Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ο έρωτας του κυρίου Άλφρεντ Πουργκμάγιερ _του Γκύντερ Ρύκβρ

Ο Άλφρεντ Πουρ­γκ­μά­γιερ ήταν προι­κι­σμέ­νος από τη φύση του με ωραία, καλο­σχη­μα­τι­σμέ­να χέρια, που η επι­δε­ξιό­τη­τά τους του άνοι­ξε το επάγ­γελ­μα του ωρο­λο­γο­ποιού, επάγ­γελ­μα που ακολούθη­σε σ’ ένα παγκό­σμιας φήμης εργο­στά­σιο του Μονά­χου, όπου έλεγ­χε τους μηχα­νι­σμούς ρολο­γιών για τις ωρο­λο­για­κές βόμ­βες του πιο σύγ­χρο­νου στρα­τιω­τι­κού εξο­πλι­σμού. Τα σκού­ρα, ήρε­μα μάτια, που πάνω τους σχη­μά­τι­ζαν καμά­ρα τα όμορ­φα τοξω­τά φρύ­δια του, έβλε­παν δια­πε­ρα­στι­κά και με ακρί­βεια, η φωνή του ήταν βαθιά και παρ’ όλη τη δύνα­μή της απα­λή. Το πρό­σωπό του ήταν συμ­με­τρι­κό. Η ίδια η φύση όμως, που τον είχε προι­κί­σει με τόσα πολ­λά χαρί­σμα­τα, είχε καμπου­ριά­σει τη σπον­δυ­λι­κή του στή­λη, μια ολο­φά­νε­ρη πάθη­ση, που γέμι­ζε πάντα τις σκέ­ψεις και τα συναι­σθή­μα­τα του κυρί­ου Πουρ­γκ­μά­γιερ με πικρία και σκο­τει­νιά. Έτσι, όπως ο αιώ­νας του έτους της γέν­νη­σής του ήταν γεμά­τος από ατέλει­ωτες κρί­σεις και δια­ψευ­σμέ­νες ελπί­δες, έτσι και η ζωή του, σπά­νια θα ήταν γεμά­τη με επι­τυ­χία και αγά­πη. Η μόνη του, διαρ­κής ευχα­ρί­στη­ση προ­ερ­χό­ταν απ’ τη δου­λειά του. Την εκτε­λού­σε συνει­δη­τά και ξεχνού­σε μ’ αυτήν την πάθη­σή του, αν και οι ομι­λί­ες για τη ζωή που δεν αξί­ζει να βιω­θεί [1], για τα χαρακτηριστι­κά του βιο­λο­γι­κού εκφυ­λι­σμού και γαχ την ανα­πα­ρα­γω­γή νέων, υγιών, φυλε­τι­κά ανώτε­ρων Γερ­μα­νών δεν ξέφευ­γαν από την προ­σο­χή του. Ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ αντικα­τέστησε με την εξαί­ρε­τη δου­λειά ό,τι χρω­στού­σε στο κρά­τος από τη σωμα­τι­κή του κατάσταση.

Στο τεσ­σα­ρα­κο­στό δεύ­τε­ρο έτος της ηλι­κί­ας του ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ έπε­σε σε μια σύγ­χυ­ση που απο­μά­κρυ­νε τη ζωή του από το ασφα­λές έδα­φος, στο οποίο πίστευε πως βρι­σκό­ταν, και του στέ­ρη­σε για πάντα την ηρε­μία. Σ’ αυτό το τρί­το έτος του πολέ­μου, οι γυναί­κες από τη φυλα­κή του Στά­ντελ­χάιμ τοπο­θε­τή­θη­καν στο εργο­στά­σιο, για ν’ αντικα­ταστήσουν τους ειδι­κευ­μέ­νους εργά­τες που είχαν κλη­θεί για στρα­τιω­τι­κή θητεία. Αυτές οδη­γού­νταν στο εργο­στά­σιο το πρωί και το άφη­ναν το από­γευ­μα υπό την επί­βλε­ψη ένο­πλων φρου­ρών. Στον αρχι­τεχνίτη Άλφρεντ Πουργκμά­γιερ ανα­τέ­θη­κε η κρα­τού­με­νη Τερέ­ζα Κάμε­ρερ. Εκεί­νη ήταν περί­που σαρα­ντά­ρα, μάθαι­νε γρή­γο­ρα και εύκο­λα όλα τα απα­ραί­τη­τα για την κατα­σκευή των μηχα­νι­σμών των ρολο­γιών και σε σύντο­μο διά­στημα δού­λευε χωρίς τη βοή­θεια και τις υπο­δεί­ξεις του αρχι­τε­χνί­τη. Όσο λιγό­τε­ρο όμως χρεια­ζό­ταν τις υποδεί­ξεις του, τόσο πιο συχνά αυτός την παρα­τη­ρού­σε κατά τη διάρ­κεια της εργα­σί­ας. Την κοι­τού­σε στην αίθου­σα, η ματιά του παρέ­με­νε στην Τερέ­ζα, η καρ­διά του χτυπού­σε γρη­γο­ρό­τε­ρα, όταν την πλη­σί­α­ζε. Μα καλά, ξέχα­σες την κοροϊ­δία των παι­δι­κών σου χρό­νων, τα δάκρυα της νιό­της σου, την απελ­πι­σία των πρώ­των σου χρό­νων ως άντρας, όταν στις προσεγγί­σεις σου δεν απα­ντού­σε τίποτ’ άλλο από τον οδυ­νη­ρό, ψυχρό οίκτο; Θυμό­ταν, πίστευε ότι ήξε­ρε τι τον περί­με­νε. Όμως πώς μπο­ρείς να προστατεύ­σεις την καρ­διά από τον έρω­τα, όταν αυτός ριζώ­σει για πρώ­τη φορά στα φυλλο­κάρδια σου; Ο κύριος Πουρ­γκμάγιερ γνώ­ρι­ζε τη μυστι­κή επι­θυ­μία για το χρή­μα, τον εφή­με­ρο, φευ­γα­λέο έρω­τα της πορ­νεί­ας, και ήταν εκεί βέβαια φιλι­κό­τε­ρος απ’ ό,τι με τις νέες χήρες του πολέ­μου, που δε ζητού­σαν σ’ αυτόν τίποτ’ άλλο παρά την ευχάρι­στη ανα­τρι­χί­λα και την επι­βε­βαί­ω­ση της πρό­λη­ψης πως οι άντρες με καμπού­ρα ήταν περισ­σό­τε­ρο αρρε­νω­ποί και με απε­ριό­ρι­στες “επι­δό­σεις”, εκεί όπου οι άλλοι με δυσκο­λία ή και καθό­λου δεν τα κατα­φέρνουν. Ο κ. Πουρ­γκ­μά­γιερ είχε δοκι­μα­στεί, στη συνέ­χεια απο­φευ­χθεί ή συστα­θεί παρα­πέρα σα μια ανα­τρι­χια­στι­κή περι­πέ­τεια. Η καρ­διά του παρ’ όλα αυτά ζητού­σε πάντα την αγά­πη, που ξεσπού­σε μόνο μέσα του, για να ξανα­σβή­σει αργό­τε­ρα, σιω­πη­λά, άθλια και χωρίς ελπίδα.

Η Τερέ­ζα Κάμε­ρερ ήταν ανύ­πα­ντρη, μόνο λίγα χρό­νια νεό­τε­ρη από τον κ. Πουργκμά­γιερ και ρωμαιο­κα­θο­λι­κή όπως αυτός, στο επάγ­γελ­μα ράφτρα υψη­λών επι­δό­σε­ων και, ακό­μα, ειδι­κευ­μέ­νη στο κέντη­μα και σε άλλα εργόχει­ρα. Η ζωή της, από την πρώ­τη της μετά­λη­ψη και το χρί­σμα, κυλού­σε δια­κρι­τι­κά. Όταν ήταν κάπου είκο­σι ετών, ήρθε στο σπί­τι ο πρώ­τος μνη­στή­ρας, η παγκό­σμια οικο­νο­μι­κή κρί­ση όμως τον έβγα­λε στην ανερ­γία, και η Τερέ­ζα έμει­νε μόνη, νιώ­θο­ντας τυχε­ρή που ποτέ δεν απο­λύ­θη­κε και δε χρειά­στη­κε να ζει από επιδό­ματα ανερ­γί­ας ή κοι­νω­νι­κής πρό­νοιας. Η ασφά­λεια ήταν πενι­χρή, αλλά αυτή γνώ­ρι­ζε να την εκτι­μά. Δυο φορές από­χτη­σε μακρο­χρό­νια σχέ­ση με κάποιον άντρα, αλλά η σχέ­ση δια­λύ­θη­κε από την ίδια, όταν η συνή­θεια και οι προ­στριβές έμπαι­ναν στη μέση. Έπαιρ­νε κάποιον που της άρε­σε σ’ ένα χορό και τον από­διω­χνε το επό­με­νο πρωί ή τον άφη­νε κάπου κάπου να επι­στρέ­φει στο καμα­ρά­κι της.

Οι συνευ­ρέ­σεις της με τους άντρες ήταν σύντο­μες, άγριες και από­το­μες. Μια φορά είχε πάρει μέρος σε μια γιορ­τή γενε­θλί­ων, με σφη­νά­κια χουρ­μά και λικέρ. Μετα­ξύ των προ­σκε­κλη­μέ­νων ήταν ένας λοχί­ας αλε­ξι­πτω­τι­στής. Φλέρ­τα­ρε την Τερέ­ζα και αυτή τον πλη­σί­α­σε, για­τί δεν της ήταν δυσά­ρε­στος. Δεν περί­με­νε τίπο­τα άλλο πέρα από λίγη χαρά και μια αντρι­κή παρου­σία, κάποιο χέρι όπου ευχαρί­στως θα στη­ρι­ζό­ταν για να περ­πα­τή­σει προς το σπί­τι. Κατά το πρωί έτυ­χε να μεί­νουν μόνοι στο δωμά­τιο, μόνο μισή ώρα τους έμε­νε ακό­μα, μετά έπρε­πε ο αλε­ξι­πτω­τι­στής να επι­στρέ­φει στο στρα­τώ­να. Αυτός άδεια­σε ό,τι έμει­νε από τα σφη­νά­κια χουρ­μά, η Τερέ­ζα ήπιε το γεντια­νό λικέρ. Μύρι­ζε κρύ­ος καπνός τσι­γά­ρου. Ήταν κου­ρα­σμέ­νη, ψιλο­κρύ­ω­νε και ευχα­ρί­στως θα γύρι­ζε στο σπί­τι, αλλά ο άντρας την άρπα­ξε και, καθώς βρή­κε την άμυ­νά της πολύ αδύ­να­μη, ακού­μπη­σε το στή­θος του, το δια­κο­σμη­μέ­νο με τα στρατιω­τικά παρά­ση­μα και το σήμα του αλε­ξι­πτω­τι­στή, πάνω στο σώμα της Τερέζας.

Η μαία πήρε ένα μηνιά­τι­κο για τη βοή­θεια που χρειάστη­κε να προ­σφέ­ρει στην Τερέ­ζα Κάμε­ρερ. Μετά από τρεις μέρες η Τερέ­ζα δού­λευε ξανά, σαν να μη συνέ­βη τίπο­τα. Ο πόλε­μος με τις εκστρα­τεί­ες του, τα έκτα­κτα ανα­κοι­νω­θέ­ντα με μου­σι­κή υπό­κρου­ση τη μελω­δία του τρα­γου­διού του πρί­γκι­πα Ευγέ­νιου, του ευγε­νή ιππό­τη, παρέ­δι­δε την Ευρώ­πη στον τρό­μο ή στον ενθουσια­σμό, είχαν κατα­λη­φθεί τα Βαλ­κά­νια, η Αλβα­νία, η Ελλά­δα, και η ζωή της Τερέ­ζας Κάμε­ρερ θα συνέ­χι­ζε απαρα­τήρητη το δρό­μο της, αν η μαία δεν κρα­τού­σε βιβλία για τις πλη­ρω­μές και τους ανοι­χτούς λογα­ρια­σμούς. Κάπο­τε μια από τις γυναί­κες που είχαν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τη βοή­θεια της μαί­ας κατέρ­ρευ­σε στο δρό­μο και εξ αιτί­ας του πυρε­τού και του φόβου του θανά­του ανέ­φε­ρε στο νοσο­κο­μείο τη διεύ­θυν­ση της μαί­ας και εκεί­νη με την πρώ­τη απει­λή παρου­σί­α­σε το τετρά­διο με τα ονό­μα­τα των πελα­τισ­σών της. Τότε δυο κύριοι χτύ­πη­σαν ένα πρωί την πόρ­τα της Τερέ­ζας και την παρέ­δω­σαν στο κέντρο προ­φυ­λά­κι­σης. Λίγες βδο­μά­δες μετά κατα­δι­κά­στη­κε σε τεσ­σε­ρά­μι­σι χρό­νια φυλά­κιση. Η ετυ­μη­γο­ρία ήταν πιο σκλη­ρή απ’ ό,τι στις άλλες, για­τί προ­έ­κυ­ψε πως πατέ­ρας του παι­διού ήταν ένας αλεξι­πτωτιστής, επο­μέ­νως ένας άντρας που είχε περά­σει την πιο αυστη­ρή και σκλη­ρή δια­δικασία επι­λο­γής και θα πρό­σφε­ρε στο παι­δί την κληρονο­μιά της καλύ­τε­ρης φυλής. Από τη δικο­γρα­φία η Τερέ­ζα έμα­θε πως ο υπα­ξιω­μα­τι­κός με το αλε­ξί­πτω­τό του είχε πέσει στην Κρή­τη ανά­με­σα στις αγγλι­κές γραμ­μές και πεθά­νει από τα βρε­τα­νι­κά πυρά.

Το πρώ­το που είδε η Τερέ­ζα στον κ. Πουρ­γκ­μά­γιερ ήταν τα χέρια του, που έδει­χναν πώς έπρε­πε να ετοι­μα­στεί ένα συγκε­κρι­μέ­νο έργο. Στην Τερέ­ζα άρε­σαν τα χέρια του κ. Πουρ­γκ­μά­γιερ. Μετά άκου­σε τη φωνή του κ. Πουρ­γκ­μά­γιερ και σκέ­φτη­κε πως μπο­ρεί κανείς να του έχει εμπιστοσύ­νη. Στη συνέ­χεια είδε τα μάτια του κ. Πουρ­γκ­μά­γιερ, που την κοι­τού­σαν απα­λά και με προσ­δο­κία. Η συμπό­νια την κυρί­ευε. Η Τερέ­ζα φανταζό­ταν πόσο πολύ θα πλή­γω­νε τον κ. Πουρ­γκ­μά­γιερ μια απορ­ρι­πτι­κή χει­ρο­νο­μία, μια υπο­τι­μη­τι­κή ματιά. Αργό­τε­ρα η συμπό­νια εξε­λί­χτη­κε σε επι­θυμία να προ­στα­τεύ­σει αυτόν το φιλι­κό άνθρω­πο, για­τί ήξε­ρε τους κιν­δύ­νους που περί­με­ναν τον κ. Πουργκμά­γιερ, αν μια μέρα ο πόλε­μος κερ­δι­ζό­ταν. Τότε οποιον­δή­πο­τε παρα­μορ­φω­μέ­νο, σημαδε­μένο από την αρρώ­στια, θα τον συμπε­ρι­λάμ­βα­ναν στην ανά­ξια να βιω­θεί ζωή, θα τον κατα­χώ­ρι­ζαν με γρή­γο­ρες και αιφ­νι­δια­στι­κές δια­δι­κα­σί­ες, θα τον ξεδιά­λε­γαν και θα τον τοπο­θε­τού­σαν απέ­να­ντι. Αυτή η λέξη, δανει­σμέ­νη από τη γερ­μα­νι­κή προϊ­στο­ρία, είχε κιό­λας εισα­χθεί στη χρή­ση της γλώσ­σας και δεν προ­κα­λού­σε ούτε τρό­μο ούτε φρίκη.

Για το ότι ο κ. Πουργκμά­γιερ υπέ­φε­ρε απ’ το ελάτ­τω­μα του σώμα­τός του, η Τερέ­ζα ήταν τόσο βέβαιη, όσο και για την έντα­ση των συναισθημά­των του για κεί­νη. Σύντο­μα δεν επρό­κει­το για οίκτο και συμπό­νια από τη μεριά της’ η ίδια φρό­ντι­ζε για την προ­στα­σία της ζωής του. Κάπως έτσι ξεκί­νη­σε η αγά­πη της Τερέ­ζας Κάμε­ρερ για τον καμπού­ρη κύριο Άλφρεντ Πουργκμάγιερ.

Κάθε πρωί ο κ. Πουργκμά­γιερ περί­με­νε τους κρατούμε­νους με ανυ­πο­μο­νη­σία. Το μεση­μέ­ρι έσπρω­χνε στην Τερέ­ζα ένα κομ­μά­τι ψωμί ή φρού­το. Πριν κοι­μη­θεί, άφη­νε να περά­σουν απ’ τη μνή­μη του τα βλέμ­μα­τα, οι λέξεις και οι κινή­σεις της Τερέ­ζας και έψα­χνε για τη βαθύ­τε­ρη σημα­σία τους και το νόη­μα που κρυ­βό­ταν από πίσω τους. Έτσι άρχι­σε η αγά­πη του κυρί­ου Άλφρεντ Πουρ­γκ­μά­γιερ για την Τερέ­ζα Κάμερερ.

Κατά τον τέταρ­το χρό­νο του πολέ­μου, προ­κει­μέ­νου ν’ αξιο­ποι­η­θεί μέχρις εσχά­των η γυναι­κεία εργα­σία και το ωρά­ριο εργα­σί­ας, χτί­στη­καν στις εγκα­τα­στά­σεις του εργο­στασίου τρεις στρα­τώ­νες, όπου ήταν κλει­σμέ­νες τη νύχτα οι γυναί­κες κρατούμε­νες. Όταν υπήρ­χε συνα­γερ­μός αερο­πο­ρι­κής επι­δρο­μής, οδη­γούνταν σε ερεί­πια που χρη­σιμοποιούνταν σα χαρακώ­ματα, όχι τόσο για προ­στα­σία αλλά για έλεγ­χο. Η Τερέ­ζα ανέ­λα­βε εθε­λο­ντι­κά καθήκο­ντα αερο­φύ­λα­κα στην ορο­φή της μεγά­λης αίθου­σας. Μια ένα­στρη νύχτα σκυμ­μέ­νη πίσω από μια καμι­νά­δα είδε τον κύριο Πουρ­γκ­μά­γιερ να έρχε­ται προς το μέρος της. Κάθι­σε δίπλα της, ξεκί­νη­σε μια συζή­τη­ση, έκα­νε ερωτή­σεις και έπαιρ­νε απα­ντή­σεις. Κρο­τί­δες φαί­νο­νταν πάνω από τα νότια προ­ά­στια, τα αντια­ε­ρο­πο­ρι­κά πυρο­βό­λα άρχι­σαν να πυρο­βο­λούν, ακού­στη­καν τα πρώ­τα μακρι­νά χτυ­πή­μα­τα, ξέσπα­σαν πυρ­κα­γιές οι δυο τους πλη­σίασαν, για ν’ αλλη­λο­προ­στα­τευ­τούν με το ίδιο τους το σώμα, ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ τρά­βη­ξε κοντά του την Τερέ­ζα χωρίς βία, και κανείς δεν ήθε­λε ν’ απο­μα­κρυν­θεί από τον άλλον. Σε όλη της τη ζωή η Τερέ­ζα θεω­ρού­σε πως το πιο σημα­ντι­κό στις σχέ­σεις μετα­ξύ άντρα και γυναί­κας ήταν η προ­σο­χή _ ποτέ δεν εγκα­τέ­λει­ψε τη δυσπι­στία της, δεν άφη­σε ποτέ την επι­φυ­λα­κτι­κό­τη­τά της. Πώς αλλιώς θα μπο­ρού­σε μια γυναί­κα να προ­στα­τεύ­σει τον εαυ­τό της από επα­κό­λου­θες προ­σβο­λές και τραύ­μα­τα; Μπρο­στά όμως στις πυρκα­γιές που πλη­σί­α­ζαν, με τις εκρή­ξεις μακρι­νών ισχυ­ρών αερο­πο­ρι­κών βομ­βαρ­δι­σμών, ο φόβος και η αγά­πη, η από­γνωση και η επι­θυ­μία για πιο ασφα­λή εγγύ­τη­τα οδή­γη­σαν την Τερέ­ζα και τον κύριο Πουρ­γκ­μά­γιερ τον ένα κοντά στον άλλο’ και καθώς οι μονά­δες συνέ­χι­ζαν να πετούν βορειό­τε­ρα, στην όλο και πιο ήσυ­χη νύχτα με τις κόκ­κι­νες φλό­γες της και τον αιω­ρού­με­νο καπνό των πυρ­κα­γιών, οι δυο τους άφη­σαν να ορμή­σει στο σώμα τους η ευχαρίστη­ση, που ήταν ακό­μα ζωντα­νοί, μέχρι το σήμα λήξης του συνα­γερ­μού να ουρ­λιά­ξει το τέλος κάθε έρω­τα. Από εκεί­νη τη νύχτα, όπο­τε ηχού­σε συνα­γερμός που ανάγ­γελ­λε υπερ­πτή­ση ή αερο­πο­ρι­κή επί­θε­ση, κολ­λού­σαν προ­στα­τευ­μέ­νοι από τα βλέμ­μα­τα πίσω από την καμι­νά­δα και αντάλλασ­σαν φιλιά και ανα­νέ­ω­ναν ολο­έ­να τους όρκους και τις επι­κλή­σεις στην αγά­πη τους.

Το εργο­στά­σιο δεν είχε μέχρι τώρα δεχτεί επί­θε­ση, παρά το συχνό βομ­βαρ­δι­σμό στην πόλη. Όταν όμως δημιουρ­γή­θη­καν αργό­τε­ρα αμερι­κάνικες αερο­πο­ρι­κές εγκατα­στάσεις στο βορ­ρά της Ιτα­λίας, αυξή­θη­καν οι υπερ­πτή­σεις και οι επι­θέ­σεις˖ και μια νύχτα έπε­σαν βόμ­βες ακό­μα και στο εργο­στά­σιο. Η Τερέ­ζα έτρε­χε πάνω — κάτω στην αίθου­σα που απει­λού­νταν από τη φωτιά και κου­βα­λού­σε έξω εργα­λεία και τεμά­χια της δου­λειάς, μέχρι να την εγκα­τα­λεί­ψουν οι δυνά­μεις της. Για­τί δεν αφή­νω τα πάντα να ρημά­ξουν; Για­τί να παρατεί­νω τον πόλε­μο και να διακιν­δυνεύσω; ανα­ρω­τιό­ταν. Ό,τι όμως έκα­νε, το έκα­νε για να βοη­θή­σει τον αγα­πη­μέ­νο της.

Στο εργο­στά­σιο μιλού­σαν με θαυ­μα­σμό για τις ενέρ­γειες της Τερέ­ζας και ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ έκα­νε τα πάντα, προ­κει­μέ­νου να κατα­φέρει την πρό­ω­ρη, λόγω καλής αγω­γής, απο­φυ­λά­κι­σή της. Μολα­ταύ­τα η εισαγ­γε­λία για μεγά­λο χρο­νι­κό διά­στη­μα δεν απα­ντού­σε, αργό­τε­ρα όμως κάποιος έδω­σε μια υπό­σχε­ση στον κύριο Πουρ­γκμάγιερ˖ ο κύριος Πουργκμά­γιερ έγρα­ψε ανα­φο­ρές, προ­σέ­λα­βε δικη­γό­ρο, περί­με­νε, υπέ­βα­λε νέες αιτή­σεις και, όταν είχε παραι­τη­θεί από κάθε ελπί­δα, συνέ­βη το θαύ­μα και η Τερέ­ζα απαλ­λά­χτη­κε από την υπό­λοι­πη φυλά­κι­ση. Ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ ένιω­σε ότι η μεγα­λύ­τε­ρη ευτυ­χία της ζωής του ήταν πια στα χέρια του, για­τί μια απ’ αυτές τις νύχτες, κάτω απ’ τα συρό­μενα φώτα σκό­πευ­σης με τις αση­μέ­νιες αχτί­δες που έπε­φταν από τον ουρα­νό, με τις οποί­ες τέθη­κε εκτός λειτουρ­γίας η συσκευή μέτρη­σης και η αντια­ε­ρο­πο­ρι­κή άμυ­να, δίπλα στο θάνα­το, με τη φωνή του πιο δυνα­τή απ’ το συνηθι­σμένο, για ν’ αντι­με­τω­πί­σει τη βοή και τον κολα­σμέ­νο βρό­ντο των πυρο­βό­λων, τα χτυ­πή­μα­τα και τις καταρρεύ­σεις, ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ ρώτη­σε την τεχνί­τρια Τερέ­ζα Κάμε­ρερ αν μετά την ανάκτη­ση της ελευ­θε­ρί­ας της ήθε­λε να γίνει σύζυ­γός του, και η Τερέ­ζα απά­ντη­σε πως, αν τη μέρα, κατά την οποία αυτό θα ήταν δυνα­τό, ζού­σε ακό­μα, θα ήθε­λε να τον παντρευτεί.

Η μέρα της απελευθέρω­σής της έφτα­σε και η Τερέ­ζα έσπευ­σε στο σπί­τι της, εφο­διασμένη με όλες τις ευχές των συγκρα­του­μέ­νων της και συνο­δευό­με­νη απ’ την καυ­τή, πανευ­τυ­χή ανυ­πο­μο­νη­σία του Άλφρεντ Πουρ­γκ­μά­γιερ. Έφτα­σε χωρίς καθυ­στέ­ρη­ση στο δια­μέ­ρι­σμά της, ξεκλεί­δω­σε, από­λαυ­σε τη χαρά να βρίσκε­ται ξανά μέσα στους τέσ­σε­ρις τοί­χους της, αέρι­σε, έπλυ­νε, σκού­πι­σε, ξεσκό­νι­σε, έβα­λε να ‘ναι έτοι­μα στην εστία ξύλα και κάρ­βου­να, πήρε τα έγγρα­φα που της ήταν απα­ραί­τη­τα για την πιστο­ποί­η­ση του μελ­λοντικού γάμου και φόρε­σε το καλύ­τε­ρό της φόρε­μα, που θα την έκα­νε να φαί­νε­ται στα μάτια του κυρί­ου Πουργκμά­γιερ μια όμορ­φη νέα γυναί­κα. Ενώ κλεί­δω­νε την πόρ­τα, ούρ­λια­ξαν οι σει­ρή­νες. Ο συνα­γερμός σήμα­νε αμέ­σως χωρίς προει­δο­ποί­η­ση και οι πρώ­τες βόμ­βες έπε­σαν. Η Τερέ­ζα βιά­στηκε για να φτά­σει στο υπό­γειο της διπλα­νής κατοι­κί­ας, που θεω­ρού­νταν ασφα­λές. Βγή­κε στο δρό­μο και έτρε­ξε προς τη διπλα­νή πόρ­τα˖ κρα­τούσε ήδη το χερού­λι της πόρ­τας στο χέρι της, όταν ένα τερά­στιο χτύ­πη­μα σάρω­σε ολό­τε­λα την πόρ­τα και το σπί­τι και σώρια­σε τα πάντα καταγής.

Ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ περί­με­νε τη νύφη του μέχρι το τέλος της βάρ­διας. Το βρά­δυ ανα­ζή­τη­σε το σπί­τι όπου αυτή έμε­νε και όπου ήθε­λαν και οι δυο να μετα­κο­μί­σουν μετά τη γαμή­λια τελε­τή και το μήνα του μέλι­τος. Όμως το μόνο που βρή­κε ήταν κρα­τή­ρες βομ­βών, μπά­ζα και καμέ­να υπο­λείμ­μα­τα. Ο κύριος Πουργκμά­γιερ έβγα­λε το καπέ­λο του και κάθι­σε σ’ ένα από τα βου­νά των ερει­πί­ων. Νύχτω­σε και ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ καθό­ταν ακό­μη σιω­πη­λός και με κλει­στά μάτια. Όταν ένιω­σε ότι είχε ξανα­βρεί τις δυνά­μεις του, σηκώ­θη­κε, πήγε πίσω στο εργο­στά­σιο, ανέ­βη­κε στην ορο­φή, όπου είχε περά­σει πολ­λές νυχτε­ρι­νές βάρ­διες με την Τερέ­ζα κι όπου είχε λάβει την υπό­σχε­σή της να γίνει γυναί­κα του, ακού­μπη­σε την καμπου­ρια­σμέ­νη πλά­τη του στην καμι­νά­δα και περί­με­νε να ξημε­ρώ­σει. Μόνο εγώ φταίω, είπε στον εαυ­τό του ο κύριος Πουρ­γκ­μά­γιερ˖ αυτή θα κοι­μό­ταν τώρα εκεί κάτω στους στρα­τώ­νες, αν δεν την είχα αγα­πή­σει και θελή­σει να την κάνω γυναί­κα μου. Για­τί δεν πήγα μαζί της; Τότε ο θάνα­τος θα είχε χτυ­πή­σει εκεί­νη κι εμέ­να την ίδια στιγ­μή. Δεν θέλω να ζήσω χωρίς την Τερέ­ζα, δεν μπο­ρώ να ζήσω μ’ αυτήν την αιώ­νια ενο­χή˖ και πήγε στην άκρη της στέ­γης, για να μπο­ρέ­σει να δει το στρα­τώ­να της Τερέ­ζας, τον κοί­τα­ξε για πολ­λή ώρα, και μετά έκα­νε ένα μεγά­λο βήμα από την άκρη της στέ­γης προς το στρα­τώ­να, σαν να οδηγού­σε ένα μονο­πά­τι από εκεί στο δωμά­τιο, όπου η Τερέ­ζα ζού­σε πριν από λίγες ώρες. Έτσι τελεί­ω­σε ο έρω­τας ανά­μεσα στον κύριο Άλφρεντ Πουρ­γκ­μά­γιερ και την Τερέ­ζα Κάμερερ.

Είχε διαρ­κέ­σει ένα χρό­νο, δύο μήνες και μία μέρα.

Ο συγ­γρα­φέ­ας και σκη­νο­θέ­της  Gũnther Rucker (Γκύ­ντερ Ρύκερ) γεν­νή­θη­κε στις 2 Φλε­βά­ρη 1924 στο Ράι­χενμτ­τεργκ της Τσε­χο­σλο­βα­κί­ας, περιο­χή που αργό­τε­ρα θα κατα­λη­φθεί από τη ναζι­στι­κή Γερμανία.

Ο πατέ­ρας του ήταν ξυλουρ­γός. Ο νεα­ρός Γκύ­ντερ στρα­τεύ­τη­κε το 1942, αμέ­σως μόλις τελεί­ω­σε το σχο­λείο, πιά­στη­κε αιχ­μά­λω­τος από τους Άγγλους προς το τέλος του Β’ Παγκό­σμιου Πολέ­μου, ύστε­ρα όμως πέρα­σε στο έδα­φος που απο­τέ­λε­σε το νέο κρά­τος της Γερ­μα­νι­κής Λαο­κρατικής Δημο­κρα­τί­ας (ΓΛΔ). Δού­λε­ψε αρχι­κά δάσκα­λος, ενώ παράλ­λη­λα αρθρο­γρα­φού­σε σε περιο­δι­κά, και σπού­δα­σε σκη­νο­θε­σία στην Ακα­δη­μία Mendelsohn. Ξεκί­νη­σε ως κει­με­νο­γρά­φος για ντοκιμα­ντέρ και ραδιο­φω­νι­κά έργα, και γρή­γο­ρα έγι­νε ένας από τους σημα­ντι­κό­τε­ρους σενα­ριο­γρά­φους στην παραγω­γή ται­νιών μεγά­λου μήκους της ΓΛΔ. Έγρα­ψε πεζά, ποι­ήματα και σενά­ρια για σημα­ντι­κές κινη­μα­το­γρα­φι­κές ται­νί­ες, κάποιες από τις οποί­ες σκη­νο­θέ­τη­σε, όπως την ται­νία Τα καλύ­τε­ρα μας χρό­νια \ (1965), με κεντρι­κό χαρα­κτή­ρα έναν νέο δάσκα­λο στη μετα­πο­λε­μι­κή περίο­δο, μια ται­νία βασι­σμέ­νη και στη δική του προ­σω­πι­κή πεί­ρα. Η ται­νία κατα­γρά­φει την τερά­στια προ­σπά­θεια πολι­τι­στι­κής ανά­πτυ­ξης στη ΓΛΔ με την ανά­πτυ­ξη ενός νέου εκπαι­δευ­τι­κού συστή­μα­τος, παρου­σιά­ζει τη δια­πάλη ανά­με­σα στο παλιό και στο νέο κι απο­τε­λεί ξεχω­ρι­στό ντο­κου­μέ­ντο της επο­χής. Τα θέμα­τα των έργων του γενι­κό­τε­ρα αφο­ρούν την πρό­σφα­τη γερ­μα­νι­κή ιστο­ρία, αλλά και τον πόλε­μο της Κορέ­ας και του Βιετ­νάμ, ενώ στους πρωταγωνιστι­κούς ρόλους ξεχω­ρί­ζουν οι γυναί­κες και η χει­ρα­φέ­τη­σή τους.

Ο Günther Rücker ήταν μέλος της Ακα­δημίας Τεχνών της ΓΛΔ από το 1969 · από το 1974 έως το 1982 ανέ­λα­βε γραμ­μα­τέ­ας του Τμή­μα­τος Ποί­η­σης και Γλωσ­σο­λο­γί­ας και μέλος του Εκτε­λε­στι­κού Συμ­βου­λί­ου της Ακα­δη­μί­ας. Από το 1978 ήταν επί­σης μέλος του Κεντρι­κού Συμ­βου­λί­ου της Ένω­σης Γερ­μα­νών Συγγραφέ­ων. Μετά από τις ανα­τρο­πές του σοσια­λι­στι­κού συστή­ματος στην Ευρώ­πη και την προ­σάρ­τη­ση της Ανατολι­κής Γερ­μα­νί­ας στη Δυτι­κή, ο Ρύκερ απο­σύρ­θη­κε στο Μάι­νιν­γκεν της Θου­ριγ­γί­ας δηλώ­νο­ντας; «Το Βερο­λί­νο έχει γίνει μια ξένη πόλη για μένα». Πέθα­νε στις 24 Φλε­βάρη 2008 μετά από βαριά ασθέ­νεια, αφή­νο­ντας πίσω του όμως έργα λυτρω­τι­κά, που αντα­να­κλούν την ιστο­ρία μέσα από τις πρά­ξεις των προ­σώ­πων και κάνουν απτά τα γεγο­νό­τα, με πυκνές περι­γρα­φές που ενσωμα­τώνουν μια στο­χα­στι­κή σκέ­ψη και μαρ­τυ­ρί­ες της πραγ­ματικότητας, βιω­μέ­νης μέσα από τις αντι­θέ­σεις της.

Θέμα­τα Παι­δεί­ας 93–96 \ το διή­γη­μα της εποχής
Μετά­φρα­ση: Αργυ­ρού­λα Τσιριγώτη

 

[1] Σημεί­ω­ση της μετα­φρά­στριας: Η φρά­ση «Ζωή ανά­ξια να βιω­θεί» (lebensunwertes Leben) προ­έρ­χε­ται από τίτλο βιβλί­ου του 1920 και χρη­σι­μο­ποιού­νταν από τους Ναζί, για να στο­χο­ποι­ή­σει από το καθε­στώς άτο­μα που θεω­ρού­νταν ότι δεν μπο­ρούν να έχουν “δικαί­ω­μα στη ζωή”, όπως για παρά­δειγ­μα τα ΑΜΕΑ.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο