Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Πότε οι Μώμοι θα γίνουν τόσοι που οι άνθρωποι δε θα χρειάζονται Θεούς;

ΜΩΜΟΣ

Τί Έλληνας!
Άμα τονε βλέπανε, τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανένας.
Θα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα, πως αναστήθηκε. Και τότες όλοι θα πιστέψουνε.
Δεν ξέρεις, καημένε, τη λαϊκή ψυχή.
Οι λαοί πιστεύουνε πιότερο τ’ αυτιά τους παρά τα μάτια τους. Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα. Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τους.
Μήπως εσένα, το Δία, την Αφροδίτη — κι όλους τους άλλους — σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνε;
Εμείς θα σας δείξουμε στους λαούς. Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

(…)

Ήρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπους… μετά θάνατον. Μα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή. Αυτουνούς, που κατέχουν όλα τ’ αγαθά κι όλη τη δύναμη. Τους σωσμένους. Μα εκεινούς, που έχουν ανάγκη να σωθούνε· εκεινούς, που τα στερούνται όλα, τους απαγορεύει να πιθυμούνε τ’ αγαθά των αλλωνών και ν’ αντιστέκονται στη δύναμή τους. Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε, αφού πεθάνουνε πρώτα. Εις αιώνα τον άπαντα. Διδάχνει, καθώς βλέπεις, την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας· δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδη. Οι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση. Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες.

Ο Μώμος (δηλαδή ο ποιητής που χρησιμοποίησε το «ιερό και όσιο» του λαού) πιστεύει ότι τόσο η θρησκευτική «πρόληψη» όσο και ο θεϊκός «μύθος» θα εκπέσουν οριστικά όταν ανατραπούν οι εξουσίες που τα δημιούργησαν:

(…) θα πέσετε μοναχοί σας, χωρίς να μεταχειριστούν ενάντιά σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκια. Αυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της Γης! Αμα ρίξουν αφτουνούς, θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τους.

(…)

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σ’ ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο. Είναι το γεφύρι, που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα.
Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά, που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε, συλλογίζεται:)

Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου, ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μου! Μου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου. Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνε. Ποιος ξέρει; Ίσως κάποιος να με άκουσε… Αν όχι, θα έρθει καιρός, που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι, που μονόλογοι σαν κι αυτόνε, θα ’ναι ολότελα περιττοί! Μα πρώτα θα ’χουμε περάσει το γεφύρι…
(Από «Το φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη)

Αυτή να ‘ναι η δική μας Ανάσταση!