Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Γιώργος Σεφέρης, ας μην τον θεωρούν αποκλειστικά “δικό τους” οι αστοί

Στις 20 Σεπτεμβρίου 1971 πεθαίνει ο Γιώργος Σεφέρης, φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη. Γεννήθηκε στη Σμύρνη της Μικράς Ασίας το 1900. Ηταν γιος του διακεκριμένου καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών Στέλιου Σεφεριάδη.

Έρχεται στην Αθήνα το 1914. Το 1917 τελειώνει το πρότυπο Κλασικό Γυμνάσιο και το 1918, με το τέλος του ‘ Παγκοσμίου Πολέμου, φεύγει για το Παρίσι για νομικές σπουδές. Στα 1924. πτυχιούχος του Δικαίου πηγαίνει στο Λονδίνο για να τελειοποιηθεί στην αγγλική γλώσσα. Στα 1926 διορίζεται ακόλουθος στο υπουργείο Εξωτερικών. Σταδιοδρόμησε στο διπλωματικό κλάδο, όπου υπηρέτησε σε διάφορες χώρες και, τέλος, ως πρεσβευτής στο Λονδίνο.

Ο ποιητής μεγάλωσε μέσα σε προοδευτικό δημοκρατικό περιβάλλον. Ηταν ο πρώτος Ελληνας, που πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1963). Μετά και την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα κράτησε αρχικά στάση περιφρονητικής σιωπής, για να περάσει γρήγορα στη δημόσια καταδίκη του καθεστώτος με τη γνωστή του δήλωση το 1969.

Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται η «Στροφή», η «Στέρνα», «Μυθιστόρημα», «Τετράδια γυμνασμάτων», «Ημερολόγιο καταστρώματος (Α` , Β` και Γ` )».

«Ανήκει στην κατηγορία εκείνων των αστών διανοούμενων που ενώ έπαψαν να πιστεύουν πως ο καπιταλισμός είναι δυνατόν να βγει από την κρίση του, δεν τον εγκαταλείπουν. Ορθώνονται απέναντί του κατήγοροι, σαρκαστικοί γελοιογράφοι του. Όμως, αν και το αδιέξοδο του καπιταλισμού, το μοιραίο τέλος του δεν τους είναι υποχρεωτικό, επιμένουν να ταυτίζουν μαζί του την τύχη τους. Έτσι ο θρήνος τους καταντά κλάμα μικρού παιδιού μέσα σε σκοτεινό δωμάτιο με κλειστά τα παντζούρια των παραθύρων του. Η αντίφαση της κριτικής τους με την παθητική στάση τους την αδράνειά τους είναι ολοφάνερη. Γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι δεν κατανοούν την αντίφασή τους

(..) Ας πάψουν να τον θεωρούν αποκλειστικά “δικό τους” οι αστοί το Σεφέρη. Έχει πάει πιο πέρα από τα τελευταία αντιδικτατορικά του ποιήματα και από τη δήλωσή του εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Ασφαλώς βάδιζε ψηλαφητά αφού είχε για αποκλειστικό οδηγό την ευαισθησία του.» (Μ.Μ. Παπαϊωάννου).

Στις 22/9/1971, σε μια εκκλησία στην οδό Κυδαθηναίων χιλιάδες λαού ήτανε εκεί να τον χαιρετήσουν και να αφήσουν λουλούδια!

Η κηδεία του μετατρέπεται σε μεγάλη αντιδικτατορική διαδήλωση. Ένα πολύχρωμο ανθρώπινο ποτάμι ακολουθούσε το φέρετρο του ποιητή, οι δικτάτορες ανήσυχοι και σε πλήρη ετοιμότητα με την αστυνομία από κοντά να παρακολουθεί, τούτη την απρόοπτη και ίσως ανεξέλεγκτη κατάσταση.!

Φτάνοντας η πομπή στην στην πύλη του Ανδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του «Στο περιγιάλι το κρυφό»:

 “στο περιγιάλι το κρυφό κι άσπρο σαν περιστέρι
…διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό”…»

Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες.

«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος.

Ολοι εξάλλου θυμούνται την ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας την Παρασκευή της 28ης Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».

Ο ποιητής δεν θα ξαναγυρίσει στη σιωπή του. Λίγους μήνες αργότερα καταργείται η προληπτική λογοκρισία και δημοσιεύεται το βιβλίο «Δεκαοκτώ κείμενα», όπου εμπεριέχεται μεταξύ άλλων το ποίημα «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα», πολιτική αλληγορία για τη χούντα.

Αλλά και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας.

Διαβάστε στις σελίδες του περιοδικού: