Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η αλληλεγγύη των ζώων (του Κώστα Βάρναλη)

Επιμέλεια: Οικοδόμος //

«Αν το χρονογράφημα σε καιρό ειρήνης συνιστά επίπονη εργασία, στην Κατοχή αποτελούσε επικίνδυνη απασχόληση. Μια λέξη κοινωνικής κριτικής παραπάνω μπορούσε να οδηγήσει τον χρονογράφο στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, ενώ μια έκφραση επαινετική να του αποδώσει πρόθεση συνεργασίας. Ισορροπώντας σαν ακροβάτης στη σκοτεινιά αυτών των ημερών, ο Κώστας Βάρναλης κατόρθωσε με τις στήλες του στην εφημερίδα Πρωία να συμπαρασταθεί στον κόσμο που δεινοπαθούσε, να αποφορτίσει την ατμόσφαιρα στις πιο δραματικές ώρες και να αναδείξει στα τραγικά γεγονότα το ενυπάρχον κωμικό στοιχείο». Με αυτές τις λίγες γραμμές στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ΦΕЇΓ ΒΟΛΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (επιμέλεια-επιλογή Γιώργος Ζεβελάκης, εκδ. Καστανιώτης 2007 – ξανακυκλοφόρησε αυτές τις μέρες με την απογευματινή εφημερίδα ΕΘΝΟΣ) δίνεται στον αναγνώστη μια νότα του τι θα συναντήσει στις σελίδες αυτής της συλλογής χρονογραφημάτων του μεγάλου μας ποιητή-συγγραφέα Κώστα Βάρναλη.

Πρόκειται για χρονογραφήματα που φιλοξενήθηκαν, σε καθημερινή βάση, στην εφημερίδα Πρωία την περίοδο Γενάρης 1942–Δεκέμβρης 1943, και έχουν πρωταγωνιστή τον καθημερινό άνθρωπο, τα πάθη του και τις δυσκολίες του για επιβίωση μέσα στα σκληρά χρόνια της γερμανικής Κατοχής· αφήγηση συμβάντων και καταστάσεων (χωρίς να λείπουν οι αυτοβιογραφικές αναφορές), πότε δοσμένα με χιούμορ και πάντα διδακτικά, που συνθέτουν κομμάτι-κομμάτι σαν ένα έγχρωμο παζλ την ατμόσφαιρα της εποχής που γράφτηκαν. «Έγχρωμο» στα χρόνια της μαύρης σκλαβιάς; Η ανυπέρβλητη δίψα για ζωή, κάτω και από τις πιο αντίξοες συνθήκες, η αισιοδοξία και η πίστη ότι αυτός που έχει το δίκιο έχει δικαίωμα και στην ελπίδα, είναι μερικές από τις πιο έντονες πινελιές, που χαρακτηρίζουν τα κείμενα του Βάρναλη και που δεν αφήνουν τη μαυρίλα να σκεπάσει τον αναγνώστη ― εκείνης της εποχής, σήμερα και πάντα.

Επιλέξαμε ένα από αυτά τα χρονογραφήματα, «διαβάζοντας» στις αράδες του εικόνες και μηνύματα και της σημερινής εποχής. Εξάλλου ένα από τα στοιχεία του συγγραφικού μεγαλείου του Κώστα Βάρναλη είναι η διαχρονικότητα του έργου του και των ―πάντα ζωντανών και επίκαιρων― μηνυμάτων που εκπέμπει.

Η αλληλεγγύη των ζώων

ΔΥΟ ΣΚΥΛΙΑ, ένα μεγάλο κ’ ένα μικρό (όχι στην ηλικία, παρά στο μπόι), στην οδό Πατριάρχου Ιωακείμ λύσανε το επισιτιστικό τους πρόβλημα με τον πιο έξυπνο τρόπο. Γιατί τα ζώα, αντίθετα με τη γνώμη των αρχαίων και των σχολαστικών φιλοσόφων του Μεσαίωνα, δεν έχουνε μονάχα «αυξητική ψυχή», έχουνε και «λογική». Κ’ η λογική τους είναι πιο στέρεη από των ανθρώπων· γιατί λειτουργεί και βρίσκει λύσεις απάνω στην πράξη και για σκοπούς πραχτικούς.

Τα δυο λοιπόν αυτά σκυλιά κάνανε εταιρεία. Πηγαίνουνε στα σπίτια και ξύνουνε τις πόρτες με τα μπροστινά τους πόδια. Κι όταν ανοίξει ο νοικοκύρης, του… φιλούνε το χέρι. Κανένας δε βαστάει να τους αρνηθεί ένα κόκαλο (αν έχει) ή μια μπουκιά ψωμί. Όπως ο λύκος του Αγγούμπιο, που τον έφερε σε θεογνωσία ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης με το κήρυγμά του και τον έκανε να μην τρώγει κρέας, πήγαινε από πόρτα σε πόρτα του χωριού και ζητούσε το φαγί του, έτσι, με «του κύκλου τα γυρίσματα», και τα δυο σκυλιά του Κολωνακιού πηγαίνουν από πόρτα σε πόρτα και τρέφονται, χωρίς να τους έχει ανοίξει τα μάτια το θείον κήρυγμα, παρά μονάχα η εξυπνάδα τους.

Αλλά στην περίπτωση αυτήν των δυο τετραπόδων πρέπει να θαυμάσει κανείς όχι τόσο την εξυπνάδα τους, παρά το συναίσθημα της αλληλεγγύης. Το ένα υποστηρίζει το άλλο και μοιράζονται τα κέρδη με όλη τη δυνατή δικαιοσύνη ― χωρίς συμβόλαια, χωρίς τεφτέρια, χωρίς αριθμητική.

Αυτό το συναίσθημα της αλληλεγγύης δεν είναι μονάχα προνόμιο του ανθρώπου, που λέγεται «ζώον λογικόν άπτερον»! Το έχουνε και τα ζώα. Μια φορά πεζοπορούσα (είχα μουλάρι, αλλά μόλις το καβαλίκευα, σηκωνότανε όρθιο όσο να με ρίξει χάμου) από το Κράσι της Κρήτης στο Ηράκλειο. Έντεκα ώρες δρόμος! Στα μισά του δρόμου συνάντησα κ’ έναν άλλον πεζοπόρο, έναν αγωγιάτη, που πήγαινε με το μουλάρι του κ’ είχε μαζί του και δυο σκυλιά, ένα μεγάλο κ’ ένα μικρό, δεμένα αναμεταξύ τους μ’ ένα μακρύ σκοινί! Το μεγάλο άντεχε στην πεζοπορία. Το μικρό όμως είχε αποστάσει. Προχωρούσε λίγο κ’ ύστερα καθότανε λαχανιασμένο, με τη γλώσσα έξω, και τα παγίδια του ανοιγοκλειούσανε σα φυσαρμόνικα. Όταν το μικρό καθότανε σκοτωμένο από την κούραση, το μεγάλο σταματούσε, μισόκλεινε τα μάτια του με συμπόνια και το περίμενε να συνέλθει. Ο αγωγιάτης με το μουλάρι του τραβούσε το δρόμο του χωρίς να προσέχει τι γινότανε πίσω του. Κι όταν απομακρυνότανε πολύ, το μεγάλο σκυλί τέντωνε σιγά το σκοινί μια-δυο φορές, σα να χτυπούσε κουδούνι, για να ειδοποιήσει το σύντροφό του πως μείνανε πολύ πίσω κ’ έπρεπε να φτάσουνε το αφεντικό τους.

Μιαν άλλη φορά, μπαίνοντας νύχτα στο σπίτι μου, βρήκα δυο γάτες μέσα στην κουζίνα. Είχανε μπει από την ταράτσα της αυλής, που έφτανε ως τη στέγη του αντικρινού σπιτιού κ’ η πόρτα της έμενε ανοιχτή το καλοκαίρι. Η πρώτη, άμα με είδε, πήδηξε κατά την ταράτσα. Η άλλη όμως ήτανε χωμένη μέσα στον τενεκέ των σκουπιδιών και μονάχα τα καπούλια της κ’ η ουρά της μένανε έξω. Αυτή δε με πήρε χαμπάρι. Η πρώτη όμως, καθώς περνούσε από δίπλα της σα σαγίτα, την εχτύπησε στα καπούλια με το ένα της πόδι, για να την ειδοποιήσει για τον κίνδυνο. Όσο να φτάσω, είχε τιναχτεί κι αυτή έξω. Να λοιπόν κ’ ένα άλλο παράδειγμα αλληλεγγύης των ζώων. Φυσικά οι ζωολόγοι αναφέρουν άπειρα τέτοια παραδείγματα· αυτά όμως που σου λέω εγώ, τα είδα με τα μάτια μου.

Αλλά μια και το ’φερε η κουβέντα, θα σου διηγηθώ κ’ ένα άλλο περιστατικό, όπου αποδείχνεται η αφάνταστη εξυπνάδα μερικών ζώων. Στο Παρίσι έμενα σε μιαν οικογενειακή πανσιόν. Ο γιος της νοικοκυράς, που έλειπε στο Αλγέριο, ήρθε την Πρωτοχρονιά για να περάσει τις γιορτές στο σπίτι του. Αλλά δεν ήρθε μοναχός. Έφερε και μια μαϊμού. Αυτή η μαϊμού ήτανε μεγάλο βάσανο για όλους. Παρ’ όλη την αλυσίδα της, κατόρθωνε να ξεφεύγει και να τα κάνει θάλασσα. Τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς περίσσεψε ένα πόδι από τη γαλοπούλα, και το βάλανε μέσα στο «φανάρι», που ήτανε κρεμασμένο από το ταβάνι. Η μαϊμού όμως το μυρίστηκε. Σκαρφάλωσε στο φανάρι, έφαγε το πόδι της γαλοπούλας και για να μην την καταλάβουν έβαλε στη θέση του ένα… σπαρματσέτο. Η μαϊμού βλέπεις είναι μισός άνθρωπος. Και γι’ αυτό όχι μονάχα ξέρει να κλέψει, αλλά και φροντίζει να μην πιαστεί.

Κ. ΒΑΡΝΑΛΗΣ