νομάρχης δύναται, να κηρύσση εκπτώτους τους Προέδρους Εργατικών Σωματείων ή τα μέλη διοικητικών Συμβουλίων αυτών, οίτινες μεταβάλλουν τα γραφεία των Σωματείων εις κέντρον κομματικής προπαγάνδας και έδραν αντεθνικής δράσεως, κατ’ επέκτασιν δύναται, δοθέντος ότι ούτος δεν έχει πλείονα δικαιώματα επί των Εργατικών Σωματείων, να εφαρμοσθή η υπ’ αριθμ. 8 4067/72/12/1 από 10/1/1956 εγκύκλιος Διαταγή του Υπουργείου και διά τα Διοικητικά Συμβούλια των λοιπών Σωματείων»