Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

…μια μέρα της κ.Μ

Γράφει η Ελένη Μακαντάση //

Τίποτα πιο επίκαιρο και πιο αφυπνιστικό από την καθημερινότητα…

Η κ. Μ σηκώνεται πολύ πρωί συνήθως κατά της εξήμισι, έτσι και σήμερα. Σηκώθηκε έφτιαξε τον ελληνικό, διπλό καφέ της και πήγε στο καθιστικό για να παρακολουθήσει τις πολύ πρωινές εκπομπές που ασχολούνται με τις συντάξεις, ανησυχεί πολύ τον τελευταίο καιρό για την σύνταξη της μητέρας της, ίσα ίσα που της φτάνουν να της αγοράζει τα χάπια της, ενώ παλαιότερα έπαιρνε και από τα περισσεύματα της, κανένα πακέτο τσιγάρα. Παρακολουθεί με ιδιαίτερο σθένος τον δημοσιογράφο που ωρύεται, παίρνοντας συνέντευξη έναν άλλο ηλικιωμένο συνταξιούχο, τόσο σθένος, που της δημιουργείται η ανάγκη να κάνει κάτι, έτσι παίρνει το τηλεκοντρόλ και ανεβάζει τον τόνο της φωνής στο τέρμα. Κακώς βέβαια γιατί αυτή η επαναστατική της κίνηση, ξύπνησε τον κ. Χ, και ποιος του φτιάνει τώρα καφέ…; Ο κ. Χ, παρά τούτο, δεν θύμωσε, γιατί είχε κλείσει ένα μεροκάματο στις 8π.μ και δεν ήθελε να το χάσει. Η κ.Μ αναρωτήθηκε πώς ξέχασε αυτό το ευτυχές γεγονός, δεν τους συμβαίνουν συχνά τώρα τελευταία τέτοια πράγματα, ευτυχώς υπάρχει κι αυτός ο δημοσιογράφος σκέφτηκε που έχει βροντερή φωνή.

Ώρα 11:00 π.μ και η κ. Μ συνηθίζει να μιλάει στο τηλέφωνο, με τον γιο της, τον πρώτο το καμάρι της, έφυγε πρόπερσι για Γερμανία, δουλεύει εκεί και παίρνει αρκετά χρήματα, την στέλνει κι αυτή πότε, πότε  και αγοράζει κανένα φουστανάκι από τον Κινέζο. Ενώ ο άλλος ο μικρός, που της θυμίζει σε πολλά τον πατέρα της, δουλεύει ντελίβερι και τα πρωινά σπουδάζει, έμπλεξε και με σωματεία και κάτι Νεολαίες που θέλουν να αλλάξουν τον κόσμο. Μεγάλος καημός για την κ. Μ, αυτός, αυτό το παιδί μ αυτά που κάνει δεν θα διοριστεί ποτέ στο δημόσιο. Το οποίο βέβαια δεν κάνει προσλήψεις και το ξέρει αυτό η κ.Μ, αλλά είπαμε Ελπίζει.

Το μεσημέρι αφού τελειώσει, τις δουλειές θα πάει στην κουζίνα να φάει με την μάνα της, ούτως ή άλλως ο κ. Χ θα ‘ρθει νύχτα, αλλά δόξα το θεό που βρήκε αυτό το μεροκάματο και ο μικρός έχει μάθημα και μετά καπάκι δουλειά. Πριν αρχίσουν το φαγητό θα βγάλει σίγουρα μια φωτογραφία, το φαγητό που μαγείρεψε να χει μετά να κάνει ανάρτηση στο ίντερνετ. Η μητέρα της δεν λέει πολλά, είναι ήσυχη γυναίκα, κι όταν καμία φορά μιλήσει, θα πει για την Τασκένδη, που έκαναν ένα φεγγάρι εκεί με τον πατέρα της και ήταν όλα τόσο αλλιώς. Η κ.Μ επειδή δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό το τόσο αλλιώς, απλά ακούει, ενώ την απασχολεί πόσα λάικ θα πάρει στο φαγητό που μαγείρεψε.

Στο λαπ τοπ, το αγαπημένο, που όμως είχαν δώσει δώρο πριν δυο τρία χρόνια επειδή είχε χαμηλό εισόδημα –ούτε που θυμάται πως λεγόταν το πρόγραμμα αυτό η κ. Μ,- εισόδημα φιλανθρωπίας, τέλος πάντων κάπως έτσι, θα την βρει το απόγευμα.  Εκεί κατά τις 9, που θα γυρίσει ο άνδρας κι ο μικρός από την δουλειά, θα κάνει την Επανάστασή της και θα ανεβάσει στο ίντερνετ κανένα απόφθεγμα από Ρίτσο και από Μπρεχτ, τον Ρίτσο τον άκουγε από τον πατέρα της, τον Μπρεχτ τον ακούει τώρα από τον μικρό της γιο…

Κι έτσι θα πέσει να ξεκουραστεί αφού πάρει το χάπι για τον ύπνο, της το δώσε ο γιατρός βοηθάει λέει στην χαλάρωση για να σηκωθεί το πρωί να ξεκινήσει μια καινούρια ίδια μέρα…

Η κ.Μ, μπορεί να είναι φανταστικό πρόσωπο, μπορεί να μην έχουν καμία ομοιότητα με πραγματικές καταστάσεις ή πρόσωπα όσα περιγράφονται παραπάνω. Μπορεί όμως και να χουν… κι όπως μπορεί να έλεγε ο μικρός γιος της κ.Μ, παραφράζοντας λίγο τα λόγια του Μπρεχτ, μονάχα η καθημερινότητα μας δείχνει, πως την καθημερινότητα θα αλλάξουμε!