Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η άυλη φωνή, στην κρήνη στο Κομπίτσι…

Γράφει η Ζωή Δικταίου //

 Κοίταζε το ρολόι της.
Σαν να είχαν σταματήσει να γυρίζουν οι δείκτες, ή μήπως γύριζαν ανάποδα, σκέφτηκε παίρνοντας παιδιάστικη έκφραση.
Χαμογέλασε.
Μια λοξή ματιά στον καθρέφτη, θαρρείς δοκίμαζε τη σταθερότητα του κόσμου της που άλλαζε όλο και πιο πολύ και κάπως την τρόμαζε.
Πάντως με το ίδιο ρολόι, είχε μετρήσει τα μικρά και τα μεγάλα, προσδοκίες, προδοσίες, χαρές, ακεφιές, στιγμές που η ζωή της άδειαζε και στιγμές που γέμιζε βλέμματα, συγκινήσεις, λέξεις, όλα είχαν μετρηθεί και είχαν περάσει με το ίδιο ρολόι.
Έπαιξε με το ασημί μεταλλικό μπρασελέ, ένιωσε τη στένευε κάπως, μα και πάλι δεν ήταν τόσο σίγουρη αν τη στένευε περισσότερο από αυτό, ο χρόνος. Αδικαιολόγητες δυσθυμίες, λες ξεθώριαζε ο κόσμος της, μα όχι δεν θα άφηνε να παρασυρθεί, όχι, προτιμούσε εξ’ άλλου να συντάσσεται με την αιώνια νιότη της φύσης ακόμη και μέσα στο καταχείμωνο.

Γουβιά

Η Κέρκυρα, η φύση της Κέρκυρας αυτή η θαυμάσια εμπειρία που δεν έχει αρχή και τέλος από την πρώτη στιγμή που την γνώρισε, πάντα την κέρδιζε. Άφηνε να τη συγκινεί η μυρωδιά της βρεγμένης γης, περπατούσε ώρες στα χέρσα λιβάδια και στους ελαιώνες, μέχρι να φτάσει στην ακτή και να γράψει στην άμμο ένα όνομα. Αγαπούσε αυτά τα δέντρα που συναντούσε, έπιανε κουβέντα με τα ρείκια, τις κουμαριές τα αγριολούλουδα.  Αυτά τα μικρά, τα ασήμαντα για άλλους, τα απλά στην καθημερινότητά της, ένιωθε πως την έφερναν πιο κοντά στη ζωή. Δεν χόρταινε ν’ ακούει τον απόηχο της θάλασσας στα βράχια, το ξαφνικό φτερούγισμα των πουλιών στις φυλλωσιές, τον άνεμο, τη σιγανή βροχή στα κεραμίδια, όλα την κερνούσαν γητειές, να βρίσκει τρόπους να ξορκίζει και να γιατρεύεται.

Πρώτες μέρες του Φλεβάρη. Η γειτόνισσα δεν ειρωνεύτηκε καθόλου την αισιοδοξία της για την καινούργια βόλτα με το ποδήλατο. Μετά τη σύντομη κουβέντα, την καλημέρισε δεύτερη φορά πριν την αφήσει να συγυρίσει στην αυλή τα καυσόξυλα για το τζάκι.

Στη διαδρομή παρατηρώντας τις αλλαγές στη φύση αισθάνθηκε κάτι θλιβερό και θαυμαστό μαζί. Δεν ήξερε να το ερμηνεύσει, το διαπίστωνε σα να το έλεγε μόνο στον εαυτό της. Κινήθηκε από τους αγροτικούς δρόμους για να αποφύγει τ’ αυτοκίνητα και μετά από το μονοπάτι ανάμεσα στους ελαιώνες. Το φως διαπέρασε τα βλέφαρά της μόλις βγήκε από τη βαθιά σκιά στο ξέφωτο. Σταμάτησε. Προσπαθούσε να τα κρατήσει κλειστά, περιμένοντας τις πρώτες στάλες του νερού στο πρόσωπο, να ξαναδεί άλλη μια φορά νοερά, όπως τότε στη νιότη της, την κυρά Χρυσικού να την καλεί στο αρχοντικό της, να ψιθυρίσει ευχαριστώ για  το τραταμέντο, ν’ ανταλλάξει φιλί κι αγκαλιά κι ύστερα ν’ αφήσει τη ματιά της να χαθεί στα μικρά νησιά, το Λαζαρέτο και τον Βίδο. Όποια νόνα συναντούσε σ’ εκείνο το χωριό, κυρά Χρυσικού, συνήθιζε να την αποκαλεί τιμητικά και όλες στα δικά της μάτια ήταν αρχόντισσες.

Γουβιά

Δυο τρεις ψιχάλες μόνο, μα αρκετές για ν’ ανοίξει μια ρωγμή στην παραμυθία του χρόνου και του τόπου. Λίγα χιλιόμετρα είχαν μείνει μέχρι την Κουκουρίτσα, εκεί όπου βρίσκεται η εξοχική κατοικία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια.
Οικοδομήθηκε τον 17ο αιώνα και σήμερα έχει μετατραπεί σε μουσείο αφιερωμένο στη ζωή, το έργο και την παρακαταθήκη του.  Ανάμεσα στα εκθέματα περιλαμβάνονται αντικείμενα καθημερινής χρήσης, ενθύμια, βιβλία, χάρτες, εικόνες, μετάλλια, τιμητικά δώρα, έργα τέχνης, έπιπλα κ.α. , που προέρχονται από την οικογένεια αυτής της μεγάλης εμβληματικής μορφής, του αγίου της πολιτικής όπως πολλοί τον χαρακτήρισαν. Παράλληλα με το μουσείο στεγάζεται και το Κέντρο Μελετών για τον Καποδίστρια και την εποχή του.

Μια στάση αποτελούσε πάντα καθήκον, αφετηρία προβληματισμού και τροφή για σκέψη. Λυπόταν πραγματικά για την κατάντια της σύγχρονης Ελλάδας ιδίως σε θέματα πολιτικής και παιδείας. Τα συναισθήματα  σε αυτό τον χώρο με τα λιθόστρωτα μονοπάτια των κήπων και την εξαιρετική θέα δεν εκβιάζονται, ρέουν αβίαστα. Η τιμή, η περηφάνια, η ανθρωπιά, η ειλικρίνεια, η καλοσύνη, η ανιδιοτέλεια, όλες οι αρετές του Καποδίστρια μεταγγίζονται στην ψυχή.

Από το γραφικό χωριό των Ευρωπούλων, η Άφρα είναι πολύ κοντά. Δεν είχε φτάσει ούτε καν μεσημέρι. Η διαδρομή προσφέρεται όλες τις εποχές κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον σε περιπατητές και περιηγητές, Έλληνες και ξένους.

Σε μισή μόλις ώρα, άφηνε πίσω της τα πέτρινα χορταριασμένα γεφύρια  και τα ερείπια του αρχοντικού του Κουρκουμέλη τυλιγμένα στον κισσό και στο μυστήριο.  Τέτοια είναι η εξοχή της Κέρκυρας, γεμάτη μαγεία, έχει τη δύναμη να υποβάλει στον επισκέπτη πολλά και διαφορετικά σενάρια. Αν ήταν σούρουπο, θα ’λεγε με βεβαιότητα, πως από τα δασωμένα πλάγια έβγαιναν οι Βάκχες με ξέπλεκα μαλλιά κρατώντας θύρσους και κληματίδες. Θα τις άκουγε κιόλας να τρέχουν τραγουδώντας, ίσως και να την καλούσαν και μετά με φίδια στα χέρια, χορεύοντας θα περίμεναν το θεό ν’ ανοίξει τη μεγάλη γιορτή.

Δάσος

Διέσχισε κατά μήκος τον κεντρικό δρόμο του χωριού απολαμβάνοντας την αισθητική ποιότητα της βλάστησης.  Η όψη του συννεφιασμένου ορίζοντα με τις χαμηλές κορυφές της λοφοσειράς που υψώνονται θαρρείς πασκίζοντας ν’ αγγίξουν ουρανό, τα παλιά αρχοντικά, αποπνέουν μια ιλαρότητα και μια χαρμονή διαφορετική μέσα στο χειμώνα.

Στοχάστηκε πως καθώς άλλαζε τον τρόπο παρατήρησής της και την οπτική γωνία, άλλαζε διάθεση. Στάθηκε στο έβγα του χωριού δίπλα σε ένα κλειστό σπίτι. Το γνώριζε αυτό το σπίτι από την εποχή της δόξας του, τότε που οι τοίχοι του δεν είχαν ξεθωριάσει και οι άνθρωποι, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, γλεντούσαν με δυο κούπες κρασί και πολλή αγάπη, τις μικρές χαρές της ζωής σα να ήταν κάθε μέρα πανηγύρι.

Η μνήμη τα φέρνει όλα πίσω, μπορεί αλλιώς κάθε φορά, τα φέρνει όμως. Το βλέμμα της περιπλανήθηκε στα λεπτά και εύθραυστα φύλλα της χλόης κάτω από τις πορτοκαλιές στην είσοδο, στο  γυμνό ακόμη αγιόκλημα που σκαρφάλωνε στο φράχτη, στα λευκά αγριοτριαντάφυλλα στο πορτόνι, στους κίτρινους νάρκισσους που φύτρωναν στα παρτέρια, στη διαμαντένια λάμψη του αποβροχάρη ήλιου πάνω στο σπασμένο τζάμι του φεγγίτη, στο ποδήλατο που παραδομένο στις περικοκλάδες τού μαντρότοιχου σκούριαζε χωρίς να ζητά πια λόγους να επαληθεύσει τον προορισμό του. Στον κήπο βρισκόταν ακόμη εκείνος ο σιδερένιος πάγκος εργασίας  φορτωμένος και αυτός σκουριά.

Μπορούσε να κλείσει τα μάτια και να ξαναδεί τα πρόσωπά, να παρατηρήσει την ευθυμία, τη χαρά τους και τα καλόκαρδα πειράγματα, να τους δει να σκαλίζουν τον κήπο, ν’ ακούσει να την καλωσορίζουν με μια φέτα ζεστή φογάτσα. Ο χρόνος κυλούσε, σαν να ήταν χτες που δρασκελούσε την πόρτα τους πρώτη φορά. Πως την κοίταζαν με κατανόηση, με συμπόνια καταλαβαίνοντας ό,τι ήταν δύσκολο να ζει τόσο μακριά από την οικογένειά της και μάλιστα χωρίς φίλους. Την τελευταία φορά, θυμόταν, ένα καλοκαίρι, είχε πια τη δική της οικογένεια φτιάξει, είχε και φίλους,  θα πήγαιναν μαζί και ποτέ άλλοτε ξανά μαζί, να περπατήσουν στο κοντινό δάσος με τις καστανιές…

 Το άφραστο ονειροπόλημα στη φύση κρατάει όλες τις πόρτες ανοιχτές…

Δέντρα-Δάσος Κέρκυρα Χαρούλα Βερίγου

«Πριν βασιλέψει ο ήλιος κλείνουν οι πληγές και το πρωί ξανανοίγουν ψυχή μου…» Πόσο άυλη της φάνηκε η φωνή. Γύρισε σαστισμένη και κοίταζε τη γυναίκα ή τη λευκή σκιά της που ξεμάκραινε, δεν ήταν σίγουρη. Κι ύστερα μ’ ένα καρδιοχτύπι, οι μέρες όλες πέρασαν καλπάζοντας από μπροστά της.

Στο δάσος με τις καστανιές λοιπόν, εκεί θα πήγαινε μόνη της, μετά από είκοσι και κάτι χρόνια. Της φάνηκαν κάπως ξεθωριασμένα τα χρώματα, αλλιώτικα από αυτά τα πιο ζωηρά που κρατούσε στη μνήμη της. Εκχερσώσεις, πυρκαγιές, αδιαφορία είχαν αφήσει τα σημάδια τους. Παρ’ όλα αυτά όμως η φύση επούλωνε τις πληγές της και το τοπίο είχε παραμείνει όμορφο. Ίσως πάλι να έφταιγε το φως που τα έκανε να δείχνουν πιο αχνά. Έτσι είναι τα χρώματα σκέφτηκε, ξεθωριάζουν με τον καιρό. Μόνο οι λέξεις μένουν πάντα ίδιες!Ποδήλατο

«Είμαστε μαζί κυρά μου, μαζί θα ζήσουμε και την τελευταία βόλτα, από όπου εμείς δεν θα ξαναγυρίσουμε, μα εσύ θα ξανάρθεις…»  , οι λέξεις μέσα της.

Ένιωσε πως από εκείνο το μέρος θα είχε περάσει στην αιωνιότητα το ζεύγος  Ρίγγα, με την ξακουστή καταγωγή από τα Πράμαντα των Τζουμέρκων. Η σκέψη ό,τι μπορεί να έφυγαν τρώγοντας γευστικότατο μπάτζο, το σκληρό τυρί που οι ίδιοι έφτιαχναν, ζεστό ψωμί και πίνοντας ηπειρώτικο τσίπουρο, χτένισε ψιλή – ψιλή την αλισάχνη στα βλέφαρα.

Σήκωσε τη ματιά της στον ορίζοντα. Τα γυμνά κλαδιά είχαν για φόντο έναν ουρανό με πιο πυκνά και πιο σκούρα σύννεφα καθώς προχωρούσε η μέρα. Υπήρχε μια ένταση και μια τρυφερότητα στις αναμνήσεις της. Έτσι συμβαίνει όταν επιχειρείς να ληστέψεις την άβυσσο. Στην άβυσσο της απουσίας, από μια μόνο ρωγμή της μνήμης, ο παλιός καιρός, καλός καιρός, γι’ αυτό η σκέψη του Γκαίτε, όταν λέει «Τα πράγματα που μας λύπησαν στη ζωή / Όπως κι αν είναι ιστορημένα / Πάντα μας αρέσουν… » ακουγόταν γοητευτικά παρήγορη.

Στη δειλινή γαλήνη, πρώτα ξέσπασε η μπόρα μέσα της…

Προσπαθούσε ν’ αναπολεί όλο και περισσότερες στιγμές από το παρελθόν. Μεγάλωνε μαζί της και αυτή η ανάγκη της. Καμιά φορά ήταν σαν να τις είχε ζήσει κάποιος τρίτος και τότε ελεύθερη μπορούσε να τις απολαμβάνει καλύτερα. Εικόνες δυνατές, όταν τις αντιγυρίζει ο καθρέφτης της μνήμης μέσα από τη λεπτή ομίχλη στη σιωπή του τοπίου της Κέρκυρας. Από τον ίδιο καθρέφτη είχε περάσει με ασφάλεια τη δοκιμασία του χρόνου και κατάφερνε να παραμένει στην προσοχή της, επιστρέφοντας ολοζώντανη, η εικόνα μιας φιλίας που είχε εξελιχθεί από το τυχαίο και τη συμπωματική συναναστροφή της νεότητας, στο ουσιώδες της αρετής και του αγαθού συλλαβίζοντας είκοσι χρόνια.

«Η φιλία είναι επιλογή, όχι υποχρέωση» , θυμήθηκε την ώρα που οι πρώτες στάλες βροχής έπεφταν βαριές. Δικά του λόγια. Βλέποντάς τον να πλησιάζει στις κουκουναριές χαμογέλασε.  Πριν πάει στο γραφείο του, το 2000, για έναν τυπικό ιατρικό έλεγχο, αναγκαίο στον επίσημο διορισμό της, εκεί είχαν γνωριστεί. Με τη φωνή της Αλεξίου, στο μινοράκι,  από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου τότε, είχε κρατήσει τόσο φυσικά την τυχαία συνάντηση. Για φαντάσου, συλλογίστηκε, είκοσι χρόνια μετά, σε άλλη εποχή…

Ήταν σίγουρη πως εκείνος, της είχε γράψει σε κασέτα όλα τα τραγούδια του δίσκου «Γυρίζοντας τον κόσμο και Ένα φιλί του κόσμου». Σε κάποιο συρτάρι θα μπορούσε να βρίσκεται ακόμη ανάμεσα σε πολλά άλλα ενθύμια.

«Της ψυχής μου ο ήχος είναι αυτός που ακούς
σε παραπλανώ με στίχους ψεύτικους
γιατί σε θέλω» ,
αδιάβαστη περγαμηνή της ψυχής…

Καμιά φορά έρχονται στιγμές από το βαθύ του χρόνου, με τη σιωπηλή τους μίμηση, μπροστά στην επίσης σιωπηλή εικόνα της χειμωνιάτικης φύσης. Σάμπως άγριο μελίσσι τρέχει ο λογισμός.  Δυο άγνωστοι άνθρωποι μεταξύ τους, χωρίς ούτε ένα κοινό σημείο αναφοράς στο παρελθόν, από διαφορετικούς τόπους, χωρίς συγγένεια, κι όμως, όταν συναντηθούν μπορούν να αποκτήσουν ισχυρούς δεσμούς φιλίας.

«Σ’ ένα μινοράκι σ’ έβαλα κρυφά
πάλι η μουσική θα κάνει θαύματα
γιατί σε θέλω»,
η μαντική της ανάμνησης…

ΖευγάριΠερίμενε να ξεσπάσει πρώτα η μέσα της μπόρα, μια απονύκτερη πίκρα που κρατούσε χρόνια στα χείλη. Νερό, αυτό το πολύτιμο της βροχής θα την λύτρωνε αργότερα όπως πάντα, μια μακρά συνήθεια που είχε αποκτήσει με τον καιρό στο νησί των Φαιάκων.

Φαντάστηκε πως περπατούσαν μαζί. Ένα παράπονο ήταν αυτό που μοιραζόταν. Από τα χέρσα της ψυχής, στα χωράφια με τις ελιές και μετά στις πιο δασωμένες πλευρές με τα μικρά σπηλαιώδη ανοίγματα κι όλο ξεπρόβαλαν κάθε τόσο μπροστά τους ξέφωτα, αλλά και βαθύσκιωτα μέρη.

Σα να προχωρούσαν πλάγια στο στενό μονοπάτι. Τα φύλλα έσταζαν. Από την υγρασία, το έδαφος τόσο νοτισμένο, ώστε τα πόδια τους ολίσθαιναν επικίνδυνα στις κατηφοριές, μα μόνο τα πόδια γλιστρούσαν. Οι ψυχές γνώριζαν τον ακριβό προορισμό.

«Μες στο μινοράκι κλείστηκα κι εγώ
στης μειοψηφίας το μικρόκοσμο
γιατί σε θέλω»
σιγά, να μη ραγίσει η σιωπή…

Ύστερα από πορεία δυο ωρών και απορία μιας ζωής, όταν δεν είχε απομείνει τίποτε άλλο να δουν μέσα στο δάσος και αφού δεν είχαν καταφέρει να βρουν το δέντρο της ζωής, γελώντας είχαν φτάσει πια στην κορυφή του λόφου.

  • «Βγήκαμε στο παρήγορο φως του ήλιου» , ο Γιάννης.
  • «Μπόρα ήταν και πέρασε…», εκείνη.

Αριστερά ορθωνόταν ένας μεγάλος βράχος. Επάνω του χαραγμένα διάφορα ονόματα. Και το δικό της, Ζωή…

«Μια φωτογραφία μου παλιά κρατάς
δεν της μοιάζω πια γι’ αυτό δε μ’ αγαπάς
αχ δε με θέλεις» ,
το κρυφό παράπονο…

Λιγοστεύουν οι χαραμάδες της μνήμης, με τον χρόνο όμως κάποιες γίνονται πιο φωτεινές. Απ’ την ανάσα της στιγμής γαντζώνεται η αλήθεια. Ένα μινοράκι, το ήσυχο νερό που επιστρέφει μαζί με τη μελαγχολική εικόνα σου και τη συγκίνηση του πρώτου έρωτα, που κατέβηκε ένα μόνο ημιτόνιο στην κλίμακα για ν’ αγγίξει ήττα και θλίψη μα και λαχτάρα για πάντα. Ένα κίτρινο φύλλο πάει κι έρχεται στις κλωστές του ανέμου, καλέ μου φίλε.

«Η αγάπη τα έχει όλα, είναι πλήρης, είναι χαρά, είναι   ματζόρε. Ο έρωτας τα θέλει όλα, είναι ελλιπής, είναι μελαγχολικός, είναι μινόρε…» 

Ηχώ απαλή, οι λέξεις επιβάλλονται. Οι σκέψεις με μια δική τους απόρρητη δικαιοσύνη έρχονται σε άεργες ώρες για να μη βαραίνουν τα χάδια του ανέμου στις κορφές των δέντρων και στις βαθιές ρυτίδες του λαιμού.

Μια στιγμή μόνο έκλεισες τα μάτια. Μια ζωή  γύρισες πίσω. Και τώρα, στην καλησπέρα της ανθισμένης τσιντόνιας τα λόγια αλλιώς, όπως και τα κέρινα άνθη της στο καταχείμωνο.

Ένα δροσερό τοπίο γεμάτο από ψηλά σκιερά δέντρα, τα περισσότερα κουκουναριές και καστανιές,  πυκνές φυλλωσιές και χαμηλή οργιώδη βλάστηση σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου, το χωριό Κομπίτσι όπως επικράτησε να λέγεται, Λιχαϊδούρα για όσους θέλουν να το θυμούνται αλλιώς, εκτείνεται στην κορυφή μιας χαμηλής λοφοσειράς με πανοραμική θέα της βόρειας ορεινής Κέρκυρας, του Πέλεκα, των Αγίων Δέκα και της λιμνοθάλασσας Χαλικιόπουλου.

Το όνομά του, το οφείλει στην ομώνυμη αρχοντική οικογένεια Κομπίτση, που εγκαταστάθηκε από τον 18ο αιώνα στην περιοχή. Εδώ λένε πως είχαν στεριώσει από το 1804 κάποιοι από τους ξεριζωμένους Σουλιώτες, αυτοί που σχημάτισαν τον πρώτο οικιστικό πυρήνα του σημερινού χωριού.

Ακονίζεις τις αισθήσεις, την όραση, την ακοή, τη γεύση, την αφή, την όσφρηση. Θέλεις ν’ αδειάσεις το μυαλό σου από κάθε περιττό και κάθε κακό. Λαίμαργα τα ρουθούνια κοντανασαίνουν το φρέσκο αέρα. Ο ήλιος στο βασίλεμα. Όλα τώρα είναι πιο ακριβά, πιο πολύτιμα. Μια βρύση, θυμάται την παλιά της αίγλη μέσα από την επαναμυθοποίηση της. Σε γοητεύει το νερό. Το ταξίδι του, γίνεται βίωμα. Εδώ στη βρύση, μόλις ξεδιψάσεις, ξαναδιψάς, μέχρι να μεταλάβεις το αληθινό πάθος και να μείνεις στον κύκλο, αυτόν που ενώνει τις ανήσυχες ψυχές.

Νοτίως του αρχοντικού, στη βενετσιάνικη κρήνη, μια περίτεχνη κατασκευή μνημειακού χαρακτήρα, διακοσμημένη με εξαιρετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, το νερό σε γνωρίζει… Του έχει μιλήσει για εσένα η βροχή, μια άλλη βροχή, η πρώτη που λάτρεψες με την άφιξή σου στην Κέρκυρα τον Οκτώβρη του 1981, εκείνη που έγινε και είναι αιτία έμπνευσης και πεπρωμένο σου στο Ιόνιο.

Φλεβάριασε, παραμιλά ο κισσός και σφίγγει, με όλο το θρίαμβο του πόθου του, τον κορμό της αμυγδαλιάς λίγο πιο πέρα, σίγουρος πως θα την κρατήσει για πάντα αιχμάλωτη στην αγκαλιά του. Σταλαγματιές ζωής από την πρώτη νιότη, αυτήν που δεν λογάριαζε τη διακινδύνευση και το ρίσκο, ξανάρχονται πιο ζωηρές.

Λένε πως αν πιείς νερό σε ασημένιο κύπελο, θα ξαναγυρίσεις εδώ για να εξαγνιστείς, αν ξεδιψάσεις στις χούφτες σου θα σε παραστέκει ένα σύννεφο, να γιατρεύει την καρδιά σου στις άνυδρες ώρες κι αν το πιείς σε χείλη αυτό το νερό της κρήνης, θα σβήνεις προσωρινά τη δίψα σου κι αιώνια θα διψάς…

Αυτοί που τα λένε, έχουν δίκιο κι αυτοί που δεν τα πιστεύουν, δεν έχουν άδικο… Φταίνε οι καιροί που ζούμε. Στην προσωρινή ζωή έχουν όλοι δικαιώματα και στην αιωνιότητα μόνο το φως και το νερό!

Βρύση

Την περίφημη βενετσιάνικη κρήνη στοίχειωσε η Άφρα όπως την έλεγε ο πατέρας της, Χιόνη όπως την φώναζε η αρχόντισσα. Η όμορφη κόρη πλανιέται ακόμη σε χίμαιρες, φωτισμένη εσωτερικά από την αγάπη και εξωτερικά από τη ροδοδάχτυλη αυγή.

Όλοι όσοι έχουν σταθεί εδώ, θα έχουν σίγουρα παρατηρήσει με πόση επιτηδειότητα κυλάει μια σταγόνα μέχρι να πέσει και να σμίξει μια άλλη και πως γίνεται άφαντη μέσα στις χούφτες ή στη μικρή γούρνα σα να μην υπήρξε. Το ίδιο όπως συμβαίνει και με κάποιες στιγμές ή και αναμνήσεις. Χάνονται σε μια γωνιά του μυαλού και πια, πάει τελείωσε, δεν ξανάρχονται στη μνήμη, μένει μόνο η αίσθηση πως κάποτε τις έχουμε ζήσει, ή κάπου τις ξέρουμε.

Ξυπνούν οι μύριοι ήχοι του νερού θαρρείς και θέλουν να μιλήσουν. Η αρχοντοπούλα, ένα κλειστό λουλούδι που παράκουσε τις εντολές του πατέρα της. Από φόβο δεν ομολόγησε τον έρωτά της με το νέο που έστερξε στο αρχοντικό τους, από φόβο, για να τον σώσει. Κυνηγημένος ήταν, άδικα, πολλές αδικίες ακουγόταν σε βάρος πάντα των απλών ανθρώπων. Είχε προλάβει να χτυπήσει το μπατιτούρο, το ρόπτρο  δηλαδή, της βαριάς ξύλινης πόρτας, αναζητώντας άσυλο γνωρίζοντας πως από εκεί και μετά θα ήταν δούλος και η ζωή του στην κρίση και στη διάθεση του αφέντη.

Τα χέρια τους είχαν βρεθεί ενωμένα, χωρίς να το καταλάβουν και πριν λυθούν αμήχανα, πρόλαβε να νιώσει το τρέμουλο της ψυχής στα βελούδινα χείλη, όπως μια σταγόνα βροχής πάνω στο τριαντάφυλλο.

Λένε πως για μια φορά μόνο του είχε δοθεί, μια νύχτα με νιοφτέρουγο φεγγάρι είχαν αγκαλιαστεί, μα ήταν μια φορά για πάντα. Μετά από εκείνη τη μοναδική νύχτα που έζησαν μαζί, χάθηκε, ούτε φιόρια έβρισκε στο παραθύρι, σημάδι του έρωτα, ούτε το τραγούδι του άκουγε στο ξημέρωμα. Κατάλαβε τι είχε συμβεί, όταν ο ίδιος ο πατέρας της, τής έδειξε με νόημα το ανήλιαγο σαγράδο λέγοντας άκαρδα, «από εδώ μέσα δεν γύρισε ποτέ κανείς…»Τριαντάφυλλα

Υπάρχουν λέξεις που η ακοή δεν τις πιάνει καλά, λέξεις που δεν θέλουμε ν’ ακούσουμε, σα να μην προορίζονται για μας. Έτσι, στο άκουσμα της λέξης «σαγράδο» , η Άφρα – Χιόνη έμεινε με το στόμα ανοικτό, μη θέλοντας να πιστέψει το μέγεθος της απανθρωπιάς.

Πρώτα σταύρωσε τα χέρια αγκαλιάζοντας το σώμα της από τους ώμους, μετά τα έλυσε απότομα και απελπισμένη πότε χτυπούσε το στήθος της και πότε τράβαγε τούφες – τούφες τα μαύρα της μαλλιά, να τα ξεριζώσει. Ύστερα κάρφωσε το βλέμμα στο σαγράδο, εκεί στην καταπακτή που πατούσαν τα πόδια του άρχοντα, λες κι ήθελε να σκάψει με τα μάτια πιο βαθιά τη στενή άβυσσο από κάτω τους και να μπει μέσα. Έμενε ακίνητη, σαν άγαλμα. Σε τέτοιες τραγικές καταστάσεις, ο άνθρωπος είναι ικανός να μείνει ακίνητος για πάντα.

Είναι κάποιες στιγμές τόσο θλιβερές, που η ψυχή δεν είναι προετοιμασμένη ν’ αντέξει τις απροσδόκητες αποκαλύψεις.

Είχε βγει το φεγγάρι όταν αναζήτησε παρηγοριά κι αγκαλιάζοντας το ψηλό κυπαρίσσι λίγο πιο πέρα από το σαγράδο ξέσπασε σε δάκρυα. Στήριξε το μέτωπό της στον τραχύ κορμό μα δεν ήταν σε θέση να αισθανθεί ούτε τον πόνο που της προκαλούσε η φλούδα που έγδερνε το τρυφερό της δέρμα, ούτε τα μηνίγγια της που έκαιγαν.

«Μην κλαις» , την πρόσταξε ο άρχοντας όταν την βρήκε στην ίδια θέση το ξημέρωμα.

Ανάμεσα σε λυγμούς, σαστισμένη, φοβισμένη, ψιθύρισε «τον αγαπώ» , λογαριάζοντάς τον για ζωντανό κι ας ήξερε πως δεν ήταν.

Το σώμα της σε όρθια στάση, μα η ψυχή είχε κιόλας γονατίσει.

«Μην κλαις» , απαίτησε με περισσότερη οργή κοφτά. Τα μάτια του τρομακτικά. Μη μπορώντας να ελέγξει το θυμό του, κατέβασε το μαστίγιο και τη χτύπησε στο πρόσωπο… Ψυχή θηρίου, ολόγυμνη, χωρίς το προσωπείο της ευγένειας. Οι υπηρέτες έκαναν το σταυρό τους κρυμμένοι πίσω από τις βαριές κουρτίνες στα παράθυρα. Μια πληγή άνοιξε στα χείλη της, μα τι περίεργο, δεν έτρεχε αίμα, όχι, νερό, καθαρό νερό ήταν εκείνο που κύλησε μέχρι τον λαιμό κι ύστερα ένα σύννεφο χαμήλωσε και χιλιάδες νιφάδες χιονιού έπεσαν στολίζοντας τα μαύρα της μαλλιά.

Έκτοτε, ανάμεσα τους, υπήρχε μια φαρμακερή ψυχρότητα που με τα χρόνια έγινε πάγος, πάγος σκληρός, που ούτε έλιωνε, ούτε έσπαγε. Δεν άνοιξε το στόμα της ούτε μια φορά να τού πει κάτι, αλλά κι εκείνος δεν είχε δείξει καμιά μετάνοια κι όταν οι ψίθυροι του κόσμου έγιναν κραυγές και κατάρες εναντίον του, απειλούσε πως θα την έκλεινε σε μοναστήρι αν έδινε ξανά τέτοιο δικαίωμα. Έτσι σκοτείνιαζαν σιγά – σιγά οι μέρες. Μα και η μητέρα της, ούτε καλοσύνη, ούτε συμπόνεση, δεν την κράτησε στην αγκαλιά της, δεν της είπε δυο λόγια, δεν την κανάκεψε, όχι, δεν την άφησε το στέμμα του εγωισμού.

Από τότε, όσο έζησε και ήταν λίγη η ζήση της, η μόνη ικανοποίηση, η μόνη χαρά που της έμενε ήταν να  περπατά στις ερημιές γιατρεύοντας τα πληγωμένα δέντρα.

Με τη λευκοφόρα ανάμνησή του βάραιναν τα βλέφαρα και μια βραχνή φωνή έμπαινε στην κάμαρά της και της έλεγε «παρηγορήσου». Ανθούσαν τις νύχτες οι στεναγμοί στη φυλακή της καρδιάς.

Χιόνια

Η φύση επιδρά γλυκά στην καρδιά του ανθρώπου, το φως έχει τον τρόπο του να μπαίνει και να φωτίζει τις θλιμμένες ψυχές.

Κάποια φορά δεν επέστρεψε. Την έψαξαν μέρες πολλές, και νύχτες, με τα φανάρια, από την Άφρα μέχρι τη λίμνη δεν είχε μείνει σπιθαμή αγύρευτη, μάταια. Ούτε ένα σημάδι. Κάποιος από τους υπηρέτες όμως, είχε προσέξει πως ένα μήνα αργότερα, στο χρυσό πορφυρό του ήλιου, μια σκιά διαγραφόταν πάνω στο πλακόστρωτο κι έμοιαζε πραγματικά με σκιά γυναίκας που πηγαινοερχόταν στην αυλή. Την είχε συγκρίνει μάλιστα με τη σκιά της καμινάδας που έμενε ακίνητη προς την ίδια κατεύθυνση, αυτή όσο κι αν την κοίταζε ποτέ δεν εξαφανιζόταν. Ναι έτσι είναι, οι σκιές από τ’ άψυχα πράγματα ποτέ δεν χάνονται όσο κι αν τις κοιτάζεις, θα του είχε περάσει από το νου. Αξιοπερίεργο έβρισκε το γεγονός ό,τι σταματούσε, αγκάλιαζε πονετικά το κυπαρίσσι, κάτι ψέλλιζε κι ύστερα μια δεύτερη σκιά που την περίμενε, κι αυτή ολόλευκη, άνοιγε το σαγράδο και μόλις… Μα το πιο περίεργο ήταν πως μόλις έχανε τις δυο σκιές από τα μάτια του, ακουγόταν ο φλοίσβος του νερού σαν να έτρεχε κελαρυστό στις φλέβες της γης και τότε μια σιγανή μελωδική φωνή ξεχειλισμένη από ερωτικό πάθος…

Λένε πως δεν φτάνει να είσαι πλούσιος για να είσαι ευτυχισμένος, πρέπει να νιώθεις πως η συνείδησή σου σηκώνει πρόθυμα τη σημαία ενάντια στην απανθρωπιά και τ’ άδικο, να ξέρεις πως δεν γίνεται με το ένα χέρι να χαϊδεύεις διάβολο και με το άλλο να μαστιγώνεις άγγελο…

ΑμυγδαλιάΛένε πως εκείνος ο έρωτας έγινε νερό για να ταξιδεύει στην αιωνιότητα.

Σιωπηλές χειρονομίες στο χρυσό δειλινό. Οι φίλοι ξεχασμένοι στο βάθος του χρόνου. Από τα παλιά λησμονημένα πετάγονται παντοδύναμες αναμνήσεις και στιγμές. Με παιδική ευπιστία ξετυλίγεις το περιτύλιγμα της πικρής σοκολάτας. Οι προδομένοι γίνονται οι καλύτεροι φίλοι.

Ανοίγεις τις χούφτες, να τις γεμίσεις τρεχούμενο νερό, να ξεδιψάσεις σε τούτη την όμορφη βενετσιάνικη κρήνη…

Ένα ασημένιο κύπελλο σου προσφέρεται γεμάτο…
Δυο χείλη βλέπεις πάντα να σε σημαδεύουν…

«Πριν βασιλέψει ο ήλιος κλείνουν οι πληγές και το πρωί ξανανοίγουν ψυχή μου…», η άυλη φωνή στην κρήνη στο Κομπίτσι…


Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 18 Φλεβάρη του 2021


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεννήθηκα στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1962 και μεγάλωσα στο Τζερμιάδων του Οροπεδίου Λασιθίου. Εκεί έμαθα τα πρώτα μου γράμματα. Δεν έγινα δασκάλα όπως ονειρευόμουν. Η ζωή με έφερε στην Κέρκυρα, όπου για τριάντα τρία χρόνια εργάστηκα ως Διοικητικός Υπάλληλος στη Σχολή Τουριστικής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοητεύουν τα γιασεμιά, τα φεγγάρια, τα βλέμματα, τα δακρυσμένα μάτια, τα κιτρινισμένα χαρτάκια της θύμησης, οι ξεχασμένοι δρόμοι, τα βουνά, τα ξέφτια από τις δαντέλες το παλιού καιρού. Όπως αναπνέω, μιλάω, ονειρεύομαι, συμφιλιώνομαι με τη ζωή και τον θάνατο, έτσι και γράφω. Ακουμπώ στο παρελθόν κι όμως η λέξη που με ορίζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγαπώ τον πεζό λόγο κι ας επιστρέφω πάντοτε στην ποίηση. Ως «Χαρούλα Βερίγου» γοητεύομαι από τη μνήμη της Όστριας και την περηφάνια της Κρήτης. Ως «Ζωή Δικταίου» επιστρέφω την ευγνωμοσύνη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στίχοι μου έχουν μελοποιηθεί από τον Νίκο Ανδρουλάκη, τον Γιώργη Κοντογιάννη, τον Ανδρέα Ζιάκα, τον Γιάννη Νικολάου, τον Αλέξανδρο Χατζηνικολιδάκη και τον Θοδωρή Καστρινό.

Ζωή Δικταίου FaceBook

Εργογραφία

  • Εκδόσεις Φίλντισι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύρας οι λέξεις, Ποιητική συλλογή- Νοέμβριος 2020,
  • Αθιβολή γαρύφαλλο και θύμηση κανέλλα, Διηγήματα – Νοέμβριος 2019
  • Αύριο στάχυα οι λέξεις, Ποιητική συλλογή – Σεπτέμβριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώνουν ρούχα κι εσύ τριαντάφυλλα, Διηγήματα – Φεβρουάριος 2018
  • Μια κούρσα για τη Χαριγένεια, Μυθιστόρημα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο, Μυθιστόρημα – Ιούνιος 2015
  • Εκδόσεις: Έψιλον, 1996, Αθήνα
  • Ιστορίες για φεγγάρια, Παιδική Λογοτεχνία,

Συμμετοχές σε συλλογικά έργα


facebook logo click