Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Η Παραλογοτεχνία στα ΜΜΕ

Γράφει ο Βασίλης Λιόγκαρης //

Κείμενα αμφιβόλου ποιότητος, ευτελούς αξίας και χαμηλού επιπέδου, προϊόντα μιας ακμάζουσας παραλογοτεχνίας εισβάλουν στα σπίτια μας απ’ τα οπτιοακουστικά μέσα με την μορφή των σήριαλ, προβάλλοντας μια κουλτούρα ψευδαίσθησης και διαμορφώνοντας κατά πολύ το αισθητικό γούστο του μέσου τηλεθεατή, με τη χυδαία αιτιολογία πως ‘τέτοια θέλει ο κόσμος, τέτοια του προσφέρουμε’.

Επίκεντρο όλων αυτών των ανεκδιήγητων σήριαλ με τους κραυγαλέους διαλόγους, το φανταχτερό εσωτερικό διάκοσμο, μιας τάξης ευμάρειας που έχει λύσει τα οικονομικά της προβλήματα και δεν την ενδιαφέρι τίποτα άλλο , είναι ο έρωτας(εκτός βέβαια από τις ανούσιες κωμωδίες, τη βία και το έγκλημα). Και όχι ο όμορφος, γνήσιος, θείο δώρο της φύσης έρωτας. Αυτός δεν έχει κανένα ενδιαφέρον. Αυτός δεν πουλάει. Αλλά, ο βρόμικος, ο παράνομος έρωτας, ο απαγορευμένος. Αυτός που σκανδαλίζει την κοινωνική μας υπόσταση και ψυθιρίζεται μετ’ αποστροφής δήθεν στα σαλόνια.Ο έρωτας απάτη. Αυτό είναι σχεδόν το κύριο θέμα όλων των σήριαλ.

Καλοζωισμένη επιστήμονας, απατά τον καλοζωισμένο, αλλά κάπως γερασμένο σύζυγο της, με τον αδελφό του άντρα της κόρης της ο οποίος έχει το θράσος να ζητά τη χείρα της γυναίκας του από τον ίδιο το σύζυγο.

Ωραία, νέα, μοναχή και καλοζωισμένη μητέρα απατά το γιο της με τον καλύτερο του φίλο που είναι και κατά είκοσι χρόνια μικρότερος της. Άλλη καλοζωισμένη αυτή, επαρχιώτισσα, αλλά ντυμένη με τα πιο προκλητικά μοντελάκια να προβάλουν στήθος και κορμί. Γυναίκα πλούσιου κτηματία, τον απατά με τον ‘αληταρά’ αδελφό του.
Παπάδες που τρέχουν πίσω από τα φουστάνια γυναικών. Καλόγεροι που πετούν τα ράσα και μπλέκουν σ’ ερωτικά παιχνίδια. Ένας ολόκληρος συμφερτός παγιδευμένων στα δίκτυα της Α.Μ. του ‘έρωτα’.

Περνάνε μέσα από την μικρή οθόνη προσβάλλοντας όχι μόνο την αισθητική μας αλλά και διαστρεβλώνοντας την κοινωνική επαφή με την πραγματικότητα και τα προβλήματα της. Λέγοντας ξεδιάντροπα πως αυτά είναι μέσα στη ζωή. Αλλά και η καθημερινή επαφή με την τουαλέτα είναι μέσα στη ζωή, όμως αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να το κάνουμε βούκινο. Βέβαια, η τέχνη πρέπει ν’ αντλεί τη θεματολογία της μέσα από τη ζωή, αλλά να την οδηγεί σε υψηλότερα πνευματικά επίπεδα, να αναδείχνει τις αξίες και να επισημαίνει τα προβλήματα, ν’ αξιοποιεί την ομορφιά του λόγου και όχι να τον χυδαιοποιεί και να τον ευτελίζει.

Αυτά δεν είναι τέχνη, αυτά είναι εμπορικά υποπροϊόντα και δεν μας ενδιαφέρουν.

«Ιστορίες Στοχασμού Και αναψυχής».
Εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ/2005