Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Όχι, όχι την κοιλιά μου — της Ευγενίας Γκιόκα

Η Λου­κία, την τελευ­ταία εκεί­νη φορά, που της σημά­δε­ψε «τη μισή της ζωή», όπως συνη­θί­ζει να λέει, δεν θα την ξέχνα­γε ποτέ. Ήταν λίγους μήνες μετά το γάμο της με τον Θανά­ση, Νοέμ­βρης του 1986. Στα δεκα­ο­χτώ της εκεί­νη, στα εικο­σι­πέ­ντε του εκεί­νος. Με ό,τι οικο­νο­μί­ες βάλα­νε στην άκρη από το γάμο, ο Θανά­σης είπε να πάνε για τρεις μέρες ‑και πολύ της ήτα­νε- στα Καμέ­να Βούρ­λα. Αργο­πο­ρη­μέ­νο ταξί­δι του μέλι­τος, σα να λέμε.

Το ταξί­δι, με τη συγκοι­νω­νία, δεν του καλά­ρε­σε, αλλά ελλεί­ψει δικού τους μετα­φο­ρι­κού, δεν είχαν κι άλλη επι­λο­γή. Ο Θανά­σης σε όλο το δρό­μο, όλο κάτι έβρι­σκε για να γκρι­νιά­ξει. Και της απευ­θυ­νό­ταν, λες και έφται­γε για όλα τα δει­νά του κόσμου, εκεί­νη. Μια, ότι ήτα­νε στε­νό το κάθι­σμα του λεω­φο­ρεί­ου, μια, ότι δεν πρό­λα­βε στη στά­ση να πάει προς νερού του, μια, ότι πήγαι­νε αργά ο οδη­γός και θα τους έτρω­γε τη μισή μέρα. Εκεί­νη, πάλι, που δεν πολυ­σκο­τι­ζό­τα­νε για το καθε­τί, είχε πιά­σει τη θέση δίπλα στο παρά­θυ­ρο, και αλώ­νι­ζε στα πελά­γη. Δια­κο­πές με το σύζυ­γό της, στη γει­το­νιά τους, ποιος άλλος θα ζού­σε τέτοια πολυ­τέ­λεια; Αυτό ήταν που μέτρα­γε, όσο για τη γκρί­νια του Θανά­ση, μήπως ήταν η πρώ­τη φορά;…

Από όταν φθά­σα­νε, στο ξενο­δο­χείο, ‑Σίσ­συ το λέγα­νε- που είχε κλεί­σει ο Θανά­σης, τα πράγ­μα­τα φάνη­καν να ισιώ­νουν. Ο Θανά­σης έμει­νε ικα­νο­ποι­η­μέ­νος με το δωμά­τιο, την πόλη, κυρί­ως όμως, με τον εαυ­τό του, που ήταν αξιό­τε­ρος από όλους τους άντρες της γει­το­νιάς και της πρό­σφε­ρε και ταξί­δι του μέλι­τος. Άλλα­ξε η διά­θε­ση του Θανά­ση, άλλα­ξε και της Λου­κί­ας. Έτσι ήτα­νε η Λου­κία, από γεν­νη­σι­μιού της καλό­βο­λος άνθρω­πος και συγκα­τα­βα­τι­κός, την προ­σω­πι­κή της ευχα­ρί­στη­ση την έβα­ζε πάντα σε δεύ­τε­ρη μοί­ρα. Τα είχε δει τα σημά­δια στον Θανά­ση, και πριν ακό­μα παντρευ­τούν. Την πόνα­γαν τα φερ­σί­μα­τα του, ένιω­θε πως την αδι­κού­σε. Μα «θ’ αλλά­ξει με τον και­ρό και με την αγά­πη μου» έλε­γε, και τα προ­σπέρ­να­γε τα σημά­δια, τα δικαιολογούσε.

Εκεί­νη λαχτα­ρού­σε το βου­νό, που της θύμι­ζε το χωριό της, ή μια πόλη με πολ­λά φώτα, και πολύ­χρω­μα μαγα­ζιά, για να πάνε, μα δεν είπε τίπο­τα. Και μήπως άμα του το έλε­γα θα με λογά­ρια­ζε; Όταν δεν του έφερ­νε αντίρ­ρη­ση του Θανά­ση «της», είχαν ησυ­χία, αυτό το είχε κατα­λά­βει από τον πρώ­το και­ρό που «τα έφτια­ξε» μαζί του και σιγά – σιγά συμ­μορ­φώ­θη­κε. Για­τί κατά τα άλλα… την πρό­σε­χε. Και στο τρα­πέ­ζι τους όλα τα καλά τα είχα­νε, του άρε­σε του Θανά­ση το καλό φαΐ, ήταν κου­βαρ­ντάς σ’ αυτά. Και ρού­χα της ψώνι­ζε, και στη μάνα της, πήγαι­ναν για να τη δουν, και να πάει εκεί­νη να δου­λέ­ψει; ούτε λόγος. Αρχό­ντισ­σα στο σπί­τι της ήτα­νε. «Η αλή­θεια να λέγε­ται», παι­νευό­ταν ο Θανά­σης «της». Τα δύσκο­λα έρχο­νταν κατά το τέλος κάθε μήνα, εκεί που τέλειω­ναν τα λεφτά, και τότε εκεί­νος όλο κάτι έβρι­σκε και τα έβα­ζε μαζί της. Κάλ­λιο να μη μου αγό­ρα­ζες φου­στά­νια, να έλει­πε η γκρί­νια σου και οι φωνές σου μόνο, έλε­γε τότε μέσα της.

Αφού τακτο­ποί­η­σαν τα πράγ­μα­τά τους στο δωμά­τιο, εκεί­νος είπε να πάνε για φαγη­τό. «Αξέ­χα­στο θα σου μεί­νει το ταξί­δι μας, να έχεις να το λες» της είπε. Και της έμει­νε… δίκιο είχε ο Θανάσης.

Αφού βγή­καν από το δωμά­τιο, εκεί­νος κατευ­θύν­θη­κε προς τη ρεσε­ψιόν. «Έχε­τε εδώ κοντά κανέ­να ταβερ­νά­κι για ψαρά­κι;» τον άκου­σε να λέει στον υπάλ­λη­λο. «Είναι το ταξί­δι του γάμου μας, κοί­τα τί γυναι­κά­ρα συνο­δεύω» Ο υπάλ­λη­λος σήκω­σε τα μάτια του από κάτι χαρ­τιά που ανα­κά­τευε και την κοί­τα­ξε. Η Λου­κία ντρά­πη­κε πολύ. Ρε Θανά­ση, τί είμαι και με επι­δει­κνύ­εις σα γύφτι­κο σκε­πάρ­νι; Ακούς γυναι­κά­ρα; Σαν γκό­με­να της μιας βρα­διάς ένιω­σε. Έσκυ­ψε τα μάτια της και απο­μα­κρύν­θη­κε αθόρυβα.

«Μα εσέ­να δε σου αρέ­σει το ψάρι, αν είναι για μένα…» ψέλ­λι­σε καθώς την πλη­σί­α­σε. Το παθια­σμέ­νο φιλί του την απο­συ­ντό­νι­σε, μετά την κακο­κε­φιά του και τα όσα της είχε σού­ρει κατά τη διάρ­κεια του ταξι­διού, δεν περί­με­νε τέτοια έκρη­ξη πάθους. Την εκτό­ξευ­σε στα ουρά­νια. Εμέ­να μου αρέ­σει ό,τι και εσέ­να, σκέφτηκε.

Αγκα­λια­σμέ­νοι πήραν το δρό­μο για την παρα­λία. Η μέρα ήταν αγριε­μέ­νη, η θάλασ­σα λυσ­σο­μα­νού­σε, τα σύν­νε­φα έδι­ναν στον ουρα­νό προ­μή­νυ­μα βρο­χής. Εκεί­νη έσερ­νε τα παπού­τσια της στην άμμο, κλω­τσού­σε απα­λά τα θαλασ­σό­ξυ­λα και τα κάθε λογής πλα­στι­κά, που το αντα­ρια­σμέ­νο κύμα είχε μετα­φέ­ρει με βία στην παρα­λία. Η μυρω­διά από τα σάπια φύκια, και τα άδεια όστρα­κα από τα νεκρά καβου­ρά­κια, την είχαν μελαγ­χο­λή­σει. Μακά­ρι να είχαν τη δύνα­μη να αντι­στα­θούν στα κύματα.

«Πού είναι το καλο­και­ρά­κι;» ψιθύ­ρι­σε η Λουκία.

Ο Θανά­σης, σαν να τον τσί­μπη­σε αλο­γό­μυ­γα, έβγα­λε το χέρι του από τη μέση της, που την κρα­τού­σε, και προ­πο­ρεύ­τη­κε με γρή­γο­ρο βήμα. Στο πρώ­το σου­βλα­τζί­δι­κο που βρή­καν, της έγνε­ψε να τον ακο­λου­θή­σει. Η Λου­κία κοντο­στά­θη­κε στην είσο­δο. Τί έπα­θε; Τί του έκα­να; Αυτό το απρό­σμε­νο ασαν­σέρ που την ανε­βο­κα­τέ­βα­ζε από τη γη στα ουρά­νια, τη ζάλι­ζε. Τα σωθι­κά της, όπως και οι σκέ­ψεις της ανα­κα­τώ­θη­καν. Ήθε­λε μόνο μια στιγ­μή, για να βγά­λει το αγκά­θι, που μπή­χτη­κε στην καρ­διά της και την τσι­μπού­σε. Έτσι ένιω­σε, σαν ένα αγκά­θι να τρύ­πη­σε την καρ­διά της. Σαν τα σκου­πί­δια, που είχαν ξεβρα­στεί στην παρα­λία, από την αντά­ρα της θάλασ­σας ‑τα ξυλα­ρά­κια, τα φύκια, τα άχρω­μα πλα­στι­κά καπά­κια, τα σκοι­νιά με τους κόμπους- να λέρω­σαν το γιορ­τι­νό της φου­στά­νι, έτσι ένιωσε.

Στη διάρ­κεια του φαγη­τού ο Θανά­σης δεν μίλη­σε καθό­λου. Μόνο προς το τέλος, «Αν ήσουν άξια, ας παντρευό­σουν άλλο, με λεφτά» της είπε.

Ποτέ μου δε λαχτά­ρη­σα άλλον, ούτε λεφτά, για την αγά­πη σου παρα­κα­λάω. «Θανά­ση…», ψιθύ­ρι­σε με όση γλύ­κα, της είχε απο­μεί­νει στην καρ­διά της. Εκεί­νος, αφού τελεί­ω­σε με τα σου­βλά­κια του, ‑εκεί­νη ακό­μα πάλευε τα δικά της‑, φώνα­ξε να τους φέρουν γλυ­κό. Είχαν σοκο­λα­τέ­νιο κορ­μό, τους είχαν πει. Ξέρει που μου αρέ­σει, σκέ­φτη­κε η Λου­κία, και ένα χαμό­γε­λο αχνο­φά­νη­κε στα χεί­λια της. Τα σκου­πί­δια στο φου­στά­νι της, όμως, παρέ­με­ναν ακό­μα εκεί, ασά­λευ­τα. Τί κακό έκα­να; σκε­φτό­ταν, κι απά­ντη­ση δεν έπαιρ­νε. Πώς να σε μαλα­κώ­σω Θανάση;

Τα διπλα­νά τους τρα­πέ­ζια ήταν άδεια. Τα τρα­πε­ζο­μά­ντι­λα ήταν καρό με κόκ­κι­νες και πρά­σι­νες ρίγες κι από ένα σετ αλα­το­πί­πε­ρο έστε­κε σε κάθε τρα­πέ­ζι. Η κυρία που μας σέρ­βι­ρε, μου φάνη­κε, πως μου χαμο­γέ­λα­σε. Αχ, και να ήξε­ρε πως νιώ­θω… Αλλιώς το περί­με­να τού­το το ταξί­δι. Στην άλλη άκρη του μαγα­ζιού ένα ακό­μα ζευ­γά­ρι, νεο­λαί­οι και αυτοί. Φαί­νο­νταν πολύ ερω­τευ­μέ­νοι. Τα γέλια τους δεί­χναν ξενοια­σιά. Τα αστεία, που της έλε­γε εκεί­νος, κάναν την κοπέ­λα να γελά φωνα­χτά. Η κοπέ­λα ήταν πολύ όμορ­φη. «Πολύ όμορ­φη», για την Λου­κία, σήμαι­νε πολύ αδύ­να­τη, αυτό από μόνο του έφτα­νε. Βλέ­πεις, τα ειρω­νι­κά σχό­λια του Θανά­ση για τη μεγά­λη της περι­φέ­ρεια, και τα λίγα παρα­πα­νί­σια κιλά της, τα είχε αντι­γρά­ψει με περισ­σή καλ­λι­γρα­φία στο κεφά­λι της. Κοι­τιό­ταν πια στον καθρέ­φτη και δεν έβλε­πε τίπο­τα όμορ­φο, κι ας ήτα­νε τα μάτια της πρα­σι­νο­γά­λα­ζες χάντρες, και τα μαλ­λιά της, σαν τα στά­χυα του Αυγού­στου. Αν ήμουν πιο αδύ­να­τη, ίσως να μην ξανα­κοί­τα­ζε καμιά άλλη…

Ο Θανά­σης αφού έφα­γε το γλυ­κό του, άρχι­σε να επι­τί­θε­ται και στο δικό της. «Τί κάθε­σαι και το ψει­ρί­ζεις;» της είπε. «Δεν θα το ξημε­ρώ­σου­με… αν δού­λευ­ες και εσύ, αλλά πού να καταλάβεις;»

Η Λου­κία σφί­χτη­κε. Οι βρυ­σού­λες, που τελευ­ταία, άνοι­γαν και τρέ­χα­νε δάκρυα χωρίς στα­μα­τη­μό… όχι, μην κλά­ψω… θα θυμώ­σει πιο πολύ… Γύρι­σε το βλέμ­μα της, να προ­λά­βει τις βρυ­σού­λες, μην ανοί­ξουν. Η κοπέ­λα από το παρα­δί­πλα τρα­πέ­ζι, είχε σηκω­θεί από την καρέ­κλα της και έρι­χνε γυρο­βο­λιές στο ρυθ­μό του ζεϊ­μπέ­κι­κου, που ακου­γό­ταν από το μεγά­φω­νο. Τα σγου­ρά μακριά μαλ­λιά της, ανέ­μι­ζαν σα γιορ­τι­νά σημαιά­κια. Το κορ­μί της, τα μάτια της, το χαμό­γε­λο της, οι θηλυ­κές, καλο­γυ­μνα­σμέ­νες γάμπες της, σαν πύρι­νες γλώσ­σες, κατά­πι­ναν το μαγα­ζί. Ο σύντρο­φος της, γονα­τι­στός, της χτυ­πού­σε παλα­μά­κια. Η Λου­κία ένιω­σε τη δύνα­μη από την ξενοια­σιά της ανά­σας της, από τη γλύ­κα, που βγά­ζα­νε τα μάτια τους, σαν κοι­τιό­νταν. Αντά­ριε­ψε άξαφ­να ο πόθος της για τη χαρά, τη χαρά που της έλει­πε. Έκλει­σε τα μάτια της και αφέ­θη­κε, ονει­ρεύ­τη­κε πως πέτα­ξε στα ουρά­νια. Ήταν σαν τότε, μικρού­λα, που πήγαι­νε με τον πατέ­ρα της, βόλ­τα με το ποδή­λα­το στα χωρά­φια ή σαν τότε, που έπαι­ζε αμπά­ρι­ζα, στη γει­το­νιά κι εκεί­νος την καμά­ρω­νε. Δεν την έφτα­νε κανείς στο τρέ­ξι­μο τη Λου­κία. Πάει, η γκρί­νια του Θανά­ση, και το αγκά­θι που της τσι­μπού­σε την καρ­διά, και τα σκου­πί­δια φύγα­νε από το φου­στά­νι της. Πόσο ήθε­λε να σηκω­θεί, να δεί­ξει και το δικό της κορ­μί… να χορέψει…

«Ο πατέ­ρας σου δε χόρε­ψε ποτέ, κάλ­λιο που “έφυ­γε” νωρίς, να μη δει τα χαΐ­ρια σου», τα λόγια της μάνας της, σου­λά­τσα­ραν απει­λη­τι­κά, σαν υπό­τι­τλοι μαυ­ρό­α­σπρης ται­νί­ας του σινε­μά, στο μυα­λό της.

Μα εγώ θέλω να χορέ­ψω, λαχτα­ράω να χαρώ.

Ούτε κατά­λα­βε πώς βρέ­θη­κε να χτυ­πά παλα­μά­κια, δίπλα στον νεα­ρό. Η χαρά, που ξεφύ­τρω­σε μέσα της, έγι­νε σίφου­νας, που γκρέ­μι­σε κάθε εμπό­διο. Λίγο πριν το τέλος του τρα­γου­διού, πρό­λα­βε και πήρε και εκεί­νη μια στρο­φή. Η γυναί­κα που τους είχε σερ­βί­ρει, της χτυ­πού­σε κι αυτή παλαμάκια.

Όταν έκα­νε να γυρί­σει στο τρα­πέ­ζι τους, είδε ότι ο Θανά­σης είχε φύγει. Ο ανεί­πω­τος φόβος, που ένιω­θε, από όταν τον γνώ­ρι­σε, την κατέ­κλει­σε. Τί έκα­να; έπρε­πε να τον είχα ρωτή­σει… Με όσο κου­ρά­γιο της είχε απο­μεί­νει, μάζε­ψε βια­στι­κά τα πράγ­μα­τά της και βγή­κε από το μαγα­ζί. Τον είδε, ο Θανά­σης είχε στα­μα­τή­σει λίγο πιο πέρα. Κλω­τσού­σε την άμμο και έβρι­ζε τους θεούς και τους δαί­μο­νες του. Επι­τά­χυ­νε το βήμα της να τον φτά­σει. Η Λου­κία ήξε­ρε τί θα επα­κο­λου­θού­σε… κι όμως συνέ­χι­σε. Δε μπο­ρού­σε να φύγει, τα πόδια της δεν γνώ­ρι­ζαν άλλο δρό­μο, παρά μόνο αυτόν, που είχε μάθει μαζί του. Ο Θανά­σης είχε εκνευ­ρι­στεί και εκεί­νη έπρε­πε να υπο­στεί τις συνέπειες…

Την έπια­σε από τα μαλ­λιά και την πέτα­ξε χάμω. Το βλέμ­μα του ήταν παγω­μέ­νο, αγριε­μέ­νο, όπως των σκύ­λων, ή των λύκων, όταν ετοι­μά­ζο­νται να επι­τε­θούν. Οι φωνές του ξεπερ­νού­σαν την αντά­ρα του αγέ­ρα. Τα κύμα­τα σώπα­σαν μπρος στην οργή του. Οι κλω­τσιές του, στα πλευ­ρά της, στα στή­θη της, στην κοι­λιά της. Όχι, όχι την κοι­λιά μου…

Την άφη­σε ξεψυ­χι­σμέ­νη στην άμμο. Πονού­σε παντού, έκλαι­γε, ένιω­σε να πεθαί­νει. Ας τέλειω­νε αυτό το μαρ­τύ­ριο… Για­τί στα­μά­τη­σες Θανά­ση; Για­τί δε με αποτέλειωσες;

Στην αρχή προ­σπέρ­να­γα τα σημά­δια, σε δικαιο­λο­γού­σα, νόμι­ζα πως σε αγα­πού­σα, έπει­τα σε φοβό­μουν. Φοβό­μουν κάθε στιγ­μή για την επό­με­νη φορά.

Τι φοβά­σαι; Για­τί κλαις; Για­τί στέ­κε­σαι γονα­τι­στός και μου ζητάς συγνώ­μη; Για­τί λες πως ήταν η τελευ­ταία φορά; Δε μπο­ρώ να βασι­στώ πια, στις ψεύ­τι­κες υπο­σχέ­σεις σου Θανάση.

Όχι, όχι, την κοι­λιά μου… ούτε τα στή­θια μου…

Μετά από ώρες, σηκώ­θη­κε. Έπρε­πε να σηκω­θεί, ήταν μού­σκε­μα, ή μπο­ρεί και να την κατά­πι­νε η θάλασ­σα, αν έμε­νε χάμω, να πνι­γό­ταν. Ήθε­λε τόσο να χορέψει…
*
«Δεν θα υπάρ­ξουν επό­με­νες φορές, τέρας. Δε σε φοβά­μαι πια, είμαι έτοι­μη να σε πολε­μή­σω και να σε νική­σω. Κοί­τα χορεύω…»

Η Λου­κία έφυ­γε πίσω, με το λεω­φο­ρείο της γραμ­μής, την ίδια μέρα.

Το ταξί­δι του Θανά­ση, στα Καμέ­να Βούρ­λα, ήτα­νε, για τρεις μέρες ‑και πολύ της ήτανε‑, έτσι της είχε πει.

Εκεί­νη, απο­φά­σι­σε να συνε­χί­σει το ταξί­δι της στη ζωή.

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο