Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

“Θυμάσαι… ιστορίες μνήμης”

Γράφει η Μαριάνθη Αλειφεροπούλου Χαλβατζή //

Την συγγραφέα τη γνώρισα μέσα από το βιβλίο της και προσωπικά σήμερα μόλις σήμερα. Αισθάνομαι όμως μεγάλη οικειότητα, σα να έχουμε ζήσει μαζί, πολλά από τα δρώμενα του βιβλίου.

Δεν θα προσεγγίσω το βιβλίο σαν ειδικός, επειδή δεν είμαι. Θα το προσεγγίσω σαν αναγνώστρια με τις δικές μου κοινωνικές-ιδεολογικές, απόψεις, εμπειρίες και ιδιότητες. Αυτές που μέτρησαν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι της ώριμης γυναίκας, μάνας και πρόσφατα γιαγιάς και ενεργό μέλος του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας και άλλων κοινωνικών κινημάτων που στοχεύουν στον εξανθρωπισμό της κοινωνίας και του ανθρώπου.

Το βιβλίο ξεκινάει με το επίγραμμα ” Το θάνατο δεν τον φέρνει το γήρας, αλλά η λήθη” του Cabriel Carcia Marquez.

Δεν θα μπορούσα, λοιπόν, αγαπητοί φίλοι να μιλήσω για το βιβλίο που παρουσιάζουμε, του οποίου τα βασικά πρόσωπα είναι γυναίκες, αγωνίστριες της ζωής, που αναφέρεται και στους αγώνες του λαού μας στο EAM, στην EΠΟΝ, στις φυλακές κλπ, αν δεν το συνδέσω με τη σημερινή ημέρα. 8 του Μάρτη. Ημέρα της εργαζόμενης γυναίκας. Ημέρα μνήμης και δέσμευσης ότι δεν θα ξεχάσουμε, ότι θα συνεχίσουμε τον αγώνα τους. Μπορεί το ιστορικό να είναι γνωστό στους περισσότερους, όμως νομίζω ότι έχουμε χρέος να αναφερθούμε έστω και με λίγα λόγια. Θα ξεκινήσω από αυτό.

Σαν σήμερα στις 8/ Μάρτη το 1857 οι εργάτριες στα υφαντουργεία και στα ραφτάδικα της Ν Υόρκης, που δούλευαν απο την παιδική ή εφηβική ηλικία, κάτω από απάνθρωπες συνθήκες κατέβηκαν σε απεργία και πορείες. Ζητούσαν να μειωθούν οι ώρες εργασίας από 16 σε 10. Ζητούσαν ακόμα εξίσωση μισθών με τους άνδρες. Ήξεραν πολύ καλά τους κινδύνους, όχι μόνο ότι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους, αλλά και τη ζωή τους. Η εργοδοσία κινητοποίησε τους μπράβους της, έκανε απολύσεις, αλλά εκείνες συνέχιζαν τον αγώνα. Οι εργάτριες χτυπήθηκαν άγρια απο την αστυνομία. Η απεργία τους βάφτηκε με το αίμα τους. Η μέρα αυτή ήταν σταθμός για τη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό, συνδικαλιστικό και γενικότερα στο ανερχόμενο λαϊκό κίνημα των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και οχι μόνο.

Οι αγώνες συνεχίστηκαν στην Αμερική, στην Αγγλία, αργότερα και στην Ελλάδα. Το 1892 έχουμε τις πρώτες κινητοποιήσεις των γυναικών στο υφαντουργείο Ρετσίνα του Πειραιά. Το 1924 στις καπνεργάτριες, όπου σκοτώνεται η Μαρία Χουσιάδου στην Καβάλα, το 1926 δολοφονείται η Βασιλική Γεωργατζέλη, μάνα δύο παιδιών και έγκυος στο Αγρίνιο, το 1927 η καπνεργάτρια Κωνσταντέλη, το 1936 η Αναστασία Καρανικόλα στη Θεσσαλονίκη. Και έρχεται ο πόλεμος, η κατοχή, ο Δεκέμβρης του 44, που καταγράφτηκαν στη μνήμη και στο βιβλίο της συγγραφέως και δεν υπάρχει τέλος, μέχρι σήμερα.

Το 1910 στη Β Συνδιάσκεψη των Σοσιαλιστριών γυναικών στην Κοπεγχάγη, η επαναστάτρια Κλάρα Τσέτκιν, πρότεινε και έγινε δεκτό, η ημέρα της απεργίας στη Ν Υόρκη, η 8/ Μάρτη, να καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Τότε στο ανερχόμενο φεμινιστικό κίνημα, που έβλεπε σαν υπεύθυνο της ανισοτιμίας και της καταπίεσης της γυναίκας, άρα και σαν αντίπαλο τον άντρα, μπήκε για πρώτη φορά η άποψη ότι η ανισοτιμία και η καταπίεση των γυναικών δεν οφείλεται στους άνδρες, αλλά στην εκμετάλλευση της εργασίας, στο ίδιο το εκμεταλλευτικό σύστημα. Από τότε στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα οι άνδρες δεν θεωρούνται αντίπαλοι, αλλά συναγωνιστές, στο αγώνα για την ισοτιμία της γυναίκας και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό έδωσε μεγάλη ώθηση στο γυναικείο κίνημα και γενικότερα έως τις μέρες μας.

Σήμερα μέσα από την ΟΓΕ και τους συλλόγους της εξακολουθούμε να παλεύουμε για τη χειραφέτηση και ισοτιμία των γυναικών, αφού η διπλή εκμετάλλευση και η καταπίεση εξακολουθούν να υπάρχουν, καθώς δεν εξαλείφθηκαν οι αιτίες που τις γεννούν. Αναδεικνύουμε και αντιπαλεύουμε τις σύγχρονες μορφές ανισοτιμίας, της εκμετάλλευσης και καταπίεσης στη δουλειά, στη μητρότητα, στις σπουδές, στην οικογένεια. Τις νεοφαιμινιστικές απόψεις, που καλλιεργούνται και πολλές θεσμοθετούνται στη ΕΕ, τις αντιδραστικές θεωρίες για το κοινωνικό φύλο που διδάσκονται και στα πανεπιστήμια. Σήμερα διεκδικούμε τις σύγχρονες ανάγκες των γυναικών, των νέων κοριτσιών των λαϊκών στρωμάτων, στη μόρφωση, στη μητρότητα με τον κοινωνικό της χαραχτήρα, στη δουλειά, στον ελεύθερο χρόνο. Παράλληλα προσπαθούμε να αναδείξουμε τις ρίζες, τις πραγματικές αιτίες της ανισοτιμίας, που βρίσκονται στο εκμεταλλευτικό σύστημα και μαζί με το ταξικό κίνημα να τις αντιπαλέψουμε.

Και έρχομαι πιο συγκεκριμένα στο βιβλίο.

Αν προσπαθήσω να συμπυκνώσω τι μου ‘δωσε αυτό το βιβλίο, θα έλεγα δύο πράγματα. Το ένα, βαθιά συγκίνηση και συναισθήματα, που σχετίζονται με τη μάνα, συδαύλισε και τις δικές μου αντίστοιχες αναμνήσεις. Το άλλο, ζωντάνεψε εικόνες, παραδόσεις, γεγονότα, από την Αθήνα και το χωριό. Μέσα από τη ζωή της μάνας ξετυλίγεται ολόκληρος ο προηγούμενος αιώνας.

Το βιβλίο αν και έχει προσωπικό χαρακτήρα, ακόμα και προσωπικές φωτογραφίες, καταφέρνει να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό, δημιουργώντας τα δικά του αντίστοιχα συναισθήματα, πιστεύω γιατί προσεγγίζει τις κοινές τους ρίζες.

Διαβάζοντάς το, πολλές φορές ταυτίστηκα με την κόρη και στο πρόσωπο της μάνας είδα τη δική μου μάνα. Βρήκα δικά μου και δικά της λόγια, στάσεις, εκφράσεις, στοιχεία του χαρακτήρα της.

Δεν είναι σύμπτωση. Είναι η ικανότητα του βιβλίου να εκφράζει τις βαθύτερες κοινές ανάγκες μας. Να συγκινεί, να κινητοποιεί τη μνήμη πάνω σε καίριες βασικές βιολογικές και υπαρξιακές ανάγκες σχέσεων, στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάνας και κόρης.

Μια τέτοια ανάγκη πισεύω είναι, η ώριμη γυναίκα, όταν πια η ζωή μετράει χρονικά αντίστροφα, να αναζητάει περισσότερο τη μάνα της και μέσα απο αυτή να προσεγγίζει τη μητρότητα, την ίδια τη ζωή.

Δεν θέλω να παρεξηγηθώ. Δεν υποτιμώ, δεν υποβαθμίζω ούτε εγώ ούτε το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα που υπηρετώ, ούτε το βιβλίο για το οποίο μιλάμε τον πατέρα και το ρόλο του. Είναι ο σύντροφος, ο άλλος αναγκαίος πόλος, χωρίς αυτόν δεν θα υπήρχε ούτε η μητρότητα, ούτε η οικογένεια, ούτε η ζωή. Είναι νόμος της φύσης και θέλω να ελπίζω ότι δεν θα τον αλλάξει στην κοινωνία η ματαιοδοξία του ανθρώπου, ούτε οι αντιδραστικές αντιλήψεις που προανέφερα.

Η φυσιογνωμία του πατέρα αναδύεται αρκετές φορές στη μνήμη της συγγραφέως και σηματοδοτεί το δικό του ρόλο μέσα στην οικογένεια. Η μάνα, όμως, ενσωματώνει τη μητρότητα. Κουβαλάει τη δύναμη της αντοχής, της συγχώρεσης, της θυσίας, της υπέρβασης του εαυτού της για τα παιδιά της. Γι αυτό νομίζω με συγκίνησε τόσο πολύ το κομμάτι που αναφέρεται στις ενοχές, θα ‘λεγα, της κόρης, της κάθε κόρης, στην ώριμη ηλικία απέναντι στη μάνα της. Η ανάγκη της βαθιάς συγνώμης για ότι δεν της δώσαμε όταν έπρεπε, αυτό που και εκείνη είχε ανάγκη.

Αχ μάνα, όποια μάνα σ’ όλη τη γη. Όταν η καρδιά σου είχε σφιχτεί, όταν η έκφρασή σου έκρυβε τον πόνο που σου προκαλέσαμε, έκρυβε τις δικές σου ανάγκες! Όταν το μάτι της νιότης μας δεν έβλεπε το δικό σου πόνο. Τον κατάπινες, χαμογελούσες και το ξεπερνούσες. Διαβάζω δυο σειρές: << Δεν μας βάζεις τις φωνές ….. Δεν παραπονιέσαι. Έπρεπε να έρθω στα χρόνια σου για να καταλάβω εκείνο το πικρό παράπονο που θα είχε σκιάσει την καρδιά σου. Όλα τα μαθαίνουμε με άργητα. Και πως να τα διορθώσεις…>>

Δυνατές και οι στιγμές του χωρισμού. Όταν η ζωή μας τράβαγε σε άλλες χώρες, σε άλλες πόλεις, μακριά σας. << Χρόνια τώρα, εμείς με τις βαλίτσες έτοιμοι για φευγιό και συ στο κεφαλόσκαλο κρατώντας τον αγιασμό στο χέρι, βρέχεις τα δάχτυλά σου και τα περνάς στο μέτωπό μας ένα χάδι. Μας στέλνεις στο καλό και κρατάς την πίκρα σου για σένα.>> θυμάμαι και εγώ εκείνη την έκφραση του αποχωρισμού στο πρόσωπο της μάνας μου. Ζητάω Μάνα συγγνώμη για όσες φορές σε πίκρανα, όσες δεν σου φίλησα το χέρι, όσες δεν διέσχισα αποστάσεις να ρθώ κοντά σου όταν η ψυχή σου με ζητούσε.

Επιτρέψτε μου να σας πω και μια δική μου ανάμνηση, που μού ‘ρθε στο μυαλό διαβάζοντας αυτό το κομμάτι.. Στο Αγροτικό ιατρείο σε ένα χωριό του Ταύγετου, που ήταν για μένα μεγάλη σχολή ιατρικής και κοινωνιολογίας, μια γιαγιά όταν πήγα στο σπίτι της να την δω, στη δεκαετία του 70, κάποια στιγμή μου ΄πιασε το χέρι και μου είπε….

—- Πόσες μέρες θα μας πάρει γιάτρισσά μου να πάμε με το άλογο στη Γερμανία; Θα πεθάνω και δε θα προλάβω να ιδώ το γιό μου. Εκείνος δεν μπορεί να ρθεί. Δε μπορώ να καταφέρω το γέρο μου να πάμε. Πες μου….

Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Μάνα του μετανάστη όπου κι αν είσαι, υποκλίνομαι.

Μια άλλη ανάμνηση της συγγραφέως, που αισθάνομαι την ανάγκη να επισημάνω, πολύ περισσότερο γιατί σχετίζεται με την σημερινή ημέρα, είναι αυτή, που δεν άφησαν τη μάνα της να γίνει δάσκάλα. Θυμάμαι και τη δική μου μάνα και τόσες άλλες που εκείνα τα χρόνια είχαν την τύχη να μη τις εμποδίζει, τουλάχιστον, η φτώχεια. Τις εμπόδισαν όμως οι συντηρητικές αντιλήψεις για τα κορίτσια, για το ρόλο της γυναίκας. Που θα πάνε μόνες, τι θα πει η κοινωνία; Δεν είναι αυτά για τις γυναίκες.

Και τα όνειρα σας, γυναίκες, έμειναν ανικανοποίητα, όχι όμως χαμένα. Γιατί το πείσμα και οι αγώνες σας, έδωσαν στη δική μας γενιά την δυνατότητα να μπορούμε να τα ικανοποιήσουμε. Γιατί μέχρι τα βαθιά γεράματά σας έμεινε ζωντανή και αγέραστη η δίψα σας για γνώση. Αυτή είναι η μοίρα των ονείρων, πολλά να μένουν ανικανοποίητα. Αν όλα ικανοποιούνταν, αγαπητοί φίλοι, θα πεθαίναμε εκείνη την στιγμή. Αυτό μας δίνει δύναμη και κουράγιο να συνεχίσουμε να ζούμε, να παλεύουμε.

Ένα άλλο σημείο του βιβλίου που με συγκίνησε, που και σε αυτό είδα τη δική μου μάνα (το ίδιο πιστεύω και πολλοί απο εσας που το διαβάσατε ή θα το διαβάσετε ) είναι τούτο. << Η καρδιά σου παράθυρο ανοιχτό όπως και η πόρτα του σπιτιού μας και το χαμογελο σου φιλόξενο, ανυπόκριτο για όλους και το τραπέζι στρωμένο…….>>

Μάνα αφέντρα και υπηρέτρια του σπιτιού. Δεν σε θυμάμαι να κοιμάσαι, δε σε θυμάμαι να κάθεσαι. Ακόμα και στο τραπέζι καθημερινές και γιορτερές ποτέ δεν ήσουνα καθισμένη. Πηγαινοερχόσουνα να φέρεις ό,τι έλλειπε. Πότε στην κουζίνα πότε στην αυλή, πότε στα χωράφια, πότε στους δρόμους. Κάποιες από σας και στις φυλακές, στις εξορίες, στα αποσπάσματα.

Όλες οι σχέσεις και τα συναισθήματα που αναφέρονται στο βιβλίο δένονται με τη ζωή της μάνας, της γιαγιάς, αλλά και του πατέρα και μέσα από αυτές με την ιστορία της γενιάς τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και οι σελίδες που αναφέρονται σε μνήμες και εικόνες της κατοχής. Της Μεγάλης Πέμπτης με την εισβολή των Γερμανών στην Αθήνα, στην πείνα, η φρικτή εικόνα του νεκροταφείου στον αυλόγυρο του Αγ Παντελεήμονα, στις επισκέψεις στις φυλακές Αβέρωφ, με τη συγκλονιστική εικόνα της φυλακισμένης θείας και γιαγιάς στο παράθυρο πίσω από τα κάγκελα, στο Δεκέμβρη του 44, στις μάχες στην Αθήνα, στην επίσκεψη και αναζήτηση του αντάρτη Ναπολέοντα, στη Μεση Ανατολή, στον εμφύλιο, στα στρατοδικεία, στη δρακογενιά εκείνων των χρόνων.

Παράλληλα με αυτά υπάρχουν και όμορφες περιγραφές του κέντρου της Αθήνας, στην Ομόνοια το “εστιατόριον Ελλάς”, τα προσφυγικά στην Αλεξάνδρας και του τότε χωριού στο Μαρκόπουλο στο σπίτι της γιαγιάς. Οικογενειακές και κοινωνικές εκδηλώσεις.

Διαβάζοντας το βιβλίο ο αναγνώστης και αυτή είναι η ομορφιά του, φέρνει και τις δικές του εικόνες, κάνει κρίσεις και συγκρίσεις στη ζωή.

Εμένα με συγκίνησαν ιδιαίτερα και οι περιγραφές του χωριού, καθώς και γω μεγάλωσα σε χωριό, παιδί παραδοσιακής αγροτικής οικογένειας. Οι δικές μου παιδικές και νεανικές μνήμες ανακατεύτηκαν, συγχωνεύτηκαν με αρκετές του βιβλίου. Τα άλογα αυτά τα περήφανα, δουλευτάρικα και πάντα όρθια ζώα, που ήταν στοιχείο, για να μην πω, μέλη της οικογένειας.

Πέρα απο τα παιχνίδια, τις βόλτες, μου μένει το χλιμίντρισμα, το μαγκανοπήγαδο, ο ιδρώτας τους στη δουλειά, το ήσυχο βλέμμα το βράδυ στο παχνί και το δάκρυ του Κοτσόρου μας μπροστά στα παιδικά μας μάτια, καθώς τον χαϊδεύαμε όταν γέρος ξεψυχούσε ξαπλωμένος στην πίσω αυλή του σπιτιού μας.

Αχνές και οι δικές μου παιδικές μνήμες με τις γυναίκες στη “ρούγα” το απόβραδο, τη μόνη στιγμή που ήταν καθισμένες, να συζητάνε τα προβλήματά τους , το κοινωνικό γίγνεσθαι του χωριού με τόσο απλά λόγια, που κάποιοι τα ονομάζουν, κατά τη γνώμη μου, υποτιμητικά κουτσομπολιό. Ήταν όμως επικοινωνία, κοινωνική ανάγκη, που νομίζω ότι χρειάζεται βαθύτερη ανάλυση, στο πνεύμα που την προσεγγίζει και η συγγραφέας.

Η συγγραφέας δεν ξεχνάει και την προσφορά της τέχνης.

Οι μνήμες ξεκινάνε με το Εικονοστάσι των Ανώνυμων Αγίων του Ρίτσου. Δυνατός και συμβολικός τίτλος που αντανακλά και στο βιβλίο. Κλείνουν με τη συναυλία στο θέατρο Καλουτά, “Το τραγούδι του νεκρού Αδελφού” και το γενικότερο κλίμα τρομοκρατίας το 1960 – 61 στην Αθήνα και μετά το 1993 στο Ηρώδειο με το “Αξιον Εστί”.

Αγαπητοί φίλοι, εικόνες, σχέσεις, ιστορίες παράδοσης, αγώνων ενός αιώνα που έφυγε, αλλά δεν πρέπει να λησμονηθούν , να σβήσουν. Αυτή είναι η προσφορά του βιβλίου.

Γράφουμε για να μην πεθάνουμε ή για να μην αφήσουμε να πεθάνουν όσους και ό,τι αγαπάμε. Η μνήμη αποτελεί το γερό θεμέλιο, το θυσαυροφυλάκιο του μέλλοντος. Αποτελεί στοιχείο της νοήμονος ζωής. Ευχαριστούμε τη συγγραφέα γιατί έβαλε και το δικό της λιθαράκι.

Ευχαριστούμε και τιμούμε, ιδιαίτερα σήμερα 8η Μάρτη όλες τις γυναίκες της δουλειάς και του αγώνα. Δεσμευόμαστε να συνεχίσουμε.