Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Λούση, η Γυναίκα μας (Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας) – του Στέλιου Κανάκη

Γράφει ο Στέλιος Κανάκης //

«…Η ζωή σου βρίσκεται στο εργαστήρι,
Εκεί θα μπορέσουν να υφανθούν
Με τα χέρια σου και με τα χέρια των άλλων
Υφάσματα που θα ντύσουν την ελευθερία».
Υφάντρες, Βίκτωρ Χάρα

Η Λούση έζησε μέχρι τα 18 της χρόνια. Δεν ξέρουμε αν η ίδια τεκνοποίησε, αν κράτησαν το χέρι της άλλα χέρια ή κράτησε αυτή κάποιο χέρι, δεν ξέρουμε ούτε αν πιάνονταν απ’ τα χέρια εκείνοι οι πρόγονοί μας. Η Λούση έζησε πριν από 3 εκατομμύρια χρόνια περίπου. Είναι η πρώτη γυναίκα με όνομα. Η Λούση ήταν αυστραλοπίθηκος κι είναι ο κοινός μας πρόγονος. Κάτι σαν την μητέρα όλων μας. Είναι η πιο παλιά γυναίκα που γνωρίζουμε. Η Λούση τεκνοποιούσε, μάζευε καρπούς κι η ζωή προχωρούσε. Για πολλά χρόνια από την εποχή της Λούση οι έγνοιές της και η προστασία των παιδιών ήταν υπόθεση όλου του γένους.

Χρειάστηκε να περάσουν τρία εκατομμύρια χρόνια για να γίνει η Λούση από ελεύθερη τροφοσυλλέκτρια, δούλα στην πορεία, δουλοπάροικη αργότερα, υπόζυγος για χιλιάδες χρόνια και με μεγάλο κόπο και πόνο στην εποχή μας εργαζόμενη, σύζυγος και νοικοκυρά, επαναστάτρια, πάντα όμως μητέρα.

Η Λούση βρέθηκε στην Αιθιοπία. Η Αιθιοπία βρίσκεται απέναντι απ’ την Υεμένη. Εκεί που σήμερα οι γυναίκες γνωρίζουν τον ανείπωτο πόνο βλέποντας τα κάτισχνα παιδιά τους να μαραίνονται και να σβήνουν από την πείνα ή να εξαερώνονται από τους πυραύλους που κάποιοι τους ρίχνουν, αντί για λίγο γάλα, ένα κομμάτι ψωμί, λίγο νερό, ένα χαμόγελο κι ένα χάδι, ένα σχολείο αργότερα που θα έκανε αυτά τα παιδάκια ν’ ανθίσουν και να χαμογελάσουν. Κι όταν δεν σκοτώνουν τα παιδιά της, δολοφονούν αυτήν την ίδια γιατί απαίτησε ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του κόσμου. Μισούν τη Λούση και τα παιδιά της. Την φοβούνται, τρέμουν μη και γίνουν τα όνειρά της πραγματικότητα και την μισούν ακόμη περισσότερο. Τα ματωμένα κέρδη τους είναι που μετράνε κι όχι το χαμόγελο των παιδιών της.

Η Λούση δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοιο μέλλον. Σε αντίθετη περίπτωση θα απόφευγε να μεγαλώσει. Με το καθαρό της βλέμμα κοίταζε μπροστά σ’ έναν καλύτερο κόσμο που δεν μπορεί να μην έρθει. Με τα παιδιά της αγκαλιά ή πιασμένα απ’ το χέρι. Έμαθε και στους συντρόφους της να πιάνονται γιατί έτσι ο δρόμος γινόταν ευκολότερος. Με τα χρόνια πάτησε στην αραβική χερσόνησο κι από κει στην Μεσοποταμία όπου έστησε το λίκνο του πολιτισμού της ανθρωπότητας κι όπου σήμερα ελάχιστα πράγματα στέκουν όρθια από τους ίδιους που εξαφανίζουν τα παιδιά της Υεμένης, τα παιδιά της κάθε Λούση.

Έφτασε και στην Ευρώπη. Στις άλλες ηπείρους. Έγινε Ευρωπαία, Αμερικάνα, Κινέζα, Ινδιάνα και Ινδή, Ιρανή και Πακιστανή. Άσπρη, μαύρη, κίτρινη, κόκκινη.

Από τη φύση κληρονόμησε το μεγαλείο του δικαιώματος της μητρότητας. Από την κοινωνία απαίτησε την ισότητα, την ισονομία την αναγνώριση της υπόστασής της. Το αναφαίρετο δικαίωμα στη ζωή για τα παιδιά της και την ίδια.

Στα μέρη απ’ όπου πέρασε πέφτουν βόμβες και πύραυλοι. Δολοφονούν τα παιδιά της εξαερώνοντάς τα, κάνοντας σκοποβολή πάνω τους, πνίγοντάς τα στις θάλασσες ή αφήνοντάς τα να λιώνουν από την ασιτία. Λες και κάποιοι βάλθηκαν να σβήσουν τα ίχνη της διαδρομής τής Λούση. Κι όπου δεν έφτασαν οι βόμβες ακόμη, η εργαζόμενη Λούση φυτοζωεί, δουλεύει σκληρά για ένα κομμάτι ψωμί, παλεύει ν’ αναθρέψει τα παιδιά της που τώρα πια στον «πολιτισμένο» κόσμο της δεν είναι έγνοια όλου του γένους και τους λείπουν ακόμη κι εκείνα που στην πρώτη Λούση φάνταζαν αυτονόητα. Υποσιτίζεται, κρυώνει τον χειμώνα, αφήνεται στην τύχη της στις αρρώστιες, μένει μακριά από την γνώση, την επιστήμη και τον πολιτισμό. Βλέπει να αφαιρούν από τα παιδιά της το μέλλον που τους αρμόζει και δικαιούνται.

Η Λούση σήμερα αγωνίζεται να ανταπεξέλθει στο βαρύ φορτίο που έριξε στους ώμους της ο καπιταλισμός. Βιώνει τον παραλογισμό του πολλαπλάσια από τους συντρόφους της άντρες. Είναι η μάνα μας, η γυναίκα μας, η μητέρα των παιδιών μας, η αδερφή μας, η κόρη μας, η ερωμένη μας, η γυναίκα που αγαπήσαμε, η συναδέλφισσά μας, η συντρόφισσά μας.

Στα εκατομμύρια χρόνια που πέρασαν η Λούση πόνεσε αβάσταχτα, βασανίστηκε σκληρά, βίωσε διπλή την εκμετάλλευση, ενηλικιώθηκε. Μαζί μ’ αυτήν κι ο ανώνυμος σύντροφός της που «μεγάλωσε» δίπλα της. Είμαστε το υπόλοιπο και ταπεινό μισό της, είναι η Γυναίκα της ύπαρξής μας, η αναντικατάστατη σύντροφός μας στη ζωή και στον αγώνα για το γκρέμισμα αυτού ανήθικου και παράλογου συστήματος πριν αυτό μας εξαφανίσει.

_______________________________________________________________________________________________________

Στέλιος Κανάκης Διδάσκει στην επαγγελματική εκπαίδευση και παράλληλα δραστηριοποιείται στο χώρο του βιβλίου. Έχει γράψει, υπό μορφή ημερολογίων τα «Με τη μουσική του κόσμου», «Οι μουσικοί του κόσμου» και «Δώδεκα μήνες συνθέτες».  Επίσης το «Ιερές Βλακείες» Εμπειρία Εκδοτική 1η και 2η έκδοση – Εκδόσεις Εντύποις 3η και 4η και το «Η Αγρία Γραφή» Εκδόσεις ΚΨΜ.
[email protected] Facebook: Stelios Kanakis /ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΑΚΗΣ