Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Ο μπογιατζής ήξερε πολλά!» του Αλέκου Χατζηκώστα (Διήγημα)

Το βλέμμα του στράφηκε νευριασμένο προς τα πάνω, στη σκαλωσιά.

«Δεν φτάνει που δεν έχετε πάρει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας, λερώνετε και τον κόσμο κύριε» είπε και έσκυψε να δει ξανά την πιτσιλιά από μπογιά στο σακάκι του.

«Συγνώμη κύριε.  Μας ξέφυγε. Τι να κάνουμε; Πάντως σας ζητούμε συγνώμη».

Τον κοίταξε διερευνητικά. Δεν θα ξεπερνούσε τα 35. Ψηλός, μαυριδερός με καστανά μάτια. Είχε μαζί του και δύο άλλους- που όπως τους έκοβε – έμοιαζαν για αλλοδαποί.

«Να λοιπόν που τα έργα πλέον του δημοσίου, γίνονται από εργολάβους που παίρνουν αλλοδαπούς εργάτες για να τους βγαίνουν φτηνά» σκέφτηκε.

Και αυτός ως λειτουργός της δικαιοσύνης, εισαγγελέας γαρ, θα έπρεπε για μία ακόμη φορά να φανεί κόσμιος.

Ήταν άλλωστε η πρώτη του επίσημη είσοδος, για δίκη, στα δικαστήρια της μικρής επαρχιακής πόλης που είχε μετατεθεί.

Καινούριος λοιπόν εισαγγελέας και λες και το βάψιμο του κτηρίου γινόταν για να τον υποδεχτεί φορώντας τα καλά του.

Και αυτός ο χριστιανός, τώρα βρήκε να του λερώσει το κουστούμι του;

Η υπάλληλος των δικαστηρίων, μια συντηρητική μεγαλοκοπέλα, όμως τον φρόντισε με το βετεξ που πάντα είχε πρόχειρο. Τυχερός στην ατυχία του, σκέφτηκε.

Ήπιε τον βαρύγλυκο καφέ του και έριξε για μια τελευταία φορά, μια ματιά στα χαρτιά του.

«Βιασμός ενήλικης από 2 Αλβανούς» ήταν. Μια υπόθεση όμως που δεν έγινε πρωτοσέλιδο, όπως άλλες φορές. Και αυτό ήταν που του είχε κινήσει την περιέργεια. Συνήθως σε τέτοιες υποθέσεις τα πρωτοσέλιδα ήταν πολλά, αλλά και συχνά απασχολούσαν και τα μεσημεριανάδικα των μεγάλων καναλιών. Τώρα όμως όλα ήσυχα. Ούτε καν τοπικά ΜΜΕ είχαν καταφθάσει για να καλύψουν την δίκη.

«Ξενομερίτισσα» η καταγελούσα, αλλοδαποί οι ένοχοι» σκέφθηκε, για να καθησυχάσει το αστυνομικό του δαιμόνιο. Άλλωστε άλλος είναι «ο εκ του Νόμου» ο ρόλος του…

Χαιρέτησε εγκάρδια τον Δικαστή.  Λίγα πράγματα γνώριζε γι’ αυτόν. Όμως το ντύσιμο του αποκάλυπτε σίγουρα έναν «μπον βιβέρ». Λίγο μεγαλύτερος από τον ίδιο και «ελεύθερος» όπως του είχε τονίσει από την πρώτη στιγμή.

Σίγουρα πολλές μάνες της επαρχιακής πόλης θα τον ήθελαν για γαμπρό στις κόρες τους.

Η υπόθεση ήταν πρώτη στο σχετικό πινάκιο.

«Για να ξεμπερδεύουμε εύκολα», του είπε κλείνοντας το μάτι ο δικαστής.

Από επαγγελματική «διαστροφή» είχε μάθει να προσέχει πάντα στις υποθέσεις πρώτα τους δικηγόρους υπεράσπισης, στη συνέχεια τους κατηγορούμενους και στο τέλος τους κατήγορους. Μια ματιά- όπως καυχιόταν- του έφτανε για να βγάλει συμπεράσματα. Εδώ όμως τα πράγματα δεν του φάνηκαν τόσο εύκολα.

Οι κατηγορούμενοι δεν είχαν έναν αλλά δύο δικηγόρους και μάλιστα μαζί τους γνωστό μεγαλοδικηγόρο της Αθήνας, από αυτούς που αρέσκονται να αναλαμβάνουν «πολύκροτες υποθέσεις» γνωστών μεγαλόσχημων της χώρας, κατορθώνοντας σχεδόν πάντα να τους αθωώνουν. Προφανώς αυτός ήταν «η αόρατος αρχή» που φαίνεται πως θα κατεύθυνε τα νήματα κατά τη διάρκεια της δίκης. Τα όσα είχε ακούσει και αυτός για τη συμμετοχή του δικηγόρου σε διάφορα «κυκλώματα», φρόντισαν άλλοι συνάδελφοι του να τα διαψεύσουν, τιμωρώντας αυστηρά  τα ΜΜΕ που είχαν τολμήσει να αναφερθούν μέσω αποκαλύψεων σε παρόμοιες υποθέσεις για το άτομό του…

Μα και οι κατηγορούμενοι ξάφνιαζαν με την εμφάνισή τους. Καλοραμμένα κουστούμια, παπούτσια που φαινόταν χειροποίητα, χρυσά ρολόγια στο χέρι πρόσωπα καλοζωισμένα, που εξέπεμπαν αέρα της υπεροχής και σε τίποτε δεν θύμιζαν τα πρόσωπα που αντίκριζε κανείς τότε στις αρχές του ’90 όταν κατά χιλιάδες περνούσαν τα σύνορα αναζητώντας κάθε είδους δουλειές για να επιζήσουν.

Η διεύθυνση που έδωσαν ως τόπο κατοικίας-σε γνωστό προάστιο της Θεσσαλονίκης- αλλά και το επάγγελμα που δήλωσαν- «εισαγωγές-εξαγωγές» μπορεί να του έλυσαν απορίες για την εμφάνιση των κατηγορούμενων, αλλά του δημιούργησαν περισσότερες για το πώς θα εξελισσόταν η ιστορία με τη δίκη.

Το βλέμμα του στη συνέχεια έπεσε στη πλευρά των κατήγορων. Ο δικηγόρος της νεαρός, καλοντυμένος και με «πολιτικές φιλοδοξίες» όπως πρόλαβε και τον ενημέρωσε ο δικαστής.

Η κατήγορος ήταν σίγουρα μια γοητευτική 30αρα. Φορούσε μπορντό ταγιέρ, είχε μακρύ ξανθό μαλλί και πράσινα μάτια, που σίγουρα φυλάκιζαν αυτόν που την κοιτούσε. Και όπως όλα έδειχναν, πολλοί ήταν αυτοί που είχαν μπλέξει στα δίκτυα της. «Γυναίκα αράχνη» όπως διάβαζε στα noir που τόσο του άρεσαν.

Η έναρξη της δίκης έκρυβε μια έκπληξη.

«Κύριε Πρόεδρε θα θέλαμε να κάνουμε μία δήλωση. Η πελάτης μου και εγώ επιθυμούμε να αποσύρουμε τις κατηγορίες σε βάρος των κατηγορουμένων. Η πελάτης μου θα σας εξηγήσει αναλυτικά».

Σηκώθηκε αργά από τη θέση της. Πλησίασε τα δικαστικά έδρανα και στη συνέχεια ρίχνοντας ένα φιλάρεσκο βλέμμα προς του κατηγορούμενους, στράφηκε προς την έδρα έχοντας κατεβασμένα (από ντροπή;) τα μάτια της.

«Κύριε Πρόεδρε ,δεν είναι έτσι τα πράγματα όπως τα είπα στην αρχική μου κατάθεση, στο ανακριτή της πόλης μου. Δεν επρόκειτο για βιασμό, αλλά για κοινή συναινέσει ερωτική μας συνεύρεση…»

Ζήτησε αμέσως τον λόγο:

«Μα κυρία μου στην προανάκριση- όπως διαβάζουμε- άλλα καταθέσατε ενόρκως. Κάνατε λόγω για παρα φύσιν συνουσία που συνοδεύτηκε και με ξυλοδαρμό σας»

«Κύριε εισαγγελέα ζητώ ταπεινά συγγνώμη. Ήθελα να τους εκδικηθώ γιατί δεν με πήραν τελικά ως γραμματέα στη δουλειά τους, όπως μου είχαν υποσχεθεί. Εντάξει δεν λέω, στα δώρα όσο καιρό είχα σχέσεις και με τους δύο ήταν γαλαντόμοι, όμως αφού τους έκανα όλα τα χατίρια ήθελα και εγώ μια μόνιμη εξασφάλιση»

«Και χρειάστηκε να στήσετε όλη αυτή την πλεκτάνη για κάτι τέτοιο; Και οδηγήσατε τους κυρίους αυτούς στην αίθουσα δικαστηρίου. Και τελικά να εμπαίξετε την ίδια την δικαιοσύνη;» την ρώτησε.

«Τότε έτσι είχα σκεφτεί. Και ζητώ συγνώμη και τους κατηγορούμενους που άδικα τους ταλαιπώρησα. Πάντως αυτοί στάθηκαν κύριοι παρ’ όλα αυτά. Με έβαλαν σε θέση γραφείου σε επιχείρηση με το οποία συνεργάζονται. Οπότε, ούτε γάτα, ούτε ζημιά»

Του έδινε την εικόνα της αφελούς. Και όμως κάτι μέσα του δεν του στεκόταν καλά. Όλο το παρουσιαστικό της δεν άρμοζε με την εικόνα αυτή.

Άφησε κατά μέρος τις δεύτερες σκέψεις, για τον βραδινό απολογισμό της ημέρας στο μαξιλάρι του και συνέχισε με ποιο νομικό στυλ αυτή τη φορά:

«Κυρία μου το αδίκημα που διαπράξατε λέγεται «ψευδής καταμήνυση». Θα πρέπει να γνωρίζεται ότι είναι ένα ποινικό αδίκημα, που περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα, με τίτλο “εγκλήματα σχετικά με την απονομή δικαιοσύνης”, που σημαίνει ότι ο ψευδομηνυτής στρέφεται όχι μόνον εναντίον εκείνου, που μηνύει ψευδώς, αλλά και γενικότερα προκαλεί την -χωρίς λόγο- κινητοποίηση των διωκτικών Αρχών, με συνέπεια να χάνονται ώρες εργασίας, να επιβαρύνονται άσκοπα τα Δικαστήρια κ.ο.κ. Και όπως ορίζει ο νόμος  πρόκειται για πλημμέλημα, που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης, από 1 έτος έως 5 έτη.» Τα είπε όλα μονορούφι, άλλωστε ήταν άριστος γνώστης της υπάρχουσας νομοθεσίας, αν και μέσα του διατηρούσε κάποιες δεύτερες σκέψεις…

«Κύριε Πρόεδρε προτείνω την παραπομπή της κυρίας για το αδίκημα της ψευδούς καταμήνυσης…»

Οι δικηγόροι της υπεράσπισης απλά έβαλαν τα χαρτιά τους στις δερμάτινες τσάντες τους κλείνοντας πονηρά το μάτι στους κατηγορούμενους πως ως έτοιμοι από καιρό σταύρωσαν τα χέρια τους περιμένοντας στωικά την δικαστική απόφαση.

Τα πράγματα έπαιρναν διαφορετική τροπή γι’ αυτούς και από κατηγορούμενοι θα μπορούσαν κάλλιστα να γίνουν τώρα κατήγοροι. Ο πιο μεγάλος από αυτούς ζήτησε το λόγο και με άψογα Ελληνικά τόνισε:

«Κύριε Πρόεδρε. Επιτρέψτε μου να σας πω, ότι από την πλευρά μας δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την κυρία. Στο ερωτικό μας παιχνίδι συμμετείχαμε όλοι μας ως ενήλικες με τη θέλησή μας και αν κάτι στράβωσε στο τέλος, φταίμε όλοι γι’ αυτό».

Ο πρόεδρος κοιτώντας προς το μέρος του ζήτησε, ολιγόωρη διακοπή της δικής.

«Νομίζω πως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα και δεν χρειάζεται να τα ξεψαχνίζουμε άλλο», του είπε στο διάλλειμα ο δικαστής.  Ας αθωώσουμε τους κατηγορούμενους και ας μην παραπέμψουμε την άλλοτε κατήγορο σε άλλη δίκη. Ας πάει στην ευχή του Θεού, γιορτινές μέρες που έρχονται».

Θέλοντας και μη συμφώνησε. Άλλωστε, δεν ήταν καιρός για νέες κόντρες. Αρκετά είχε πληρώσει, με μεταθέσεις, αυτές του παρελθόντος.

Η λήξη της δίκης βρήκε κατήγορο και κατηγορούμενους, να αποχωρούν χαμογελαστά από την αίθουσα. Το μεσημέρι μάλιστα πηγαίνοντας στο σπίτι του για ξεκούραση σαν να τους πήρε το μάτι του να συντρώγουν σε «γκουρμέ» εστιατόριο στο κέντρο της πόλης…

Οι μέρες κυλούσαν μονότονα, και τα Χριστούγεννα ήταν πλέον κοντά. Ευκαιρία για μια επίσκεψη στο γενέθλιο Ηπειρώτικο χωριό για να δει την μάνα του και ποιος ξέρει εκείνους τους παλιούς συμμαθητές τους, που συνεχώς τον πείραζαν γιατί ενώ είχε φτάσει στα 45 ήταν ακόμη «μαγκούφης.

Οι υποθέσεις που ακολούθησαν δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτός φρόντιζε να είναι τυπικός, διαβάζοντας ώρες ολόκληρες το ανακριτικό υλικό και περιορίζοντας τις εξόδους του μόνο τα Σαββατοκύριακα.

Το μόνο ευχάριστο των ημερών ήταν το γεγονός ότι επιτέλους είχε τελειώσει το βάψιμο του νεοκλασικού κτηρίου που στέγαζε τα δικαστήρια, δίνοντας τα κάτι από την λάμψη που είχαν  όταν τότε μετά τον εμφύλιο είχαν μεταφερθεί εκεί, αποτελώντας το σημείο αναφοράς της πλατείας αλλά και της πόλης ολόκληρης, μιας και γύρω από αυτά δημιουργήθηκε μια μεγάλη αγορά, που έδινε οικονομική ανάσα σ’ αυτήν.

Ήθελε μάλιστα να πιστεύει, αφελώς ίσως, ότι αποτελούσε και το «δώρο»  της υπηρεσίας για την μετάθεσή του εκεί. Γι’ αυτό άλλωστε και περνούσε συχνά τα απογεύματα του , μελετώντας τις διάφορες υποθέσεις στο μικρό γραφειάκι του ,στον πρώτο όροφο.

Ήταν περασμένες 8  το απόγευμα και είχε ξεχάσει εδώ και ώρες να κοιτάξει το μεγάλο ρολόι που κρεμόταν στον απέναντι τοίχο, απορροφημένος σε μία υπόθεση πλαστογραφίας που του είχε προκύψει.

Το χτύπημα στην πόρτα,  δειλό, σχεδόν ανεπαίσθητο, δεν το άκουσε. Μόνο όταν έγινε πιο δυνατό και συνοδεύτηκε από ένα κεφάλι που ξεπρόβαλε από την πόρτα σήκωσε τα μάτια του.

Δεν τον γνώρισε με το κουστούμι, τα χτενισμένα μαλλιά και κυρίως το ξύρισμα που είχε.

«Κύριε Εισαγγελέα με το συμπάθιο που σας ενοχλώ τέτοια ώρα. Είμαι ο μπογιατζής του κτηρίου. Θυμάστε τότε που με μαλώσατε επειδή σας πιτσίλισα;».

Το κοίταξε εξεταστικά. Ναι τα μάτια του , αλλά και το πιτσίλισμα τα θυμόταν, όμως τα υπόλοιπα…

«Δεν νομίζω να ήρθες για να μου ζητήσεις συγνώμη για τότε» του είπε χαμογελαστά. «Ούτε φυσικά και να μου ζητήσεις την πληρωμή για το βάψιμο. Αυτή έγινε αμέσως με την παράδοση του κτηρίου όπως γνωρίζω καλά».

«Κύριε εισαγγελέα. Θα έπρεπε να το  πω από την πρώτη στιγμή που την είδα. Φοβήθηκα όμως.  Είδα και εκείνους τους Αλβανούς μαζί της…»

«Δεν σε καταλαβαίνω. Γίνε πιο συγκεκριμένος»

«Να για εκείνη την π… συγνώμη για την έκφραση, την Γεωργία Παπαδοπούλου, από τα Γρεβενά που ήρθε πριν 3 βδομάδες, κουνάμενη συνάμενη στο δικαστήριο. Ήταν η μέρα που γνωριστήκαμε, θυμάστε;»

«Δεν γνωρίζω για πια λες, αλλά συνέχισε»

«Είχαμε σχέσεις πριν τρία χρόνια κύριε Εισαγγελέα, στη Φλώρινα. Και αφού μου έφαγε τα α αργότερα ξαναγύρισε στα Γρεβενά από όπου καταγόταν. Και τώρα την είδα να μπαίνει στο δικαστήριο σαν την Μαρία Μαγδαληνή και μετά να φεύγει αγκαζέ με τους δύο καλοντυμένους κύριους που έμαθα ότι είναι Αλβανοί. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Σκέφτηκα αμέσως ότι σε  κάποια βρωμοδουλειά ήταν μπλεγμένη. Έψαξα αργότερα στα πινάκια των υποθέσεων αλλά δεν είδα πουθενά το όνομα της, αλλά ούτε και την ξαναείδα από τότε. Σκέφθηκα όλες αυτές τις μέρες και με την ευκαιρία της παρουσίας μου στην πόλη είπα να σας ενημερώσω. Ίσως σας φανεί σε κάτι χρήσιμο».

Τον κοίταξε για πολύ ώρα χωρίς να του μιλά. Στη συνέχεια του ζήτησε περισσότερες πληροφορίες για την πρώην φίλη του κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις.

Φεύγοντας τον αποχαιρέτησε όλο εγκαρδιότητα, θυμίζοντας του, ότι αν χρειαστεί θα δώσει ενόρκως κάποια στοιχεία.

Το περίγραμμα της ιστορίας είχε αρχίσει να σχηματίζεται έστω και θολά στο μυαλό του. Θα ‘έπρεπε όμως να «δέσει» τα στοιχεία ,ώστε να βγει συμπέρασμα .

Αποφάσισε να δράσει άμεσα. Πήρε τηλέφωνο στη μητέρα του λέγοντας της ότι θα έρθει με καθυστέρηση στο χωριό γιατί κάτι προέκυψε και θ’ αναγκαζόταν την πρώτη μέρα των διακοπών του να πάει στα Γρεβενά.

Το σπίτι της δεν δυσκολεύτηκε να το βρει. Ήταν στον τελευταίο όροφο, τριώροφης πολυκατοικίας. Στο θυροτηλέφωνο φαρδιά –πλατιά το όνομα της.

Η τύχη ήταν με το μέρος του, καθότι αυτή πάντα όπως λέει και η παροιμία «βοηθά τους τολμηρούς». Απέφυγε να το χτυπήσει και ανέβηκε με τα πόδια από τις σκάλες φτάνοντας μπροστά στην πόρτα της. Γνώριζε ότι ο αιφνιδιασμός θα ήταν ο καλύτερος του σύμμαχος.

Χτύπησε το κουδούνι και περίμενε. Η πόρτα, δείγμα ότι χρησιμοποιήθηκε το «ματάκι» για να τον ξεψαχνίσουν νωρίτερα, άνοιξε με καθυστέρηση. Βοήθησε φαίνεται και το κοστούμι και γενικότερα η αρχοντιά που απέπνεε ώστε να μην προκαλεί υποψίες.

«Ορίστε, τι θέλετε κύριε;» του είπε ανοίγοντας την πόρτα, ντυμένη με φόρμες, άβαφη και τα μαλλιά πιασμένα σε κότσο. Δεν φάνηκε να τον αναγνωρίζει . Αλλά και σ’ αυτόν δεν θύμιζε πολύ την όμορφη με το ταγιέρ που είχε δει στο δικαστήριο.

«Αν ήρθατε  να πουλήσετε κάτι δεν ενδιαφέρομαι».

«Όχι κυρία Παπαδοπούλου. Απλά ήρθα για να κάνουμε μια κουβεντούλα, μια και την προηγούμενη φορά που είχαμε συναντηθεί σας είχα γνωρίσει με άλλο επίθετο»

Το βλέμμα της σκοτείνιασε. Τον θυμήθηκε. Απομακρύνθηκε από την πόρτα και κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε μπροστά της.  Χαμήλωσε το κεφάλι της και άρχισε να κλαίει.

«Θα μου τα πείτε όλα και από την αρχή» της είπε επιτακτικά.

«Σας παρακαλώ δεν έφταιγα εγώ σ’αυτήν την ιστορία. Θα σας τα πως όλα αρκεί να με προστατέψετε. Είναι αδίστακτοι και φοβάμαι για τη ζωή μου».

Η συζήτηση κράτησε πολύ ώρα και έκρυβε πολλές εκπλήξεις για τον Εισαγγελέα. Τα πλοκάμια της διαφθοράς είχαν απλωθεί και σε χώρους που θεωρούσε μέχρι τότε απροσίτους. Δικηγόροι, αστυνομία, «επώνυμοι», όλος ο «καθώς πρέπει κόσμος» σε μία υπόθεση που το χρήμα φαίνεται πως άνοιγε όλες τις πόρτες και έκλεινε τα στόματα.

Οι σημειώσεις ήταν καυτό υλικό στα χέρια του. Η υπόθεση απλά έφερνε στην επιφάνεια αυτό που είχε διαβάσει στις εφημερίδες για το λεγόμενο «παραδικαστικό κύκλωμα».

Φεύγοντας από την γυναίκα που είχαν χρησιμοποιήσει στη θέση μιας άλλης (και μάλιστα εν αγνοίας της) οι σκέψεις του ήταν μπερδεμένες. Το άλλο πρωί έφυγε για το χωριό του για να δει την μάνα του.

Η επαφή με τους παλιούς γνωστούς του στο χωριό , ο καθαρός αέρας και το καθιερωμένο μεσημεριάτικο τσίπουρο στην πλατεία του χωριού του έκανε καλό. Για λίγο ξέχασε την υπόθεση που τον προβλημάτιζε το τελευταίο καιρό. Δεν είχε άλλωστε ξεκαθαρίσει μέσα του τι θα έπρεπε να κάνει. Τα πρέπει είχαν μπλεχτεί με τους φόβους τους, για το με ποιους τελικά θα τα έβαζε και αν άξιζε  τον κόπο.

Ώσπου παραμονή της αναχώρησης του από το χωριό τον είδε. Ήταν ο κύριος Κώστας, ο δάσκαλος του στο δημοτικό. Αυτός που τούμαθε όχι μόνο τα πρώτα γράμματα αλλά κυρίως αυτός που του μετάδωσε αξίες ζωής. Είχε πολλά χρόνια να μάθει νέα του. Από τότε που είχε επιστρέψει στην Αθήνα ως συνταξιούχος είχε χάσει τα ίχνη του.  Τον νόμιζε μάλιστα για πεθαμένο.

Και τώρα νάτος μπροστά του. Με το αιώνιο χαμόγελο και τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά που έκρυβαν τα γαλάζια σπινθηροβόλα μάτια του.

Τον αναγνώρισε και εκείνος.

«Καλώς τον. Έμαθα ότι έγινες πια Εισαγγελέας. Πίστευα από τότε ότι είχες μια φλόγα που αν την φρόντιζες θα πήγαινες ψηλά».

Τον αγκάλιασε και του χάιδεψε το κεφάλι, όπως έκανε και τότε όταν ήταν μαθητής και έλεγε άριστα το μάθημα σαν τον σήκωνε στον πίνακα.

Κάθισαν στο καφενείο για να τα πούνε. Η παιδική του ζωή, εκεί , παρούσα στα λεγόμενα του αγαπημένου του δασκάλου.

Το τσιπουράκι έλυσε τη γλώσσα του. Μίλησε για τη ζωή του, τα όνειρα του αλλά και τη φύση της δουλειάς του.

Τον κοιτούσε με εκείνο το αιώνιο χαμόγελο του, έτοιμος να τον οδηγήσει και πάλι στο ξέφωτο. Λες και διαβάζοντας τις σκέψεις του με αφορμή την τελευταία του υπόθεση του είπε:

«Και μην ξεχνάς , στη δουλειά που κάνεις , τους άθλους του Ηρακλή παιδί μου. Ιδίως τον 11ο, που αν θυμάσαι ήταν ο καθαρισμός των στάβλων του Αυγεία»

Η ώρα πέρασε. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά με την υπόσχεση ότι θα ξανασυναντηθούν.

Φεύγοντας, είχε χαράξει τη διαδρομή που θα έπρεπε να ακολουθήσει.

Φτάνοντας στο γραφείο, άνοιξε τον υπολογιστή του. Άρχισε να γράφει:

« Προς τον κύριο Υπουργό Δικαιοσύνης

Υπόμνημα του Εισαγγελέα…»

 

Αλέκος Χατζηκώστας