Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Σαν σήμερα 22 Νοεμβρίου αυτοκτόνησε ο Τζακ Λόντον

Σαν σήμερα 21 Νοεμβρίου αυτοκτονεί ο σοσιαλιστής Αμερικανός συγγραφέας Τζακ Λόντον. Στην αρχή της ζωής του, έκανε διάφορα επαγγέλματα για να βγάλει το ψωμί του: εφημεριδοπώλης, λιμενεργάτης, ναυτικός, αλλά και πολεμικός ανταποκριτής στη διάρκεια του πολέμου των Μπόερς στη Νότια Αφρική και του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου στα 1904.

Συνδυάζοντας τις εμπειρίες του με τη μελέτη του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, ο Λόντον στράφηκε προς το σοσιαλισμό, ενώ η απίστευτη ενέργειά του διοχετεύθηκε στη γραφή. Από το 1896 γίνεται μέλος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος και προσπαθεί με το συγγραφικό του ταλέντο και τη γεμάτη πάθος συμμετοχή του στην πολιτική να βοηθήσει το αμερικανικό προλεταριάτο.

Γράφει πολλά διηγήματα, μυθιστορήματα και πολιτικά δοκίμια. Ολα του τα έργα έχουν μεγάλη απήχηση και τεράστια εμπορική επιτυχία. Μόνο στην Αγγλία έχουν πουληθεί 7 εκατομμύρια αντίτυπα της «Σιδερένιας Φτέρνας».

Ο Τζακ Λόντον, ναυτικός, εργάτης, αλήτης, λαθρέμπορος, παραρηγμένος από τη ζωή στις θάλασσες και στις μεγάλες στράτες του κόσμου, τόχε καμάρι του πως στάθηκε σαν «άντρας» και σαν τέτοιος απαιτούσε πρώτα απ’ όλα σεβασμό στην αλήθεια.

Δέκα χρονώ παιδί πούλαγα εφημερίδες στους δρόμους. Κάθε σέντσι που κέρδιζα πήγαινε στην τσέπη των γονιών μου, σύχναζα στο σχολείο, ντρεπόμενος για τα ρούχα που φορούσα. Από την εποχή εκείνη δεν ένιωσα πια παιδικά χρόνια. Σηκωνόμουν στις τρεις το πρωί για να πάρω εφημερίδες. Σαν τελείωνα αυτή τη δουλειά πήγαινα κατευθείαν στο σχολείο. Μετά το σχολείο οι βραδινές εφημερίδες. Τα Σαββατόβραδα βοήθαγα έναν πουλητή πάγου. Τις κυριακές μάζευα τις μπίλιες των Ολλανδέζων που παίζανε σε μια δενδροστοιχία.  Θε μου! Έδινα κάθε σέντσι που κέρδιζα και ήμουνα ντυμένος σαν σκιάχτρο».

Το ίδιο και τα εφηβικά χρόνια τα πέρασε στη στέρηση και στη μιζέρια.  Και ξαφνικά βρέθηκε στη θάλασσα όπου βρήκε την ελευθερία που επιθυμούσε.

Δεκαπέντε χρονών ο Λόντον δουλεύει σε ένα εργοστάσιο, «στάθηκε πραγματικά ο τύπος του εκμεταλλευόμενου παιδιού, το αίσχος αυτού του σύγχρονου καπιταλισμού.

Καθόλου αέρας για το στήθος του το συνηθισμένου στη μπάτη της θάλασσας, μηχανές χωρίς προφυλαχτήρες όπου αγόρια και κορίτσια πληγωνόντανε καθημερινά, δουλειά δεκαοχτώ και είκοσι ωρών τη μέρα για ένα άθλιο μιστό».

Πεθαμένοι από την κούραση δεν είχαμε τον καιρό ούτε τα μάτια να σηκώσουμε ούτε να αναστενάξουμε. Αρκούσε έα δευτερόλεπτο απροσεξίας και το δάχτυλό σου πέταγε… Είχα τύχη…».

Η θάλασσα τον τραβάει πάλι και μπαρκάρει με μια ομάδα τυχοδιώκτες.

Νέος ακόμη πήρε μαζί του μα νέα κόρη «μέτρισσα της ηλικίας του» και ταξιδεύει έτσι λεύτερα και ξέγνοιαστος, στην τύχη. Συνηθίζει να πίνει πολύ και χρειάστηκε αργότερα να καταναλώσει όλη του την ενεργητικότητά του για να δαμάσει αυτό του το πάθος «που απειλούσε να τον κάνει να βουλιάξει πιο επικίνδυνα απ΄ όσο κανένα του ναυάγιο».

Λίγο λίγο ο Ζακ ανακαλύπτει ποια θα πρέπει  αληθινά να είναι το νόημα της ζωής του, μα η ζωή του δεν του επέτρεπε ακόμη να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Διαβάζει πεισμωμένα, σπουδάζει ταξιδεύοντας, διασχίζοντας τις μεγάλες στράτες μ’ ένα «στρατό ανέργων» από τους «βιομηχανικούς εκείνους στρατούς» όπως τους λένε, που κάνουν οργανωμένες «πορείες» ανάμεσα από τις πόλεις της Αγγλίας ή της Αμερικής. Ζει επικίνδυνη ζωή του ανθρακωρύχου. Ύστερα γυρίζοντας πάλι στην οικογένειά του γίνεται φοιτητής, μπαίνει στο Πανεπιστήμιο  (δουλεύοντας σε ένα καθαριστήριο). Αρχίζει να γράφει και φεύγει ξαφνικά, συμμετέχοντας στην «εξόρμηση για το χρυσάφι» της εποχής. Η αφήγηση της ζωής αυτής του χρυσοθήρα είναι εξαιρετικά συγκινητική. Από τότες περνά τη ζωή πλάνητα, κατόπι έρχεται ο πρώτος γάμος και η φιλολογική δόξα, ο δεύτερος γάμος, νέα ταξίδια στην Ιαπωνία, στο Μεξικό, τη Χαβαή και τέλος ο θάνατος το 1916 που θέτει τέλος στη μεστή ζωή.

***

Μα και τα γράμματα του μας το αποδείχνουν ότι ο Τζακ Λόντον δεν ήταν μόνο ο ξέγνοιαστος θαλασσινός. Η ποίηση, η μουσική τον συγκινούσε «μέχρι δακρύων» και ως το τέλος της ζωής του ασχολούνταν με τα μεγάλα φιλοσοφικά προβλήματα. Ο Τακ Λόντον υπήρξε ένας επαναστάτης κι αυτό διαπιστώνεται όχι όνο από τα έργα του, όπου το πνεύμα της ανταρσίας κατά των κοινωνικών θεσμών και γραμμών εκδηλώνεται παντού, αλλά και , από τις πράξεις του.

Στα 1905, στη Νέα Υόρκη όταν είχε γίνει πια ένδοξος κι είχε κάθε λόγο να κολακεύει το κοινό που τον διάβαζε παρ’ όλο το μαστίγωμα που δεχόταν από την αδυσώπητη πένα του συγγραφέα   σε μια συγκέντρωση προς τιμήν από τον σοσιαλιστικό κύκλο συγγραφέων, πήρε το λόγο και διάβασε μια μελέτη του για την Επανάσταση, αποδεικνύοντας πως μόνο με αυτήν η κοινωνία θα άλλαζε ρυθμό και θα γινόταν δικαιότερη.

Επίσης αρκετά εύγλωττα είναι το γράμμα που έστειλε περί τα τέλη της ζωής του στο σοσιαλιστικό κόμμα της Αμερικής δηλώνοντας την παραίτησή του και τονίζοντας καθαρά πως η «εργατική τάξη δε θα κατόρθωνε να χειραφετηθεί παρά μη συνθηκολογώντας ποτέ με τον εχθρό» και ακόμη πως δεν μπορούσε να αποτελεί μέλος ενός κόμματος «που του λείπει το πολεμικό σθένος και δεν υποστηρίζει ξέθαρρα και ειλικρινά την πάλη των τάξεων». Υπέγραφε αυτή την επιστολή «Μόνο με την επανάσταση».

(Από αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Επιθεώρηση» (1928) το οποίο αξιοποιεί υλικό από το βιβλίο της δεύτερης συζύγου του Τζακ Λόντον)

Ο TZAΚ ΛΟΝΤΟΝ ΚΑΙ Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΦΤΕΡΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ