Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Το Άγιο Φως

Φιλοξενούμενος ο Απόστολος Δ. Καραμπάς //

Α. Από την προεπαναστατική περίοδο έως τις καταγγελίες του Κοραή

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες γινόμαστε τηλεοπτικοί θεατές του «θαύματος» αφής του λεγόμενου «αγίου φωτός», μιας σκοταδιστικής τελετής την οποία στηρίζει και συντηρεί το επίσημο ελληνικό κράτος. Είναι μια ιεροτελεστία της οποίας προΐσταται ο ορθόδοξος πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, και λαμβάνει χώρα  μετά τις 12 το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, στον ναό της Αναστάσεως. Η μεταφορά του φωτός γινόταν με καράβι και έφθανε στη Μητρόπολη Αθηνών μια εβδομάδα αργότερα, ενώ από το 1988 πλέον γίνεται με ειδική αεροπορική πτήση στην Αθήνα, όπου και γίνεται η υποδοχή του, ακόμη και με τιμές αρχηγού κράτους

Από την προεπαναστατική περίοδο αμφισβητείται το «θαυματουργό φώς». Ο γάλλος κληρικός Jean Doubdan που ταξίδεψε το 1651 στην Παλαιστίνη και παρακολούθησε την τέλεση της αφής του αγίου φωτός αναφέρει στο χρονικό του για το πως «οι πανούργοι σχηματικοί ανατολικοί ιεράρχες ανάβουν κρυφά την λυχνία του αγίου τάφου με τσακμάκι και αφήνουν να πιστεύουν οι χριστιανοί ότι το φως κατέβηκε αθέατο. Οι αποκαλύψεις και καταγγελίες του Αδαμάντιου Κοραή, ενός από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ελληνικού διαφωτισμού, στην μελέτη που έγραψε και εκδόθηκε το 1830 στο Παρίσι, με τίτλο «Διάλογος περί του εν Ιερουσαλήμοις Αγίου Φωτός», συνιστούν βαρύτατες ιστορικές κατηγορίες. Ένα έργο, μια πραγματεία, όπου μέσω των προσώπων του διαλόγου, Φωτίου και Καλλιμάχου, με θάρρος αποδοκιμάζει και εναντιώνεται στο σκοτάδι της αμάθειας, την δεισιδαιμονία και την κρατική θρησκοληψία.

Για την Οθωμανική εξουσία παράλληλα με την Εκκλησία το τελετουργικό του Αγίου φωτός ήταν ένα καλό «μαγαζί» που ενίσχυε την οικονομική ζωή του τόπου χάριν των χιλιάδων προσκυνητών (Χατζήδες) που επισκέπτονταν την Ιερουσαλήμ από διάφορα μέρη του Χριστιανικού κόσμου. Είχαν πραγματικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα λοιπόν να συντηρείται και να διαιωνίζεται το συγκεκριμένο θρησκευτικό  έθιμο ως ένα «Θαύμα». Το οποίο αρχικά επινοήθηκε από τους Λατίνους μοναχούς τον 9ο αι. όταν τους παραχωρήθηκαν τα προσοδοφόρα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων από τον Χαλίφη των Αράβων Χαρούν Ελ Ρασίντ, τη περίοδο του Καρλομάγνου μονάρχη του φραγκικού βασιλείου. Αργότερα πέρασαν στην δικαιοδοσία των Ορθοδόξων Ανατολικών κατά την Β Σταυροφορία, από τον σουλτάνο Αιγύπτου και Συρίας Σαλάχ Ελ Ντιν, που ανακατέλαβε την Ιερουσαλήμ το 1187 από τους  Φράγκους.

Β. Η απάτη του Αγίου Φωτός

Στο δίτομο οδοιπορικό του William Turner, τοποθετημένου στην αγγλική πρεσβεία το 1812 στην Κωνσταντινούπολη, που εκδόθηκε το 1820, καταγράφονται εκεί σημαντικά γεγονότα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, που διαδραματίστηκαν κατά την διάρκεια της τετράχρονης θητείας του στην πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους. Ως διπλωμάτης πραγματοποίησε πολλές αποστολές στον Ελλαδικό χώρο, την Μικρασία και την Αίγυπτο.Ο γραμματέας της πρεσβείας Turner επισκέπτεται την Παλαιστίνη. Eκεί παρακολουθεί την θρησκευτική τελετή της αφής του Αγίου Φωτός στον ναό της Αναστάσεως, είναι νύχτα Μεγάλου Σάββατου 29 Απριλίου του έτους 1815.

«Μπήκαμε με δυσκολία στο ναό. Προπορευόταν  ο γενίτσαρος μας κρατώντας ένα κουρμπάτσι με πολλά δερμάτινα λουριά. Χτυπούσε από εδώ και από κει, μόλο που δεν υπήρχε ανάγκη, για να μας ανοίξει τον δρόμο. Ο ναός ήταν κατάμεστος από προσκυνητές και θεατές, το λιγότερο 7.000. Μάταια προσπαθούσε ο αγάς, που στεκόταν στην είσοδο με 40-50 στρατιώτες, να κρατήσει την τάξη χτυπώντας αλύπητα με τον βούρδουλα. Μέσα στον χώρο του ναού είχαν στηθεί παζάρια με ψωμιά, λαχανικά, φρούτα, κομποσκοίνια, σταυρούς κ.λπ. Είδα προσκυνητές να παζαρεύουν και να ορκίζονται για ένα παρά σε απόσταση 20 μέτρων από τον τάφο του Χριστού».

«Τι θέαμα ήταν αυτό. Οι εξέδρες των Ελλήνων και Αρμενίων ήταν γεμάτες γυναίκες που είχαν τα μάτια στυλωμένα στον Άγιο Τάφο και σταυροκοπιόνταν αδιάκοπα. Ολόκληρη η εκκλησία και κυρίως το τμήμα γύρω από τον Άγιο Τάφο ήταν πήχτρα από πιστούς, άνδρες και γυναίκες που κραύγαζαν, έψελναν και πάλευαν σκληρά να ζυγώσουν το Κουβούκλιο, ενώ Τούρκοι στρατιώτες τους απωθούσαν χτυπώντας τους με βούρδουλα. Είδα το αφτί ενός προσκυνητή να κόβεται σύρριζα. Ο χώρος πλάι στα παράθυρα κατεχόταν από τους πλουσιότερους προσκυνητές που πλήρωναν στους Έλληνες και στους Τούρκους 200 και 300 τσεκίνια. Μία γριά είχε εγκατασταθεί στην είσοδο του ναού από το πρωί της Παρασκευής -όπως μου είπε ένας καλόγερος- πληρώνοντας δύο τάλιρα. Ένας κενός χώρος είχε δημιουργηθεί γύρω από το Κουβούκλιο κι εκεί οι προσκυνητές, ο ένας πάνω στους ώμους του άλλου έψελναν τροπάρια. Ομάδες από δέκα ή δώδεκα πιστούς έτρεχαν γύρω-γύρω γκρεμίζοντας όποιον έβρισκαν μπροστά τους και ουρλιάζοντας».

«Οι αρχιεπίσκοποι των Ελλήνων και των Αρμενίων βρίσκονταν κλεισμένοι από τις 10 στο Κουβούκλιο μαζί με έναν Τούρκο, πληρωμένο για να βεβαιώσει πως το φώς κατέβηκε με τρόπο θαυμαστό από τον ουρανό ή τουλάχιστον να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Πριν μπουν στο Κουβούκλιο έγινε επιθεώρηση και έσβησαν όλα τα καντήλια. Ο Τούρκος, όπως έμαθα, είπε ότι είχαν μαζί τους τσακμακόπετρες. Στην αρχή σκέφθηκα πως η φλόγα ήταν φωσφορική για να μη προκαλεί εγκαύματα. Αλλά όπως διαπίστωσα ήταν κανονική φλόγα και τα λεγόμενα ότι δεν καίει ήταν παραμύθια των φανατικών. Ώρα 2 μπήκε ο διοικητής με τους γραμματικούς και τους υπηρέτες. Οι στρατιώτες κατέφυγαν στη πιο σκληρή βία για να ανοίξουν πέρασμα. Πήρα θέση στην Φράγκικη εξέδρα όπου είχε τοποθετηθεί ένας κομψός σοφάς. Δύο και πέντε άρχισε η ελληνική πομπή γύρω από το Κουβούκλιο. Μέτρησα 37 παπάδες εκτός από τον επίσκοπο, τους μοναχούς και τις καλόγριες. Έκαναν τρείς φορές το γύρο του Κουβουκλίου ψάλλοντας μεγαλόφωνα.

Καθώς ζύγωνε η στιγμή το πλήθος αναταρασσόταν όλο και πιο πολύ και χιμούσε κατά κύματα προς τα παράθυρα του Κουβουκλίου. Ούτε οι προσπάθειες των Τούρκων στρατιωτών και εκείνων που είχαν εξασφαλίσει τις προνομιακές θέσεις μπορούσαν να τους απωθήσουν με όλες τις βλαστήμιες, τους γρόθους και τα λακτίσματα που επιστράτευαν. Τέλος, στις 2 και 20, η φλόγα πρόβαλλε από το παράθυρο του Κουβουκλίου. Μία τρομερή μυριόστομη κραυγή ενθουσιασμού αντήχησε στο ναό. Μόλις φάνηκε το φώς, ένα παιδί που βρισκόταν στο πλάι άρπαξε την λαμπάδα κι άρχισε να τρίβει την φλόγα στο πρόσωπο του, στο λαιμό στο κεφάλι με τόση ορμή που την έσβησε με αποτέλεσμα να ξυλοφορτωθεί από τους διπλανούς του. Οχτώ φορές έδωσαν τη φλόγα από το παράθυρο. Και καθώς όλοι οι πιστοί κρατούσαν στα χέρια τους δέσμες από τέσσερεις, έξι, οχτώ ή δώδεκα λαμπάδες, ανάλογα με το πουγκί τους, σε δέκα λεπτά ολόκληρος ο ναός φωτοβολούσε, φλεγόταν. Πέντε λεπτά αργότερα όλα σχεδόν τα κεριά είχαν σβήσει.

«Αλλά τι ενθουσιασμός! Οι άνδρες έσερναν τη φλόγα πάνω τους, στις σκούφιες, στα χερομάντηλα, σταύρωναν το πρόσωπο τους με βαθιά ευλάβεια κι απίστευτη ταχύτητα. Οι γυναίκες άνοιγαν τον κόρφο τους κι έκαναν το  ίδιο. Μόλις καίγονταν λίγο οι λαμπάδες τις έσβηναν και τις έπαιρναν στο σπίτι σαν ιερά κειμήλια. Ειδικοί  αγγελιοφόροι, εφοδιασμένοι με φανάρια, περίμεναν στην είσοδο για να μεταφέρουν το φώς στα μοναστήρια της Βηθλεέμ, της Νεκρής Θάλασσας κ.α.

Όταν έσβησαν τα κεριά ένα σύννεφο καπνού απλώθηκε μέσα στο ναό που δεν έβλεπες τίποτα μπροστά σου. Ύστερα από την τελετή η τουρκική φρουρά εγκαταστάθηκε μπροστά στην είσοδο του Κουβουκλίου κι όσοι πιστοί ήθελαν να μπούν για να προσκυνήσουν έπρεπε να πληρώσουν κατά τις δύο πρώτες μέρες 80 ως 100 πιάστρα και την Τρίτη 10 ως 20».

Πηγές

Σιμόπουλος Κ., (2001), Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα(Α) Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα.
Σιμόπουλος Κ., (2001), Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα (Γ2) Εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα.
Κοραής Αδαμάντιος, (1830), Άτακτα, Τόμος Τρίτος

 

«Ναι, αλλά ο Στάλιν…», του Νίκου Μόττα