Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο Θανάσης Διάκος και η μάχη της Αλαμάνας στο Σχολικό μας Θέατρο  (1950-1974) – Α’ Μέρος

Γράφει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης* //

[Μια πρώτη προσέγγιση]

Εισαγωγικά:

 Η Φθιώτιδα έχει να παρουσιάσει τρεις ιστορικούς τόπους, όπου συντελέστηκαν σε τρεις διαφορετικές ιστορικές περιόδους, αντιστασιακές ηρωικές πράξεις και κατορθώματα. Και μάλιστα, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους: η μάχη των Θερμοπυλών (480 π.Χ.), η μάχη της Αλαμάνας (και ο ηρωικός μέχρι αυτοθυσίας θάνατος του Θανάση Διάκου) (22-24 Απριλίου 1821) και η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25 Νοεμβρίου 1942).

Για τη μάχη της Αλαμάνας και την ηρωική θυσία του Διάκου ασχολήθηκαν αρκετοί από τους ιστορικούς  μας, ορισμένοι έλληνες και ξένοι εικαστικοί και γλύπτες καλλιτέχνες (P. Von Hess, J. Skene κ.ά.), λογοτέχνες και θεατρικοί συγγραφείς, αλλά και ποιητές που έγραψαν ένα πλήθος από ποιήματα (λυρικά, επικά, ρεαλιστικά, διθύραμβους και επιγράμματα).[1]

Τους δραματουργούς ιδιαίτερα ενέπνευσε η θυσία του Θανάση Διάκου, με αποτέλεσμα να γραφτούν και να παιχτούν θεατρικά έργα για ενήλικες, αλλά και για παιδιά, στα πλαίσια του Σχολικού Θεάτρου.

Η ιστορική θεατρολογική έρευνα και μελέτη για τη δραματουργία και το θέατρο για παιδιά υπολείπεται δοκιμίων και μελετών για τη μάχη της Αλαμάνας και τη θυσία του Θανάση Διάκου.

Η προσωπική θεατρολογική έρευνα, για το θέμα αυτό, έφερε στο φως «ψήγματα χρυσού», τα οποία σπεύδουμε να παρουσιάσουμε, στο παρόν κείμενο.[2]

Θ’ αναφερθούμε ιδιαίτερα στα θεατρικά κείμενα του Σχολικού μας Θεάτρου, της περιόδου 1950-1974, τα οποία σχετίζονται με τη μάχη της Αλαμάνας, αλλά και τη ζωή, τη δράση και το μαρτυρικό θάνατο του Θανάση Διάκου.

Αρχικά, σκεφτήκαμε να γράψουμε δυο λόγια για το ιστορικό της «Μάχης της Αλαμάνας και για το θάνατο του ήρωα», αλλά στη συνέχεια αποφασίσαμε να μην αναφερθούμε στο παρόν κείμενό μας, σχετικά, αφού άλλοι συνάδελφοι θα γράψουν ούτως ή άλλως στον παρόντα τόμο για τη μάχη της Αλαμάνας (αφού το κατεξοχήν θέμα του παρόντος αφιερώματος είναι η Αλαμάνα).

Επίσης, αποφασίσαμε να μην επεκταθούμε σε θέματα που αφορούν τη συμμετοχή του Θανάση Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας, τη σύλληψή του, το μαρτυρικό θάνατό του, που αγγίζει τα όρια του θρύλου, καθώς η λαϊκή και η έντεχνη τέχνη έδωσαν λυρικές και ενίοτε υπερρεαλιστικές διαστάσεις στη θυσία του. Άλλωστε υπάρχει, κυρίως, σε δημόσιες βιβλιοθήκες και σε αρχεία μια σημαντική βιβλιογραφία, αλλά και αξιόλογη αρθρογραφία στον περιοδικό τύπο του 19ου και 20ού αι., σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα, που έφερε στο φως η έρευνα, περνώντας και στη διάσταση του θρύλου,[3] όπως τ’ ανέδειξε η φαντασία και η ψυχή του λαού μας, μέσα από το λαϊκό και έντεχνο λόγο και την εικαστική δημιουργία λαϊκών και έντεχνων δημιουργών. Δε θ’ αναφερθούμε ιδιαίτερα ούτε στην ταφή του ήρωα ούτε σε άλλα σχετικά θέματα που ακολουθούν το θάνατό του, καθότι αυτά δεν αφορούν την παρούσα εργασία.

Δε διαθέτουμε ολόκληρο το σώμα της δραματουργίας για παιδιά, αναφορικά με το θέμα μας. Άρα, όλες οι αναφορές και προσεγγίσεις μας, οι παρατηρήσεις και τα σχόλιά μας θα εστιάζονται μόνο στο παρακάτω δραματουργικό υλικό, το οποίο έχουμε συγκεντρώσει μετά από σχετική έρευνα και το οποίο προσεγγίζεται εδώ  –έστω συνοπτικά– για πρώτη φορά.

 Σύντομο βιογραφικό του Θανάση Διάκου:

 Επιθυμούμε εξαρχής να δηλώσουμε ότι οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του Διάκου είναι αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες και απαιτείται ξεχωριστή έρευνα και μελέτη για τη σύνταξη μιας αντικειμενικής, όσο το δυνατό, βιογραφίας. Υπάρχουν κάποια αντικειμενικά ιστορικά στοιχεία, που στηρίζονται σε σωζόμενα έγγραφα, αλλά και πλήθος από μαρτυρίες συγγενών οι οποίες ως μαρτυρίες παίρνονται, φυσικά, υπόψη από τον βιογράφο και ιστορικό μελετητή, αλλά δεν αποτελούν θέσφατο και άκρως αξιόπιστο ιστορικό τεκμήριο. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα για τη σύνταξη μιας αντικειμενικής βιογραφίας του Διάκου είναι το γεγονός, ότι πολλοί βιογράφοι και ιστορικοί δεν παραπέμπουν σε γραπτά ιστορικά τεκμήρια, δεν παραθέτουν υποσημειώσεις, που να μας υποδεικνύουν τις ακριβείς πηγές τους, από τις οποίες άντλησαν τα στοιχεία τους, με αποτέλεσμα να αιωρούνται και να κυκλοφορούν σκόρπιες, αντικρουόμενες και ατεκμηρίωτες πληροφορίες, τις οποίες αβασάνως αντιγράφουν οι επόμενοι μελετητές.

Με κάθε επιφύλαξη:

Γεννήθηκε, μάλλον, στην Αρτοτίνα (ν. Φωκίδας)[4] και κατ’ άλλους στη Μουσουνίτσα Παρνασσίδας[5] το 1788.[6] Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Γραμματικός[7]  από τη Μουσουνίτσα. Μητέρα του ήταν η Χρυσούλα Καφούρου (ή Μπουκουβάλα),[8] η οποία καταγόταν από το γένος των Κωσταντέλλων, από την Αρτοτίνα Παρνασσίδας. Μετά το γάμο τους το ζευγάρι κατοίκησε στην Αρτοτίνα και απέκτησαν πέντε παιδιά (τη Σοφία, την Καλομοίρα, τον Αποστόλη, τον Κώστα και τον Θανάση). Ο Διάκος ήταν το τέταρτο παιδί τους. Μέχρι να ιερωθεί διατηρούσε το όνομα Θανάσης Γραμματικός ή κατ’ άλλους –λανθασμένα– το «Αθανάσιος Μασσαβέτας».[9] Από την οικογένειά του διδάχτηκε την ορθοδοξία και την αγάπη του στον αγώνα για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Και είχε ως πρότυπα, ανθρώπους του κοντινού οικογενειακού περιβάλλοντός του, τον ίδιο τον πατέρα του, ο οποίος πέθανε στη σκοτεινή φυλακή της Υπάτης φυλακισμένος με την κατηγορία ότι «τροφοδοτούσε τους Κλέφτες.»,[10] αλλά και τ’ άλλα δύο αδέρφια του πατέρα του, τον Κωστούλα, ο οποίος σκοτώθηκε ως κλέφτης στο Μωριά και τον Μήτρο, ο οποίος κι αυτός σκοτώθηκε πολεμώντας ως κλέφτης κοντά στη Ναύπακτο.[11] Λέγεται ότι οι γονείς του τον είχαν τάξει από μωρό στο μοναστήρι του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που βρισκόταν κοντά στην Αρτοτίνα, ενώ ο Ανδρ. Καρκαβίτσας έχει διαφορετική άποψη.[12] Μάλιστα, λέγεται ότι τον έστειλαν στα 1800, σε ηλικία 12 χρόνων,[13] όπου έκαμε για δύο χρόνια δόκιμος μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος (διάκος). Ο πρόστυχος, όμως, Φερχάτ πασάς, τον ορέχτηκε για την ομορφάδα του και τον ζήτησε από τον ηγούμενο του μοναστηριού, δήθεν να τον κάνει ψυχογιό, αν και ο Ανδρέας Καρκαβίτσας έχει διαφορετική άποψη.[14] Ο ηγούμενος, που κατάλαβε τις προθέσεις του πασά, αρνήθηκε και βοήθησε το νεαρό διάκο, να διαφύγει κρυφά από το μοναστήρι. Ο διάκος κατέφυγε στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη Δήμου Σκαλτσά (Σκαλτσοδήμου), αφού ξύρισε τη γενειάδα του, την οποία έστειλε πεσκέσι στον πασά, διαμηνύοντάς του πως «όσο ζει, θα σκοτώνει Τούρκους». Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο Διάκος σκότωσε τον Φερχάτ πασά (Περραιβός) και άλλοι πώς ποτέ δεν πήγε ο Φερχάτ πασάς στο μοναστήρι αυτό, αλλά ο Δερβέν αγάς με τη συνοδεία του, ο οποίος εθώπευσε τον Διάκο δύο φορές και τη δεύτερη ο Διάκος τον σκότωσε και έφυγε κρυφά από το μοναστήρι (μαρτυρία Β. Μπούσγου ή «Βούσγου», την οποία αναφέρει ο βιογράφος του Διάκου, Σπ. Φόρτης.[15]) Άλλοι, αναφέρονται σ’ ένα γάμο, όπου συμμετείχε και ο Διάκος «και συνευθυμών μετά των οικείων και φίλων, ως είδεν αυτούς διατουφεκίζοντας κατά τινα συνήθειαν επιχώριον, διεγερθείς υπό της αστραπής και του βρόντου, απέδειξε τας φυσικάς ορμάς, ισχυρωτέρας του καθήκοντος της ιερωσύνης. Εν ω δε διετουφέκιζε, τεθαμβωμένος, ως φαίνεται, τους οφθαλμούς υπό των σφοδρών παλμών της καρδίας ηγωνισμένης μεταξύ παθών και καθήκοντος, φονεύει λαθών τινά των παρεστώτων· θορύβου δε κατά το δυστύχημα τούτο, και συστροφής εναυτώ γενομένης υπό των προσκεκλημένων, υπαναχώρησε μικρόν· φοβηθείς δε μετά ταύτα μη τι και πάθη συλληφθείς υπό της εξουσίας, έφευγεν, ως είχε, και εις μεν το μοναστήριον δεν επιστρέφει, αλλά τα όρη ως ασφαλέστερα καταλαμβάνει, και συντάττεται μετά του Καλογέρου Τζάμη.»[16]

Εκεί ο «Θανάσης Διάκος» (έτσι τον ονομάτιζαν όλοι από τότε, αλλά και ο ίδιος έτσι υπογράφει ιδιόχειρα γραπτά του κείμενα) ανδρώθηκε με σπουδή στο τρέξιμο, στο λιθάρι, στη σκοποβολή και στη ξιφομαχία, εξελισσόμενος σ’ ένα γενναίο πολεμιστή. Ο Σκαλτσοδήμος, λοιπόν, τον έκανε υπαρχηγό του και από το 1812 πρωτοπαλίκαρό του. Για ένα διάστημα, με αφορμή τον έρωτά του με την Κρυστάλλω Μπαμπαλή,[17] την οποία λαχταρούσε και ο Καλτσοδήμος, μα εκείνη δεν τον ήθελε και μάτια είχε μόνο για τον Διάκο, έφυγε από τον Σκαλτσοδήμο, σεβόμενος τον γερο-κλέφτη, αλλά επανήλθε αργότερα και πάλι κοντά του.

Η φήμη που απόκτησε, οδήγησε τον Αλή-πασά να τον καλέσει στα Γιάννενα, στη σωματοφυλακή του (στους Τσοχατζαραίους = χωροφύλακες, σωματοφύλακες), όπου λέγεται ότι παρέμεινε για δύο χρόνια.[18] Εκεί γνωρίστηκε με σπουδαίους κλέφτες και αρματολούς, όπως γ.π. με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ο Αλή-πασάς διόρισε τον Ανδρούτσο ως αρχηγό στο Αρματολίκι της Λιβαδειάς, στα 1816. Ο Ανδρούτσος καλοδέχτηκε τον Διάκο ως μπουλούκμπαση (αξιωματικό), πρωτοπαλίκαρο και υπαρχηγό του στα 1816. Επειδή, όμως, επήλθε η σύγκρουση του Αλή-πασά με τον σουλτάνο, ο Ανδρούτσος φοβήθηκε ότι θα τον κτυπούσαν στη Λιβαδειά τα σουλτανικά στρατεύματα και έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Αρματολίκι της. Λέγεται, όμως, ότι εκείνη την εποχή διαταράχτηκαν οι σχέσεις του με τον Θανάση Διάκο και αυτό αποτέλεσε άλλη μία αιτία για την αναχώρησή του. Από τα 1818 είχαν και οι δυο τους ήδη μυηθεί από τον Φιλικό Κωνσταντίνο Σακελλίωνος Κοκοσιώτη και είχαν γίνει μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

Ο Διάκος εκλέχτηκε από τους άλλους οπλαρχηγούς ως αρχηγός στο Αρματολίκι της Λιβαδειάς (26 Οκτ. 1820) και έτσι ανέλαβε πρωτοβουλίες για δράση. Μ’ ένα διπλωματικό σχέδιο απέναντι στους ντόπιους Τούρκους και με μια ευφυή στρατηγική κίνηση κατόρθωσε –μαζί φυσικά με άλλους οπλαρχηγούς και στρατιώτες– να ελευθερώσει την πόλη της Λιβαδειάς, όπου στις 4 Απριλίου σηκώθηκε η σημαία της επανάστασης στο κάστρο της και στην Ώρα.[19] Είχε, βέβαια, προηγηθεί σύσκεψη στη Μονή του Οσίου Λουκά (12 Μαρτ. 1821), στην οποία συμμετείχαν «ο Θανάσης Διάκος, ο απεσταλμένος της Φιλικής Εταιρείας Λ. Ζαρίφης και οι προεστώτες και οι πρεσβύτεροι των μοναχών.»[20] Αφού, ξεκαθάρισε όλη την περιοχή της νότιας Φθιώτιδας από την τούρκικη κυριαρχία, στη συνέχεια προσπάθησε ανεπιτυχώς, μαζί με τους οπλαρχηγούς Δυοβουνιώτη, Πανουργιά και Κοντογιάννη, να καταλάβουν το Πατρατζίκι («Νέας Πάτρας») (την Υπάτη).[21]

Ακολούθως,  ασχολήθηκε με την εκπόνηση του στρατηγικού του σχεδίου της μη διέλευσης των Τουρκαλβανών από τη Λαμία προς τη Φωκίδα (από Χαλκομάτα και Γοργοπόταμο) και την Αλαμάνα (από Μοναστήρι της Δαμάστας-Ποριά και Γέφυρα-Χάνι της Αλαμάνας[22]), αλλά και προς την Αττική, με τελική κατεύθυνση των Τούρκων στην Πελοπόννησο για να καταπνίξουν την εκεί Επανάσταση. Είχε προηγηθεί η σύσκεψη των οπλαρχηγών Θανάση Διάκου, Δημητρίου Δυοβουνιώτη και Πανουργιά Πανουργιά στις Κομποτάδες, όπου πάρθηκαν οι αποφάσεις για την περίφημη αυτή μάχη της Αλαμάνας ή «Μάχη των Θερμοπυλών», όπως την ονομάζει ο Χριστ. Περραιβός[23]. Ένα στρατηγικό σχέδιο που απ’ ότι αποδείχτηκε δεν ήταν και το πιο ενδεδειγμένο, αν και οι Έλληνες δεν είχαν εναλλακτικές επιλογές, τουλάχιστο γι’ αυτή τη χρονική στιγμή και στη συγκεκριμένη περιοχή. Στην ίδια λογική κινήθηκε αμέσως μετά ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (μάχη στο Χάνι της Γραβιάς, 8 Μαΐου 1821).

Με τη μάχη της Αλαμάνας[24] και για το μαρτυρικό θάνατο του Θανάση Διάκου[25] δε θ’ αναφερθούμε εδώ ιδιαίτερα, παρά μόνο συνοπτικά στο τέλος του κειμένου («Ιστορικά και ιδεολογικά ζητήματα»), αφού οι αναφορές σ’ αυτή τη μάχη και στα γεγονότα μετά τη μάχη, που αφορούν το μαρτύριο και τον ανασκολοπισμό του Θανάση Διάκου, μέσα στα εξεταζόμενα εδώ έργα του σχολικού μας θεάτρου είναι αρκετές.

________________________________________________________________ 

Το εικαστικό στην κεντρική φωτογραφία είναι του Λαϊκού Καραγκιοζοπαίχτη, μπαρμπα-Σπύρου Λουκά, από τους Αγίους Θεοδώρους, ο οποίος έχει κατασκευάσει πολλά κέρινα ομοιώματα

[1]. Κοίτα: Ευθυμίας Παπασπύρου-Καραδημητρίου, Ο Θανάσης Διάκος στην Τέχνη, Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σ. 140, Νάτσιος Δημ. Θ., «Ο Αθανάσιος Διάκος στην ποίηση», εφ. «Καθημερινή Φθιώτιδα», 20.3.1997 κ.ά.

[2]. Αξιοποιώντας τα ερευνητικά στοιχεία, τα οποία προέκυψαν για την περίοδο 1879-1949, εκδόθηκε το βιβλίο του Θανάση Ν. Καραγιάννη, Ιστορία της Δραματουργίας για παιδιά στην Ελλάδα (1879-1949) και την Κύπρο (1932-1949). Με στοιχεία θεατρικής αγωγής και παραστασιογραφίας του σχολικού θεάτρου. Θεματολογία – Ιδεολογία – Παιδαγωγία, Εκδοτικός Οίκος ΑΝΤ. ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Θεσσαλονίκη 2012, σσ. 551.

[3].  Γράφει ο Τάκης Λάππας: «Κείνος που θα θελήσει να καταπιαστεί με το Θανάση Διάκο και να τον βιογραφήσει, αδιάκοπα έχει να παλέψει με την παράδοση και το θρύλο που κάθε τόσο μπαίνει στη μέση της ζωής του», κοίτα: Τάκη Λάππα, Θανάσης Διάκος, Εκδόσεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθήναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1946), σ. 17.

[4]. Αυτό αναφέρει ο συνταγματάρχης Π. Ρόδιος, σε δημοσίευμά του, μόλις 14 χρόνια μετά το θάνατο το Διάκου («Βίοι. Διάκος» (δίγλωσσο), περ. «Έφορος Στρατιωτικός-Ephore Militaire», τόμος Α΄, σ. 165).

[5]. Ο Τάκης Λάππας υποστηρίζει ότι η γενέτειρα του ήρωα είναι η Αρτοτίνα, παρέχοντας σχετικές ιστορικές αποδείξεις, στο βιβλίο του: Θανάσης Διάκος, Εκδόσεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθήναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1946), σ. 19. Περισσότερα αποδεικτικά ιστορικά στοιχεία δημοσιεύει ο Δημήτριος Μπόπης στο άρθρο του «Αθανάσιος Διάκος. Ο πρώτος μάρτυρας του Αγώνα», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», τεύχος 128, Απρ. 2007, σ. 11.

[6]. Ο Βασίλης Σφυρόερας αναφέρει ως χρονολογία γέννησής του το 1786, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 3, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα  1990, σ. 278, ο Κ. Σάθας το 1792, ο Ιωάν. Φιλήμονας το 1786 κ.ο.κ. Ο Τάκης Λάππας, αξιόπιστος ενπολλοίς μελετητής και βιογράφος του Διάκου (αν και παρέχει ορισμένες λανθασμένες ιστορικά πληροφορίες), μας πληροφορεί με στοιχεία για τις διαφωνίες που υπάρχουν σχετικά με τη χρονολογία γέννησής του, κοίτα: Θανάσης Διάκος, Εκδόσεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθήναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1946), σ. 20. Ο ίδιος πιστεύει, βασιζόμενος στις μαρτυρίες του Μπούσγου, συντρόφου του Διάκου για χρόνια στο Αρματολίκι της Λειβαδιάς και του Π. Ρόδιου, ότι η σωστή χρονολογία γέννησης είναι το 1788, κοίτα: Τάκη Λάππα, ό.π., σ. 20-21.

[7]. Και όχι όπως λανθασμένα αναφέρουν ως πατέρα του Διάκου τον Νικόλαο Γραμματικό οι Αρ. Βαλαωρίτης,  Κ. Παπαχρήστου,  Τάκης Λάππας κ.ά.

[8]. Πέθανε το 1875, πάμφτωχη και ζητιάνα (με μόνο 12 δραχμές μηνιαία σύνταξη), όπως αναφέρει σε μια δημοσιευμένη επιστολή του ο αρχαιολόγος Φλικ, «Η μητέρα του Διάκου», εφ. «ΕΣΤΙΑ», 18 Σεπτ. 1914.

[9]. Κοίτα: Βασίλη Σφυρόερα, «Διάκος Αθανάσιος», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. 3, Αθήνα 1990, σ. 278. Λανθασμένη η πληροφορία αυτή για την αλλαγή του επωνύμου του σε «Μασσαβέτας» και από τον Τάκη Λάππα, Θανάσης Διάκος, Εκδόσεις Μ. ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε., Αθήναι χ.χ. [1961;] (Α΄ Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1946), σ. 21-22. Η σύγχυση επήλθε διότι ο αδερφός του Κων/νος, άλλαξε το επώνυμό του σε «Μασσαβέτας», μια και υιοθετήθηκε από την άκληρη θεία του (αδερφή του πατέρα του) Στάμω Γραμματικού, η οποία είχε παντρευτεί με τον Ιωάννη Μασσαβέτα.

[10]. Κοίτα: Θεοδόση Σπεράντσα, Από το συναξάρι του 1821. Ο Θανάσης Διάκος, Εν Αθήναις 1964, σ. 9. Τον πατέρα του τον έχασε ενώ ήταν μικρός και γι’ αυτό τον αποκαλούσαν στη δημοτική παράδοση και ως «γιο της χήρας», όπως αναφέρει ο Γιάννης Βλαχογιάννης σε μία επιφυλλίδα του στην εφ. «ΠΡΩΙΑ», 17 Ιαν. 1932. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης μάς πληροφορεί, επίσης, στην ίδια επιφυλλίδα ότι ο πατέρας του Διάκου «αναπαύτηκε κατά το 1809», δηλαδή όταν ο Διάκος ήταν 21 χρόνων.

Ο δε Ανδρέας Καρακαβίτσας μας πληροφορεί ότι «[…] συλλαβόντες τον γέροντα και τον Αποστόλην έφεραν αυτούς δεσμίους εις Πατρατζίκι. Ο Δήμος έτυχε ν’ απουσιάζη τότε και ούτως εσώθη. Οι δύο όμως ούτοι την ιδίαν νύκτα απέθανον εν τη φυλακή είτε δια φυσικού θανάτου είτε φονευθέντες παρά των Τούρκων […]» Βέβαια, εδώ ο Καρκαβίτσας σφάλλει ονομάζοντας τον ένα από τους δύο αδερφούς του Διάκου, «Δήμο», ενώ το αληθινό όνομα του άλλου αδερφού του ήταν «Κώστας» («Κώστας Μασσαβέτας»). Κοίτα: Καρκαβίτσας Ανδρέας, «Ιστορικαί σημειώσεις. Περί Αθανασίου Διάκου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 285.

[11].  Ό.π., σ. 9.

[12]. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας υποστηρίζει ότι τον πήγαν σ’ αυτό το μοναστήρι για να διδαχθεί γράμματα και ευκαιριακά μάλιστα έψελνε και διάβαζε τον «Απόστολο». Ο Δεσπότης Λιδωρικίου, όμως, που τον γνώρισε, εκτιμώντας το ήθος και τη φωνή του, του πρότεινε να τον χειροτονήσει διάκονο και ο Θανάσης δέχτηκε. Κοίτα: Καρκαβίτσας Ανδρέας, «Ιστορικαί σημειώσεις. Περί Αθανασίου Διάκου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 284.

[13]. Ο Γιάννης Βλαχογιάννης γράφει ότι «η φτωχή χήρα μάννα του τον έταξε για αρρώστεια και τον πήγε στο μοναστήρι του Άη-Γιάννη του Πρόδρομου, κοντά στην Αρτοτίνα, παιδί ως δώδεκα χρόνων.[…] Μπορεί όμως, […] άλλες αφορμές να κάμανε τη μάννα του ν’ αποφασίση να καλογερέψη το παιδί. Είναι όμως κάποια μαρτυρία πως στην αρχή δεν τόστειλε για καλογεροπαίδι, παρά μονάχα να μάθη γράμματα σ’ έναν καλόγερο, […] Από το σύχνασμα στην εκκλησιά ένα άγουρο γνωστικό παιδί μαθαίνει απόξω τα τροπάρια, κ’ έτσι γεννιέται η αγάπη προς τα γράμματα. Και θάμεινε ως 3-4 χρόνια στο μοναστήρι ο μικρός Θανάσης, και σιγά σιγά φόρεσε  το σκούφο τον καλογερικό, ώσπου που έφτασε και διάκος να χειροτονηθή […]» Κοίτα: Βλαχογιάννης Γιάννης, «Μικροί ιστορικοί έρανοι. Θανάσης Διάκος ως Αρματωλός», εφ. «Η ΠΡΩΙΑ», Εν Αθήναις 17 Ιαν. 1932, σ. 1. Η «κάποια μαρτυρία» και οι εικασίες του Βλαχογιάννη, δεν αποτελούν, φυσικά, αδιάσειστα και αποδεικτικά ιστορικά βιογραφικά στοιχεία του Διάκου…

[14]. Η πληροφορία αυτή αναφέρεται στο δημοσίευμα του Π. Ρόδιου, στα 1935. Αυτό αμφισβητείται από τον Καρακαβίτσα. Κοίτα: Καρκαβίτσας Ανδρέας, «Ιστορικαί σημειώσεις. Περί Αθανασίου Διάκου», περ. «ΕΣΤΙΑ», τόμ. ΚΕ΄, 1888, αρ. 644, σ. 284.

[15]. Κοίτα: Σπ. Φόρτη, «Αθανάσιος Διάκος», Αθήναι 1874, β΄ έκδοση: 1892, τώρα: Άπαντα για τον Αθ. Διάκο, Εκδόσεις Μέρμηγκας, Αθήνα χ.χ., σ. 34-35.

[16]. Κοίτα:  Ρόδιος Π., «Βίοι. Διάκος» (δίγλωσσο), περ. «Έφορος Στρατιωτικός-Ephore Militaire», τόμος Α΄, Εκ της Τυπογραφίας Κωνσταντίνου Ράλλη, Ναυπλία, 15 Φεβρ. 1835, σ. 166-167.

[17]. Για τους έρωτες και τ’ αρραβωνιάσματα του Διάκου, κοίτα:  Λάππας Τάκης, «Η αρραβωνιαστικιά του Θανάση Διάκου», περ. «Ο ΑΙΩΝΑΣ ΜΑΣ», Γεν. 1948, φύλ. 11. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει και η εκτενής μυθιστορηματική εκδοχή της υπόθεσης του Κίμωνος Αττικού, Ο Αθανάσιος Διάκος και η λεβέντισσα Κρυστάλλω. Πρωτότυπον, ειδυλλιακόν, ιστορικόν μυθιστόρημα που εξιστορεί τον υπέροχον έρωτα και τας συγκινητικάς λεπτομερείας της ζωής του ωραιοτέρου αγωνιστού, ο οποίος εσουβλίσθη διότι δεν ήθελε ν’ αλλαξοπιστήση, Εκδοτικός Οίκος «ΚΕΡΑΥΝΟΣ», Εν Αθήναις χ.χ.

[18]. Ο Βλαχογιάννης προβαίνει σε κάποιες εκτιμήσεις, αυθαίρετα και πάλι, γράφοντας τα εξής:  «Κάποια μαρτυρία λέει πως έμεινε στα Γιάννινα ως δύο χρόνια, πράμα αδύνατο για την καρδιά του Διάκου την αγνή, την τόσο φιλοδίκαιη και χριστιανική.». Κοίτα: Βλαχογιάννης Γιάννης, «Μικροί ιστορικοί έρανοι. Θανάσης Διάκος ως Αρματωλός», εφ. «Η ΠΡΩΙΑ», Εν Αθήναις 17 Ιαν. 1932, σ. 2.

[19]. Κοίτα: Δημητρίου Μπόπη, «Αθανάσιος Διάκος. Ο πρώτος μάρτυρας του Αγώνα», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τεύχ. 128, Απρ. 2007, σ. 16.

[20]. Κοίτα: Νικ. Σ. Γκινόπουλου, «Εθνικά κειμήλια. Μια αυτόγραφος επιστολή του Διάκου. Άγνωστες σελίδες από την νέαν ιστορίαν μας», περ. «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ», τόμ. Ε΄, τεύχ. 55, 1 Απρ. 1929, σ. 251.

[21]. Κοίτα: Δημητρίου Αθ. Παπαδάμ, Το Κάστρο της Υπάτης. Δράμα ιστορικής – εθνικής πλοκής, Αθήναι 1961, σσ. 36 και Ανάλεκτα εκδιδόμενα επιστασία του επί των βιβλίων τμήματος της Κεντρικής Επιτροπής υπέρ του τω ηρώι Αθανασίω Διάκω κενοταφίου, τεύχος πρώτον, Εκ του Τυπογραφείου της Φιλοκαλίας, Αθήνησι 1876, σ. 58.

[22]. Κοίτα: Ιωάννη Ευάγ. Μακρή, «Το χάνι (στη γέφυρα) της Αλαμάνας στα μέσα του 19ου αι.», Φθιωτικά Χρονικά. Ετήσια Φιλολογική Έκδοση, Λαμία 1999, σ. 103-107.

[23]. Απομνημονεύματα Πολεμικά, […] Συγγραφέντα παρά του Συνταγματάρχου Χριστόφορου Περραιβού του εξ Ολύμπου της Θετταλίας […], Τόμος πρώτος, Εν Αθήναις. Εκ της Τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά, 1836, σ. 53.

Για περισσότερα ιστορικά και βιογραφικά στοιχεία που αφορούν τη ζωή, τη δράση του Διάκου και τη Μάχη της Αλαμάνας διάβασε το τεκμηριωμένο και ενδιαφέρον κείμενο του Δημητρίου Μπόπη, «Αθανάσιος Διάκος. Ο πρώτος μάρτυρας του Αγώνα», περ. «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τεύχ. 128, Απρ. 20017, σ. 8-19.

[24]. Θα καταγράψουμε μόνο μια μαρτυρία της γιαγιάς του Ευαγγέλου Αθ. Σκλάβου (1898-1987), από τη Νέα Άμπλιανη, την οποία του την έδωσε η γιαγιά του (γεν. το 1804) στα 1905, όταν ο ίδιος ήταν 7 χρόνων και οι γιαγιά του 101 χρόνων:

Τον ρώτησε «Τι διαβάζεις, Βαγγέλη;» «Ιστορία». «Τι μάθημα;» «Για τον Αθανάσιο Διάκο». Και τότε άρχισε να του διηγείται την προσωπική εμπειρία της: «Βαγγέλη μου, όταν πολέμησε ο Αθανάσιος Διάκος ήμουν 17 ετών κορίτσι. Όταν μάθαμε ότι έρχονται οι Τούρκοι στην πόλη μας, όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, φόρτωσαν τα πράγματά τους στα ζώα τους και άλλοι φεύγανε προς το βουνό Οίτη και άλλοι προς το Μοναστήρι της Δαμάστας, στον Καλλίδρομο και στον Παρνασσό. Εμείς πήγαμε προς το μέρος της Δαμάστας. Στο γεφύρι, στο ποτάμι Σπερχειός (Αλαμάνα) συναντήσαμε τον Αθανάσιο Διάκο με τα παλληκάρια του που φτιάχνανε αναχώματα. Είδα, Βαγγέλη μου, τον Θανάση Διάκο, ένα γενναίο παλληκάρι, έναν όμορφο άνδρα. Σαν κορίτσι που ήμουνα έμεινε στη μνήμη μου η παλληκαριά και η ομορφιά του. Τους χαιρετήσαμε και πήγαμε προς το Μοναστήρι. Από το Μοναστήρι βλέπαμε τον κάμπο ότι μαύρισε από Τούρκους. Βλέπαμε με τα μάτια μας και ακούγαμε τη μάχη της Αλαμάνας.»

Την παραπάνω μαρτυρία είχε την καλοσύνη να μου τη μεταφέρει ο φίλος και συμμαθητής μου κ. Γαβριήλ Ευαγγ. Σκλάβος και, όπως μου είπε, του τη θύμισε ο μεγαλύτερος αδερφός του, Γρηγόρης Σκλάβος. Αν και δευτερογενής μαρτυρία, που δόθηκε πριν από 112 χρόνια, είναι ευτύχημα που διασώζεται και έχει τη σχετική αξία της.

[25]. Πριν από τον ανασκολοπισμό του Διάκου, μαθαίνουμε από μία «έρευνα-ρεπορτάζ» του μακαρίτη δάσκαλου-λογοτέχνη, Ευθύμιου Χριστόπουλου, ο οποίος συγκέντρωσε μαρτυρίες από γέροντες Λαμιώτες, τις οποίες εκείνοι μετέφεραν από τους γονείς τους, ότι αρχικά ο Διάκος βασανίστηκε από τον Χαλήλ Μπέη με τρύπημα καρφιών στις πατούσες του, με καυτό λάδι, που του έριξαν στις πληγές του, στα πόδια, στα χέρια, στο στήθος και στην πλάτη. Κοίτα, σχετικά, στο κείμενο που επιμελήθηκε και ανάρτησε ο δάσκαλος κ. Τάκης Ευθυμίου στο διαδίκτυο, χωρίς να είναι σε εισαγωγικά. Μας ενημερώνει: «Πηγή: “Λαμιακή Φωνή”» και μας δίνει ημερομηνία ανάρτησης: «25.2.2013». Στην αρχή του κειμένου αναγράφεται ότι την «έρευνα-ρεπορτάζ» ο Ευθ. Χριστόπουλος την έκανε ως μαθητής το 1947, χρονιά που εκδιδόταν η «παράνομη» –κατά Δ.Θ. Νάτσιο– εφημερίδα.

Αμφιβάλλω για τη γνησιότητα του ρεπορτάζ, μια και αναφέρεται: «[…] να συγκεντρώσω πληροφορίες από γέρους Λαμιώτες […]», «[…] από γερόντια που ζούσαν σε διαφορετικά σημεία της Λαμίας […] και μάλιστα ένας παππούς απ’ τη Ροδίτσα […]» Για να είναι αξιόπιστο ένα ρεπορτάζ πρέπει, δεοντολογικά,  οι μαρτυρίες που περιέχονται σ’ αυτό να προέρχονται από επώνυμους μάρτυρες.

  • Ένα τμήμα του παρόντος κειμένου έχει δημοσιευθεί στον αφιερωματικό 31ο τόμο (2018) με θέμα: «Αλαμάνα και Αθανάσιος Διάκος», του περ. «Φθιωτικός Λόγος», τον οποίο εξέδωσε στη Λαμία ο Όμιλος Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων.

_____________________________________________________________________________________________________

Θανάσης Ν. Καραγιάννης Δρ. Επιστημών της Αγωγής. Μελετητής Δραματουργίας για παιδιά. Κριτικός Θεάτρου για παιδιά. Συγγραφέας
e-mail:[email protected] http://thkaragia.wix.com/main