Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Στ. Κουγιουμτζής, δημιούργησε τραγούδια σπάνιας ομορφιάς

Με το μοναδικό μουσικό ήθος του ο Στ. Κουγιουμτζής δημιούργησε τραγούδια σπάνιας ομορφιάς, με ιδιαίτερη απήχηση στον κόσμο. Τραγούδια που τον καθιέρωσαν σαν ξεχωριστό, βαρύνουσας σημασίας δημιουργό στη νεότερη ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Στη μακρά, γόνιμη πορεία του έγραψε περισσότερα από 200 τραγούδια, που τα περισσότερα έγιναν μεγάλες επιτυχίες, αγκαλιάζοντας πλατιά κοινωνικά στρώματα. Ανάμεσά τους κομμάτια όπως τα «Κάπου νυχτώνει», «Ενας κόμπος η χαρά μου», «Οταν ανθίζουν πασχαλιές», «Τώρα που θα φύγεις», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», «Το σακάκι μου κι αν στάζει», «Ηταν πέντε, ήταν έξι», «Χρόνια σαν βροχή», «Σου στέλνω χαιρετίσματα», «Με έκοψαν με χώρισαν στα δυο», κ.ά.

Μικρασιάτης στην καταγωγή, ο Στ. Κουγιουμτζής γεννήθηκε το 1932 και μεγάλωσε σε μια φτωχογειτονιά στο Επταπύργιο στη Θεσσαλονίκη. Ανδρώθηκε μέσα στην προσφυγιά, στη φτώχεια, στον αγώνα για επιβίωση. Τα πρώτα τραγούδια που τον συγκινούν είναι όσα άκουγε από τους πρόσφυγες. Τα σμυρναίικα, τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη και άλλων λαϊκών δημιουργών ρίχνουν τους πρώτους σπόρους στην ψυχή του. Στα 15 του γοητεύεται από το πιάνο και γράφεται στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Παράλληλα με τις μουσικές σπουδές του ακούει και μαγεύεται από τα λαϊκά τραγούδια, ενώ από το 1952 για βιοποριστικούς λόγους εργάζεται ως πιανίστας σε νυχτερινά κέντρα της Θεσσαλονίκης. Το 1960 γράφει το πρώτο του τραγούδι, το «Περιστεράκι», με το οποίο συμμετείχε ένα χρόνο αργότερα στο Φεστιβάλ του ΕΙΡ, με ερμηνεύτρια τη Ζωή Κουρούκλη. Ακολούθησε μια σειρά από τραγούδια που έγιναν επιτυχίες, όπως «Αν δεις στον ύπνο σου ερημιά», «Μη μου θυμώνεις μάτια μου», καθώς και μια σειρά από συνεργασίες με μεγάλα ονόματα της μουσικής σκηνής: Γιάννης Βογιατζής, Γιάννης Πουλόπουλος, Γιώργος Ζωγράφος, Καίτη Χωματά.

Το 1966 μπήκε δυναμικά και στο χώρο του θεάτρου, γράφοντας τη μουσική για το έργο του Γιώργου Θεμελή «Το ταξίδι», το οποίο ανέβηκε από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, σε σκηνοθεσία Ευγένιου Σπαθάρη.

Το 1967, μετακόμισε στην Αθήνα, ο Στ. Κουγιουμτζής ξεκινά τη συνεργασία του με τον Γιώργο Νταλάρα, ο οποίος ερμηνεύει το πασίγνωστο «Να ‘τανε το ’21» (στίχοι Σώτιας Τσώτου). Είναι η αρχή μιας σειράς μεγάλων επιτυχιών, οι περισσότερες με τον Γ. Νταλάρα και την Χαρούλα Αλεξίου. Τραγούδια του ερμηνεύουν επίσης οι Αν. Βίσση, Β. Μοσχολιού, Αντ. Καλογιάννης, Γ. Πάριος, Δ. Μητροπάνος, Γ. Καλατζής, Ελ. Αρβανιτάκη, καθώς και η σύντροφος της ζωής του Αιμιλία Κουγιουμτζή. Υπήρξε από τους πρώτους συνθέτες που μελοποίησαν ελληνική ποίηση: Ελύτη, Σεφέρη, Παπαδιαμάντη, Βάρναλη, Σαχτούρη, Χριστιανόπουλου, Ριτσιώνη…

Παρότι υπήρξε και εξαιρετικός στιχουργός συνεργάζεται με σπουδαίους στιχουργούς όπως οι Μ. Ελευθερίου, Λ. Παπαδόπουλος, Α. Δασκαλόπουλος, Μ. Μπουρμπούλης, Κ. Βίρβος, κ.ά.

«Θα ’ταν 12 του Μάρτη (…) τότε που ’φευγες». Έμελλε τη μέρα που αναφέρει το πολυτραγουδισμένο τραγούδι του, να «φύγει», στα 73 του, ξαφνικά, έπειτα από καρδιακό επεισόδιο.