Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δημήτρης Α. Δημητριάδης: «Στον εκτός μέτρησης χρόνο»

marakis5

Gustav Klimt: Death and Life, 1910/11, reworked c. 1916

Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //

Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης είναι ποιητής και δημοσιογράφος, μέλος του Συνδέσμου Ιστορικών Συγγραφέων και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Παρεμβάσεις του για την πολιτική και πολιτιστική πραγματικότητα έχετε διαβάσει στο περιοδικό Ατέχνως και στη στήλη των αναγνωστών.

Τα ποιήματα του που δημοσιεύουμε σήμερα μιλούν για τον φόβο, σχετικά με ό,τι έρχεται και ό,τι δεν έρχεται, για εκείνες τις κρίσιμες στιγμές που δεν έχεις τι να κάνεις αλλά χρειάζεται να δράσεις, περιπλανώμενος σε ένα εκτός μέτρησης χρόνο (στο κοινωνικό δηλαδή ή στον ιστορικό χρόνο), φιλοσοφώντας και χτίζοντας από την αρχή κάτι το διαφορετικό που η απόγνωση δεν θα έχει θέση και που οι ψίθυροι θα είναι χαμόγελα χαράς και ευτυχίας.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Στον εκτός μέτρησης χρόνο

Η ζωή μου επιτοίχια κραυγή
με τρεμάμενα γράμματα
και κόκκινο χρώμα

σκαρφαλωμένη σε πολυκατοικίες
σε μάντρες
στο αβυσσαλέο κενό

σινιάλο
μήνυμα
σε άλλη γλώσσα
στον εκτός μέτρησης χρόνο.

Φιλοσοφώντας

Είμαστε όλοι καλά Μαρία.

Κανείς δεν ξερίζωσε τα σπλάχνα του
κανείς δεν τσάκισε τη σιωπή του
ούτε πνίγηκε στο ποτάμι.

Είμαστε όλοι καλά

και μετράμε τις μέρες φιλοσοφώντας
φιλοσοφώντας
φιλοσοφώντας.

Φόβος

Φόβος για ό,τι έρχεται
για ό,τι δεν έρχεται
για τις ώρες εκείνες που ξεθωριάζουν τα λόγια
δεν ξέρεις τι να πεις και τι να κάνεις
κι όλα χάνονται και πάνε
φόβος για τον αέρα που καταπίνει σιγά σιγά τη μητρόπολη
για τις σειρήνες που λεηλατούν τη σιωπή
και τις σκιές που ροκανίζουν το βράχο
φόβος όταν αργά αργά καταπίνοντας τις ταπεινώσεις
η απόγνωση γίνεται πηγάδι βαθύ
τα χείλη ξεραίνονται
το αίμα πονά
καταρρέεις
κι ο πυρετός σε στέλνει πίσω να κοιμηθείς
φόβος μπροστά στα κέρινα πρόσωπα
στις κέρινες μάσκες
φόβος μπροστά στο μειδίαμα του κυρίου διευθυντού
στο μειδίαμα του έφορα
και στο βάραθρο στο βλέμμα του γείτονα
φόβος καθώς βγαίνεις στην επιφάνεια κάθε πρωί
παίρνεις το τραμ
και φεύγεις στον ίδιο πάντοτε δρόμο
στον ίδιο πάντοτε τρόμο
όπου οι φωνές συνωστίζονται
και τα ύφαλα τρίζουν
φόβος γιατί καίγονται οι λέξεις
καίνε κι άλλα βιβλία
κι όχι δε λέει κανείς
φόβος ακούγοντας το διάγγελμα
το παραλήρημα
τις κραυγές αυτών που βασανίζονται κι αυτών που βασανίζουν
φόβος όταν δεν μπορείς να ουρλιάξεις
κανείς δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα σου
και την κραυγή σου κανείς δεν την ακούει
φόβος για το αγκάθι
την παγίδα
την ασύμμετρη απειλή
φόβος για τις ερημιές που χυμούν
για τις σκέψεις που εκμηδενίζουν τις σκέψεις
και τα χίλια σκυλιά
που γαυγίζουν στην αυλή του γελασμένου μας κόσμου
φόβος ότι θα σπάσουν τα τοιχώματα
άγρια νερά θα μας πνίξουν
το χιόνι ράκος θα μας καλύψει
η ξηρασία θα μας τσακίσει
φόβος για το σίδερο που δε γίνεται φως
για τον θάνατο που έρχεται
που έρχεται
στις δύσκολες ώρες που μας άφησαν να πεθάνουμε.


Ο ψίθυρος δεν είναι ψίθυρος

Ποιος είπε ότι ο ψίθυρος είναι ψίθυρος;

Σ’ αυτή την άγρια ερημιά
σήμερα
παντού
ο ψίθυρος δεν είναι ψίθυρος

είναι το νερό
η ορμή του ποταμού
το υπόγειο ρεύμα

και η δίψα
η δίψα
η δίψα.


Πυρρίχιος

Μες στη σιωπή κοχλάζει ο χρόνος.

Στο άκουσμά της
αθέατα παφλάζουν οι παλίρροιες
οι ώρες περιστρέφονται διαρκώς
ξυπνούν κρυμμένοι ήλιοι

ανεξίτηλα πρόσωπα χορεύουν
στο κατώφλι της έκπληξης