Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Αυτός ο απίθανος «γέρος» Άγγελος Αντωνόπουλος στη σκηνή του θεάτρου ΑΛΜΑ

Σκεφτείτε πως κρατάτε στο χέρι σας ένα γλυκό ζουμερό πορτοκάλι και το δαγκώνετε με βουλιμία. Ρουφάτε με πάθος τους χυμούς του κι όσο κι αν προσπαθείτε να μη λερώσετε το χέρι σας, τα ζουμιά του κυλούν πάνω στα δάχτυλά σας, στεγνώνουν κι αφήνουν την κόλλα του νωπού φρούτου, ως μνήμη ενός ανεπανάληπτου γευστικού οργασμού!

Αυτό είναι. Ένα κείμενο χυμώδες, εντυπωσιακά φρέσκο, εξωφρενικά διαχρονικό, που όποτε κι αν διαβαστεί, όποτε κι αν ακουστεί, θα προκαλέσει ρίγη με τις πικρές αλήθειες του. Και μετά θ΄ αφήσει τα ίχνη του. Γιατί το θέμα της τρίτης ηλικίας, που πραγματεύεται, αφορά όλους. Το κείμενο των Τελευταίων Φεγγαριών (1993) του Φούριο Μπορντόν (Furio Bordon) είναι ένα -το πρώτο- αριστούργημα, που βραβεύτηκε πολλαπλώς και τιμήθηκε όσο λίγα στις 20 χώρες, που παρουσιάστηκε. Το δεύτερο αριστούργημα είναι η ερμηνεία του Αντωνόπουλου στη σκηνή του θεάτρου ΑΛΜΑ (για τρίτη σεζόν και έως και μετά τις γιορτές).

Σκέφτομαι πως το θέατρο -και μόνο αυτό, κι ας θυμώσουν κάποιοι- γεννά γκουρού. Μεγάλους ηθοποιούς, που αφήνουν τα χνάρια τους βαριά στο σανίδι. Ηθοποιούς που στοιχηματίζουν διαρκώς με τον εαυτό τους και αναμετρώνται ξανά και ξανά με τους δαίμονές τους. Σκέφτομαι πως σε ρόλους – μονολόγους ή σχεδόν μονολόγους (έτσι είναι η δεύτερη σκηνή στο συγκεκριμένο κείμενο), το εκτόπισμα του ηθοποιού πρέπει να πνίγει τον θεατή, να τον βασανίζει, να τον θλίβει και να τον χαροποιεί, να τον βαραίνει και να τον ανακουφίζει. Να τον ρουφάει. Να τον αφομοιώνει. Να τον χωνεύει. Κι αυτά μόνο ένας γκουρού μπορεί να τα κάνει…

Η μεγάλη αγωνία του θεατρικού ηθοποιού είναι μη τυχόν και εν ώρα δράσης, χάσει τον θεατή. Μη τυχόν κι εκείνος γυρίσει και κοιτάξει το ρολόι του. Αν δεν το κάνει, τον κέρδισε. Τον πήρε μαζί του και τον σήκωσε ψηλά. Εκεί όπου «κατοικεί» κάθε ψυχή. Γιατί κάθε ρόλος έχει μόνο ψυχή. Που ο ηθοποιός καλείται να ενσαρκώνει.

Κι εγώ πια τι ψυχή! Χριστέ μου, αυτός ο απίθανος «γέρος» Άγγελος Αντωνόπουλος! Και πόσο όμορφα συνοδευμένος από τη Βάνα Πεφάνη και τον Στέλιο Ψαρουδάκη!
Σαν γάργαρο νερό κυλά η παράσταση «Τα τελευταία φεγγάρια» κι αυτό είναι το πραγματικά οξύμωρο. Πόσο «γάργαρο» μπορεί να είναι ένα έργο που πραγματεύεται τις αγωνίες της τρίτης ηλικίας; Κι όμως. Σ΄ αυτό ακριβώς συνίσταται η μαγεία του κειμένου. Που αποτυπώνει τόσο ανάγλυφα τις αγωνίες του «γέρου», της λέξης που κατά κόρον χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και που όλως περιέργως προκαλεί μόνο θετικά συναισθήματα. Επειδή είναι αναμεμειγμένη με χιούμορ, κυνισμό, τεράστιες αλήθειες και εντέλει ξεβράκωμα, που απαιτεί σεβασμό και όχι αιδώ, όχι απαξία. Εδώ, η τρίτη ηλικία δεν αντιμετωπίζεται σαν αρρώστια, αλλά σαν ευκαιρία για ειλικρινή, ανιδιοτελή απολογισμό ζωής. Μόνο που δεν ωραιοποιεί. Δεν εξιδανικεύει. Κρατάει τον ήρωα «ανθρώπινο» ίσαμε το τέλος. Του πιστώνει μάλιστα και την έσχατη προσπάθεια μιας κακώς -αλλά συνήθους, σχεδόν θεσμικά πια- εννοούμενης αξιοπρέπειας, που απαγορεύει το πλησίασμα στον γιο του «Πες του πως τον αγαπάς. Πως θέλεις να μείνεις κοντά του. Πως δεν θέλεις να πας στον οίκο ευγηρίας» τον παροτρύνει η φωνή της γυναίκας του, που από χρόνια έχει αποδημήσει και πλέον το πνεύμα της αποτελεί τη μόνιμη, μόνη, συντροφιά του. Κι ενώ προς στιγμήν εκείνος δείχνει να πείθεται, δεν το κάνει. Δεν διατυπώνει αγάπη προς το παιδί του, δεν του ζητά να μείνει κοντά του. Παρά, όπως όλοι οι «γέροι», περιμένει από εκείνο να σκεφτεί, να ζητήσει, να αποφασίσει. Και γίνεται είρων, κυνικός, βασανιστικός, ίσως κλασικός στριμμένος «γέρος».

Η δεύτερη σκηνή γι’ αυτόν τον «υπέροχο βασανιστή ήρωα», τον Άγγελο Αντωνόπουλο, που μιλάει με τη φωνή, με τα χέρια, με τα μάτια, με τις σιωπές, με τη στάση του σώματος, εξελίσσεται πια μέσα στο δωμάτιο της βίλας «Γλυκερία» -ουδέποτε κατονομάζεται ως «οίκος ευγηρίας» στη διάρκεια του έργου- είναι πια η επίσημη αναμέτρηση με το μακρύ παρελθόν και το βραχύ μέλλον.

Τώρα πια ο «γέρος»  απολογίζει με τη γλυκόπικρη γεύση της ζωής που έφυγε και άφησε ικανοποίηση και ανικανοποίητα. «Σκέφτομαι πως ο θεός θα έπρεπε να μας φέρνει στον κόσμο τυλιγμένους μέσα σ΄ ένα βιβλίο με οδηγίες χρήσης» λέει, κλείνοντας μέσα σε μια φράση την παραδοχή του. Δεν ήξερε πώς να χειριστεί τους ανθρώπους. Ούτε τη γυναίκα του. Ούτε το παιδί του.

Στο τελείωμά του είναι ο «γέρος» που προσπαθεί να σταθεί γυμνός μπροστά στις αλήθειες του, πληρώντας τις συμβατές προϋποθέσεις ενός απολογισμού ζωής στα γεράματα. Αλήθειες, ψέματα και όνειρα μέχρι το τέλος. «Θα ήθελα να πεθάνω Χριστούγεννα».

 

Πηγή: Δημόσια σελίδα ΑΠΕ