Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Δυο αιώνες απ’ τη δίκη ντροπής του Γεωργίου Καραϊσκάκη στο Αιτωλικό – Γράφει ο Γιώργος Μουσγάς

Πριν 200 ακριβώς χρόνια, την 1η Απρίλη 1824, σύρθηκε στο Κριτήριο –το στρατοδικείο της εποχής- με την κατηγορία της προδοσίας ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, μια απ’ τις σπάνιες μορφές αγωνιστών της εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης του 1821, που γκρέμισε την οθωμανική φεουδαρχική κυριαρχία και οδήγησε στη συγκρότηση του αστικού ελληνικού κράτους. Τη σκευωρία οργάνωσε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, πρώτος πρόεδρος του Εκτελεστικού  -ο πρωθυπουργός δηλαδή- επειδή βρέθηκαν τεκμήρια ότι ο Καραϊσκάκης είχε μυστικές συμφωνίες με τους Τούρκους για να παραδώσει το Μεσολόγγι και τις γύρω περιοχές στον Ομέρ Βρυώνη. 

Η μαρμάρινη επιγραφή, που θυμίζει τη δίκη της ντροπής στο Αιτωλικό

Ο Καραϊσκάκης –όπως και άλλοι αγωνιστές της Επανάστασης- περιθωριοποιήθηκε απο τους πολιτικούς που ανέλαβαν τα ηνία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Έτσι ο Καραϊσκάκης αναζήτησε το παλιό αρματολίκι των Αγράφων. Τέτοιες συμφωνίες –τα περίφημα «καπάκια» όπως τα ονόμαζαν- ήταν συνηθισμένες στη Ρούμελη εκείνη την εποχή.

Ο Μαυροκορδάτος άδραξε την ευκαιρία να απαλλαγεί απ’ την ηγετική μορφή του Καραϊσκάκη και οργάνωσε τη δίκη στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό.

Ο δεσπότης που διαόλισε τον Κολοκοτρώνη!

Πρόεδρος του Κριτηρίου ήταν ο Δεσπότης Άρτας Πορφύριος, ενώ ένορκοι και δικαστές ανέλαβαν στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες της Ρούμελης, που υποστήριζαν τον Μαυροκορδάτο. Ο Πορφύριος ήταν αυτός που δέκα περίπου μήνες πριν προκάλεσε την οργή του Κολοκοτρώνη και άκουσε από τον θρυλικό Γέρο, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «…και μη μου βροντάς εμένα, παπά, το πόδι, γιατί βροντώ το σπαθί και σου κόβω το κεφάλι…». Και σε ‘κείνη την περίπτωση ο Πορφύριος λειτουργούσε ως τσιράκι του Μαυροκορδάτου.

Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (Κωνσταντινούπολη, 3.2.1791 – Αίγινα 6.8.1865), ο «τεσσερομάτης» κατά τον Καραϊσκάκη

Ο Καραϊσκάκης, κατ’ εξοχήν ειδικός στο να κερδίζει μάχες, όταν κατάλαβε ότι το δικαστήριο του Μαυροκορδάτου θα τον καταδίκαζε σε θάνατο, έψαξε και βρήκε τρόπο ν’ αναβληθεί ή δίκη του. Οπλίστηκε με τις αθυροστομίες και τις βρισιές που χρησιμοποιούσε που τις είχε σαν ψωμοτύρι τόσο για το ασκέρι του στην καθημερινότητα της κλέφτικης ζωής όσο και στον αχό της μάχης.

Και ποιός δεν ήταν αθυρόστομος στην Επανάσταση; Τότε, έτσι γινόταν ο πόλεμος: «Γ…ώ την πίστη σου μωχαμέτη» φώναζε ο ένας απ’ τη μια ράχη και ο άλλος έβριζε το γκιαούρη απ’ την απέναντι μεριά. Ο Καραϊσκάκης, ως παράτολμος, τους γύριζε και τον πισινό, όπως έκανε στο Κομπότι της Άρτας, και τους προκαλούσε να του ρίξουν.

Η ακροαματική διαδικασία

Ο ιστορικός του αγώνα Νικόλαος Κασομούλης διέσωσε την ακροαματικη διακασία της δίκης του αθυρόστομου γιού της Καλογριάς.

Έγραψε λοιπόν: «Εσυσσωρεύθη στο Αιτωλικό όλος ο στρατός. Ο Καραϊσκάκης είχε κληθεί να παρουσιαστεί στο “Κριτήριον” να δικαστεί. Όλοι οπλοφορούσαμεν.

Ο Καραϊσκάκης, υποπτεύων δολοφονίαν τινά, έπεμψεν πρωτύτερα κάμποσους εδικούς του και ευρίσκοντο μέσα, άλλοι δε τον συνώδευαν έως εις την εκκλησίαν.

Πορταίτο με την υπογραφή του Γ. Καραϊσκάκη

– Χλωμός απ’ την αρρώστια του κι’ αποστεωμένος, με βαθουλωμένα στις κόγχες μάτια του … στάθηκε στη μέση της εκκλησίας. Οι ψίθυροι σταμάτησαν, κανείς δε μιλούσε. Κάνει ένα γύρω, φιλεί τις άγιες εικόνες, λέει μια προσευχή και στέκεται μπρος στο δεσπότη.

– Την ευχή σου!

Πέστε μου ορθός θα σταθώ ή θα καθήσω;

– Κάθησε, του είπε ο δεσπότης, διότι είσαι ασθενής.

Του έφεραν και εν προσκέφαλον, διότι το έδαφος ήτον πλάκες μάρμαρα, να μη βλαφθή από το ψύχος.

– Στορνάρης Νικόλαος (Επίτροπος): Κύριοι κριταί, αν έχομεν άλλα διδόμενα θετικά να καταδικάσωμεν τον άνθρωπον, καλώς ειδέ, με λόγια οπού είπεν, είναι αληθινόν ότι ημπορεί να είπεν, και περισσότερον ίσως εις ημάς. Μ’ όλον τούτο ο Καραϊσκάκης συνηθίζει να λέγη λόγια πολλά. Τον ηξεύρομεν. Τώρα να ιδούμε αν είναι πράξεις.

– Εκοίταξεν με βλέμμα συμπαθητικόν ο Καραϊσκάκης τον Στουρνάρην.

– Γρηγόρης Λιακατάς (Στρατοδίκης): Ακόμη δεν τελείωσεν η κρίσις, κύριοι, ειδέ, έως αύριον, πόσαις μαρτυρίαις θέλουν έβγει; Πρώτη μέρα είναι αυτή.

– Επικράθη ο Καραϊσκάκης εις την ομιλίαν του Γρηγόρη.

-Καραϊσκάκης: Αν βάλετε θεμέλια εις τα λόγια μου, εκατό ζωές να έχω, δεν γλυτώνω. Πλην ποτέ έργον δεν έκαμα.

– Γαλάνης Μεγαπάνου (Επίτροπος): Βρε, ηξεύρομεν, Καραϊσκάκη, οπού λέγεις όλο λόγια μα διατί να τα λέγεις έτζι; (δηλαδή πρόστυχα)

– Καραϊσκάκης: Το έχω χούϊ, κύριε Πάνο.

– Μεγαπάνος: Μα γιατί να το έχης αυτό το χούι ενώ είσαι 50 χρονών; (42 ήταν)

– Καραϊσκάκης: Αμ’ δεν ημπορώ να το κόψω τώρα κυρ Πάνο. Κι εσύ κυρ – Πάνο, είσαι ογδόντα χρονών, μα το χούι δεν τ’ αφήνεις να γαμής –    και δεν με ακούς.

Τούτο λέγοντας ο Καραϊσκάκης, εκτύπησαν τα γέλια όλοι, και οι κριταί και ο λαός, και πήγαν πολλοί να λιποθυμίσουν, καθώς και εγώ ο ίδιος.

– Αφήσατέ το σήμερον, λέγει ο Στουρνάρης. Το καταντήσαμε Τζιορτζίνα (σκηνή γελοιώδη) το κριτήριον και ούτως διελύθησαν.

Οι υπέρ του Καραϊσκάκη άρχισαν πλέον αναφανδόν να φωνάζουν, άλλος ότι αθωώθη, άλλος ότι αποκρίθηκεν εξαίρετα και αποστόμωσεν τους κριτάς.

Άλλος εκθείαζεν το παρουσιαστικόν του, άλλος την ετοιμολογίαν του, ένας και ταις αστειότηταίς του. Άλλος φώναζεν :

– Μωρέ που ματαγίνεται άλλος τέτοιος πουτζιαράς;».

Επίβουλος της Πατρίδος και Προδότης

Η ετυμηγορία του δικαστηρίου χαρακτήριζε τον Καραϊσκάκη ως «επίβουλον της Πατρίδος και προδότην», επειδή βρέθηκαν τεκμήρια ότι είχε διαπραγματευθεί με τον τουρκαλβανό Ομέρ Βρυώνη, με σκοπό να γυρίσει στο παλιό του αξίωμα στα Άγραφα.  Ο Καραϊσκάκης «ευρέθηκε ένοχος, ωστόσο, προκειμένου να αποφευχθούν ταραχές στην πόλη, διατάχθηκε να αναχωρήσει, πράγμα που ενδέχεται να συμβεί σήμερα», έγραφε η απόφαση.

Με την απόφαση ο Καραϊσκάκης στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν».

Το καριοφίλι του ΚαραΪσκάκη

Ο Ρόντρικ Μπίτον, επίτιμος καθηγητής στην Eδρα Κοραή, Σύγχρονης Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας, στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου σε ανάλυσή του (δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 25.3.2021) εξηγεί: «Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης δεν είχε φερθεί “πατριωτικά” – αλλά τέτοιες πράξεις συμφιλίωσης με τον εχθρό ήταν καθημερινές στις συνθήκες της Ρούμελης εκείνη την εποχή. Αφού δεν κατάφερε ο Καραϊσκάκης να γυρίσει στα Άγραφα υπό την προστασία των Ελλήνων, θα γύριζε υπό την προστασία των Οθωμανών· έτσι ήταν. Το ονόμαζαν “καπάκι”».

Και ο Ρόντρικ Μπίτον διευκρινίζει: «Η πράξη του Καραϊσκάκη, το γνωστό “καπάκι”, ακόμα και η σχετικά επίσημη λέξη “επιβουλή”, μεταμορφώθηκε σε “εσχάτη προδοσία”. Και με τον τρόπο αυτό ο πιο χαρισματικός οπλαρχηγός της Δυτικής Στερεάς εξορίζεται (προσωρινά, όπως θα αποδείξουν τα πράγματα) από την “πατρίδα”. Ουσιαστικά ντροπιάζεται, με αποτέλεσμα κανένας άλλος οπλαρχηγός της περιοχής να μη σκεφτεί να στασιάσει εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης».

Κατηγορία για το κούτελο του Μαυροδοκορδάτου!

Στην ιστορία πέρασε ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε στην καταδίκη του ο ίδιος ο Καραϊσκάκης. Φεύγοντας στις 3 Μαΐου 1824 από το Αιτωλικό θέλησε να πει μια κουβέντα πρόσωπο με πρόσωπο στον κατήγορό του. Χαρακτηριστικά του είπε: «Ο ρε Μαυροκορδάτε εσύ με έγραψες σε ένα χαρτί την κατηγορία, αλλά εγώ θα στη γράψω εδώ, στο κούτελο». Ο Μαυροκορδάτος αναστατώθηκε και φοβισμένος μπήκε στο σπίτι του.

Τελικά μπρος στον κίνδυνο να χαθεί η επανάσταση ο Καραϊσκάκης μετά από τρεις εβδομάδες ζήτησε εγγράφως συγγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.

Στη συνέχεια διατάχθηκε να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά. Η περιοχή των Αγράφων χωρίστηκε σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Γιαννάκη Ράγκο, που ήταν συνεργάτης του Μαυροκορδάτου.  Ο Καραϊσκάκης είχε μακροχρόνια κόντρα από την εποχή που ο Ράγκος ήταν γραμματικός του περίφημου Βεληγκέκα, πρωτοπαλίκαρου του Αλή πασά, που σκότωσε τελικά ο Καραϊσκάκης. Απο τότε δεν σταμάτησαν να συναγωνίζονται για την κυριαρχία του αρματολικιού των Αγράφων.

Διορατικότητα 193 χρόνων!

Η στρατιωτική διορατικότητα του Καραϊσκάκη φάνηκε στην εκστρατεία στην Ήπειρο με επικεφαλής τον ίδιο το Μαυροκορδάτο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως πρόεδρος του Εκτελεστικού «ήρχισε τον ανταγωνισμό προς τον Δ. Υψηλάντη, τον οποίον ήθελε να υπερτερήση και ως στρατιωτικόν».

Η μάχη του Πέτα

Η επιχείρηση του Μαυροκορδάτου κατάληξε στην πανωλεθρία της μάχης του Πέτα (4 Ιουλίου 1822), όπου σφαγιάστηκαν οι φιλέλληνες και πολλοί Έλληνες.  Οι λίγοι επιζήσαντες φιλέλληνες με επικεφαλής τον γενναίο στρατηγό Νόρμαν επέστρεψαν κακήν κακώς στο στρατόπεδο. Παρουσιάστηκε στον Μαυροκορδάτο και του ανέφερε τα εξής: «Τα χάσαμε όλα, Υψηλότατε, εκτός απ’ την τιμή μας!»

Οι Φιλέλληνες αξιωματικοί θέλησαν να αποδώσουν την ήττα τους στη φυγή των άτακτων ελληνικών ομάδων από το πεδίο της μάχης, κάτι που επέτρεψε στην Τουρκική πλευρά να περικυκλώσει το Τάγμα των Φιλελλήνων και το Σύνταγμα Ταρέλα, τις μονάδες, δηλαδή, που είχαν παραμείνει παρατεταγμένες στις θέσεις τους. Το κύριο αίτιο της ήττας ήταν η λάθος τακτική:  Οι δύο στρατοί ήταν διαφορετικής νοοτροπίας και δεν μπορούσαν να συνεργαστούν. Ο άτακτες ελληνικές μονάδες από τη μια και το Τάγμα των Φιλελλήνων με το Σύνταγμα Ταρέλα από την άλλη.

Ένα άλλο λάθος που έκρινε την τύχη της μάχης, λέγεται πως ήταν ο τρόπος που πολεμούσαν οι Ευρωπαίοι. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί συμβούλεψαν τους Φιλέλληνες να κάνουν ταμπούρια (οχυρώματα) και αυτοί απάντησαν πως «έχουν τα στήθη τους για ταμπούρια και πως ξέρουν και αυτοί να πολεμούν». Έτσι πολλοί οπλαρχηγοί αποχώρησαν από το Πέτα, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και ο Κολοκοτρώνης.

Πρίν την αναμέτρηση στο Πέτα ο Καραϊσκάκης, που ήταν άρρωστος, συναντήθηκε με το Ν. Μπότσαρη και το Στορνάρη, από όπου διασώθηκε ο παρακάτω διάλογος.

«-Καραϊσκάκης: Καπιταναίοι, εκστρατεύετε· δεν σας ερωτώ δια πού έχετε να εκστρατεύετε.

-Καπεταναίοι: Και ημείς δεν ηξεύρομεν, είπον, πηγαίνομεν εις τον μαχαλάν και όπου μας διορίσει η Κυβέρνησις, εκεί θέλει εκστρατεύσωμεν.

-Καραϊσκάκης: Ποια κυβέρνηση καπιταν-Νότη (σ.σ. Νότης Μπότσαρης); Το τζιογλάνι του Ρείζ-εφέντη, ο τεσσερομάτης; (Έτσι αποκαλούσε τον Μαυροκορδάτο επειδή φορούσε γυαλιά).

Ποιοι τον έκαμαν Κυβέρνηση; Εγώ κι άλλοι δεν τον γνωρίζομεν!  Ή σύναξεν δέκα ανόητους και τον υπέγραψαν δια τας ιδιοτέλειας των; Ιδού ποιοι τον υπέγραψαν:

Πρώτον εσύ, όπου όλα τα πράγματα θέλεις να έρχονται με το ζουρνά, ο Σκαλτζάς, όπου δεν είναι άλλο παρά καμπάνα μπαγκ – μπαγκ, ό Μακρής ό μακρολαίμης όπου μόνον το κεφάλι ηξεύρει να ταράζη, ο Μήτζιος Κοντογιάννης, η πουτάνα, όπου αν ήταν γυναίκα, δεν εχόρταινεν μέ 80.000 φορές την ώραν, ο ξυνόγαλος Γιώργος Τσιόγκας, όπου στραβώνει τα χείλια του με το τζιμπούκι και δεν ηξεύρει τι του γίνεται και ο αδελφός μου ο Στορνάρης, ο ψεύτης. Δεν τον υπέγραψεν ο μπούτζος μου και να ιδώ την εκστρατείαν σας!  Δια την Άρταν εκστρατεύετε…Πηγαίνετε και εγώ το ντουφέκι σας το βάνω από τις πλάτες. Σας γάμησα τα κέρατα και θα σας γαμήσω και πάλι!»

Η ήττα στο Πέτα αποδόθηκε σε αβλεψία ή και προδοσία του οπλαρχηγού Γώγου Μπακόλα, από τη Σκουληκαριά Άρτας, που ήταν και πρώτος εξάδελφος της μάνας του Καραϊσκάκη.

Γεώργιος «Γώγος» Μπακόλας (1751-1823)

Ο Μπακόλας, όταν πληροφορήθηκε τις κατηγορίες εναντίον του, συναντήθηκε με τον Μαυροκορδάτο, ο οποίος τον έκρινε αθώο. Άλλωστε και η δίκη που πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά τον αθώωσε. Ο Μπακόλας όμως, έχοντας υποστεί τις αμφισβητήσεις και την περιφρόνηση από τους συντρόφους του, απομονώθηκε για ένα διάστημα και τελικά στράφηκε προς τους Τούρκους και μέχρι το τέλος του Αγώνα δεν επέστρεψε στο ελληνικό στρατόπεδο.

Στις 11 Οχτώβρη 2015 η Αδελφότητα Σκουληκαριτών Άρτας και η Ομοσπονδίας Ραδοβιζινών Άρτας υπό την αιγίδα της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας διοργάνωσαν στην στη Παλαιά Βουλή εκδήλωση με την επιστημονική επιμέλεια του ιστορικού φιλόλογου και συγγραφέα Λευτέρη Παπακώστα με θέμα: «Γώγος Μπακόλας. Η αποκατάσταση ενός ήρωα 193 χρόνια μετά».

Στόχος της εκδήλωσης ήταν η διερεύνηση της ιστορικής δράσης του Γώγου Μπακόλα και η μελέτη των πηγών της Ιστορίας (επίσημων εγγράφων, αλληλογραφίας, απομνημονευμάτων, ιστορικών κειμένων, κ.λ.π.), διά των οποίων διακριβώνεται ο ακριβής ρόλος του συγκεκριμένου προσώπου στη μάχη του Πέτα, στις 4 Ιουλίου 1822 και η αμφισβήτηση της βαριάς κατηγορίας ως «Μηδίσαντος» του σπουδαίου Ηπειρώτη οπλαρχηγού.

Σε εκείνη την ημερίδα ο Λευτέρης Σταμάτης, Αντιστράτηγος ε. α.- Διοικητής Στρατιάς. ανέλυσε τη μάχη στον Πέτα με τους πραγματικούς στρατιωτικούς συσχετισμούς και όρους της, τότε, εποχής. Το συμπέρασμά του το συνόψισε ως  εξής: «Ήταν μια σύγκρουση που έπρεπε να είχε αποφευχθεί».

Ο Καραϊσκάκης, δηλαδή, έδειξε διορατικότητα 193 χρόνων!

Μια μαρτυρία για τη γενέτειρα

Ο Γ. Καραϊσκάκης γενήθηκε το 1782. Τον διεκδικούν η Σκουληκαριά Άρτας και το Μαυρομάτι Καρδίτσας.

Ο Κωνσταντίνος Στούμπος γεννήθηκε το 1882 στη Σκουληκαριά Άρτας και υπηρέτησε ως δάσκαλος στο χωριό του από το 1910-1923. Σε ηλικία 80 χρονών αφηγήθηκε όσα ήξερε για το Γεώργιο Καραϊσκάκη στο Νικόλαο Ε. Ντασκαγιάννη, ο οποίος τα περιέλαβε στο βιβλίο του «Καραϊσκάκης, γενέτειρα: Αλήθεια και ψέμα», που εκδόθηκε το 2002. Ο Κ. Στούμπος είπε : «Γεγονός αναμφισβήτητον είναι, ότι οι γονείς του ήρωος κατήγοντο εκ της κοινότητός μας, και αυτοί ήσαν ο Νικόλαος Πλακιάς και η Ζωίτσα Ντιμισκή. Η γέννησις του Γ. Καραϊσκάκη έγινε εις το προ του Ιερού Ναού “Κοίμησις της Θεοτόκου” κελλίον, το οποίον, σώζεται σήμερον. Εκεί υπό τας εντολάς του δραστηρίου ηγουμένου Καλλινίκου υπηρέτησεν η Ζωίτσα, η μετονομασθείσα Διαμαντώ, η οποία παρανόμως συνέλαβε το τέκνον από τον Τσαούσην Νικόλαον Πλακιά. Όσον επροχώρει η εγκυμοσύνη και εις τον όγδοον μήνα, ο ηγούμενος έθεσε υπό περιορισμόν την Ζωίτσα εις το υπόγειον του κελλιού, όπου την επίβλεψην μιας καλόγραιας και μιας θείας της, από την Φλωριάδα, εγέννησεν τον ήρωα Γ. Καραϊσκάκην. Δια να αποφύγει την εξόντωσιν της Ζωίτσας και του παιδιού από τους τραχείς κλέφτας, αδελφούς της, την εφυγάδευσε εις Μαυρομάτιον Καρδίτσας ο ηγούμενος Καλλίνικος. Εκεί εις το μοναστήριον του Αγίου Γεωργίου, εβαπτίσθει το παιδί και έλαβε το όνομα Γεώργιος. Καθ’ ον χρόνον εκρύβετο η Ζωίτσα εις Μαυρομάτιον, εγένετο εδώ αλληλοσκοτωμός μεταξύ Πλακαίων και Ντιμισκαίων. Εκεί εφονεύθει ο πατήρ του Γ. Καραϊσκάκη Νικόλαος Πλακιάς εις την θέσιν “Πούρνος” κοντά στα καλύβια των Ντιμισκαίων και εν συνέχεια εφονεύθησαν, υπό των Πλακαίων, και οι δύο αδελφοί Ντιμισκαίοι.

Μετά πάροδον τεσσάρων ετών, η Ζωίτσα με το παιδί της, έφυγεν από το Μαυρομάτι και εγκατεστάθη εις το αρχοντικόν του Ίσκου, εις Τούνιτσαν Βάλτου. Εκεί διέμεινεν, περί τα οχτώ, αν δεν απατώμαι, έτη. Το παιδί εκεί το φώναζαν: “Ο Γιώργος του Ίσκου”. Όταν εδώ στη Σκουληκαριά οι συγχωριανοί μας το εφώναζαν: “Ισκάκη”, επειδή ήτο κράσις αδύνατος. Όταν μετέφερε νερό εις το Καρακόλι του Άη Λιά, στο Γαύρογο, οι Τούρκοι, επειδή το παιδί ήταν μαυριδελό το εφώναζαν εμπαικτικά: “Καραϊσκάκη”. Αυτό το επώνυμον έμεινε στο παιδί για όλη του την ζωήν».

Αναπάντητα ερωτήματα για το θάνατο του Γ. Καραϊσκάκη

Ένα από τα σκοτεινότερα και τραγικότερα γεγονότα της Επανάστασης του 1821 είναι αναμφίβολα ο -τουλάχιστον περίεργος και ανεξήγητος κατά πολλούς – θάνατος του Γεώργιου Καραϊσκάκη. Για πολλούς, έπεσε στο πεδίο της μάχης από εχθρικά πυρά και για άλλους, από Έλληνες που ενεργούσαν για λογαριασμό των αντιπάλων του.

Το στρατόπεδο του Καραϊσκάκη στην Καστέλλα, Θεόδωρος Βρυζάκης (1855)

Ο ήρωας πέθανε ανήμερα της γιορτής του στις 23 Απριλίου του 1827 και θάφτηκε όπως επιθυμούσε στον Άγιο Δημήτριο Σαλαμίνας. Λίγο νωρίτερα, είχε πληροφορηθεί τον θάνατο της γυναίκας του της Γκόλφως και πολλοί φοβήθηκαν ότι θα εγκατέλειπε την πολιορκία. Ο Καραϊσκάκης έγραψε ένα γράμμα στην κυβέρνηση που έλεγε ότι δεν θα εγκατέλειπε τον αγώνα παρότι το χρέος του τον προσκαλούσε να πάει κοντά στα παιδιά του. Δεν έμεινε, όμως, για πολύ καιρό ζωντανός.

Ο Κολοκοτρώνης, που τον αγαπούσε σαν παιδί του, τον είχε προειδοποιήσει να φυλάγεται και να μη διακινδυνεύει τη ζωή του σε ασήμαντες αψιμαχίες, διότι ήταν ηγέτης και από αυτόν εξαρτιόνταν το ασκέρι του και ο αγώνας. Δυστυχώς ο ήρωας διάβασε το γράμμα του Γέρου όταν ξεψυχούσε.

Ο Καραϊσκάκης ετάφη στη Σαλαμίνα και επί Όθωνα τα οστά του μεταφέρθηκαν σε μνημείο στο Νέο Φάληρο κατ΄εντολή του βασιλιά. Όμως, τα οστά του χάθηκαν και σήμερα δεν γνωρίζει κανείς που βρίσκονται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι χάθηκαν από το μνημείο κατά τη διάρκεια της χούντας, όταν ένα συνεργείο πήγε να κάνει ανακαίνιση στο μνημείο του Φαλήρου. Οι εργάτες δεν ήξεραν περί τίνος πρόκειται και, σύμφωνα με αυτή τη εκδοχή πέταξαν τα οστά στη θάλασσα.

(Μια αξιόλογη συνόψιση των απόψεων για το θάνατο του Καραϊσκάκη υπάρχει ΕΔΩ)

Επίσης χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία από τις εκπομπές «Μηχανή του Χρόνου» του Χρήστου Βασιλόπουλου για τον Γ. Καραϊσκάκη).

Η επιστολή του Γεωργίου Καραϊσκάκη «Πρός τον Μεχμέτ Ρεσέτ Πασά, Κιουταχή, εις Αθήνας». Την ζωντάνεψε με στίχους ο Νίκος Καλογερόπουλος, που τραγούδησε  ο Βασίλης Παπακωνστίνου, σκιαγραφώντας, ταυτόχρονα, και την προσωπικότητα του Γ. Καραϊσκάκη (Δείτε ΕΔΩ)