Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν να ήταν χτες… «Ώρα ανάγκης» (Αγ. Βαλεντίνου συνέχεια)

Κάτι ληστές πιάσανε πατέρα, μητέρα και τις κόρες τους. Βιάσανε, τυράννησαν και σκότωσαν τις γυναίκες.
Ο πατέρας το έσκασε και πήγε στην αστυνομία.
Την ώρα που έσκυψε να υπογράψει την κατάθεσή του, ο αστυνόμος είδε να εξέχει μέσα από το σακάκι του η λαβή ενός πιστολιού.
«Τι είναι αυτό;».
«Πιστόλι».
«Και γιατί δεν το χρησιμοποίησες;».
«Το φυλάω για μια ώρα ανάγκης, κύριε αστυνόμε».

⚠️   Αν δε διαλύσουμε τα δύο κόμματα της συμφοράς, θα είναι μακρύς και άγριος ο δρόμος.
🕛   Τώρα είναι «η ώρα ανάγκης».

Τίτος ΒΑΝΔΗΣ Τρίτη 1 Φλεβάρη 2000

Ήθελα να γράψω για τον Άγιο Βαλεντίνο. Κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα, αρρωσταίνω με την αμερικανοποίηση των Ελλήνων.
Αν οι παραδόσεις σώζονται κάπου, θα ‘ναι σε μερικά καλυβόσπιτα στην κορυφή των βουνών.
Όλη η άλλη Ελλάδα γιορτάζει αμερικάνικα.
Ο Αϊ – Βασίλης έχει μείνει άνεργος, καταργήθηκε, βλέπεις, η Πρωτοχρονιά και δουλεύει τώρα τα Χριστούγεννα ως Santa Claus. Τα παιδάκια παίρνουν τα δώρα τους τα Χριστούγεννα. Η Πρωτοχρονιά έσβησε.
Πολλά σωματεία καλούν τα μέλη τους να κόψουν την πρωτοχρονιάτικη πίτα το Μάρτη.
Ο Αϊ – Βασίλης ντρέπεται τόσο πολύ, που άλλαξε τ’ όνομά του. Και τα κάλαντα αμερικάνικα. «Τζίνγκερ Μπελ», «Τζίνγκερ Μπελ», και δε συμμαζεύεται.
Όταν, λοιπόν, έρθει ο Φλεβάρης, που φέρνει τον Αγιο Βαλεντίνο, τότε γίνεται φανερό ότι οι πίθηκοι που προσπαθούν να εξαφανίσουν τον ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική παράδοση, βαδίζουν πάνω σε προγραμματισμένο σχέδιο.
Και για να μην υπάρξει αμφιβολία ότι αυτό είναι μία πραγματικότητα και όχι η φαντασία μου, να αναφέρω ότι πέρυσι μου ζήτησαν τηλεφωνικά, από την εκπομπή «Καλημέρα Ελλάδα», να έρθει στο σπίτι ένα συνεργείο, να κάνω μία δήλωση για τον Άγιο Βαλεντίνο.
Τους είπα ότι διαφωνώ μ’ αυτές τις ξένες συνήθειες, που μας ντροπιάζουν και μας μεταμορφώνουν σε μαϊμούδες και γι’ αυτό ν’ αποταθούν σε κάποιον άλλο.
Μου είπαν ότι «δεν πειράζει» και μάλιστα «καλό είναι να ακουστεί και μία διαφορετική άποψη!»
Ήρθαν.
Τους ρώτησα αν θα βάλουν ό,τι πω και με διαβεβαίωσαν ότι θα τα βάλουν όλα.
Άρχισα, λέγοντας ότι «αγάπη πρέπει να υπάρχει κάθε μέρα» και συνέχισα, εκφράζοντας την αγανάχτησή μου για τη γελοιότητα και την αναξιοπρέπεια αυτών που δέχονται να μεταβάλουν την Ελλάδα και τον εαυτό τους σε παρακεντέδες των Αμερικάνων μέσα στην ίδια μας τη χώρα!
Λοιπόν, φίλοι, κρατήσαν μόνο το «αγάπη πρέπει να υπάρχει κάθε μέρα» και φαινόταν σαν να ‘μαι κολλητός του Αγίου Βαλεντίνου.
Δε βάλαν ούτε λέξη από ό,τι άλλο είπα.
Ο Γιώργος Παπαδάκης, που παρουσιάζει το πρόγραμμα, δεν είχε καμία ανάμειξη, ούτε γνώση. Δεν είναι δουλιά του.
Το κόψιμο της δήλωσης είναι πολιτική του σταθμού.

(παρένθεση 14-Φεβ-2000) Πέρασε και φέτος η μέρα του ξενόφερτου, λεβαντίνου των αισθημάτων, του εμποράκου των ερωτευμένων και των συμβολισμών του τίποτα. καρδούλες i love youMέσω smart phone πλέον, με τυποποιημένα gifάκια και video-cartoon της κακιάς ώρας, πλησμονή -δήθεν «έρωτα», «αισθήματος» και «αιώνιας αφοσίωσης» μιας νεολαίας που παλεύει να επιβιώσει και να αρθρώσει λόγο και μιας κοινωνίας σε άνισο αγώνα με τη ζούγκλα της αγοράς.
Πάει πια εκείνο το «έσω πάθη» αυτό το αρχέγονο παιχνίδι των φύλων, με τη γοητεία των μετέωρων μισόλογων.
Τώρα μόνο προκατασκευασμένα και τυποποιημένα σύμβολα, (γκουγκλάριμα «Άγιος Βαλεντίνος» και να! 396.000 αποτελέσματα σε ~0,43 δευτερόλεπτα) .
Χτες όπως όλα τα τελευταία χρόνια (αλλά και κατά την καθημερινότητα), τα αισθήματα τυποποιούνται με κωδική αναφορά, στον ξενόφερτο «περιπαθή» επίσημα γνωστό ως ‘Άγιος Βαλεντίνος της Ρώμης, «ευρέως – [σώ…ω…ω..πα!] αναγνωρισμένο ρωμαιοκαθολικό άγιο του 3ου αιώνα» (sic!).

Δεκάδες “emoji” με παντοειδείς “καρδούλες” στατικές και animated  της google και των ΜΚΔ αιωρούνται στο πουθενά, ενώ στις πραγματικές και virual βιτρίνες, κωδικοποιημένες, ομοιόσχημες καρδιές πλαστικές, τσίγκινες και ασημένιες χωρίς καρδιά, λουλούδια ψεύτικα …κουτιά πολύχρωμα «χρυσόχαρτα» της δεκάρας, χωρίς περιεχόμενο. καρδούλεςΑλλά υπάρχουν και άλλες «καρδούλες … ταξικής διαφοροποίησης, διαμαντένιες και πλατινένιες χρυσές πέτρες fa-ca-d’oro «ο χρυσός σας φέρνει πιο κοντά» του 1982 σε νέα έκδοση, πάντα όμως πλουμίδια τεχνητά για πλαστικά αισθήματα.
Τα παλιά, τα «ρομαντικά» χρόνια κι αυτά δεν ήταν τόσο καλά και ρομαντικά για όλους. Αλλά, το μενεξεδί μελάνι, μια γαζία σ’ ένα βιβλίο για τους αγαπημένους, μερικά κρυφόλογα, μια ανάσα του πελάγους δεν είχαν ακόμη αντικατασταθεί από τα πλαστικοποιημένα ομοιότυπα.
Έμενε το πρωτογενές πάθος και το παιχνίδι του απροσπέλαστου που πρέπει να προσεγγίσεις με ευαισθησία, χωρίς τη λαιμαργία του «γρήγορου φαγητού».
Και τώρα τι; Μόνο ο ξενόφερτος, λεβαντίνος των αισθημάτων, ο εμποράκος των ερωτευμένων και των συμβολισμών του τίποτα, ενώ από χρόνια αναζητείται αγωνιωδώς ημεδαπός «υάκινθος των ερωτευμένων», για να εκτοπίσει τον νεόκοπο Βαλεντίνο, αλλά οι ντιρεκτίβες της ευρωλαγνείας ισχυρότερες λόγω διάταξης της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας και ρόλου της χώρας μας σ’ αυτήν.

Τίτος Βανδής

Πάνω σ’ αυτά, να που, πριν από μερικές μέρες, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος προτείνει τους Αγίους Πρίσκιλα και Ακύλα, που γιορτάζονται στις 13 του Φλεβάρη, σαν αντίπαλους στον καθολικό Βαλεντίνο. Νομίζω ότι δε βοηθά ούτε στην πίστη ούτε στη σοβαρότητα. Αφησέ τους να γιορτάζουνε τον Άγιο Βαλεντίνο και τον Άγιο Κλίντον. Εμείς έχουμε τις δικές μας γιορτές. Εχουμε το Πάσχα, που, αν το κρατήσουμε ελληνικό, καλύπτουμε τις γιορτές όλου του κόσμου. Μία βδομάδα συγκέντρωσης. Μία βδομάδα να σου θυμίζει τι είναι ζωή, τι είναι αγάπη, τι είναι ειρήνη. Ας διατηρούμε αυτές τις όμορφες σκέψεις όλο το χρόνο. Και ας μην κάνουμε και το άλλο, που προτείνει ο αρχιεπίσκοπός μας. Ας μη γιορτάσουμε τα 2000 χρόνια από τη γέννηση του Χριστού. Γενέθλια, δηλαδή.

Αυτή τη βδομάδα, με χτύπησε ο ιός και έρχονται στιγμές που δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Είναι, λοιπόν, φυσικό να σκέφτομαι το δυστυχισμένο παιδί, που θα ‘χει να σβήσει 2000 κεριά. Κι έπειτα πες πως βρίσκουμε κάποιον, που από τις δηλώσεις και τις εκρήξεις του, διαθέτει αυτόν τον αέρα και σβήνει τα κεριά, τι θα του τραγουδήσουμε του Χριστού; «Happy Birthday to you;».
Αφησέ τα, που σου λέω, μακαριότατε. Προβλέπω φιάσκο…

Βέβαια, κανείς δε ζήτησε τη γνώμη μου, αλλά εγώ τη λέω. Και δεν είναι για πέταμα η γνώμη μου.

Πολλά χρόνια κοιτάζω γύρω μου και δε με κοροϊδεύουν εύκολα.
Δεν μπορεί, δηλαδή, να μου δείχνουν το Μετρό, χρόνια μετά την προγραμματισμένη ημερομηνία, πληρωμένο τρεις φορές πάνω από το ποσό που εγκρίθηκε και μισοτελειωμένο.
Πολλών τα μάγουλα έχουν γεμίσει λίπος από το φαγοπότι. Είναι αυτών, που μου ζητάν τώρα να τους χειροκροτήσω και να τους ψηφίσω.
Και δε νομίζω πως θα ξεγελάσουν πολύ κόσμο αυτή τη φορά. θα ήμουνα πολύ ανόητος, αν πίστευα ότι είμαι ο μόνος έξυπνος. Ο μόνος που σκέφτεται. Ζω και βλέπω την αδικία γύρω μου. Των συνταξιούχων, των αγροτών, των ανέργων, των ανήμπορων, των παιδιών στα σχολεία. Δε θα με ξεγελάσει ένα τρενάκι.
Το ΠΑΣΟΚ, με την υποστήριξη της ΝΔ, κήρυξε τον πόλεμο στον ελληνικό λαό.
Κατάργησε τους νόμους και το Σύνταγμα. Οι πράξεις του υπουργού Δικαιοσύνης, η υποστήριξη από τον κ. Σημίτη και οι σαλιαροειδείς δικαιολογίες του κυβερνητικού εκπροσώπου δείχνουν ότι δεν τηρούν ούτε τα προσχήματα.

Ο κομμουνισμός είναι ο εχθρός τους. Το κάστρο πρέπει να πέσει. Μετά, δε θα υπάρχει καμία αντίσταση.

Και μια που ήρθε η ώρα να τελειώσουμε, ας τελειώσουμε με μία ιστορία. Μας αρέσουν οι ιστορίες εμάς τους παλιούς.

Κάτι ληστές πιάσανε πατέρα, μητέρα και τις κόρες τους. Βιάσανε, τυράννησαν και σκότωσαν τις γυναίκες. Ο πατέρας το έσκασε και πήγε στην αστυνομία. Την ώρα που έσκυψε να υπογράψει την κατάθεσή του, ο αστυνόμος είδε να εξέχει μέσα από το σακάκι του η λαβή ενός πιστολιού. «Τι είναι αυτό;». «Πιστόλι». «Και γιατί δεν το χρησιμοποίησες;». «Το φυλάω για μια ώρα ανάγκης, κύριε αστυνόμε».
Αν δε διαλύσουμε τα δύο κόμματα της συμφοράς, θα είναι μακρύς και άγριος ο δρόμος.

Τώρα είναι «η ώρα ανάγκης»!


Το παραπάνω σημείωμα του Τίτου Βανδή δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη πριν 20 χρόνια (Φλεβάρης 2000)

Titos Vandis

Εποίησε ήθος στη ζωή και την τέχνη

Στις 23 Φλεβάρη 2003 ο Τίτος Βανδής, ο ΕΑΜίτης, ο κομμουνιστής, ο σπουδαίος ηθοποιός, που υπερέβη τα σύνορα του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου και έγινε διεθνής, ονομαστός στο Μπροντγουέι και στο Χόλιγουντ, πέρασε στην ιστορία των αγώνων του λαού μας και του σύγχρονου πολιτισμού μας σε μια μακρόχρονη πορεία στο θέατρο, στον κινηματογράφο, αλλά και στο δρόμο του αγώνα. Η λεβεντιά του, το χιούμορ, το χαμόγελό του, η αισιοδοξία του, η περηφάνια, η αγωνιστικότητά του, είναι χαραγμένα δίπλα από την εικόνα και το όνομά του.

Στη ζωή του Τίτου Βανδή, η καλλιτεχνική δημιουργία και η πάλη για ένα καλύτερο αύριο βάδισαν χέρι χέρι. Ηταν κομμουνιστής από τα νεανικά του χρόνια και κομμουνιστής έμεινε μέχρι την τελευταία πνοή του. Στην ΕΑΜική Αντίσταση, στα χρόνια που το ΚΚΕ ήταν παράνομο, στη νομιμότητα. Ως απλός μαχητής και ως υποψήφιος βουλευτής του Κόμματος. Αν και βαριά άρρωστος, συνέχιζε να αρθρογραφεί στο «Ριζοσπάστη» μέχρι τέλους. Δραστήριο μέλος της εργατικής «Κοινωνικής Αλληλεγγύης» από τα 1934, συνδέθηκε με το ΚΚΕ και έπειτα με το ΕΑΜ Θεάτρου. Μετά την υποχώρηση συμμετείχε στους ΕΑΜίτικους θιάσους, που έδιναν παραστάσεις στην επαρχία.

Τίτος Βανδής

Ο Τίτος Βανδής, πέρα από όλα τ’ άλλα, μας άφησε παρακαταθήκη και ένα βιβλίο, «Κουβέντα με τους φίλους μου» (εκδόσεις «προσκήνιο» – Αγγελου Σιδεράτου), στο οποίο, χωρίς πρόθεση να θεωρητικολογήσει, να αναλύσει ή να υποδείξει, αυτοβιογραφείται… Και χωρίς πάλι να είναι μια τυπική βιογραφία, αποτελεί μια πραγματικά δυνατή αναγνωστική ιστορία, μυθιστορηματικής αξίας δημιούργημα, με μια εκπληκτική ισορροπία συναισθημάτων, που περνά λες με μαεστρία από τη συγκίνηση στο χιούμορ. Ο τρόπος που αποτύπωσε ο Τίτος Βανδής την ιστορία του μοιάζει με τα μεγάλα έργα, που ακροβατούν ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό, μοιάζει με τη ζωή την ίδια, γι’ αυτό είναι αληθινό.

Ο άνθρωπος που θυμόταν πάντα ο Τίτος Βανδής και τον μνημονεύει στο βιβλίο του ήταν ο κυρ Κώστας ο τσαγκάρης, ο οποίος «με δυο κουβέντες, με πολύ απλά πράγματα… ίσως αυτός ο άνθρωπος με έμαθε να είμαι απλός. Ηταν σαν αυτό που βλέπαμε στα παραμύθια, που ανοίγει μια πόρτα και το παιδί βλέπει πράγματα μαγικά. Με το πρώτο. Εκείνη η εικόνα των ανθρώπων αυτών των μουντζουρωμένων, αξύριστων, των λασπωμένων… Ηταν αυτός που μου έδωσε την αφορμή να διαβάσω βιβλία. Πιστεύω ότι κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής. Δεν μπορεί να είναι δίκαιο, δεν μπορεί να είναι ζωή το να οικονομάνε οι λίγοι και οι πολλοί να πεινάνε. Αρχίζεις και σκέφτεσαι, πώς έγινε η κοινωνία. Από τη στιγμή που υπάρχει ο άνθρωπος, μερικοί έχουν βρει τον τρόπο να κυριαρχούν, να είναι πιο δυνατοί. Αυτοί έκαναν τους νόμους, αυτοί εφεύραν την αστυνομία και το στρατό, για το έθνος λέει, αλλά δεν το έχουν για το έθνος, όλα για την τσέπη τους».

Σ’ όλη του τη ζωή ο Τίτος έδινε μεγάλη σημασία στην κινητοποίηση του συνόλου. «Το μεροκάματο» – έλεγε – «είναι ιερό. Το δίκιο του εργάτη είναι ιερό. Κι αν ένας εργάτης δεν έχει ανάγκη, έχει πιει με το αφεντικό και έχει διασκεδάσει μαζί του, το μεροκάματο πρέπει να το πάρει. Αν δεν τσακωθεί για το μεροκάματο, προδίδει όλη του την τάξη. Είναι κάτι που πρέπει να το κυνηγάς συνέχεια για να αποκτήσεις συνείδηση».

Μια συνείδηση, που ο ίδιος την απέκτησε μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο, μέσα από τη δουλιά του, αλλά και τους αγώνες του σε κάθε κρίσιμη στιγμή και της ιστορίας, αλλά και της προσωπικής του ζωής. Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του «Κουβέντα με τους φίλους μου», είναι και η εξής: «Παρ’ όλο το ξεσήκωμα του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και στη δεκαετία του 1970, πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ’ όλα, τιμούν το δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση “Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κράτησαν τόσα χρόνια;”, απάντησε: “Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι”. Εννοούσε “Άλλο να σκοτώνεις ανθρώπους κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι’ αυτά”. Στην κατηγορία της μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται».

Τίτος Βανδής Εποίησε ήθος στη ζωή και την τέχνη

Οι πολιτικές πεποιθήσεις του Τ. Βανδή έχουν πολύ βαθιές ρίζες. Τα γεγονότα και οι θύμησες της μακριάς πορείας του στη ζωή και τον αγώνα του λαού μας ανθίζουν μέσα από τις διηγήσεις του ίδιου και τα συναισθήματά του. «Δεν το βάζω κάτω» – έλεγε. «Δε λέω στον εαυτό μου, κοίτα, δεν ακούς, δεν περπατάς, μένεις στην άκρη. Εξακολουθώ να κάνω το μέγιστο, το οποίο μπορεί να είναι ελάχιστο μπροστά σ’ αυτό που κάνουν οι νέοι, αλλά ως την τελευταία στιγμή θέλω να κάνω ό,τι μπορώ. Ξέρω ότι αιώνες υπέφερε ο κόσμος και ξέρω ότι αιώνες μπορεί να υποφέρει ακόμη, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να πούμε δε βαριέσαι. Μπορεί να είναι ασήμαντο, αν και τίποτε δεν είναι ασήμαντο. Αν ο καθένας έκανε από λίγο, θα γινόταν πολύ».

Μέσα από τις συζητήσεις μαζί του κατάφερνε να τονίζει την αισιοδοξία του και την πίστη του στη δύναμη του ανθρώπου όταν αυτή ενισχύεται από το όνειρο για έναν δικαιότερο κόσμο: «Πάντα θα υπάρχουν πολλοί που θα μείνουν με τα μάτια ανοιχτά και με το όνειρο να φτιάξουν έναν καινούριο και δίκαιο κόσμο. Κι αυτοί θα τον αλλάξουν σίγουρα τον κόσμο. Είναι μακρύς ο δρόμος, όμως υπάρχει όαση στο τέλος. Γιατί αυτός ο λαός που έχει τόσους μεγάλους και μικρούς λόγους να ενωθεί και να αντισταθεί στην εκμετάλλευση και την κοροϊδία, δεν το έχει κάνει ακόμα, είναι απορίας άξιο. Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουν. Ολοι μαζί. Ολοι όσοι προσφέρονται και μπορούν να βοηθήσουν. Μόνο στις αμερικάνικες ταινίες δίνει τη λύση ο “Ένας”».

Στη σημερινή σήψη και ηττοπάθεια, που δεν έχει αφήσει ανεπηρέαστο και το χώρο της τέχνης, η αγωνιστική στάση του Τίτου Βανδή είναι παράδειγμα που ελπίζουμε ότι θα βρει κι άλλους μιμητές.

Με πληροφορίες από ένα αφιέρωμα της Σοφίας Αδαμίδου