Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΕΦΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΟΥΒΙΑΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)

Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //

Μια ζωή γεμάτη αγώνα

Ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι γεννήθηκε στο νότιο Περού, το 1894, από πατέρα ισπανικής και μητέρα ινδιάνικης καταγωγής. Από τα 13 του χρόνια πιάνει δουλειά κάνοντας διάφορα θελήματα στην εφημερίδα «Λα Πρένσα». Μαθαίνει την τέχνη του λινοτύπη και του στοιχειοθέτη, αλλά από τα 17 του χρόνια κιόλας αρχίζει να δημοσιεύει διάφορα άρθρα, καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά. Προσανατολίζεται όλο και πιο αριστερά, έρχεται το 1919 σε ρήξη με τη δικτατορία του Λεγκία και αναγκάζεται να πάει στην Ευρώπη όπου αρθρογραφεί ως ανταποκριτής της περουβιανής εφημερίδας «Ελ Τιέμπο». Εκεί έρχεται σε επαφή με την επαναστατική διανόηση της εποχής. Το 1923 επιστρέφει στο Περού, διδάσκει στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο και αρχίζει να συνεργάζεται με το περιοδικό «Κλαριδάδ». Το 1924 παθαίνει μια σοβαρή κρίση υγείας και χάνει το ήδη από νεαρή ηλικία τραυματισμένο δεξί του πόδι. Συνεχίζει όμως την πλούσια συγγραφική δραστηριότητά του (το δημοσιευμένο έργο του καταλαμβάνει 20 τόμους) ιδρύοντας την επιθεώρηση «Αμάουτα», βήμα για συζητήσεις για ιδεολογία, τέχνη και πολιτισμό που ξεπερνούσε τα σύνορα του Περού και είχε εμβέλεια σε όλη τη Λατινική Αμερική. Το 1928 έλαβε μέρος στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Περού που μετεξελίχθηκε στο κομμουνιστικό κόμμα της χώρας και στο οποίο εκλέχθηκε στη θέση του γενικού γραμματέα. Επίσης συμμετείχε λίγο αργότερα στην ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών του Περού και έγινε μέλος του Γενικού Συμβουλίου της Αντιιμπεριαλιστικής Ένωσης, παραρτήματος της Τρίτης Διεθνούς.

Πολιτική σκέψη και επανάσταση

Ο Μαριάτεγκι στα γραπτά του δεν φοβάται να βλέπει στα μάτια τη δυσάρεστη νοτιαμερικανική πραγματικότητα. Ο πόνος του για το σφαγιασμό του λαού της μητέρας του (των Ίνκα) είναι διάχυτος, αλλά διαπιστώνει ψύχραιμα το τέλμα της Λατινικής Αμερικής σε αντίθεση με την καπιταλιστική ανάπτυξη της Βόρειας Αμερικής – όπως είδαμε στο πρώτο μέρος – της οποίας την ιστορική αναγκαιότητα αναγνωρίζει εντοπίζοντας και τις αιτίες της επικράτησης τελικά στη Νότια Αμερική κυρίως των αναπτυγμένων βορειοδυτικών δυνάμεων και των ΗΠΑ μέσα από τα οικονομικά, νομισματικά συστήματά τους. Βεβαίως, καταθέτει τους προβληματισμούς του για τις δυνατότητες και τους τρόπους να ακολουθήσει το Περού σοσιαλιστικό δρόμο κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις και με αυτά τα ιστορικά δεδομένα. Σήμερα, 86 χρόνια μετά το θάνατο του Μαριάτεγκι, έχουμε υπόψη μας 86 χρόνια ιστορικής εμπειρίας παραπάνω και πρέπει να κρίνουμε το έργο του Μαριάτεγκι στην εποχή του. Τα θέματα των δοκιμίων πιάνουν ένα ευρύ φάσμα της περουβιανής πραγματικότητας. Το πρώτο είναι ένα διάγραμμα της οικονομίας του Περού ξεκινώντας από την αποικιακή οικονομία. Στο κεφάλαιο Οι οικονομικές βάσεις της Δημοκρατίας ο συγγραφέας κάνει μια φιλόδοξη προσπάθεια να τοποθετήσει σε ιστορική υλιστική βάση τα πεπραγμένα στη χώρα του και φανταζόμαστε την εξέλιξή του ως ερευνητής, αν θα είχε ζήσει περισσότερα χρόνια. Η ανεξαρτησία είναι ένα θέμα που καίει όλο τον πρώην (και νυν με άλλο τρόπο) αποικιοκρατούμενο κόσμο. Ο καπιταλισμός νομοτελειακά χρειάστηκε την εξάπλωσή του στα πέρατα της γης: «Από τη σκοπιά της παγκόσμιας ιστορίας, η ανεξαρτησία των κρατών της Λατινικής Αμερικής φαίνεται να γεννιέται από την ανάγκη ανάπτυξης του δυτικού πολιτισμού ή, πιο σωστά, από την ανάγκη ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος της Δύσης» (σελ. 39). Ενώ η Κονκίστα (Κατάκτηση) δημιούργησε τη βάση της αποικιακής οικονομίας, κατά Μαριάτεγκι στη μαρξιστική προσπάθειά του να θεμελιώσει την ιστορία του Περού μέσα από τη μελέτη της οικονομίας, η Ανεξαρτησία με τις επαναστάσεις της μπολιάστηκε από ευρωπαϊκές ιδέες: «Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και του Συντάγματος των ΗΠΑ συνάντησαν ένα ευνοϊκό κλίμα διάδοσης στη Λατινική Αμερική, επειδή εκεί υπήρχε κιόλας, έστω και σε πρωτόλεια κατάσταση, μια αστική τάξη, η οποία, ως συνέπεια των οικονομικών συμφερόντων και αναγκών της, μπορούσε και έπρεπε να μπολιαστεί από την επαναστατική διάθεση της ευρωπαϊκής μπουρζουαζίας. Η ανεξαρτησία των κρατών της Νότιας Αμερικής δεν θα είχε πραγματοποιηθεί, ασφαλώς, χωρίς την ύπαρξη μιας ηρωικής γενιάς, ευαίσθητης στα γεγονότα της εποχής της, με την ικανότητα και τη θέληση να εμφυσήσει και να ξεκινήσει σ’ αυτούς τους λαούς μια πραγματική επανάσταση. Η Ανεξαρτησία, από αυτήν την άποψη, παρουσιάζεται σαν μια ρομαντική επιχείρηση. Αυτό όμως δεν έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική υφή της επανάστασης. Οι αρχηγοί, οι πρωτεργάτες, οι ιδεολόγοι αυτής της επανάστασης δεν υπηρξαν πριν ούτε και ήταν τότε ανώτεροι των προϋποθέσεων και οικονομικών αιτιάσεων αυτού του γεγονότος. Το διανοητικό και συναισθηματικό γεγονός δεν προϋπήρξε του οικονομικού γεγονότος» (σελ. 38/39).

Εφ’ όλης της ύλης

Δεν είναι εύκολο στη συντομία εφτά δοκιμίων να καλύψεις μια μεγάλη και πολυσύνθετη πραγματικότητα. Παρ’ όλες τις κάποιες ανακρίβειες στην ανάπτυξη των θεμάτων – η θεώρηση του Μαριάτεγκι σχετικά με «τον κομμουνισμό των  Ίνκα» δεν είναι απαλλαγμένη από στοιχεία νοσταλγικού ουτοπισμού- τα δοκίμια αποτελούν μια πολύ σημαντική αν όχι και μοναδική συμβολή στην ταξική ανάλυση της περουβιανής πραγματικότητας. Η πολιτική σκέψη του Μαριάτεγκι επηρέασε επαναστάσεις, όπως αυτές της Κούβας και της Νικαράγουας. Στη σύντομη και μαρτυρική ζωή του ανάπτυξε μια εντυπωσιακή πρακτική και θεωρητική δραστηριότητα. Στο έβδομο δοκίμιο καταπιάνεται με τη λογοτεχνία του Περού καταθέτοντας μια μαρτυρία αυτού που ονομάζει «διαδικασία (processo) της λογοτεχνίας». Θέλει και πάλι να κάνει μια αντικειμενική κριτική, να μην υπερασπίζεται μονάχα, αλλά και να κατηγορεί: «…τίποτα δεν μου είναι πιο αντίθετο από την εικονοκλαστική και καθαρά διαλυτική στάση του μποέμ, αλλά η αποστολή μου απέναντι στο παρελθόν είναι μάλλον να ψηφίσω κατά. Δεν αυτοεξαιρούμαι στο να την επιτελέσω, ούτε δικαιολογούμαι για τη μεροληψία της» (σελ. 255) αποκαλώντας τον εαυτό του «αυτόπτη μάρτυρα». Ξεκινώντας από τη λογοτεχνία της αποικίας και προχωρώντας στη λογοτεχνία της «επιζώσας αποικιοκρατίας» διαπιστώνει ότι: Η λογοτεχνία μας δεν παύει να είναι ισπανική όταν ανακηρύσσεται η Δημοκρατία. Εξακολουθεί να είναι για πολλά χρόνια, είτε έτσι είτε αλλιώς, ένας νυσταλέος αντίλαλος του κλασικισμού ή του ρομαντισμού της μητρόπολης. Εν τοιαύτη περιπτώσει, πρέπει να την αποκαλέσουμε για πάρα πολλά χρόνια, αν όχι ισπανική, λογοτεχνία αποικιακή» (σελ. 262/263) θίγοντας το οδυνηρό θέμα της δύσκολης γέννησης της ανεξαρτησίας στο επίπεδο του κοινωνικού πνευματικού εποικοδομήματος. Την ίδια πάλη για αποκηδεμόνευση από τα ευρωπαϊκά πρότυπα μπορούμε να παρακολουθήσουμε μέχρι και τις μέρες μας στον πρώην αποικιοκρατούμενο κόσμο. Το Περού, πάντως, έχει αναδείξει πολύ σημαντικούς συγγραφείς και πνευματικούς ανθρώπους με παγκόσμια εμβέλεια και αναγνώριση. Στα κεφάλαια που ακολουθούν σ’ αυτό το κατά πολύ μεγαλύτερο δοκίμιο ο Μαριάτεγκι πραγματεύεται όχι μόνο τα ρεύματα της εποχής του, αλλά και σταχυολογεί και αναλύει κάποιους συγγραφείς, ανάμεσα στους οποίους ο ιδεολογικά ξεκάθαρος Σέζαρ Βαγιέχο.

Η μεροληψία είναι αλλού

Δεν μπορούμε να μην κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις για τα δύο άρθρα που πλαισιώνουν τα δοκίμια: τον πρόλογο και το επίμετρο. Με τον πρόλογο του μεταφραστή έχουμε κάποιες διαφωνίες, ωστόσο σεβόμαστε τις απόψεις. Στο επίμετρο με τίτλο «Μαρξισμός και ρομαντισμός στον Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι» του Michael Löwy ο γράφων δεν ξεφεύγει από την τάση να «συμπιέσει» τον Μαριάτεγκι στο δικό του ιδεολογικό σχήμα με τις γνωστές μπηχτές για «σταλινικούς ορθόδοξους» που του έκαναν κριτική, καθώς και υποτιθέμενες «συγγένειες» του «αιρετικού μαρξισμού» του Μαριάτεγκι με εκπροσώπους του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού».

Τίποτα το αιρετικό δεν διαπιστώσαμε στη σκέψη του Μαριάτεγκι. Είναι μια έντιμη φωνή από το βάθος της σπαραγμένης νοτιαμερικανικής πραγματικότητας με όλα τα υπέρ και τα κατά και έτσι πρέπει να κρίνεται λαμβάνοντας υπόψη το συγκεκριμένο ιστορικό, γεωγραφικό και οικονομικό-κοινωνικό περιβάλλον. Μη θέλοντας να πέσουμε στην παγίδα της διελκυστίνδας γύρω από μαρξιστικά σκεπτόμενους που επιχειρείται απο διάφορους, οι οποίοι θέλουν να «τραβήξουν» με το ιδεολογικό μέρος τους τις μεγάλες προσωπικότητες και να τους «προστατέψουν» ενδεχομένως από τον τον ίδιο τους τον (κομμουνιστικό) εαυτό, θα λέγαμε να διαβαστούν τα ίδια τα δοκίμια και ο αναγνώστης να κρίνει τον Μαριάτεγκι μόνος του και οχι «καθοδηγούμενος».

Το Α΄ ΜΕΡΟΣ εδώ