Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Θ. Κορνάρος: Με το έργο του κήρυξε την πίστη του στο λαό και στους αγώνες του

Επιμέλεια Ηρακλής Κακαβάνης //

Ο Κορνάρος δεν ήταν καθεαυτό μυθιστοριογράφος. Τα περισσότερα έργα του είναι «κάτι μεταξύ ρεπορτάζ και χρονικού, μαρτυρούσαν ένα ταλέντο, όπου η όσφρηση του δημοσιογράφου και η εσωτερική ματιά του λογοτέχνη παρουσίαζαν μια σύνθεση από τις πιο σπάνιες και τις πιο αποδοτικές (…) εκείνο που εντυπωσιάζει σ’ αυτά ήταν ότι η κριτική ενυπήρχε μέσα στην περιγραφή που ήταν πάντοτε αχνιστή, σπαρταριστή, ότι οι αγανακτήσεις του, χωρίς να εκφράζονται άμεσα, έβγαιναν ζωντανές μεσ’ από τα κείμενα, μας χτυπούσαν σαν άνεμος κατά πρόσωπο» («ΕΣΤΙΑ», τεύχος 1031, «Θέμος Κορνάρος», ΧΑΤΖ).

Θ. Κορνάρου - Εξώφυλλο του «Άγιον Όρος» Το χαρακτικό είναι του Γ. Βελισσαρίδη

Θ. Κορνάρου – Εξώφυλλο του «Άγιον Όρος» Το χαρακτικό είναι του Γ. Βελισσαρίδη

Το πρώτο του έργο «Ερωτας και αναιστησία» είναι η ιστορία ενός λούστρου (εκδόθηκε το 1929 στο Ηράκλειο). Σιωπηρά αποκηρύχθηκε από τον ίδιο. Αργότερα, στην Αθήνα, επιχείρησε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο, ενώ δούλευε συγχρόνως εργάτης σε χτισίματα του Εθνικού Θεάτρου (και αργότερα ως θερμαστής). Εκεί γνώρισε τον Φώτο Πολίτη, ο οποίος εντυπωσιασμένος έγραψε μια εγκωμιαστική κριτική στην εφημερίδα «Πρωία». Αφορμή για την παρουσίασή του ήταν το «Αγιον Ορος, Οι άγιοι χωρίς μάσκα» (1933). Το βιβλίο περιείχε βιώματα και παρατηρήσεις του, όταν δούλευε ως σκαφτιάς στον Αθω, το 1931. Ενα βιβλίο «μαστίγιο», όπως χαρακτηρίστηκε και που έφερε στη δημοσιότητα μια από τις σκοτεινές πτυχές της ελληνικής ζωής, μαστιγώνοντας τη βρωμιά και την υποκρισία του καλογερισμού.

Το βιβλίο σημείωσε τρομερή επιτυχία. Εκδόθηκε 3 φορές σε 2 μήνες. Προκάλεσε την αντίδραση της εκκλησίας και των κρατικών αρχών που κατάσχεσαν τη 2η έκδοση. Ωστόσο, παρά την επιτυχία του «Αγίου Ορους» συνέχισε να δουλεύει ως εργάτης έως και το 1944.

Την ίδια χρονιά (1933) εξέδωσε την «Σπιναλόγκα». Λογοτεχνικά είναι ένα βήμα Kornaros5παραπέρα. Δίνει λογοτεχνικότερη μορφή στις σκέψεις και στη συγκίνησή του. Αυτό όμως που αξίζει εδώ δεν είναι η περίτεχνη φράση. Είναι η δυνατή περιγραφή και η αγάπη για τον άνθρωπο. Περιγράφει τη ζωή των λεπρών στον ξερόβραχο, που βασανίζονται από την αρρώστια τους και από την απανθρωπιά του κράτους και των εκπροσώπων του. Είχε επισκεφτεί ο ίδιος το νησί και έδωσε ζωντανά τη μακάβρια εικόνα της διαβίωσης των λεπρών που συντάραξε την ελληνική κοινή γνώμη. Με τη «Σπιναλόγκα» κουρελιάζει, ξεγυμνώνει την αστική «φιλανθρωπία» και την κρατική «μέριμνα» για την υγεία των εργαζομένων.

Το 1935 κυκλοφορεί «Ο Αλήτης», όπου ζωντανεύει το δράμα των απόκληρων της κοινωνίας, όπως το έζησε ο ίδιος στις πολύχρονες περιπλανήσεις του. Λίγο αργότερα χάνεται στα βάθη των Ινδιών σαν ανταποκριτής αθηναϊκής εφημερίδας. Κάποιες εντυπώσεις του θα τις γράψει στην «Ανατολή».

Το 1941 κυκλοφορεί το «Καλοί και κακοί» και το 1943 «Ο Δαίμονας» και «Δε θα πεθάνουμε». Αφηγήματα που παρουσίαζαν επεισόδια, σκίτσα μάλλον, της ναζιστικής Αθήνας. Είναι μια διακήρυξη πίστης στον άνθρωπο, στον αγώνα του, στην ανθρωπιά. Με την απελευθέρωση έδωσε ένα από τα καλύτερα πεζογραφήματά του. Στο «Στρατόπεδο του Χαϊδαρίου» (1945) εξιστορεί τις φρικαλεότητες των ναζί στο στρατόπεδο, όπου έκλειναν αγωνιστές της Αντίστασης και ομήρους, προκειμένου να τους εκτελέσουν ως αντίποινα σε πράξεις της Αντίστασης. Οι καλύτερες σελίδες αναφέρονται στα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν. Το άντρο αυτό αποτελούσε το διακομιστικό θάλαμο προς το στρατόπεδο. Το πραγματικό θέμα πίσω από τη συγκλονιστική αφήγηση είναι η αντίσταση που πρόβαλαν στον κατακτητή οι έγκλειστοι. «Είναι μορφές ηρωικές μέσα σε αυτή την αφήγηση που αποσπούν το θαυμασμό μας. Πιο συγκλονιστικά, ο Ναπολέων Σουκατζίδης, σύμβολο και συγκεντρωτικός αγωγός αυτής της αντίστασης», (Γιάννης Χατζίνης). Ο Κ. Βάρναλης το χαρακτήρισε «… το πιο ώριμο και ενδιαφέρον έργο του και από την άποψη του γραψίματος και από την άποψη του θέματος».

Ακολουθούν «Ο εσταυρωμένος λαός μου», με θέμα το Ολοκαύτωμα του Χορτιάτη, το Σεπτέμβρη του 1943 και «Αγύρτες και κλέφτες στην εξουσία» που στιγματίζει το δωσιλογισμό κα τη διαφθορά των εκπροσώπων της εκκλησίας και της

Θ. Κορνάρου: «Με τα παιδιά της θύελλας». Το χαρακτικό στο εξώφυλλο είναι του Γιώργου Φαρσακίδη

Θ. Κορνάρου: «Με τα παιδιά της θύελλας». Το χαρακτικό στο εξώφυλλο είναι του Γιώργου Φαρσακίδη

άρχουσας τάξης (καταδικάστηκε σε δυο χρόνια φυλάκιση για συκοφαντική δυσφήμιση). «Με τα παιδιά της θύελλας» (1956), γράφτηκε στην εξορία και περιγράφει το δράμα των λαϊκών αγωνιστών στα χιτλερικού τύπου στρατόπεδα της μεταπολεμικής Ελλάδας. Το 1957 εκδίδεται το «Στάχτες και φοίνικες», ένα ρεπορτάζ από το κολαστήριο της Μακρονήσου. Το 1958 τα «Η αιχμαλωσία της νύχτας», «Θεσσαλονίκη 9-11 Μάη 1936» και δύο τόμους με ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη λαϊκο-δημοκρατική Κίνα, την ΕΣΣΔ, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, Ελβετία και Ρώμη. Ακολουθούν τα «Γη της Ανάστασης» (1959), «Οδός Προμηθέως» (1960) και «Το ξεκίνημα μιας νέας γενιάς» (1963) – μια εικόνα της πορείας της γενιάς του, με στοιχεία μυθοποιημένου υλικού.

Επιμελήθηκε δύο τόμους Ανθολογίας Αντιστασιακού διηγήματος με τίτλο: α) «Θυσίες και δάφνες του ελληνικού λαού» και β) «Αρματωμένη Ελλάδα». Συνεργάστηκε στα περιοδικά «Νέοι Πρωτοπόροι», «Ελεύθερα Γράμματα», «Επιθεώρηση Τέχνης» και την προδικτατορική «Αυγή».

 

(Αφιέρωμα του περιοδικού στη ζωή και το έργο του Θέμου Κορνάρου, με αφορμή την εκδήλωση προς τιμήν του στις 6 Μάη 2015)