Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Για την Άννα Αχμάτοβα

Γράφει ο Παναγιώτης Μανιάτης //

Η Άννα Αχμάτοβα (1889-1966) – φιλολογικό ψευδώνυμο της ποιήτριας Άννας Αντρέγιεβνα Γκορένκο – γεννήθηκε στο Μπολσόι Φοντάν, προάστιο της ουκρανικής Οδησσού, στις 23 Ιουνίου 1889. Σπούδασε στο Νομικό Τμήμα Ανωτάτων Σπουδών για Γυναίκες στο Κίεβο και το 1910 παντρεύτηκε τον ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ. Κατά τη διάρκεια ταξιδιού τους στο Παρίσι γνώρισε το ζωγράφο Μοντιλιάνι με τον οποίο είχε ένα ειδύλλιο. Τo 1912 παρουσίασε την πρώτη συλλογή της ως Άννα Αχμάτοβα (το επώνυμο της προγιαγιάς της που είχε ταταρική καταγωγή) με τίτλο «Εσπέρα» επειδή o πατέραs της θεωρούσε ντροπή να χρησιμοποιείται το «σεβαστό» επώνυμο της οικογένειας Γκορένκο, ως υπογραφή σε ποιήματα. Το 1914 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική συλλογή της με τίτλο «Ροζάριο» και ακολούθησαν «Το λευκό κοπάδι» (1917), «Αγριοβότανο» (1921) και «Σωτήριον έτος» (1922). Τον Αύγουστο του 1918, η Αχμάτοβα πήρε διαζύγιο από τον Γκουμιλιόφ και λίγο αργότερα παντρεύτηκε τον μελετητή ασιατικών γλωσσών Βλαντιμίρ Σιλέικο αλλά και ο δεύτερος αυτός γάμος διαλύθηκε το 1921. Παντρεύτηκε για τρίτη φορά, το 1923, τον ιστορικό τέχνης Νικολάι Πούνιν.

Ποιήματά της δε δημοσιεύτηκαν από το 1925 έως το 1940, έπειτα και από κριτικές που δέχτηκε για αντισοβιετισμό, και ασχολήθηκε με τη μετάφραση. Με την έναρξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η «Πράβντα» δημοσίευσε πατριωτικά της ποιήματα, μεταπολεμικά όμως, τον Αύγουστο του 1946, της ασκήθηκε σκληρή κριτική για «ξένη προς τον σοβιετικό λαό ποίηση». Το περιοδικό «Λένινγκραντ» δημοσίευσε ένα είδος ανθολογίας με έργα που έχει γράψει από το 1909 ως το 1944. Ο Αντρέι Ζντάνοφ, μέλος του ΠΓ και υπεύθυνος πολιτιστικών, στην εισήγησή του, έκανε λόγο για μια ποίηση ατομικιστική, ποίηση μιας υστερικιάς μεγαλοκυράς που πηγαινοέρχεται ανάμεσα στο γραφειάκι της και το παρεκκλήσι, με τα ερωτικά μοτίβα να είναι ανακατεμένα με αυτά της θλίψης, της ανίας, του θανάτου, του μυστικισμού και του μοιραίου.

ahmatova2

Ο Ζντάνοφ στην ομιλία του αναφέρθηκε και στην προεπαναστική φιλολογική ομάδα των «ακμεϊστών», στην οποία άνηκε η Αχμάτοβα, λέγοντας ότι ήταν ένα ρεύμα ευγενών και αστών μέσα στη λογοτεχνία που κήρυτταν τη θεωρία της «τέχνης για την τέχνη», της «ομορφιάς για την ομορφιά» και δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτα για το λαό. Τους χαρακτήρισε ιδεολόγους των κυρίαρχων τάξεων που πάσχιζαν να αποφύγουν μια δυσάρεστη πραγματικότητα, καταφεύγοντας στα σύννεφα, στις ομίχλες του θρησκευτικού μυστικισμού, στις άθλιες προσωπικές τους συγκινήσεις και στο σκάλισμα των ταπεινών ψυχών τους. Απολογητές της κατάπτωσης, της απαισιοδοξίας, της πίστης στο υπερπέραν, με το αίσθημα του μοιραίου που είναι κατανοητό για την κοινωνική συνείδηση μιας ομάδας που σβήνει.

Το αίσθημα της μοναξιάς και της απόγνωσης, το ξένο προς τη σοβιετική λογοτεχνία, είναι το οδηγητικό νήμα όλου του «έργου» της Αχμάτοβα, παρατήρησε. Μία από τους σημαιοφόρους της άδειας ποίησης, της αριστοκρατικής ποίησης των σαλονιών, της ποίησης των δέκα χιλιάδων προνομιούχων της παλιάς Ρωσίας των ευγενών που δεν τους μένει άλλο παρά να αναστενάζουν «για τον παλιό καλό καιρό». Ένα απομεινάρι, που μέσα της συνταιριάζεται η ακολασία με την προσευχή, οι πένθιμοι τόνοι της απόγνωσης, της αγωνίας με τις μυστικιστικές ερωτοπαθείς εξάψεις. Καλόγρια ή πόρνη, ή μάλλον καλόγρια και πόρνη:

… Στ’ ορκίζομαι στον κήπο των αγγέλων

στ’ ορκίζομαι στο κόνισμα της Παναγιάς

στις φλογερές εκστάσεις που περνούσαμε τις νύχτες.

(«Άννο Ντόμινι»)

Αναρωτήθηκε τι κοινό υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτή την ποίηση και στα συμφέροντα του λαού και του κράτους, και συμπέρανε ότι δεν μπορεί να την ανέχονται οι σοβιετικοί στις σελίδες των περιοδικών τους, καθώς σπέρνει μονάχα την κατάπτωση, την απαισιοδοξία και μια τέτοια νοοτροπία έχει αρνητική επίδραση στη νεολαία. Αν είχαν το πνεύμα της ηττοπάθειας και την έλλειψη πίστης δεν θα θριάμβευαν στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο. Έτσι η Αχμάτοβα διαγράφτηκε από την Ένωση Συγγραφέων.

Το 1950, η Αχμάτοβα έγραψε στίχους για τον Στάλιν, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Ογκονιόκ υπό τον τίτλο «Από τον κύκλο “Δόξα στην Ειρήνη”», με στόχο κατά πάσα πιθανότητα την αποφυλάκιση του γιου της. Ο Λεβ, τη δεκαετία του ’30, αποπέμφθηκε από το Πανεπιστήμιο του Λένινγκραντ και φυλακίστηκε. Το «Ρέκβιεμ» {(1935-1940) πρόσθεσε στίχους μέχρι το 1961} αναφέρεται σε αυτό το γεγονός και τυπώθηκε για πρώτη φορά στα ρωσικά το 1963, στο Μόναχο, ενώ εκδόθηκε το 1987 στη Σοβιετική Ένωση. Η κατάσταση άλλαξε γι’ αυτήν με το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956. Ενδεικτικά, αποφυλακίστηκε ο γιος της και το 1957 δημοσιεύτηκε το αυτοβιογραφικό «Ποίημα δίχως Ήρωα» όπως και ένας μικρός τόμος απ’ τα ποιήματά της, ένα χρόνο αργότερα.

Πέθανε στις 5 Μαρτίου 1966, κατά σύμπτωση ακριβώς την ίδια μέρα που είχε πεθάνει ο Στάλιν το 1953. Το έργο της δημοσιεύτηκε ολόκληρο στην ΕΣΣΔ την περίοδο της «Περεστρόικα».