Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ο κύριος του βαποριού»…

«Την άνοιξη του 1961 στην προθήκη του Στούντιο Απκάρ της Αλεξάνδρειας, κάτω από το πορτρέτο του Καβάφη, η φωτογραφία δυο ανδρών προκαλούσε τα περίεργα βλέμματα των διερχομένων από την οδό Φουάτ, τον πιο εμπορικό και πολυσύχναστο δρόμο του Καρτιέ Γκρεκ. Ο ένας, καλοντυμένος με ριγέ σταυρωτό κοστούμι και άψογη γραβάτα, καθιστός, το ένα πόδι πάνω στο άλλο, τα χέρια σφιγμένα πάνω στη μέση του και βλέμμα μάλλον ρεμβαστικό. Ο άλλος με κλειστό πουλόβερ, απλό σακάκι και σκούφο ναυτικό, όλα στο ίδιο σκούρο χρώμα (μπλε βαθύ ή μήπως μαύρο), όρθιος, με το αριστερό χέρι στην τσέπη και το δεξί περασμένο πίσω από τους ώμους του άλλου, τον φέρνει προστατευτικά προς το μέρος του με μια εύγλωττη έκφραση στο ύφος του». (Χρ. Ντουνιά – “Ε-βιβλιοθήκη”, Ελευθεροτυπία 8/12/2000)

Είναι ο Στρατής Τσίρκας και ο Νίκος Καββαδίας. Γνωρίστηκαν το 1947 στην Αλεξάνδρεια, όταν ο Καββαδίας ήταν ασυρματιστής στο βαπόρι «Κορινθία» που έκανε τη γραμμή Πειραιά – Αλεξάνδρεια – Τζένοβα – Μασσαλία – Αλεξάνδρεια – Πειραιά. Ο Τσίρκας φιλοξενεί τον Καββαδία στο σπίτι του και εκεί μπαίνουν τα θεμέλια μιας σχέσης που οι δυο άντρες θα χαρακτηρίσουν στη συνέχεια αδελφική. Ακολουθεί ένα στιγμιότυπο από την φιλοξενία του ποιητή, όπως μας το δίνει ο Τσίρκας στο βιβλίο του “Επτά κείμενα για τον Νίκο Καββαδία” (Πολύτυπο, Αθήνα 1982):

«Στο σπίτι, άλλη ανάσταση! Η γυναίκα μου, η μάνα μου, τ’ αδέλφια μου, ακόμα και ο Αμπντού μας τον έκαναν δικό τους. Από τότε, κάθε φορά που το πλοίο του διανυχτέρευε στην Αλεξάντρεια, ο Κόλιας κοιμόταν σπίτι μας. Είχε το δωμάτιό του. Μόνο άλλοι δυο το μεταχειρίζονταν, αν τύχαινε να βρίσκονται στην Αλεξάντρεια: ο διηγηματογράφος Νίκος Νικολαΐδης κι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος. Ο Αμπντού κάθε τέταρτη βδομάδα του έστρωνε καθαρά σεντόνια, κι όταν χτυπούσε η πόρτα κι ήταν ο Κόλιας φωτιζόταν το μούτρο του και χαλούσε τον κόσμο από τις φωνές. «Για σετ, ελ Χαουάγκα μπιτάα ελ μπαμπούρ!» (Κυρία, ο κύριος του βαποριού). «Τι καλοί άνθρωποι που είναι», μου έλεγε ο Κόλιας κάνοντας ένα μορφασμό, όπως όταν ζαρώνεις τη μύτη σου για να μη δακρύσεις»…

Επιμέλεια: Oικοδόμος