Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θεοχάρης Παπαδόπουλος: «Ζηλεύω τα βράχια» (εκδ. Μανδραγόρας, 2018)

Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης // //

Μπορεί ένας άνθρωπος και ιδιαίτερα όταν είναι ποιητής να ζηλέψει… τα βράχια; Ναι, εάν είναι ταπεινός και σεμνός, έχοντας επίγνωση της φθαρτότητας του και κυρίως όταν αναζητάει (και βρίσκει!) σε κάθε στιγμή, σε κάθε ανθρώπινη διαδικασία, σε κάθε αίσθηση και αντικείμενο στοιχεία που μπορούν να μας δείξουν ότι η φθαρτότητα –ως κοινωνική, υλική και πνευματική κατάσταση– εμπεριέχει μέσα της στοιχεία αθανασίας. Ακριβώς όπως στο ποίημα Τα βράχια:

Τεράστια βράχια,
ορθώνονται με θάρρος.
Δεν τα τρομάζουν κεραυνοί,
βροχές δεν τα φοβίζουν.
Χίλιες ρωγμές,
βαθιές πληγές,
άνοιξε ο χρόνος στο κορμί τους.
Στέκουν ορθά
κι ακόμα πολεμάνε
να μην πέσουν.
Τα ζηλεύω. 

(Τα βράχια, σελ. 42)

Αλλά αν όλα τα παραπάνω σας θυμίζουν, κι όχι άδικα, μεταφυσικές ανοησίες και στείρες θεωρητικολογίες, τότε καλό είναι να ξέρετε πως ο ποιητής Θεοχάρης Παπαδόπουλος πατάει γερά στην γη και μέσα στο ανθρώπινο περιβάλλον, όσο πρέπει και μπορεί, για να αναδείξει τις ανησυχίες, τα μικρά ή και μεγαλύτερα προβλήματα του απλού, καθημερινού ανθρώπου αξιοποιώντας την φύση και μικρά αντικείμενα καθημερινής χρήσης ως αυτόνομες προσωπικότητες. Έτσι η ποίηση του Θεοχάρη Παπαδόπουλου αποκτά ένα ιδιαίτερο συμβολικό και κοινωνικό χαρακτήρα που δεν διδάσκει τον αναγνώστη αλλά αντίθετα τον παροτρύνει να αναπτύξει κι αυτός λίγο παραπάνω την κριτική και αντιληπτική του ικανότητα. Το πιο σημαντικό σε αυτή τη διαδικασία βέβαια είναι ότι ο ποιητής δεν επιδιώκει να καθοδηγήσει, σαν άλλος εκ Θεού προφήτης, τον αναγνώστη. Μένει πίσω στη σκιά ο ποιητής, διεκδικώντας, ο αναγνώστης να τολμήσει, αξιοποιώντας την κριτική του ικανότητα, να βγει στο προσκήνιο:

Στέκεσαι στη σκιά
κάτω απ’ τα δέντρα.
Μένεις εκεί
δεν το τολμάς
να δεις κατάματα τον ήλιο.
Δεν κινδυνεύεις,
είσαι πάντα ασφαλής.
Μία ζωή
μένεις μονάχος
στη σκιά σου.

(Στη σκιά, σελ. 30)

Φωνή διεκδίκησης

Αυτός είναι ο χώρος που, σε γενικές γραμμές, κινείται η τελευταία ποιητική συλλογή του Θεοχάρη Παπαδόπουλου, που κυκλοφόρησε στις αρχές του έτους από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Όμως τα ποιήματα στο «Ζηλεύω τα βράχια» δεν μένουν μόνο στο συμβολικό επίπεδο αλλά όπου χρειάζεται μιλούν πιο συγκεκριμένα, γιατί γνωρίζουμε –όπως και ο ίδιος ο ποιητής άλλωστε γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους μας– κάποια πράγματα είναι ανώφελο να ειπωθούν με έμμεσο τρόπο, χρειάζεται κάτι το πιο, ας πούμε, ρεαλιστικό, χωρίς αυτό βέβαια να αλλοιώνει την αίσθηση του ποιήματος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε αυτό το βιβλίο αποτελεί το ποίημα Σαχζάτ Λουκμάν (σελ. 32) σχετικά με τον ομώνυμο με το ποίημα Πακιστανό μετανάστη που δολοφονήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2013 από χρυσαυγίτες στα Πετράλωνα (να σημειωθεί εδώ πως το ποίημα έχει μεταφραστεί στα πακιστανικά (ουρντού) από μεταφραστή που επιθυμεί να διατηρηθεί η ανωνυμία του). Μάλιστα σε αυτό το ποίημα βλέπουμε και μια ενδιαφέρουσα αναλογία με Τα βράχια (σελ. 42) –κι αυτή η αναλογία μας λέει πολύ απλά και καθαρά πως ανεξάρτητα της θέσης σου, ως άνθρωπος ή ως… αντικείμενο, η παράδοση σε δυνάμεις φαινομενικά ανώτερες σου, δεν είναι προς το συμφέρον σου και πως μόνο η αντίσταση –κι αν είναι ακόμα να σε οδηγήσει στον θάνατο– είναι προτιμότερη από την συγκατοίκηση με τις σκιές (σου).

Είναι μία φωνή διεκδίκησης αυτό το ποίημα, πόσο πιο απλά να το πούμε, αλλά είναι κι ένα ποίημα, όπως σημειώνει σχετικά η Ασημίνα Ξηρογιάννη στο (Ποίηση των καιρών μας, Fractal, (3/10/2018): «Σαν μνημόσυνο. Ο ποιητής δεν θέλει να λησμονήσει καμιά αδικία, κανένα φθοροποιό συναίσθημα. Αλλά τα μεταφέρει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στο έργο του. Τα κάνει ποιήματα για να τα ξορκίσει, για να παρηγορηθεί ή για να νιώθει πως είναι ζωντανός»

Σαχζάτ Λουκμάν.
Χέρια οπλισμένα
χτυπάνε χέρια ορφανά,
χέρια  κυνηγημένα,
που δεν σηκώθηκαν ψηλά,
δεν παραδόθηκαν.
Βγήκαν μαχαίρια
κι ένα νήμα ζωής
έκοψαν στα δυο.
Σαχζάτ Λουκμάν.
Έχει όνομα και επώνυμο
η θλίψη.

Ποίηση ελπίδας

Έτσι λοιπόν, αν το «Ζηλεύω τα βράχια» είναι «ένα βιβλίο για την ποίηση των μικρών πραγμάτων που έχουν την τάση να περνούν απαρατήρητα, όμως συνέχουν την καθημερινότητά μας και συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε πραγματικότητα» και με ατμόσφαιρα οπωσδήποτε μελαγχολική, όπου «αν υπάρχει ένα κυρίαρχο συναίσθημα, αυτό είναι η λύπη. Λύπη που πηγάζει από το γεγονός ότι εκείνο που το ποιητικό υποκείμενο περίμενε δεν έφθασε ποτέ, ενώ αντίθετα αυτό που δεν περίμενε, συνέβη» όπως πολύ εύστοχα σημειώνει η Χριστίνα Λιναρδάκη (“Ζηλεύω τα βράχια” του Θεοχάρη Παπαδόπουλου, Στίγμα Λόγου (19/11/2018)) αυτό δεν σημαίνει με κανέναν τρόπο πως έχουμε μία ποίηση και μια ποιητική συλλογή της παραίτησης.

Αν μη τι άλλο, τα ίδια τα ποιήματα στο «Ζηλεύω τα βράχια» μας δείχνουν, μέσα από τη λιτή αλλά πλούσια σε συναισθήματα εκφραστικότητας τους, ότι τίποτα δεν είναι εύκολο στο ταξίδι μας για την αναζήτηση του φωτός. Και η αναγνώριση από τον ποιητή αυτής της πραγματικότητας, ότι τίποτα δεν είναι εύκολο να αλλάξει σε ένα κόσμο αλλοτρίωσης και της αλήθειας, ότι μόνο με αγώνα εδώ και τώρα μπορεί να έρθει η επιθυμητή αλλαγή, δεν μπορεί παρά να μας δώσει μια ποίηση ελπίδας. Ακριβώς όπως στο ποίημα που ακολουθεί:

Κάποτε τα πράγματα θα αλλάξουν.
Όλα θα πάνε καλά.
Οι φωνές θα ακουστούν,
θα πάψουν τα δάκρυα,
θ’ ανθίσουν τα χαμόγελα,
θα κλείσουν οι πληγές.
Κάποτε,
μα πότε;   

Μην περιμένεις.
Με σπρώξιμο
κυλάνε οι τροχοί. 

(Κάποτε, σελ. 12)                            

_______________________________________________________________________________________________________

Ο Ειρηναίος Μαράκης γεννήθηκε στα Χανιά το 1986, απόφοιτος της τεχνικής εκπαίδευσης. Συμμετέχει με ποιήματα του στα συλλογικά έργα (e-books) ενώ ποιήματα του έχουν δημοσιευτεί σε διάφορες λογοτεχνικές σελίδες. Αρθρογραφεί στην εφημερίδα Αγώνας της Κρήτης καθώς και στο διαδικτυακό πολιτικό και πολιτιστικό περιοδικό Ατέχνως. Διατηρεί το ιστολόγιο Λογοτεχνία και Σκέψη.