Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ολυμπία Θεοδοσίου: Εστίες στην έκταση του χρόνου

Στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας, ένα παιδί κάθεται μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού και κοιτάζει τους περαστικούς. Παρατηρεί πως τα μάτια τους είναι γεμάτα σκόνη, το βήμα τους δίχως κέντρα, τα ρούχα τους φθαρμένα, τα χέρια τους άκαμπτα, το πρόσωπό τους καλλυμένο από πυκνή βλάστηση, αποφεύγουν να κοιτάξουν προς τον ήλιο, είναι προσηλωμένοι στον χρόνο τους.

Το παιδί κλείνει το παντζούρι και ύστερα προσπερνώντας την κυψέλη του ήλιου που κείτεται στο μωσαϊκό πηγαίνει και στέκεται μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου. Στην συνέχεια, αρχίζει να ξεριζώνει την θηλιά που έχει ανθίσει γύρω από τον λαιμό του.

~

Στο διπλανό διαμέρισμα μια ηλικιωμένη γυναίκα ανακατεύει τις φακές που βράζουν μέσα στην κατσαρόλα και προσπαθεί να αποφύγει το κέντρισμα της μνήμης. Δεν θέλει να ταΐσει την απουσία με την δική της σάρκα. Έτσι, τοποθετεί πάνω στο τραπέζι δύο πιάτα, δύο ποτήρια και δύο κουτάλια. Η ηλικιωμένη γυναίκα μηδενίζει το άθροισμα του χρόνου.

~

Στον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας κατοικεί ένα ζευγάρι. Το διαμέρισμα είναι γυμνό από έπιπλα, μονάχα η ροή της ύπαρξης επιβάλλεται στον χώρο. Το ζευγάρι ζει ωριαία. Έτσι, ανεβαίνει η στάθμη της ζωής, αυξάνοντας την ευρυχωρία του χρόνου.

~

[Ο χρόνος ένα υπόγειο δίχως φως και χαραμάδες, φυλά στα σπλάχνα του τ’ απελπισμένα ρολόγια του Σαχτούρη που δείχνουν μαύρο κόκορα, και αυτός ο κόκορας περιμένει την γέννησή μας.]