Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ – 130 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ – ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Αφιέρωμα και μετάφραση ποιημάτων του Γιώργου Βαβίτσα //

Στις 20-10-2021 συμπληρώνονται 167 χρόνια από τη γέννηση του Αρθούρ Ρεμπώ, μιας πραγματικά εμβληματικής μορφής της νεώτερης ποίησης. «Το παιδί Σαίξπηρ» – έτσι τον αποκάλεσε ο Βίκτορ Ουγκό όταν διάβασε τα ποιήματά του το 1871. Ενώ ο Ζωρζ Ντυχαμέλ βλέπει «την ξαφνική συμπύκνωση της ιστορίας της λογοτεχνίας» στους καρπούς της τρίχρονης δημιουργίας του Ρεμπώ. Διαβάζοντάς τον φορές νιώθεις σαν να συνοψίζει τον Μπαλζάκ στο πεδίο της ποίησης. Η αντίφαση μεταξύ της αστικής πεζότητας και μετριότητας και της ψυχικής αγνότητας και την προσήλωση σε ένα ιδεώδες που κληροδότησε όλη η προηγούμενη εξέλιξη στη Γαλλία αρχίζοντας από το διαφωτισμό με κορύφωση την τραγωδία της γαλλικής επανάστασης και των μετέπειτα ταξικών συγκρούσεων, σαν να διαπερνάει κάθε του στίχο. Είναι όμως πριν απ’ όλα ο άνθρωπος που επηρέασε όσο ίσως κανένας άλλος τις νεώτερες τάσεις στην ποίηση όπως αναδύθηκαν από τα τέλη του 19ου και ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα.

Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε σε μια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Γαλλίας κάνοντας αίσθηση με την ασυνήθιστη ωριμότητά του. Ήταν η αυστηρή διαπαιδαγώγηση από την πλευρά της μητέρας ή η απέχθεια που γεννά σε μια ανόθευτη ακόμα νεανική ψυχή η μικροαστική χυδαιότητα και υποκρισία, ήταν η αντίθεση μεταξύ του στενού ορίζοντα ενός φιλισταικού περιβάλλοντος και των μεγαλόψυχων και αισιόδοξων ιδεών που ανακαλύπτει στα έργα των ουτοπιστών σοσιαλιστών που διαβάζει με πάθος, φαίνεται σαν όλα να συνωμοτούσαν να πλάσουν ένα ατίθασο πνεύμα που ποθεί με κάθε σταγόνα του αίματός του την εξέγερση ενάντια στον σάπιο αστικό κόσμο. Έφηβος ακόμα, δραπετεύει στο Παρίσι όμως οι αρχές συλλαμβάνουν το 16χρονο νεαρό που ταξιδεύει χωρίς εισιτήριο και τον ξαναστέλνουν στην γενέτειρά του. Με το ξέσπασμα της Κομμούνας φεύγει ξανά για το Παρίσι και κατατάσσεται εθελοντής στους πυροβολητές. Ο ηρωισμός της επαναστατημένης πόλης των εργατών θα γίνει πηγή έμπνευσης για μερικά από τα πιο γνωστά ποιητικά δημιουργήματα της Κομμούνας.

Ο Ρεμπώ κλονίζεται από την κτηνώδη κατάπνιξη της επανάστασης γυρνώντας στον τόπο του σε κατάσταση απόγνωσης. Η τραγικότητα των γεγονότων θα επιδράσει καταλυτικά πάνω του οδηγώντας στη μεγάλη τομή που θα επέλθει στην αντίληψη και την ποίησή του. Από ερμηνευτή και εκφραστή των κοινωνικών αδικιών και της εξέγερσης εναντίον τους θα γίνει ο ποιητής της κοσμικής ενόρασης. Είναι ίσως η προσπάθεια φυγής και σωτηρίας από μια καταστρεπτική απόγνωση που τον αιχμαλωτίζει όλο και πιο απειλητικά μέσω της αναζήτησης άγνωστων τοπίων. «Ο ποιητής – γράφει σε ένα γράμμα του – γίνεται προφήτης διαταράσσοντας και ανακατεύοντας μέσα από μια μακρά και επίπονη εργασία το σύνολο των αισθήσεών του. Όλες τις μορφές της αγάπης, του πόνου, της τρέλας. Αναζητάει τον εαυτό του, βγάζει από μέσα του κάθε δηλητήριο κρατώντας μόνο την συμπυκνωμένη ουσία τους. Ανείπωτα βάσανα, όπου χρειάζεται κάθε δυνατή πίστη, υπεράνθρωπες δυνάμεις, όπου γίνεται ένας μεγάλος ασθενής, μεγάλος εγκληματίας, καταραμένος – κι ο Γνώστης της ουσίας των πραγμάτων! – Διότι φτάνει στο άγνωστο! Όμως επειδή καλλιέργησε την ψυχή του, είναι πλούσιος, πιο πλούσιος από οποιονδήποτε! Φτάνει στο άγνωστο κι όταν τελικά, στα πρόθυρα της τρέλας, μοιάζει να χάνει το νόημα των οραμάτων του ξαφνικά τα αντικρίζει!» Ο ποιητής προφήτης ωστόσο συνειδητοποιεί πως ο εαυτός που αναζητεί απεγνωσμένα «Το Εγώ – είναι πάντα κάποιος άλλος. Αν ο χαλκός ξαφνικά ξυπνήσει βλέποντας πως έγινε σάλπιγγα, γι’ αυτό δεν φταίει αυτός. Για μένα είναι ξεκάθαρο: υπάρχω σαν ένα ξεχωριστό πρόσωπο κατά την εξέλιξη των σκέψεών μου: τις βλέπω, τις ακούω: τραβάω μία με το δοξάρι μου: η συμφωνία αρχίζει να κινείται στο βάθος ή αναπηδάει με μιας στην επιφάνεια.» Η ανακάλυψη της δυϊκότητας του συνειδητού και του υποσυνείδητου καθώς και η διαμόρφωση μιας ποιητικής γλώσσας που να εκφράζει και το υποσυνείδητο συνιστούν τη μεγάλη καινοτομία του Ρεμπώ. «Ο ποιητής πραγματικά κλέβει την φωτιά. Τον γεμίζει ο άνθρωπος, αλλά και το ζώο, οφείλει να κάνει τους άλλους να νιώσουν, να καταλάβουν τις ανακαλύψεις του. Αν αυτό που φέρνει στην επιφάνεια από εκεί έχει μορφή, πρέπει να του δώσει μορφή, αν είναι άμορφο πρέπει να το απεικονίσει σαν άμορφο. Πρέπει να βρει την κατάλληλη γλώσσα. – Αυτή η γλώσσα θα πηγαίνει από ψυχή σε ψυχή, θα συμπυκνώνει τα πάντα, αρώματα, ήχους, χρώματα, θα μετατραπεί σε σκέψη που ενώνεται με σκέψη και προέρχεται από αυτή.»

Η αντίληψη αυτή θα εκφραστεί στα ποιήματα σε πρόζα με τίτλο Φωταψίες (Illuminations)  που αποδίδουν ίσως με την μεγαλύτερη πιστότητα το πνεύμα εξέγερσης του Ρεμπώ, την απέχθεια προς τον κόσμο, το κλίμα συντέλειας. Η συντέλεια είναι ο πόλεμος και η Κομμούνα, όταν έρεε από παντού αίμα και την οποία αναπολεί ο ποιητής: «Ανάβρυζε, αφρέ της λίμνης, όρμα από τη γέφυρα, κατάκλυζε το δάσος… νερά και θρήνοι ρίξτε και φουσκώστε τους χειμάρρους. – Από τότε που στερέψανε – αχ θαμμένα πετράδια, φανερωμένα, ανοιχτά λουλούδια! – είναι όλα ανιαρά».

Το μυθιστόρημά του με τίτλο «Στην Κόλαση» αποτελεί ένα είδος απολογισμού με τον εαυτό του, τις προσδοκίες, τα παραστρατήματά του ύστερα κι από τη θυελλώδη φιλία του με τον ποιητή Βερλέν. Ονομάζει εμμονές τις ποιητικές προσπάθειές του για να στραφεί προς το μέλλον λέγοντας: «Όλα είναι πια παρελθόν, μπορώ να χαιρετήσω πια την ομορφιά.»

Θέλει να υποδεχτεί τη «γέννηση της νέας εργασίας» συλλαμβάνοντας την «σκληρή πραγματικότητα» της καθημερινής ζωής. «Ήθελα να ανακαλύψω νέα άνθη, νέα αστέρια, νέα σάρκα, νέες γλώσσες! Νόμιζα ότι μπορώ να αποκτήσω υπερφυσικές δυνάμεις. Ε λοιπόν! Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Εγώ που θεωρούσα τον εαυτό μου μάγο ή άγγελο, απελευθερωμένο από κάθε ηθική επέστρεψα στη γη για να ακολουθήσω το καθήκον μου και να αγγίξω με τα δυο μου χέρια την σκληρή πραγματικότητα! Αγρότης!» Αυτά τα γράφει 19 χρονών και βάζει τέλος στην ποιητική του δραστηριότητα. Το υπόλοιπο της ζωής του θα το ζήσει με έναν περιπετειώδη τρόπο πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο για να ασχοληθεί με το εμπόριο σαν να ήθελε να δραπετέψει από το παρελθόν του.

Ίσως κανένας όσο αυτός δεν ένιωσε τόσο βαθειά την τραγική μοναξιά του πνεύματος στην αστική κοινωνία και η ζωή του η ίδια απεικονίζει με τον πιο μοιραίο τρόπο το γεγονός αυτό. Πέθανε μόλις 37 ετών από καρκίνο.

***

ΟΦΗΛΙΑ – ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ[1]

Ι

Πάνω στα μαύρα ήρεμα κύματα όπου κοιμούνται τ’ αστέρια
Η λευκή Οφηλία επιπλέει σαν ένα μεγάλο κρίνο
Επιπλέει πολύ αργά τυλιγμένη στα μακριά της πέπλα
Τα δάση στενάζουν, αντιλαλούν το θρήνο.

Εδώ και χίλια χρόνια η θλιμμένη Οφηλία
Περνάει σαν φάντασμα λευκό πάνω στο μαύρο ποτάμι
Εδώ και χίλια χρόνια η γλυκιά της μανία
Ψιθυρίζει τον έρωτά της κάθε βράδυ.

Ο άνεμος φιλάει το στήθος της και ξεδιπλώνει σαν πέταλα
Τα μακριά της πέπλα που λικνίζει το νερό γλυκά
Από τις ιτιές πέφτουν στους ώμους της τα δάκρυα
Τα καλάμια λυγίζουν στο ονειροπόλο μέτωπο δειλά.

ΙΙ

Τα μαραμένα νούφαρα στενάζουν γύρω της
Μερικές φορές ξυπνάει σε μια κοιμισμένη κλήθρα
Σε κάποια φωλιά με το φτερούγισμα της αυγής
Ένα μυστηριώδες τραγούδι κατεβαίνει απ τ’ άστρα τη νύχτα.

Oχλωμή Οφηλία, όμορφη σαν το χιόνι
Πέθανες παιδί, σε παρέσυρε ένα ταραγμένο κύμα
Οι άνεμοι που ορμούν από τα ψιλά βουνά στην πόλη
Σου μίλησαν κρυφά για την άσπλαχνη ελευθερία.

Η πνοή του ουρανού κυματίζοντας σου τα μαλλιά
Έφερνε παράξενους ήχους στο πνεύμα σου το μαρτυρικό
Η καρδιά σου άκουγε την καρδιά της φύσης σιωπηλά
Το κλάμα των δέντρων, της νύχτας το στεναγμό.

Η φωνή της θάλασσας σαν ένας ρόγχος ατελείωτος, σκληρός
Σπάρασσε το παιδικό σου στήθος το αθώο
Ένα ανοιξιάτικο πρωί, ένας όμορφος ιππότης, χλωμός
Γονάτισε μπροστά σου λιώνοντας από πόθο.

Ουρανός! Αγάπη! Ελευθερία! Τι όνειρο καημένο παιδί!
Έλιωνες γι’ αυτόν όπως το χιόνι στη φωτιά:
Τα όνειρά σου έπνιγαν τις λέξεις και την ψυχή
Το άπληστο άπειρο σου θόλωσε τη ματιά!

ΙΙΙ

Κι ο ποιητής λέει πως στων αστεριών τη λάμψη
Έρχεσαι να μαζέψεις λουλούδια μες τη νύχτα
Κι είδε πάνω στο κύμα τυλιγμένη στα πέπλα της πριν κάτσει
Να επιπλέει σαν κρίνο τη λευκή Οφηλία.

[1] Η Οφηλία είναι η αγαπημένη του Χάμλετ στο έργο του Σαίξπηρ. Όταν ο Χάμλετ άθελά του σκοτώνει τον πατέρα της κλονίζεται και μοιάζει να χάνει τα μυαλά της. Μοιράζει λουλούδια στις γυναίκες, λέει τραγούδια πάνω στον έρωτα και το θάνατο, φορές έως και ασυναρτησίες. Βρίσκει τραγικό θάνατο όταν μια μέρα σκαρφαλώνοντας σε μια ιτιά που γέρνει πάνω σε ένα ποταμάκι για να κρεμάσει τις γιρλάντες από τα λουλούδια που μάζεψε, πέφτει στο νερό και πνίγεται. Πριν βυθιστεί τραγουδάει σαν να μη συνέβαινε τίποτα ή σαν βρισκόταν στο φυσικό της περιβάλλον. 

ΤΟ ΟΡΓΙΟ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ Η ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ ΞΑΝΑΚΑΤΟΙΚΕΙΤΑΙ

ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ, Μάιος 1871 (Γραμμένο με αφορμή την άγρια καταστολή της Κομμούνας)

Μπρος, ορμήστε στους σταθμούς δειλοί
Με τα φλεγόμενα πνευμόνια του εξιλεώθηκε ο ήλιος
Για τους δρόμους που κατέκλυσε των βαρβάρων η ορδή
Ιδού η ωραία πόλη στης Δύσης το ψύχος

Θα προλάβουμε την έφοδο της φωτιάς
Ιδού οι όχθες, ιδού οι δρόμοι, ιδού
Η γαλάζια ακτινοβολία στα σπίτια που κοιτάς
Που οι βόμβες στόλισαν με τη λάμψη του ουρανού

Κρύψτε τα νεκρά παλάτια κάτω από τα σανίδια
Το μανιασμένο παρελθόν σας ανακουφίζει τη ματιά
Έρχονται οι κοκκινομάλλες πόρνες με τα ζουμερά στήθια
Μουρλαθείτε, φαίνεστε γελοίοι όταν ο τρόμος σας διαπερνά

Λυσσασμένα σκυλιά που θρέφεστε με καταπλάσματα
Οι κραυγές των χλιδάτων οίκων σας διατάζουν. Κλέψτε!
Φάτε! Ήρθε η σπασμωδική νύχτα της ηδονής τα χαράματα
Λυπημένοι πότες στα γόνατα πέστε

Και πιείτε! Όταν το φως της αυγής θα έρθει δυνατό
Σκάβοντας δίπλα σας στα κύματα που ξερνάνε χλιδή
Μην αφήσετε τα σάλια σας να τρέξουν στο ποτό
Που κρατάτε, με το βλέμμα χωμένο στη γη

Καταπιείτε για τη βασίλισσα με τα καταρρακτώδη πισινά!
Ακούστε τα ρεψίματα τα σπαραγμένα
Ακούστε πώς στην πυρετώδη νύχτα χοροπηδά
Ο συρφετός από ηλίθιους, μαριονέτες και λακέδες πιο πέρα!

Βρωμερές καρδιές, στόματα φρικιαστικά
Επιδοθείτε με ζήλο στο έργο, στόματα της δυσοσμίας!
Ανοίξτε για το ελεεινό μούδιασμα κρασιά
Από ντροπή λιώνουν οι κοιλιές σας

Νικητές! Ανοίξτε τα ρουθούνια σας στη ζάλη!
Μουλιάστε στο δηλητήριο τις χορδές σας στο λαιμό!
Στο παιδικό σας σβέρκο ο ποιητής βάζει
Σταυρωμένα χέρια και λέει: μπρος δηλοί στο χορό!

Σκάβοντας της Γυναίκας την κοιλιά
Φοβάστε μήπως την πιάσουν οι σπασμοί
Αυτή κραυγάζει πνίγοντας την πρόστυχή σας στρατιά
Στο στήθος με μια απεγνωσμένη λαβή

Συφιλιασμένοι, βασιλιάδες, μαριονέτες, φακίρηδες, τρελοί
Τι μπορούν να κάνουν στο Παρίσι την πουτάνα
Τα δηλητήρια, τα κουρέλια, το σώμα σας κι η ψυχή;
Θα ελευθερωθεί πετώντας την σαπίλα σας στη μπάντα!

Κι όταν βογκάτε με τ’ άντερα πεσμένοι στο χώμα
Και τα νεκρωμένα πλευρά ζητούν πληρωμή
Η κόκκινη εταίρα με τα στήθια του πολέμου σαν πρώτα
Με σηκωμένη γροθιά θα σας απειλεί!

Όταν τα πόδια σου χόρεψαν με τέτοιο μίσος
Παρίσι, όταν δέχτηκες τόσες μαχαιριές
Πεσμένη, κρατώντας στου φωτεινού σου βλέμμα το ξίφος
Την αγνότητα της αναγέννησης που καίει στις καρδιές

Αχ πόλη πονεμένη, πόλη μισοπεθαμένη
Με το κεφάλι και τα στήθη στραμμένα στο μέλλον
Ανοίγοντας στη χλομάδα σου παράθυρα στην οικουμένη
Πόλη που θα ευλογούσε το σκότος των θαμμένων:

Σώμα αναστημένο για τους αβάσταχτους πόνους
Ξαναπίνεις λοιπόν τη φρικτή ζωή!
Νιώθεις τα χλομιασμένα σκουλήκια στις φλέβες και τους πόρους
Στο διαυγή έρωτά σου των μπαστάρδων την ορμή!

Ας είναι, τα σκουλήκια σου τα χλομιασμένα
Δε θα σβήσουν της προόδου την πνοή
Όπως οι Στρίγγλες δεν έσβησαν από των Καρυάτιδων το βλέμμα
Τα δάκρυα που έπεφταν σαν λάμψη αστρική.

Αν και είναι φρικτό το θέαμά σου αυτό
Αν και δεν έκανε ποτέ ξανά η Φύση
Από μια πόλη ένα έλκος τόσο βρομερό
Ο ποιητής λέει: Η ομορφιά σου τον κόσμο θα εξαγνίσει!

Η καταιγίδα σε ευλόγησε ποίηση ιερή
Οι γιγάντιες δυνάμεις σε βοηθούν
Το έργο σου βράζει, ο θάνατος βογκά, Πόλη διαλεχτή!
Οι κραυγές στην καρδιά της σάλπιγγας ηχούν.

Ο ποιητής θα πάρει των προστύχων τους λυγμούς
Το μίσος των καταδίκων, το σαματά όσων έχουν καταραστεί
Θα μαστιγώσει τις γυναίκες με του έρωτα τους στεναγμούς
Οι στροφές του θα χοροπηδούν: ιδού, ιδού δείτε τον ληστή!

– Κοινωνία, αποκαταστάθηκε η τάξη:
Τα όργια θρηνούν τα παλιά τους βογκητά στα μπουρδέλα τα παλιά
Τα μανιασμένα αέρια στους τοίχος με το αίμα να στάζει
Ορμούν μακάβρια προς τον χλωμό ουρανό θαμπά!

ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΣΑΡΚΑ – ΑΡΘΟΥΡ ΡΕΜΠΩ

Ι
Ο ήλιος που γεννάει την τρυφεράδα και τη ζωή
Χύνει τον καυτό έρωτα στη μαγεμένη γη
Κι όταν ξαπλώνεις ανέμελος στο λιβάδι
Νιώθεις τη γη σαν παρθένα με το αίμα της να βράζει
Το τεράστιο στήθος της που το σηκώνειμια ψυχή
Πλασμένο από έρωτα όπως ο θεός και σαν τη γυναίκα από σάρκα φλογερή
Και φυλάει μέσα του, γεμάτο ζωντάνια και παλμό
Όλων τωνεμβρύων το σκίρτημα το μαγικό!
Κι όλα μεγαλώνουν, κι όλα ανεβαίνουν – ο Αφροδίτη, ο Θεά!
Αρχαία νιότη γιατί είσαι τόσο μακριά,
Σάτυροι ασελγείς, πανίδα γλυκιά
Θεοί που δαγκώνατε ερωτευμένοι το φλοιό στα κλαδιά
Και στα νούφαρα φιλούσατε την ξανθιά νύμφη
Αναπολώ τον καιρό που το νέκταρ της ζωής έτοιμο να ξεχειλίσει
Στα ποτάμια, το τριανταφυλλένιο αίμα που έσταζε απ’ τα δέντρα
Στις φλέβες του Παν ξυπνούσε του κόσμου τον αγέρα!
Όταν τα έδαφος τρεμούλιαζε, πράσινο στα τραγοπόδαρα βήματα
Και φιλώντας μαλακά την ξάστερη Σύριγγα
Τα χείλια του ψιθύριζαν τον ιερό ύμνο του έρωταστον ουρανό
Κι όρθιος άκουγε γύρω του το χορό
Της Φύσης να απαντάει στο κάλεσμα του πιστά
Και τα σιωπηλά δέντρα που νανούριζαν το πουλί που κελαηδά
Η γη νανούριζε τον άνθρωπο και τον γαλάζιο ωκεανό
Και όλα τα ζώα αγαπούσαν, αγαπούσαν το θεό!

Αναπολώ την εποχή που η μεγάλη Κυβέλη
Έλεγαν πως σάρωνε πανέμορφη, γεμάτη θέρμη
Με το κάρο της τις πόλεις τις λαμπρές
Και τα στήθια της αράδιαζαν στις παρυφές
Την ανόθευτη ροή της ζωής που μένει αιώνια ζωντανή
Κι ο άνθρωπος ρουφούσε στα ευλογημένα στήθια τη θεία πνοή
Παίζοντας στα γόνατα της σαν λατρεμένος γιος
Όντας δυνατός, ο άνθρωπος ήταν γλυκός κι αγνός.
Αθλιότητα! Τώρα λέει: Τα πράγματα τα γνωρίζω,
Και προχωράει με τα αυτιά βουλωμένα χωρίς να κοιτάει τριγύρω.
– Κι όμως, χάθηκαν οι θεοί! Χάθηκαν! Ο άνθρωπος είναι βασιλιάς,
Ο άνθρωπος έγινε θεός, αλλά ο Έρωτας, να το αληθινό πιστεύω για μας!
Αχ! Αν ο άνθρωπος θρεφόταν από τα στήθη σου ακόμα,
Γιαγιά των θεών και των ανθρώπων, Κυβέλη με το αδάμαστο σώμα.
Αν δεν είχε αφήσει την αθάνατη Αστάρτη
Που κάποτε αναδυόμενη σαν το φως μες’ το σκοτάδι
Των γαλάζιων χειμάρρων, ανθός της σάρκας που το κύμα αρωματίζει,
Φανέρωσε τον ροζ ομφαλό της όπου πέφτουν οι αφροί όπως όταν χιονίζει,
Και έκανε να τραγουδήσει, Θεά με τα μεγάλα μαύρα μάτια της νίκης αστραπές,
Τον κορυδαλλό στο δάσος και τον έρωτα στις καρδιές!

ΙΙ
Πιστεύω σε εσένα! Σε εσένα! Θεία μητέρα,
Αφροδίτη της θαλάσσης! – Αχ! Ο δρόμος πικρός δίχως παρέα
Από τότε που ο άλλος Θεός μας έδεσε στο σταυρό.
Σάρκα, Μάρμαρα, Λουλούδια, Αφροδίτη εσένα ακολουθώ!
– Ναι, ο Άνθρωπος είναι θλιμμένος και αισχρός, θλιμμένος κάτω από τον απέραντο ουρανό.
Φοράει ρούχα γιατί έχασε ότι είχε πάνω του αγνό.
Γιατί λέκιασε το αγέρωχο στήθος του που του έδωσαν οι θεοί,
Και μαράζωσε σαν ένα ίνδαλμα που ρίχνεται στην πυρά για να θυσιαστεί,
Το ολύμπιο κορμί του στη βρωμιά της σκλαβιάς!
Ναι, ακόμα και μετά το θάνατο, σαν σκελετωμένος βραχνάς
Θέλει να ζει, υβρίζοντας την αρχέγονη ομορφιά!
– Και το είδωλο όπου έθεσες τόση παρθενικότητα στη ματιά
Όπου εξύμνησες τον πυλό μας, τη Γυναίκα,
Για να μπορέσει ο Άνθρωπος να φωτίσει την δυστυχή ψυχή του στη συνέχεια
Να ανέβει, σε μια απέραντη αγάπη αργά
Από τη γήινη φυλακή στην απόλυτη διαύγεια, ψιλά
Η Γυναίκα δεν ξέρει πια να είναι ούτε Εταίρα!
– Είναι όλα μια φάρσα! Κι ο κόσμος βουτηγμένος στο ψέμα
Χλευάζει στο γλυκό και ιερό όνομα της υπέροχης Αφροδίτης!

ΙΙΙ
Αν οι καιροί επέστρεφαν, οι καιροί που ήρθαν!
– Διότι ο άνθρωπος τελείωσε! Έπαιξε όλους τους ρόλους φανερά
Και βαρέθηκε να γκρεμίζει είδωλα ξανά και ξανά
Θα αναστηθεί, ελεύθερος απ’ όλους τους Θεούς
Κι επειδή κατάγεται από τον ουρανό, θα εξερευνήσει τους ουρανούς!
Η αιώνια, αδάμαστη σκέψη, το ιδεώδες
Ο θεός ολόκληρος που ζει στον πυλό της σάρκας αιώνες
Θα ανεβεί, θα ανεβεί καίγοντάς του το μέτωπο!
Κι όταν τον δεις να γυρνά προς τον ορίζοντα μες στο ξέφωτο
Ελεύθερος από φοβίες και περιφρονώντας τα παλιά δεσμά
Θα έρθεις να του δώσεις την ανάσταση που λαχταρά!
Λαμπερή, φωτεινή από την αγκαλιά των θαλασσών
Θα αναδυθείς ρίχνοντας στο απέραντο γαλάζιο των ουρανών
Σε ένα χαμόγελο ανεξάντλητο τον άπειρο έρωτα, την ελπίδα
Κι ο Κόσμος θα δονείται σαν μια τεράστια λύρα
Μέσα στο τρεμούλιασμα ενός γιγαντιαίου φιλιού!
Ο κόσμος διψάει για έρωτα: εσύ θα του αγαλλιάσεις το νου.

 

vardianos sta sporka 5