Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θέμος Κορνάρος: Το μυστικό του μπαρμπ’ Αγγελή

Χαρισμένο στη Γυναίκα μου

Σ’ένα χωριουδάκι , γύρω εκεί στη Λειβαδιά, ζούσ’ ένας γέρος καπνοκαλλιεργητής. Πιο νευρικός άνθρωπος δε βρισκότανε σ’ όλη την περιφέρεια. Όσο ζούσε, το σπίτι του τόδερνε η γκρίνια. Το καφενείο διαμαρτυρότανε σαν τον έβλεπε να σιμώνει. Καλημέρα τούλεγες, στον Όξ’ από δω σ’ έστελνε. Μαζεμούς δεν είχε τέλος πάντων. Λες και γεννήθηκε με την κατάρα του καυγά.

Kornaros1Δεν κατάφερε όμως, πενήντα χρόνια αφεντικό να μαλώσει μ’ ένα δουλευτή του. Τυχερό τόνε λέγανε, γιατί αλλιώς δε μπορούσανε να ξηγήσουνε αυτό το παράξενο. Κι’ ο μπάρμπ’ Αγγελής, κουνά το κεφάλι του μ’ ένα τρόπο που λέει ό,τι θέλεις κι’ όπως το πάρεις.

– Βέβηα! Αγγελούδια μού στέλνει ο Θεός στη δούλεψή μου!

– Τους διαλέγω, μάτια μ’, απαντά άλλες φορές, νάναι από σόι….Και κλείνει πονηρά το μάτι.

Τον καιρό που αρχίζει η δουλειά, οι εργάτες μαζεύονται από τα μακρυνά χωριά κι’ από τις κοντινές πολιτείες. Τα καφενεία βουΐζουνε σα μελίσσι ολημερίς. Και τα βράδυα, όλη η περιοχή είναι ανάστατη από τα γλέντια, τους χορούς, τα ξεφαντώματα.

Πάντα έτσι πάνε, λίγο νωρίτερα. Αυτές οι λίγες μέρες που μεσολαβούνε, ως που να κιτρινίσει το πρώτο φύλλο του καπνού, είναι δικές τους. Γι’ αυτές δουλεύουνε κι’ αυτές περιμένουνε ολοχρονίς.

Μπορούσε να τις παραβάλει κανείς τις μέρες αυτές με τα ταξείδια αναψυχής των καλοστεκούμενων ανθρώπων, αν δεν έλειπε απ’ αυτά το θέλγητρο της λαχτάρας για το κάθε τι. Και το πιο ασήμαντο, και το πιο τιποτένιο, γίνεται δεχτό σαν ξάφνιασμα, από τους καλούς αυτούς εργατικούς ανθρώπους, που δεν ξέρουνε να χασμουριούνται από ανία.

Στα ίδια καφενεία και στα ίδια γλέντια μαζεύουνται και τ’ αφεντικά. Κάνουνε, τάχα, πως γλεντούνε. Μα πού να ξεφύγει το κέφι από τα νύχια της έγνοιας.

Πάνε για να διαλέξουνε. Βιάζουνται να κλείσουνε συμφωνίες. Κι’ έχουνε τετρακόσα τα μάτια τους να μην τους πάρουν άλλοι, τούτο τον πιτήδειο κιρντιστή ή εκείνη την προκομένη τη βελονιάστρα, που δίνει στο μεροδούλι της 45 βέργες για την απλώστρα.

Πολύ συχνά, πάνω στο διάλεμα, αρπάζουνται στα λόγια. Και στα χέρια. Χαρά στο δουλευτή, που θα γίνει για λογαρισμό του τέτοιος καυγάς. Είναι παράσημο αξίας, που το επιδείχνει σε κάθε περίσταση και τόνε κάνει ψηλομύτη κι’ ακατάδεχτο, μπροστά στις όμορφες κοπέλλες.

Γι’ αυτούς τους….παρασημοφορεμένους μόνο ο μπαρμπ’ Αγγελής δεν παρασκοτιζότανε. Περίμενε να τελειώσει το ξεδιάλεμα, να κλείσουνε συμφωνίες οι Άσσοι, για να πάρει κι’ αυτός τους 25 – 30 ανθρώπους που χρειαζότανε η δούλεψή του, από «τ’ αποδιαλέματα» , όπως τάλεγε.

Σ’ αυτούς τους δεύτερους και τρίτους εργάτες, έδινε το πιο γερό μεροκάματο απ’ όλα τα τσαρδάκια. Κι’ όμως, στο τέλος, μετρούσανε τη σοδειά, λογαριάζανε έσοδα κι’ έξοδα, και το μεροδούλι ερχότανε για το γέρο 30 με 40 δραχμές μέσος όρος, τη στιγμή που στους άλλους ανέβαινε τα διπλά.

Με τους άσσους οι πρώτοι, με τους δεύτερους και τους ατζαμήδες ο μπαρμπ’ Αγγελής. Με 50 δραχμές μεροκάματο σ’ εκείνους, με 80 και 100 σ’ αυτόνε.

Έβλεπες εργάτη, όλως διόλου αδέξιο, που κανένας δε μπορούσε να του δώσει μήδε 30 δραχμές και τον έπαιρνε αυτός με 80! Και το πιο σπουδαίο, στα χέρια του γέρου είτανε άσσος. Αν έκανε πως άλλαζε αφεντικό, σα νάχανε τη μισή του δύναμη και ξέπεφτε τρίτος και τέταρτος.

– Μάγια τους κάνει, μπρε μάτια μου! Μάγια! Αλλιώς δεν γίνεται!…

Αυτή ήταν η γνώμη του χωριού.

Υποθέτανε πως τους κέντριζε το φιλότιμο με το γλυκό τον τρόπο. Με το να τους προτιμά αυτός, τη στιγμή που δεν τους καταδέχονταν οι άλλοι. Άλλος έλεγε τούτο, άλλος εκείνο.

Ο γερ’ Αγγελής τη δουλειά του.

Καυγάδιζε μ’ όλο τον κόσμο, έδερνε τη γυναίκα του, ήμερο λόγο δεν έδινε στα παιδιά του, κι’ όλα τα μέλια και τις ζάχαρες τα φύλαγε για τον εργάτη του.

Κάποιος αγαθός επιχειρηματίας νόμισε πως αυτό ήτανε το μαγικό μυστικό. Κι’ εκεί που ζούσε όμορφα και καλά με τους δικούς του, ξαφνικά τους έστρωσε ένα βραδυνό στο βρισίδι και στο ξύλο, χωρίς λόγο κι’ αφορμή! Και σα να μην έφτανε αυτό, την επομένη το διαλαλούσε κιόλας με καμάρι, πως το βρήκε το μυστικό του Αγγελή…

Όταν τ’ άκουσε ο γέρος, ξεκαρδίστηκε να γελά. Αλλά ο καλός επιχειρηματίας, το πήρε στα σοβαρά. Και συνέχισε σκοινί – γαϊτάνι το ξύλο χωρίς θυμό και τη μάχουλα χωρίς διάθεση.

Ο Αγγελής τόνε σταμάτησε μια μέρα.

– Άκουσε δω, Θοδόση. Παράτησε ήσυχη τη γυναίκα σου. Το μόνο που θα καταφέρεις ειναι να σε ξεκουμπίσουνε οι γιατροί ή να διαλύσεις το σπίτι σου. Δεν είσαι εσύ για τέτοια πράματα.

Μα πού ν’ ακούσει ο Θοδόσης! Πού ν’ αφίσει να τον ξεγελάσει ο γέρος!…

Αυτή τη χρονιά, στη φούρια της δουλειάς απάνω, ο γέρος έπεσε στο κρεββάτι. Ξαφνικά. Το πρωί πήγε για καλάμια στη γυροποταμιά, γερός και καλός. Εκεί λημέριασε για να φορτώσει τέσσερα ζώα. Έκοψε, καθάρισε, φόρτωσε μόνος του, έκανε το σταυρό του και ξεκίνησε για το χωριό. Στην μποτίλια είχε απομείνει λίγο κοκκινέλι. Έτσι το φύλαγε πάντα για το τέλος της δουλειάς: « ψυχώνει στο δρόμο το βλοημένο» έλεγε. Τόπιε μονορούφι, για να’ χει κουράγιο στην ανηφοριά. Αυτό τόνε θέρισε. Κι’ ούτε μπόρεσε να ξεφορτώσει ο ίδιος. Έπεσε του θανατά, με σύγκρυα και δυνατό πυρετό.

Στο ποδάρι του στάθηκε ο Δημήτρης, ο μεγάλο του γυιός.

Η δουλειά είτανε στη μεγάλη βράση. Το τέταρτο φύλλο της καπνόριζας είχε κιτρινίσει σα φλουρί. Κ’ οι καπνοπαραγωγοί, ίσα – ίσα πούχανε προλάβει και κιρντίσανε το πρώτο. Παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη από εργάτες.

Τ’ αφεντικά κάνανε έφοδο στα γειτονικά χωριά, μα πήγαιναν άδικα οι κόποι τους. Ψυχή δε βρισκότανε. Μόνο κάποιους άνεργους χτιστάδες και νταμαρτζήδες βρήκανε. Μπρος στο τίποτα τους κουβαλήσανε κι’ αυτούς.

Αρχίσανε να σκανταλίζουνε ο ένας τ’ αλλουνού τους εργάτες. Με κολακείες, ταξίματα, παραπάνω μεροκάματο, καλό φαΐ. Τους κλέβανε κυριολεκτικά.

λιγώτερο καπάτσος δεν είτανε από τους άλλους , ο γυιός τ’ Αγγελή. Έβαλε όλη του την αξιοσύνη και κατάφερε να τραβήξει στη δουλειά του δέκα καινούργιους από τα γειτονικά τσαρδάκια.

Όμως η δουλειά ολοένα και περίσσευε. Κανένας δε μπορούσε να πει πως οι άνθρωποι δουλεύανε λιγώτερο από πριν. Κι ‘ όμως κανένας τους δεν έφερε στο μεροδούλι παραπάνω από 30, βία τις 35 βέργες για τη λιάστρα.

Ο Κοντομίχαλος, με τις 55 βέργες την ημέρα, μόλις κατάφερνε τώρα τις 35. Κι’ η Μαλαματώ με τις 46, έφτανε , δεν έφτανε, χωρίς ανάσα, τις 28.

Δεν ξεσκύβανε. Αλλά η απόδοση έπεσε πολύ χαμηλά. Κι’ αναγκαστήκανε να παραδώσουνε την άσπρη σημαία του ρεκόρ σ’ άλλο τσαρδάκι.

– Το φύλλο είναι μικρότερο!

– Από την πολλή ζέστη η κόλλα του καπνού περίσσεψε και δεν αυγαταίνει το κίρντισμα.

Ένας άλλος είπε πως « έλειψε το μάτι του γέρου από πάνω τους. Κι’ αυτό φταίει». Κι’ υποστήριζε με φανατισμό πως ο γερ’ Αγγελής είχε μαγνήτη στα μάτια του σαν τους Μάγους!…

Αυτό το τελευταίο, έπιασε πιο πολύ. Γιατί βολούσε στο οκνό μυαλό του χωριάτη. Για να μη βασανίζει περισσότερο το κεφάλι του, για να μη σκεφτεί, καλός είτανε ο Μάγος. Φόρτωνε σ’ αυτόνε τις ανησυχίες και τις απορίες του κι’ αναπαυότανε.

Ο γιατρός που φέρανε από την πόλη, είπε μυστικά στο Δημήτρη πως δεν θα χρειαζότανε να τον ξανακαλέσουνε. Ο πατέρας του είτανε στα τελευταία του. Είχαν αργήσει να τον φωνάξουνε κι’ η πνευμονία είχε προχωρήσει. Θαύματα γίνουνται όμως καμμιά φορά. Και γι’ αυτό μπορούσανε να συνεχίσουμε τούτο και κείνο…

Ο γέρος παραμιλούσε μέρα και νύχτα. Έβριζε, όλο αναθεμάτιζε κάποιον Γιαννίκο, βλαστημούσε τα παιδιά του κι’ εξαντλιότανε, ώρα την ώρα, απ’ αυτό το ακαταλάγιαστο της γλώσσας του.

Στις οχτώ μέρες απάνω, νύχτα είτανε, ζήτησε νερό. Κι’ άνοιξε τα μάτια του.

– Πούναι ο Δημήτρης;

– Κοιμάται, Αγγελή μου. Ησύχασε, κουράγιο! Τόνε χαϊδεύει η γυναίκα του.

– Φέρτονα εδώ!

– Μα δεν κάνει, Αγγελή μου, να μιλάς πολύ. Το είπε ο γιατρός!

– Φέρτονα σου λέω! Α!

Ποιος νάχει αντίρρηση! Χριστός και Παναγιά!…

– Πώς πάει, βρε, η δουλειά;

– Περίσσεψε, πατέρα. Δεν προλαβαίνουμε. Δουλέψαμε και Κυριακή. Πήρα και δέκα καινούργιους. Μα η δουλειά πήρε καπάκι.

– Καινούργιους πήρες;

– Ναι, πατέρα. Το πέμπτο φύλλο είν’ έτοιμο. Και το πρωί κιρντίσαμε μόνο το τρίτο.

-Τζαναμπέτηδες! αγριεύει ο γέρος και πάλι ρωτά:

– Η Παντιέρα πού είναι τώρα;

– Την πήρε το τσαρδί της Γιώργαινας, απάντησε ντροπιασμένος ο γυιός.

Έκανε να σηκωθεί ο άρρωστος. Μα ζαλίστηκε κι’ απόμεινε ακίνητος. έκλεισε πάλι τα μάτια του κι’ άρχισε το παραμιλητό:

– Σκύλε! Να διώξεις τους καινούργιους. Πήρες και γυναίκες, ε; Κουτούλιακα. Πόσες βέργες δίδει τώρα η Μαλαματώ;

Αυτό όμως τώπε αρκετά δυνατά. Κι’ ο Δημήτρης είδε μια στιγμή τα μάτια του π’ ανοιγοκλείσανε.

– Είκοσι έξη, Πατέρα, του λέει. Είκοσι έξη από σαράντα πέντε τόσες! Το φύλλο μίκρανε.

– Οι τύφλες σου! Το φύλλο! Ακούς, μωρέ, μίκρανε το φύλλο! Μ’ ακούς, βρε; Ακούς ,τζαναμπέτη;

– Ακούω , Πατέρα. Εδώ είμαι.

– Είναι κι’ άλλος εδώ;

– Μονάχα η μάννα μου, Πατέρα.

– Να φύγει!…

– Έφυγα, Αγγελή μου. Έφυγα! μουρμουρίζει τρομοκρατημένη η καλή γυναικούλα.

– Έλα πιο κοντά. Μ’ ακούς καλά;

– Ναι, ναι, Πατέρα.

– Να μην μιλήσεις σε κανέναν, αλλιώς θα ψωφίσεις από την πείνα. Κάλλιο να παρατήσεις τα καπνά, παρά να ξεστομίσεις τίποτα απ’ αυτά που σου παραγγέρνω. Ε! Να διώξεις αμέσως όλους τους καινούργιους που μάζεψες. Δε φελούνε. Κακό κάνουνε. Πάσα δουλειά έχει την τέχνη της. Το μυστικό της. Αν δεν το βρεις, να μην καταπιάνεσαι…Ο καπνός δεν είναι σκάψιμο. Για…κολυβογράμματα. Τέχνη είναι που θέλει νου, μυαλό…Να μην νοιάζεσαι όποιους εργάτες κι αν πάρεις στη δούλεψή σου. Κ’ οι πιο παρακατιανοί γίνουνται ξεφτέρια. Μόνο να προσέξεις. Να μην τους ξυπνάς στις τρεις το πρωΐ , όπως κάνουν οι άλλοι. Θα τους ξυπνάς στις πέντε! Μπας κι’ ήρθε κανένας εδώ μέσα πάλι;

– Όχι, Πατέρα. Οι δυο μας είμαστε.

– Χμ! Το λοιπόν, είπαμε, στις πέντε. Γιατί στις τρεις το χορτάρι …κοιμάται ακόμα!. Το πλακώνει η δροσιά. Κι’ ο άνθρωπος δεν ξυπνά με τα σωστά του, σα δεν ξυπνήσει το χόρτο κι’ αρχίζει να παίρνει ανάσα!…

Ο Δημήτρης ανησύχησε και ρωτά:

– Κοιμάσαι, Πατέρα; Μ’ ακούς;

– Τον κακό σου τον καιρό, βλάκα! Εσύ να μ’ ακούς!…

Και συνέχισε:

-…Όλα έχουνε την ώρα τους. Και την τάξη τους. Χωρίς λόγο το χορτάρι δεν ανασαίνει. Κι’ ο άνθρωπος. Το ένα ζει για τ’ άλλο. Όλα θα τα μάθεις μόνος σου, αν έχεις μυαλό και μάτια ανοιχτά. Εγώ σ’ ένα μόνο θέλω να σ’ ανοίξω τα μάτια σου. Χώνεψέ το: Στις πέντε τους ξυπνάνε για το κίρντισμα. Όχι στις τρεις. Ετούτους τους μήνες του καπνού, μόνο αυτή την ώρα αρχίζουνε τα βότανα την αναπνοιά τους. Οι μυρωδιές είναι οι αναπνοιά τους. κατάλαβες; Αυτές οι μυρουδιές σού χρειάζονται. Για να βάλουνε φωτιά στους ανθρώπους σου. Αν τους πας στις τρεις, ώρες κέρδισες. Μα η δύναμη λείπει. Μόνο του καπνού η ανασεμιά γίνεται αυτή την ώρα. και της συκιάς. Και φαρμακώνει. Νυστάζει, αποκοιμίζει το δουλευτή. Τόνε παραλεί. κατάλαβες;

– Κατάλαβα, Πατέρα…

– Κατάλαβες , μπούφαλε! Μα δε φτάνει αυτό. Η τέχνη είναι στο πώς θα κουμαντάρεις τους ζωντανούς! Χωρίς να τους σακατέψεις. Τους ξύπνησες. Έχουνε κέφι. Κ’ ύστερις; Αν τους αφίσεις από μόνους τους, θα ….σύρουνε το χορό, θ’ ανοίξει για τραγούδι η όρεξη, για γλέντι, για σεβντά. Μα εσύ θέλεις δουλειά! Είσαι καπνάς. Το λοιπόν, πάντα να παίρνεις πιο λίγες γυναίκες από άντρες. Μπορείς και τ’ ανάποδο. Μα εγώ βρήκα πιο σωστό το πρώτο. Εδώ να προσέξεις καλά. Για να τους βάλεις να δουλέψουνε, να μην κυττάζεις ποτές σου, τι κάνουν οι άλλοι. Όχι στο ένα αυλάκι τον ένα και στ’ άλλο το δεύτερο. Όχι κοντά. Θα δίνεις του καθενός το μερτικό, τόσες αράδες καπνού, όσες υπολογίζεις πως θα χρειαστεί το κοφίνι τους να πάει πολύ πιο κάτω από τη μέση. Κ’ ύστερα, πάλι το ίδιο. Δυο φορές, αν μπορείς και τρεις, ν’ ανταμώνουνε ο ένας τον άλλονε ως που να πεταχτεί ο ήλιος και να τελειώσει το φυλλομάζεμα. Να προσέξεις μόνο, με ποιον θ’ ανταμώνεται καθένας όταν τελειώνει τις αράδες του. Όχι άντρας με άντρα. Κάθε δυο άντρες και μια γυναίκα. Για κείνα τ’ ανταμώματα βάζουνε όλη τους τη δύναμη. Όχι για τ’ αφεντικό. Κατάλαβες; Βιάζουνται να δείξουν την καπατσωσύνη τους και τη δύναμή τους. Κι’ αυτές το ίδιο. Μπήκες, κουτεντέ; Ε! Εσύ έτσι θα τους συνηθίσεις να δουλεύουνε. Και θα καμώνεσαι τον αδιάφορο. Αν σε καταλάβουνε , κακομοίρη, πως τους κρυφοβλέπεις, για πως ξέρεις το λόγο της βιασύνης τους, τους έχασες. Τους τσάκισες. Είναι το ίδιο σα να φοβερίσεις άλογο, τη στιγμή που πηδά στην πλάτη της φοράδας και χλιμιντρίζει. Το ξέκανες. Του’ κοψες το αίμα, μια για πάντα. Από τότες κι’ ύστερα κάνει μόνο για να γυρίζει οκνά το μαγγανοπήγαδο. Μα για βαρβατικό ή για βιαστική δουλειά, ξέγραφτο.

– Ξεκουράσου τώρα, Πατέρα. Κατάλαβα καλά. Έπειτα πάλι. Ξεκουράσου λιγάκι.

– Μπορεί να τα καταφέρω να σηκωθώ από Δευτέρας. Αν δε μπορέσω έχε στο νου σου αυτά που σου λέω και φύλαξέ τα σαν περιουσία. Μιλιά, μηδέ στ’ αδέρφια σου. Εσύ να κουμαντάρεις το σπιτικό. Θαρρώ πως μου μοιάζεις καμπόσο, τζαναμπέτικο. Α! να θυμάσαι και τούτο: Στο φαΐ να’ σαι χουβαρντάς. Όχι τσιγγουνιές. Τρεις φορές τη βδομάδα θα τους έχεις κρέας. Μπόλικο. Μόνο από κρασί να φυλαχτείς το πρωΐ και το μεσημέρι. Το βράδυ δώσ’ τους όσο θέλουνε. Σα να μου φαίνεται πως κάποια μάχουλα έχουνε το κρασί με τη μυρουδιά του καπνού. Σκοτώνει την καπατσωσύνη και τη σβελτάδα τ’ ανθρώπου. Αυτό δεν το’ χω καλά καλά ξεκαθαρισμένο. Πρόσεξε το εσύ. Θα τα καταφέρεις. Μου φαίνεται πως μου μοιάζεις, μασκαρά, περισσότερο από τ’ άλλα σου αδέρφια. Να θυμάσαι πως τους εργάτες σου πρέπει να τους προσέχεις σαν τα μάτια σου. Μη μαλώσεις ποτές σου άντρα μπροστά σε γυναίκα! Μη βρίσεις κανένα τους. Αυτό φαρμακώνει τον άνθρωπο. Η ταπείνωση μπροστά σ’ άλλους είναι καθαρή δηλητηρίαση. Δεν ξέρεις πόσα φαρμάκια αναξερνά μέσα του ο άνθρωπος. Με το τίποτα. Ύστερα, ποτές πια δεν μπορεί να πάρει απάνω του.

Πάντα με το ήμερο, με το γλυκό. Να τους παινεύεις τη δουλειά τους κι’ ας μην αξίζει και πολλά. Πρόσεχε τα λόγια σου. Αν είναι μετρημένα και διαλεγμένα, μοιάζουνε με το σπίρτο που βάζει φωτιά στο αίμα και ξυπνά τη δύναμη. Αν είναι και τα παίρνεις από το σωρό, στάχτη είναι που την πετάς στον άνθρωπο και του σβύνεις και τη λίγη φωτιά που έχει από φυσικού του. Σύρε τώρα να κοιμηθείς…

Από Δευτέρας θα σηκωθώ κι’ εγώ.

Από Δευτέρας όμως πέρασε στον άλλο κόσμο ο γερ’ Αγγελής, που ‘ κανε μάγια στους εργάτες του, όπως λέγανε τ’ άλλα αφεντικά της περιοχής.

Η Μπάμπω τον μοιρολογιότανε και τόνε παρακαλούσε ν’ ανοίξει τα μάτια, για να δει την μπαντιέρα που την ξαναπήρε το δικό τους τσαρδάκι. « Σήκω , κανακάρ’ μου να χαρεί το ματ’ σου».

Ο γυιος του ακλουθούσε την κηδεία σοβαρός, χωρίς φωνές και κλάμματα.

Αν τον πρόσεχες καλά, θα’ βλεπες στα μάτια του μιαν αστραπή περηφάνειας και σιγουριάς.

Είχε κληρονομήσει τον πατέρα του. Κρατούσε το μυστικό του, μονάχα αυτός! Και καμάρωνε! Γι’ αυτόν ο γέρος δεν είχε πεθάνει. Έφυγε μόνο από το σπίτι και χουζούρεψε μέσα στην καρδιά του, στο αίμα του, στην ψυχή του.

Έτσι τον ένοιωθε.

Κι’ ακλουθούσε την κηδεία σοβαρός, χωρίς δάκρυα, με κάποιες αστραπές σιγουριάς και περηφάνειας στα γαλάζια μάτια του.

Θέμου Κορνάρου, Δε θα πεθάνουμε! , Εκδόσεις Μαρή και Κοροντζή, Αθήνα 1943

(Για την αντιγραφή – επιμέλεια ofisofi)