Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Συζητώντας με τους μαθητές μας για το “Γραφείο των καθηγητών”… Φωτο_video

Μπορεί μια ταινία για το σημερινό σχολικό σύστημα να εγείρει τον προβληματισμό των μαθητών για το ζήτημα της σχολικής βίας;

Να πυροδοτήσει ερωτήματα για τη φύση του ανθρώπου και τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν τις αξίες και τη συμπεριφορά του;

Να ανοίξει τη συζήτηση για τον ρόλο του εκπαιδευτικού, για την παιδαγωγική προσέγγιση που μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα του σχολείου και όχι να δημιουργήσει νέα;

Μπορεί μια ταινία να παίξει αυτόν τον ρόλο χωρίς να ελλοχεύει ο κίνδυνος της «κόπωσης» των μαθητών, σε μια περίοδο που κυριαρχεί ο σύντομος λόγος του TikTok, η κυριαρχία των γρήγορων εικόνων και των σκηνών δράσης;

Η γερμανική ταινία «Στο γραφείο των καθηγητών» (σσ. The Teachers’ Lounge \ Das Lehrerzimmer_ Μια αφοσιωμένη, ιδεαλίστρια δασκάλα ξεκινά την πρώτη της δουλειά σε ένα σχολείο _Οταν ένας από τους μαθητές της είναι ύποπτος για μια σειρά από κλοπές, αποφασίζει να διαλευκάνει μόνη της το θέμα _Γιατί το σχολείο είναι ένα εξαιρετικό μοντέλο για να απεικονίσει την κοινωνία στο σύνολό της και ο θεατής «δοκιμάζει» τις άμυνες και τα στερεότυπά του… δείτε στο τέλος σχετικά) εύκολα και με ενδιαφέρον παρακολουθείται από έφηβους μαθητές κάθε ηλικίας. Το θέμα της και ο διαλεκτικός τρόπος με τον οποίο δένεται η αλυσίδα των γεγονότων διευκολύνουν τη διερεύνηση τέτοιων θεμάτων, στα πλαίσια του μαθήματος της Φιλοσοφίας της Β’ Λυκείου.

Η δραματική εξέλιξη των γεγονότων της ταινίας – τα οποία εκτυλίσσονται στο οικείο για τους μαθητές σχολικό περιβάλλον – ξύνουν τα πράγματα κάτω από την επιφάνεια, προκαλούν στην τάξη έναν δημιουργικό διάλογο για τα αόρατα και ορατά νήματα που πλέκουν την ηθική και προβληματική της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Το κύμα της μηδενικής ανοχής
δεν αφήνει τίποτα όρθιο μέσα στο σχολείο

Διάφορα περιστατικά μικροκλοπών σε ένα γερμανικό σχολείο γίνονται το βότσαλο στη λίμνη για να αποκαλυφτούν στερεότυπα και προκαταλήψεις, αλλά και η σκληρή εικόνα μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που τα αναπαράγει.

Μολονότι όλα φαινομενικά κινούνται γύρω από τις κλοπές, εντούτοις ποτέ δεν αποκαλύπτεται ποιος είναι ο δράστης. Οι μαθητές που βλέπουν την ταινία αναρωτιούνται για αυτόν/ην, και το «κενό» αυτό της ταινίας διευκολύνει τον εκπαιδευτικό να αναδείξει την ουσιώδη αιτία των πραγμάτων.

Ότι τα όρια και οι κανόνες όπου αντικειμενικά υπάρχουν σε έναν σχολικό οργανισμό δεν αναιρούν το γεγονός ότι μόνη της η επιστημονική γνώση των εκπαιδευτικών πάει μέχρι τα μισά του δρόμου, αν δεν συμπληρώνεται από τη βαθιά αγάπη προς τους μαθητές, δηλαδή από τη συνείδηση ότι μέσα από τον κάθε μαθητή καθρεφτίζεται η κοινωνία με τις ελλείψεις της, τις ανισότητες και τις παθογένειές της.

Με αγάπη προς τους μαθητές αντιμετωπίζει και η ταινία το ζήτημα της «πολιτικής της μηδενικής ανοχής» που η διευθύντρια δεν σταματά να διακηρύττει σε όλη την ταινία.

Μπορεί αυτή η πολιτική να είναι η λύση για τα περιστατικά μικροκλοπών ή τελικά θα ρίξει και άλλο «λάδι στη φωτιά»;

Ποιους δρόμους ανοίγει στο σχολείο του 21ου αιώνα και στην ψυχοσύνθεση ενός μικρού μαθητή η πρακτική των ανώνυμων καρφωμάτων των μαθητών – με τα οποία ξεκινά η ταινία – και η «αστυνομική αντιμετώπιση» των μικροπαραβιάσεων;

Μέσα σε ελάχιστο χρόνο οδηγούμαστε από τις χαρούμενες και δημιουργικές στιγμές των μαθητών στον στιγματισμό τους, στο όνομα «των αποχρωσών ενδείξεων» αναπαράγονται στερεότυπα, μόνιμες «ταμπέλες» κολλάνε στα παιδιά.

Το ίδιο το γερμανικό σύστημα διαχωρίζει τα παιδιά σε εκπαιδευτικές βαθμίδες από την ηλικία των δέκα ετών. Προβληματίζει ιδιαίτερα τους μαθητές η αντιμετώπιση των καθηγητών του σχολείου προς τον μαθητή τουρκικής καταγωγής – παιδί εργατών – που αρχικά θεώρησαν ύποπτο μιας κλοπής. Οι καθηγητές ρωτούν με επιμονή την πρωταγωνίστρια αν πιστεύει τις μαρτυρίες των γονιών του, που τον απάλλαξαν από τις κατηγορίες. Προτείνουν μάλιστα να αλλάξει ο μαθητής σχολικό περιβάλλον, να αλλάξει βαθμίδα, επειδή έχει δυσκολίες στα μαθήματα και οι γονείς του, ο ταξιτζής πατέρας του, δύσκολα «μπορούν να τον βοηθήσουν στο διάβασμα» όπως με έμφαση δηλώνει ο καθηγητής του.

Ούτε καν η πρωταγωνίστρια της ταινίας, που με τόση αγάπη και ευαισθησία σκύβει πάνω στους μαθητές, μπορεί να ξεφύγει από αυτό το διαχωριστικό εκπαιδευτικό πλαίσιο και από το κύμα της μηδενικής ανοχής που δεν αφήνει τίποτα όρθιο μέσα στο σχολείο.

Θα αρχίσει να κινηματογραφεί το γραφείο των καθηγητών, μια πράξη που θα γίνει η θρυαλλίδα για τη δραματική εξέλιξη της ταινίας με μίνι ανακρίσεις, με το κλίμα καχυποψίας μαθητών και καθηγητών να οδηγεί στην εκτροπή, στην τυφλή αντιπαράθεση, στη βία ενός μαθητή με μεγάλη ευφυΐα και άριστες μαθησιακές επιδόσεις.

Ολα θυσιάζονται μπροστά στην πολιτική της μηδενικής ανοχής. Η εμπιστοσύνη των μαθητών στο σχολείο, η αγάπη τους για την πρωταγωνίστρια – καθηγήτρια, η ομαδικότητά τους, όλα αυτά έχουν διαρραγεί, έχουν διασκορπιστεί μπροστά σε ένα κλίμα γενικής καχυποψίας.

Μια ωραία ιστορία
μπορεί να γίνει το καλύτερο μάθημα…

Άραγε η αντιμετώπιση της σχολικής βίας είναι ζήτημα μεγαλύτερων ποινών, όπως διακηρύσσει πρόσφατα η κυβερνητική πολιτική, με τη δημιουργική ασάφεια για την έννοια της σχολικής παραβατικότητας, μια πολιτική που φτάνει στο σημείο να ποινικοποιεί όχι μόνο τις σχολικές κινητοποιήσεις, αλλά και να διώκει τους γονείς των μαθητών που συμμετέχουν σε αυτές;

Μήπως σταμάτησε την αλματώδη αύξηση της σχολικής παραβατικότητας έως και φονικής βίας στα σχολεία των ΗΠΑ η πολύ αυστηρή κατασταλτική εκπαιδευτική της πολιτική, ακόμα και με την παρέμβαση της αστυνομίας σε δημοτικά σχολεία.

Ραγίζει τις καρδιές των μαθητών η τελευταία σκηνή όπου η πρωταγωνίστρια με απέραντη υπομονή και κατανόηση στέκεται για ώρες στον πληγωμένο μαθητή, που δεν δέχεται την ποινή που του επιβλήθηκε και δεν εγκαταλείπει το σχολείο;

Ούτε όμως αυτή θα μπορέσει να αλλάξει τη γνώμη του και έτσι η αστυνομία εφαρμόζει την ποινή της δεκαήμερης αποβολής παίρνοντας κυριολεκτικά σηκωτό τον μαθητή, που παραμένει καθισμένος στην καρέκλα του σαν ήρωας τραγικής σκηνής…

Οι μαθητές στο τέλος της ταινίας αναρωτιούνται για το αν έπρεπε να καταλήξουν έτσι τα πράγματα, αμφιβάλλουν αν θα μπορέσει εύκολα ο μαθητής να ξαναμπεί στη ζωή της τάξης.

Θέτουν οι ίδιοι φιλοσοφικά ζητήματα γύρω από τα θέματα του δικαίου, του υπόβαθρου της βίας, των ορίων της αποτελεσματικότητας των ποινών στο σχολείο, αλλά και των λεπτών κόκκινων γραμμών μέσα στον ζώντα σχολικό οργανισμό, που όταν σπάσουν μπορεί να πυροδοτήσουν την επιθετικότητα και την παραβατικότητα;

«Στο γραφείο των καθηγητών» λοιπόν…

Μαζί με τους μαθητές μας, γιατί
εμείς οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε ότι
μια ωραία ιστορία μπορεί
να γίνει το καλύτερο μάθημα…

 

Νίκος ΔΑΡΔΑΛΗΣ
Μέλος του ΔΣ του ΚΕΜΕΤΕ της ΟΛΜΕ
Αναδημοσίευση από το Ριζοσπάστη
Στο σημερινό 4σέλιδο «Νεολαία» μπορούμε να βρούμε:
Στο Γραφείο Καθηγητών /The Teachers’ Lounge /Ιλκέρ Τσατάκ /2023 /98 λεπτά

Μια αφοσιωμένη, ιδεαλίστρια δασκάλα ξεκινά την πρώτη της δουλειά σε ένα σχολείο. Όταν ένας από τους μαθητές της είναι ύποπτος για μια σειρά από κλοπές, αποφασίζει να διαλευκάνει μόνη της το θέμα. Προσπαθώντας να μεσολαβήσει ανάμεσα σε αγανακτισμένους γονείς, ισχυρογνώμονες συναδέλφους και επιθετικούς μαθητές, έρχεται αντιμέτωπη με τις δομές του σχολικού συστήματος. Όσο πιο απελπισμένα προσπαθεί να τα κάνει όλα σωστά, τόσο πιο κοντά φτάνει στο να σπάσει.

«Θέλαμε να μιλήσουμε για κλοπές, προκαταλήψεις και ψευδείς κατηγορίες. Και το σχολείο είναι ένα εξαιρετικό μοντέλο για να απεικονίσει την κοινωνία στο σύνολό της. Υπάρχει ο αρχηγός κράτους με εξουσία, ο λαός με τη μορφή μαθητών, και ένα όργανο Τύπου μέσω της σχολικής εφημερίδας…», ανέφερε μεταξύ άλλων ο σκηνοθέτης…

Μια καθαρά κοινωνική ταινία με σπάνια και ιδιαίτερα καλογραμμένη σεναριακή δομή και πλοκή που κάθε στιγμή βάζει τους ήρωές της στο «ζύγι», σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο δεν επιτρέπει στον θεατή να ταυτιστεί μαζί τους, αλλά διαρκώς τους αμφισβητεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Ο θεατής «δοκιμάζει» τις άμυνες και τα στερεότυπά του… Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα κοινωνικό θρίλερ η περιγραφή της «ζούγκλας του μαυροπίνακα»… Γιατί το σχολείο, ως μικρογραφία της κοινωνίας, δεν μπορεί να ξεφύγει από την κυρίαρχη ηθική του καπιταλιστικού συστήματος και είναι βασικός πυλώνας εμβάπτισης και επιβολής της στο πιο αθώο κομμάτι της ζωής ενός ανθρώπου, την παιδική ηλικία. Σαφώς μιλάμε για μια από τις καλύτερες και πιο άρτιες ταινίες της χρονιάς, τόσο σε περιεχόμενο όσο και σε μορφή, γυρισμένη σχεδόν αποκλειστικά σε έναν χώρο που μένει ανεξίτηλη χάρη και στις δύο εκπληκτικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Μην τη χάσετε.

Αποφεύγοντας μονοδιάστατες διδακτικές κορώνες, παραδίδει μαθήματα μελετημένου σεναρίου, masterclass ερμηνειών και σκηνοθετική διατριβή στο πώς να μεταμορφώσεις ένα κοινωνικό δράμα σχολικού δωματίου σε αγωνιώδες θρίλερ. Βραβείο Καλύτερης Γερμανικής Ταινίας και επίσημη υποβολή της χώρας για τα Όσκαρ 2024,

H Κάρλα είναι μία 30χρονη καθηγήτρια μαθηματικών στα πρωτάκια ενός γερμανικού Γυμνασίου. Πρωτάκι και η ίδια, νεοφερμένη στο σχολείο ψάχνει τα πατήματά της – τόσο απέναντι στα ατίθασα, με τις ορμόνες τους να βράζουν 12χρονα, όσο κι ανάμεσα στους συναδέλφους της στο Γραφείο των Καθηγητών, οι οποίοι μοιάζουν πιο συμβιβασμένοι, πιο συστημικοί, πιο βολεμένοι. Οχι, η Κάρλα είναι ιδεαλίστρια, κουβαλά στο ελαφίσιο βλέμμα της αυτή την λαχτάρα να επιδράσει, να πειθαρχήσει, να εμπνεύσει, να διδάξει. Στο Γραφείο των Καθηγητών κάθεται μακριά από τα πηγαδάκια, κοιτάει τη δουλειά της.

Μέχρι που ένα συμβάν τεντώνει τις κεραίες της για δικαιοσύνη. Ενας τουρκικής καταγωγής μαθητής της στοχοποιείται για μία σειρά από κλοπές που έχουν συμβεί στο σχολείο κι όλα τα βαθιά ριζωμένα ρατσιστικά κύτταρα ενός μικρόκοσμου που καθρεφτίζει την κοινωνία μας, καμουφλάρονται ως «σχολικοί κανονισμοί». Η Κάρλα αποφασίζει να πάρει πάνω της την εξερεύνηση των κλοπών και την αθώωση του μικρού και σταδιακά μπλέκει σ’ ένα σύνθετο ηθικό λαβύρινθο καλών προθέσεων, επιπόλαιων αυθόρμητων χειρισμών, λανθασμένων επιλογών, παρεξηγήσεων. Οσο απελπισμένα προσπαθεί να τα κάνει όλα σωστά, τόσο περισσότερο βυθίζεται στην κινούμενη άμμο. Δεν βρίσκεται μόνο αντιμέτωπη με τις σχολικές δομές, τους επιθετικούς συναδέλφους της και τους αγανακτισμένους γονείς. Αλλά και απέναντι από τους μαθητές της, στους οποίους λαχταρούσε να είναι δίπλα.

Στην τέταρτή του ταινία, ο τουρκικής καταγωγής Ιλκερ Κατάκ, συνυπογράφοντας το σενάριο με τον παιδικό του φίλο Γιοχάνες Ντάνκερ (παίρνοντας έμπνευση από ένα αληθινό περιστατικό που είχε συμβεί στο σχολείο τους), δεν συμβιβάζεται με καμία ανακουφιστική, απλή, ξεκάθαρη, άσπρο/μαύρο διάσταση της αλήθειας. Αντιθέτως, ο στόχος είναι το μπέρδεμα, η παρεξήγηση, η απόλυτη βεβαιότητα όλων μας ότι έχουμε δίκιο στις συγκρούσεις της ζωής. Παρόλο που τίποτα δεν βροντοφωνάζει, τίποτα δεν υπογραμμίζεται, οι χαρακτήρες του είναι σχεδιασμένοι μελετημένα, καθόλου σχηματικά, να αντιπροσωπεύουν την κοινωνική πολυφωνία σε θέματα που ξεπερνούν τα τείχη αυτού του σχολείου, απασχολούν χρόνια τη χώρα, κλείνουν το μάτι στη στάση της Ευρώπης και του κόσμου που αλλάζει (κι όχι προς το καλύτερο). Παράλληλα όμως, ο Κατάκ κάνει το σχόλιό του κι απέναντι και στην αλαζονεία των ιδεαλιστών: καμία απολυτότητα δεν γλιτώνει από την πέννα του. Η καλή πρόθεση συνδυασμένη με αφελή παρορμητισμό μπορεί να σε οδηγήσει στην ύβρη.

Κι αν το σενάριο είναι ένα masterclass στο πώς να προκαλείς και να ανατρέπεις συνεχώς την οπτική του θεατή, αποδομώντας κι ανασυνθέτοντας τα μεγάλα πολιτικά ζητήματα του σύγχρονου κόσμου στο σχολικό μικρόκοσμο, η σκηνοθεσία είναι κι αυτή μία εξαιρετική άσκηση. Στο πώς ξυπνά κανείς ένα κοινωνικό και πολιτικό δράμα που θα είχαμε δει εκατοντάδες φορές, δίνοντάς του το ρυθμό, την τονικότητα και τη θερμοκρασία αγωνιώδους θρίλερ. Και το κάνει υπόγεια, ύπουλα, σαν νερό που σιγοβράζει.

Με το υποβλητικό μουσικό σκορ του Μάρβιν Μίλερ να κρατά το τέμπο στο χτυποκάρδι της Κάρλα, η κάμερα τρέχει σε διαδρόμους ή εγκλωβίζεται μπροστά σε αυστηρά βλέμματα. Τόσο εύστοχα, τόσο ισορροπημένα που ποτέ δεν καταλαβαίνεις ότι δεν έχεις βγει από αυτό το σχολείο. Τίποτα δεν είναι στομφώδες, τίποτα δεν είναι θεατρικό. Παράλληλα, η διευθύντρια φωτογραφίας Τζούντιθ Κάουφμαν («Corsage») αφαιρεί σταδιακά το χρώμα από τα μάγουλα της ρομαντικής καθηγήτριας, τους τοίχους του σχολείου, τη ζεστασιά των αντικειμένων. Οσο ο Κατάκ ανεβάζει την ένταση, τόσο η Κάουφμαν αποστειρώνει από συναίσθημα τους χώρους, τους φωτίζει παγερά, κλινικά. Δεν υπάρχει καμία παρηγορητική γωνιά να κουρνιάσεις, να κρυφτείς. Ειδικά στο Γραφείο των Καθηγητών.

Κι αν η χρήση των κινηματογραφικών εργαλείων είναι θαυμαστή, το οικοδόμημα του Κατάκ θα είχε καταρρεύσει χωρίς την πρωταγωνίστριά του. Η Λεόνι Μπένες (την πρωτοείδαμε στην «Λευκή Κορδέλα» του Μίκαελ Χάνεκε, και στην μικρή οθόνη στο «Babylon Berlin») παραδίδει μαθήματα ερμηνευτικής ισορροπίας. Η σωματικότητά της αυστηρή, σχεδόν ακίνητη όσο προσπαθεί να είναι και η ηθική της ηρωίδας της, όσο κλειδωμένη σε μία αυτοπειθαρχία είναι και μια δασκάλα. Ολη η ταινία όμως παίζεται στα μάτια της – το ιδεαλιστικό πείσμα, η αφέλεια, η σύγκρουση, ο φόβος (πόσο απέριττη η σκηνή που απλώς αναφέρεται ότι είναι και η ίδια παιδί μεταναστών), η απόγνωση, η οργή, η παραίτηση.

Η ταινία θα μπορούσε να λέγεται «σχολείο», «τάξη», «προαύλιο». Δεν λέγεται τυχαία «Στο Γραφείο των Καθηγητών». Γιατί το μεγαλύτερο σχόλιο του Κατάκ είναι στην οπτική μας που έχει αφήσει απέξω τα παιδιά – τα μεγαλύτερα θύματα των σκέψεων, των πράξεων και των εγωισμών μας. Από τους δασκάλους τους περιμένουν τα παιδιά να διδαχθούν κάτι περισσότερο από την σχολική ύλη, κι οι ενήλικες τους απογοητεύουν με την παιδική τους συμπεριφορά. Οσο πίνουν καφέ στο Γραφείο των Καθηγητών, βαριεστημένοι, παραιτημένοι, κομφορμιστές σ’ ένα άδικο σύστημα, παιδιά που θα μπορούσαν να εξελιχθούν και να λάμψουν, δεν έχουν καμία ελπίδα.

Ακολουθήστε το Ατέχνως σε
Google News, Facebook _ Twitter