Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Ηθικός πανικός” και μιντιακές αναπαραστάσεις στην Ελλάδα της κρίσης

Γράφει η Βασιλική Παπαγεωργίου //
Εθνολόγος-Κοινωνική Ανθρωπολόγος, Δρ
Εργασιακή Σύμβουλος Ανέργων, ΟΑΕΔ

Στην ταινία της Φίνος Φιλμ, “Νόμος 4000”, ένας νεαρός συλλαμβάνεται και ακολουθεί η δημόσια διαπόμπευσή του σύμφωνα με τον περίφημο νόμο περί “τεντιμποϊσμού” που άρχισε να εφαρμόζεται το 1958: αφού τον κουρέψουν γουλί, του περάσουν χειροπέδες και του φορέσουν μια πινακίδα που γράφει “είμαι τεντιμπόης”, τον περιφέρουν στους δρόμους ως θέαμα, όπου λοιδορείται από το πλήθος.

Ο νόμος 4000 είναι το αποτέλεσμα της επιβολής του κοινωνικού ελέγχου απέναντι σε κάτι εν δυνάμει απειλητικό και επικίνδυνο για το κοινωνικό σύνολο, όπως ήταν η απείθαρχη νεολαία, οι λεγόμενοι “τεντιμπόηδες”, στιγματισμένοι για την υποτιθέμενα αναιδή και προκλητική συμπεριφορά τους στην Ελλάδα της εποχής εκείνων των δεκαετιών, μετά περίπου από το 1950 (άλλωστε ο νόμος διατηρήθηκε ως τις αρχές της δεκαετίας του 80).

Το πλαίσιο μιας τέτοιας κατάστασης έχει περιγραφεί ως “ηθικός πανικός” (moral panic)* την ίδια περίοδο από τον θεωρητικό της εγκληματολογίας Stanley Cohen. Με το ιδιαίτερα επιδραστικό έργο του Folk Devils and Moral Panics (1972) εισηγήθηκε τον όρο στην ανάλυσή του για τις νεανικές υποκουλτούρες στη Μ. Βρετανία της δεκαετίας του 60, και τον τρόπο που η προβολή τους στα μέσα δημιουργούσε στο κοινό το αίσθημα μιας κατάστασης εκτός ελέγχου, που συνιστά ένα μείζον κοινωνικό πρόβλημα. Έκτοτε έχει χρησιμοποιηθεί σε πληθώρα αναλύσεων στην εγκληματολογία, την κοινωνιολογία, τις πολιτισμικές σπουδές, τις σπουδές μέσων κι επικοινωνίας. Πιο κοντά επίσης στην ιδεολογική λειτουργία του “ηθικού πανικού”, με την επιβολή συναίνεσης στον κοινωνικό έλεγχο, βρίσκεται η οικειοποίηση και επεξεργασία του “ηθικού πανικού” από τον μαρξιστή θεωρητικό της Σχολής του Μπέρμινγχαμ, Stuart Hall, στο σημαντικό έργο του Policing the Crisis: Mugging, the State and Law and Order (1978).

Κάποιες από τις πιο προβεβλημένες περιπτώσεις των τελευταίων ετών, ακραίων εγκλημάτων στα ελληνικά μίντια, θα μπορούσαν να προσεγγιστούν μέσα από το αναλυτικό πρίσμα του “ηθικού πανικού”, συμπεριλαμβανομένων αυτών της παιδοκτονίας/ βρεφοκτονίας.

Ως “ηθικός πανικός” ορίζεται η μετάδοση ενός υπερβολικού και παράλογου φόβου απέναντι σε μια κατάσταση, πρόσωπο ή ομάδα, που προβάλλεται από τα ΜΜΕ και άλλους εμπλεκόμενους δρώντες ως απειλή για τις κοινωνικές και ηθικές αξίες και την συνοχή μιας κοινότητας/κοινωνικής ομάδας, ενώ δημιουργεί συνθήκες εντατικοποίησης του κοινωνικού ελέγχου μεταξύ άλλων πιθανών αντιδράσεων που πυροδοτούνται.

Η προσέγγιση του “ηθικού πανικού” δίνει έμφαση όχι τόσο στο ίδιο το γεγονός, όσο κυρίως, στον διαμεσολαβημένο μιντιακά αντίκτυπό του και στο πώς οι μιντιακές αναπαραστάσεις διογκώνουν υπερβολικά διαστάσεις τής ενδεχόμενης απειλής από άτομα ή ομάδες, προκαλώντας φόβο και, γενικά, αισθήματα αποστροφής στο κοινωνικό σύνολο. Αποτελεί, ως εκ τούτου, μια χρήσιμη αναλυτική έννοια για να προσεγγίσουμε την γνωστή ως “υπόθεση της Πάτρας”, με την κατηγορούμενη νεαρή γυναίκα για την εκ προθέσεως δολοφονία του ενός εκ των τριών, ή, πιθανώς, και των τριών κοριτσιών της, που περίπου από διμήνου βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας.

Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για την κατασκευή στη δημόσια σφαίρα ενός εγκλήματος ως “ειδεχθούς” και “αποτρόπαιου”, ακριβώς επειδή αφορά σε παιδοκτονία. Αγγίζει δηλαδή το βασικό αξιακό κώδικα και τη διαπολιτισμική αρχή της μητρικής αγάπης και αφοσίωσης, την ιερότητα του δεσμού μητέρας -παιδιού. Ένα έγκλημα που διαπράττει η μητέρα με θύμα το ίδιο το παιδί της παραβιάζει και ακυρώνει θεμελιακές πίστεις του κοινωνικού σώματος.

Αυτό είναι, σε αδρές γραμμές, το πολιτισμικό υπόβαθρο του ζητήματος, που συνδέεται με τη δημιουργία κλίματος “ηθικού πανικού”. Στη συνέχεια θα δώσω συνοπτικά το περίγραμμα του τρόπου με τον οποίο κατασκευάζεται αυτή η κοινωνικοπολιτισμική συνθήκη, σε ένα σύνθετο μιντιακό πλαίσιο, που περιλαμβάνει τόσο τον έντυπο όσο και τον ηλεκτρονικό τύπο, ακόμη, δε, και τα social media, τα οποία επιταχύνουν και πολλαπλασιάζουν τον αντίκτυπο, δημιουργώντας συνθήκες για τη μαζική κουλτούρα πολύ πιο παραγωγικές απ’ ό,τι τις προγενέστερες δεκαετίες.

Κατά πρώτον, η επαναλαμβανόμενη, εκτός ορίων, σε πρώτη προτεραιότητα αναφορά στο θέμα, με τη χρήση στερεοτυπικών λέξεων και εκφράσεων, συχνά δε παραπλανητικών, («συγκλονίζει ο/η…», «ύποπτες αναρτήσεις στο facebook…», «σοκ προκαλούν οι νέες αποκαλύψεις…»), αγοραίου λόγου («δύσκολα θα σπάσει, είναι θεατρίνα»), προκλητικών εικόνων (π.χ., δείχνεται η εκταφή του νεκρού σώματος του παιδιού ή βίντεο από προσωπικές οικογενειακές στιγμές) μεγεθύνει το έγκλημα, και σκόπιμα μονοπωλεί το ειδησεογραφικό ενδιαφέρον.

Εξάλλου, κάθε στοιχείο της ιδιωτικής ζωής της κατηγορουμένης αλλά και προσώπων του οικείου της περιβάλλοντος, συναρμολογεί το όλον μιας “διαταραγμένης προσωπικότητας” και, άρα, συνδέεται αιτιακά με την εγκληματική πράξη. Αναρτήσεις στο facebook, μηνύματα που αντάλλαξε στο κινητό, κάτι που είπε σε ιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό, σε γείτονες ή φίλους. Και όχι μόνον αυτό: λόγου χάριν, το βλέμμα της και οι χειρονομίες της, η εν γένει συμπεριφορά της, αν έκλαψε, πόσο θλιμμένη έδειξε, αν εκδήλωσε κοινωνικότητα αταίριαστη με “μάνα που πενθεί”, τα πάντα όλα θεωρούνται στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εκ των υστέρων ως άλλοθι για κατηγορίες. Έτσι, στιγμιότυπα του βίου του κατηγορούμενου προσώπου επιλέγονται αυθαίρετα και στη συνέχεια σκόπιμα σκιαγραφούν με υπαινικτικές αναφορές το “σκοτεινό πορτραίτο” της “μητέρας-Μήδειας”.

Επιπλέον, η επιστημονική επίκληση του έγκυρου λόγου της αλήθειας των ειδικών επιστρατεύεται για τη νομιμοποίηση του “ηθικού πανικού”. Λογής ειδικών εμφανίζονται στα τηλεπαράθυρα – αλλά και με αναρτήσεις στους προσωπικούς τους λογαριασμούς στα social media– και αναλύουν, προκαταβάλοντας συχνά την έκβαση της υπόθεσης, αφήνοντας υπονοούμενα, αναπαράγοντας τον στερεοτυπικό λόγο. Ιατροδικαστές, ψυχολόγοι και ψυχίατροι, αστυνομικοί, δημοσιογράφοι, ακόμα και πολιτικοί μεταξύ των συνηθέστερων με δημόσιο λόγο ειδικών, δίνουν τις δικές τους εκδοχές, συμμετέχοντας στην προαναφερθείσα αυθαιρεσία λογικών συμπερασμάτων, στον αγοραίο λόγο (που περιλαμβάνει, π.χ., την ντε φάκτο αναφορά προς την κατηγορούμενη ως “εγκληματία/δολοφόνο” των παιδιών της), συχνά δε και στην επίκληση ψευδοεπιστήμης (π.χ. συνάγεται μια ψυχοπαθολογία χωρίς κλινική εξέταση ή τεκμαίρεται μια συμπεριφορά ως ύποπτη για εγκληματική δράση).

Ο “ηθικός πανικός” του είδους νομιμοποιεί θεσμικές παρεκκλίσεις και ατοπήματα, νομικής κυρίως φύσης, αλλά όχι απαραίτητα. Ακόμη, δε, και η ίδια η απονομή δικαιοσύνης δύναται να επηρεαστεί από το κλίμα “ηθικού πανικού”, αφού άλλωστε στοιχειώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου τίθενται εν αμφιβόλω, όπως το τεκμήριο της αθωότητας. Αποτελεί συνολικά, η κατασκευή στη δημόσια σφαίρα κλίματος “ηθικού πανικού”, ένα κακό προηγούμενο για τον κοινωνικό έλεγχο και μια δυσοίωνη προοπτική για το βαθμό που δημοκρατικά δικαιώματα μπορεί να καταστρατηγηθούν, επειδή το κατηγορούμενο πρόσωπο κατέστη εκ των προτέρων ένοχο από την κοινή γνώμη.

Επικυρώνεται, παράλληλα, η γνώμη των ειδικών και η εγκυρότητα του λόγου τους ως τέτοιων, “ειδικών” δηλαδή, ενώ στην πραγματικότητα ενδέχεται να είναι, κάτι που είδαμε στην εξεταζόμενη περίπτωση, ως και αντιεπιστημονική, ή αντιδεοντολογική. Διστάζουν να αρθρωθούν και λογοκρίνονται αιρετικές φωνές που ζητούν αποκατάσταση και να τηρηθούν τα θεσμικά προβλεπόμενα, όπως προκύπτει και εδώ από τις μεμονωμένες παρεμβάσεις, π.χ., νομικών ή ψυχολόγων που εξέφρασαν διαφορετική θέση (ενώ παρεμβάσεις συλλογικών φορέων δεν έγιναν δημόσια γνωστές, τουλάχιστον ως τη στιγμή συγγραφής του παρόντος και από τη δική μου επισκόπηση σε διαθέσιμο υλικό).

Ο “ηθικός πανικός” παράγει και αναπαράγει τον “όχλο”, (είτε ως πλήθος που συγκεντρώνεται σε πραγματικό δημόσιο χώρο για να αποδοκιμάσει την κατηγορούμενη, είτε ως πλήθος σχολιαστών στο δημόσιο μιντιακό χώρο του διαδικτύου), μια μάζα δηλαδή ακίνδυνη για την εξουσία, έτοιμη να την νομιμοποιήσει και να την καθαγιάσει, καθώς θα επιβάλει υποτίθεται την απαιτούμενη τιμωρία και θα αποκαταστήσει την “τάξη”. Ο “όχλος” συγκροτείται όχι μόνο δια μέσω της συναίνεσης, με την ανοχή του στη συστηματική αυθαιρεσία των κυρίαρχων δρώντων, αλλά και με την υποτιθέμενη επίδειξη πίστης σε ένα σώμα αξιών που αποτελούν τη βάση της κοινωνικής συνοχής, και από το οποίο έχει ριζικά αποκοπεί η κατηγορούμενη.

Ο “όχλος”, αντιστρόφως, επίσης, νομιμοποιείται να επιδεικνύει τις άγριες διαθέσεις του, γιατί δικαιούται να ζητάει δικαίωση. Δικαιούται όμως να κατευθύνει την οργή του μόνο προς ό,τι δεν διαταράσσει τον θεμελιώδη μηχανισμό διατήρησης των σχέσεων κυριαρχίας. Ο “ηθικός πανικός”, έτσι, δεν θα μπορούσε να εκδηλωθεί σε άλλες περιπτώσεις εγκληματικών ενεργειών που θα αναμενόταν κοινωνική αντίδραση, όπως, για παράδειγμα, της κακοποίησης παιδιών σε ένα ορφανοτροφείο, εφόσον αυτή θα κατευθυνόταν κατά των ελλιπών θεσμών, της απουσίας κοινωνικού κράτους και του συστήματος κοινωνικών αποκλεισμών, θα έθετε με άλλα λόγια σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες δομές.

Στον “ηθικό πανικό” η τιμωρία αποδίδεται όχι θεσμικά, αλλά ως διαπόμπευση από τους ειδικούς και από την κοινή γνώμη, όμοια με τη διαπόμπευση των “τεντιμπόηδων”. Παράγοντας θέαμα, καμώνονται οι διαχειριστές της κοινής γνώμης πως σοκάρονται από την ατομική ιδιάζουσα συμπεριφορά, από την ψυχοπαθολογική προσωπικότητα… Πρόκειται για μία ακόμη από τις εκφάνσεις του θριάμβου της ατομικότητας. Μιας ατομικότητας, εξάλλου, που είναι “διαβολική”. Δηλαδή, δεν μπορεί να διορθωθεί, να αλλάξει, να προληφθεί. Είναι εγγενής. Δεν υπάρχει παιδεία, υποστήριξη, κοινωνικοί θεσμοί να γιατρέψουν τα πάθη. Όλα είναι ατομικά.

Η “μάνα -εγκληματίας” συνιστά απειλή για τα θεμέλια της κοινωνίας. Ο “ηθικός πανικός” κατευθύνεται προς ένα άτομο, προς κάθε μάνα-γυναίκα παιδοκτόνο/ βρεφοκτόνο, ατελή ως προς το ρόλο της, που δεν μπορεί να τον επιτελέσει εξαιτίας της διαβολικής της φύσης. Γι’ αυτό και επιτείνει ο “ηθικός πανικός” (ατομικές και συλλογικές) φοβίες και άγχη, αποτυπώνοντας το φορτισμένο, νοσηρό περιβάλλον των αλλεπάλληλων κρίσεων, της ανασφάλειας και του ρίσκου, επιβεβαιώνοντας ακριβώς την απουσία του κοινωνικού κράτους και του συλλογικού υποκειμένου στα οποία αυτό εδράζεται.

*για μια καλή επισκόπηση του όρου και οδηγό σε σχετική βιβλιογραφία βλ. το λήμμα στη Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Moral_panic