Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τίνα Μοντότι:  Στην Πρωτοπορία της Κοινωνικής Φωτογραφίας και της Ταξικής Πάλης  

«Πάντα, όταν οι λέξεις «τέχνη»  και «καλλιτεχνική» αναφέρονται στη δουλειά μου στη φωτογραφία, δυσαρεστούμαι. Αυτό οφείλεται βέβαια στην κακή χρήση και κατάχρηση των όρων αυτών. Θεωρώ τον εαυτό μου μια φωτογράφο, τίποτα περισσότερο. Αν οι φωτογραφίες μου διαφοροποιούνται από ό,τι συνήθως γίνεται στον τομέα αυτόν, είναι ακριβώς επειδή  προσπαθώ να παράγω όχι τέχνη, αλλά ειλικρινείς φωτογραφίες, χωρίς παραμορφώσεις και παραποιήσεις.»
(Τίνα Μοντότι, 1929)

Η Τίνα Μοντότι σε έκθεση φωτογραφιών της, Πόλη του Μεξικού, 1929

Η Τίνα Μοντότι (Tina Modotti, Ούντινε 1896 – Μεξικό 1942) υπήρξε για αρκετές δεκαετίες η μεγάλη γνωστή-άγνωστη της  φωτογραφίας του 20ού αιώνα. Αν και το έργο της ανήκει πλέον στην πρωτοπορία της μοντέρνας φωτογραφικής τέχνης, παρέμεινε για πολλά χρόνια στην αφάνεια, τουλάχιστον όσον αφορά τον κόσμο των κριτικών και την επίσημη αναγνώριση στην Ιστορία της φωτογραφίας.  Τούτο οφείλεται σε έναν συνδυασμό από λόγους. 

Καταρχάς, η δημιουργική της περίοδος συντελέστηκε όχι σε κάποιο Ευρωπαϊκό κέντρο ή στις ΗΠΑ,  αλλά στο Μεξικό. Ασχολήθηκε δε με τη φωτογραφική τέχνη για μικρό σχετικά χρονικά διάστημα, μεταξύ 1923 και 1930, πριν αφιερώσει τη ζωή της αποκλειστικά στους διεθνείς  δημοκρατικούς και ταξικούς αγώνες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μη φροντίσει να παραδόσει το αρχείο της, μέρος του οποίου χάθηκε στις διάφορες απρόβλεπτες μετακινήσεις της από τη μια χώρα στην άλλη. Οι φωτογραφίες που φέρουν επιβεβαιωμένα την υπογραφή της είναι λίγο περισσότερες από διακόσιες. 

Ένας επιπλέον, και ίσως ο σοβαρότερος, λόγος που το έργο της παρέμεινε σχετικά άγνωστο και  μακριά από τις μεγάλες εκθέσεις δεν είναι καθόλου άσχετος με το γεγονός πως ο φωτογραφικός φακός της στράφηκε προς τις συνθήκες ζωής των απόκληρων και των περιθωροποιημένων, των απλών ανθρώπων της σκληρής εργασίας, των λαϊκών γυναικών και των ρακένδυτων παιδιών, εν ολίγοις, των φτωχών  και των αδικημένων. Και οι φωτογραφίες της γίνονταν κατά κόρον γνωστές μέσα από επαναστατικά, αριστερά και κομμουνιστικά έντυπα ανά τον Κόσμο. Γι αυτό τον λόγο, η καλλιτέχνιδα και η δουλειά της υπέστησαν τις συνέπειες της  λογοκρισίας δια της αποσιώπησης, στο κλίμα της αντικομμουνιστικής υστερίας και της τρομοκρατίας του Μακαρθισμού που ακολούθησαν το τέλος του Β’ ΠΠ.  

Η Τίνα Μοντότι γεννήθηκε στο Ούντινε της Βόρειας Ιταλίας στις 17 Αυγούστου 1896. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά της οικογένειας. Από τα δύο μέχρι τα οκτώ της χρόνια έζησε στην Αυστρία, όπου η οικογένεια Μοντότι είχε μεταναστεύσει για καλύτερη τύχη. Στο σχολείο πρωτοπήγε στα εννιά της, όταν επέστρεψαν στο Ούντινε, και παρακολούθησε τις τέσσερις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. 

Στα δεκατρία της, για να βοηθήσει την οικογένειά της, έπιασε δουλειά σε μια φάμπρικα υφαντουργίας, ενώ ο πατέρας της είχε φύγει μετανάστης στην Αμερική. Τρία χρόνια αργότερα, το 1913, ταξίδεψε μόνη της για να τον συναντήσει στο Σαν Φρανσίσκο. Εκεί άρχισε να δουλεύει ως νεαρή ράφτρα και πληρωνόταν με το κομμάτι.  Κατόπιν βρήκε μια θέση σε κάποιον οίκο ραπτικής.  

Τα επόμενα χρόνια για τη Μοντότι είναι μια περίοδος της ζωής της που χαρακτηρίζεται από  ραγδαία εξέλιξη στην προσωπική της καλλιέργεια και μόρφωση, φυσικά ως αυτοδίδακτη. Από το 1917, έπαιζε ως επαγγελματίας ηθοποιός  στις θεατρικές παραστάσεις που ανέβαιναν στα δύο μεγάλα θέατρα της Ιταλικής παροικίας του Σαν Φρανσίσκο. Οι πνευματικοί και βιωματικοί ορίζοντές της, όμως, πρέπει να διευρύνθηκαν πολύ χάρη στις συναναστροφές της με έναν ευρύ, όσο και αντικομφορμιστικό,  εικονοκλαστικό και αριστερό,  κύκλο διανοουμένων και καλλιτεχνών στο Σαν Φρανσίσκο.  

Την περίοδο 1920-22 ανακατεύτηκε, μεταξύ άλλων, με το Χόλυγουντ και είχε έναν πρωταγωνιστικό και δύο δευτερεύοντες ρόλους, στις τρεις συνολικά ταινίες τής κινηματογραφικής καριέρας της. 

Το 1923 είχε ήδη εγκαταλείψει τον κινηματογράφο και, έπειτα από δύο τραγικά γεγονότα στην προσωπική της ζωή,  εγκαταστάθηκε στο Μεξικό μαζί με τον Έντουαρντ Ουέστον (Edward Weston, 1886-1958). Εκείνη την περίοδο, ο Ουέστον ήταν βέβαια επαγγελματίας φωτογράφος, μα δεν είχε ακόμη αποκτήσει την κατοπινή του φήμη ως κορυφαίου φωτογράφου του 20ου αιώνα. Πλάι στον Ουέστον, η Μοντότι θα πάρει τα πρώτα μαθήματα στη μοντέρνα φωτογραφική τέχνη. Πολύ σύντομα, όμως, θα αυτονομηθεί τεχνικά και θα βρει βαθμιαία το  δικό της  στυλ.  Η Μοντότι, λίγο-πολύ μέχρι το 1925, δουλεύει σε θέματα νεκρής φύσης, σε προβλήματα προοπτικής και σε υπερρεαλιστικές συνθέσεις. [φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο]. 

Η ποιότητα της δουλειάς της Μοντότι αναγνωρίζεται σχεδόν αμέσως στις κοινές εκθέσεις με τον Ουέστον κατά την περίοδο 1924-1925. 

Είναι ίσως ενδιαφέρον να αναφερθεί εδώ ότι την εποχή που η Μοντότι ξεκινά τη διαδρομή της στην καλλιτεχνική φωτογραφία, για τη μονέρνα φωτογραφική τέχνη δεν έχει περάσει ούτε μία εικοσαετία από την φωτογραφία-ορόσημο του 1907 του Alfred Stieglitz, «The Steerage»,  

-συμπτωματικά, το 1907 είναι το έτος-σταθμός στη μοντέρνα ζωγραφική όταν παρουσιάστηκαν «Οι δεσποινίδες της Αβινιόν» του Πικάσο. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία του Stieglitz, που το  θέμα της είναι διάφορες ομάδες μεταναστών στο κατάστρωμα της τρίτης θέσης, η καινοτομία ήταν η συνύπαρξη  και  ενοποίηση διαφορετικών προοπτικών στον χώρο. 

Πολιτική εκδήλωση μετά τη δολοφονία του Χούλιο Αντόνιο Μέλα. Διακρίνεται όρθια η Μοντότι. Στο βάθος το πορτρέτο του Μέλα, 1929

Η Τίνα Μοντότι και η Κοινωνική Φωτογραφία    

Η στροφή της Μοντότι στην κοινωνική φωτογραφία έγινε στο κλίμα της «Μεξικανικής Αναγέννησης», όπως έχει μείνει γνωστή η ιστορική καλλιτεχνική περίοδος η οποία σφραγίστηκε από την επαναστατική πολιτική και εκπολιτιστική επίδραση του κινήματος του μουραλισμού. Η Μοντότι, ήδη από το 1923, είχε έρθει σε στενή επαφή με τους μεγάλους μουραλιστές Μεξικανούς ζωγράφους  Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο (José Clemente Orozco, 1883-1949), Νταβίντ Αλφάρο Σικουέιρος (David Alfaro Siqueiros, 1896-1974), Χαβιέ Γκερέρο (Xavier Guerrero, 1896-1974) και Ντιέγκο Ριβέρα (Diego Rivera, 1886-1957).  Ο Ριβέρα, ειδικά, ήταν  μια διασημότητα στο Μεξικό. Είχε σπουδάσει στο Παρίσι, είχε γνωρίσει από κοντά  τις  καλλιτεχνικές πρωτοπορίες της εποχής, ήταν φίλος του Πικάσο.

Η βασική αρχή του κοινωνικού και πολιτιστικού προγράμματος  των μουραλιστών είναι  η παραγωγή έργων τέχνης προορισμένων να βρίσκονται σε κοινή δημόσια θέα, τα οποία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν μπορούν να μετατραπούν σε εμπορεύματα. Ακόμη περισσότερο, είναι δημιουργημένα ακριβώς για να έρχονται σε  έμπρακτη αντίθεση με την ελιτίστικη θέση για Τέχνη προς τέρψη και εκμετάλλευση μόνο από συλλέκτες και από το ευκατάστατο κοινό. 

Για τους μουραλιστές, οι ζωγραφισμένες επιφάνειες εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων ήταν το μέσον για τη διαπαιδαγώγηση των απόκληρων και αναλφάβητων Μεξικανών.  Ο μουραλισμός συνιστούσε ένα ταχύρρυθμο σχολείο που είχε ως αποστολή να συνεισφέρει στην ιστορική αφύπνιση και τη συνειδητοποίηση του πρωταρχικού ρόλου των χωρικών (campesinos), των εργατών και των χειρωνακτών της πόλης, στον κοινό αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση.

T. Μοντότι, Γυναίκα με σημαία, 1928.

Η φωτογραφία της Μοντότι μετά το 1925 γίνεται ντοκιμενταρίστικη. Σκοπός της δουλειάς της  είναι, από τη μια μεριά, η ανάδειξη και η καταγγελία της εξαθλίωσης των φτωχών, της σκληρής δουλειάς με το μοναδικό εργαλείο που διαθέτουν, το σώμα τους και τα χέρια τους,  κι από την άλλη, η διαμόρφωση συνειδητού ιστορικού ρόλου και η απόκτηση ταξικής συνείδησης από τους κοινωνικούς παρίες, που είναι η πλειοψηφία του Μεξικανικού λαού. [φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο

Εντούτοις, το έργο της δεν στοχεύει στην απλοϊκή κατανάλωση μηνυμάτων ταξικής προπαγάνδας. Η Μοντότι επεξεργάζεται παράλληλους τρόπους έκφρασης, δουλεύοντας με τον συμβολισμό, την αλληγορία και το μοντάζ, ως μέσα γέννησης ιδεών. [φώτο, φώτο, φώτο]

Η Τίνα Μοντότι αποτελεί ίσως το πρώτο παράδειγμα στρατευμένης κοινωνικής φωτογράφου στην Ιστορία της φωτογραφίας.  Στον τομέα αυτόν ήταν χωρίς αμφιβολία μια αυτοδημιούργητη και μάλιστα προηγήθηκε κατά μία δεκαετία περίπου του κινήματος της κοινωνικής φωτογραφίας στις ΗΠΑ, με  τη Dorothea Lange, τη Marion Post Wolcott,  τον Walker Evans και άλλους, με την υποστήριξη του κυβερνητικού «Farm Security Administration», που έφεραν στην επιφάνεια σκηνές από τη σκληρή ζωή ενός μεγάλου αριθμού πάμφτωχων εσωτερικών μεταναστών και αγροτών των  ΗΠΑ, την περίοδο της Μεγάλης Κρίσης. 

Η κοινωνική της στράτευση ξεκινά τυπικά το 1926, όταν αρχίζει τη συνεργασία της με το έντυπο «El Machete», το οποίο αρχικά εκδιδόταν από το Συνδικάτο των εργατών της τεχνικής, της ζωγραφικής και της γλυπτικής και κατόπιν έγινε όργανο  του Κομμουνιστικού Κόμματος του Μεξικού. Ιθύνοντα ρόλο στην έκδοση του  «El Machete» είχε ο κομμουνιστής ζωγράφος Χαβιέρ Γκερέρο. Παράλληλα με τη δημοσίευση φωτογραφιών της (υπάρχουν αρκετές φωτογραφίες της Μοντότι που αποτυπώνουν σκηνές από πολιτικές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις), συμμετείχε στην εφημερίδα ως αρθρογράφος, αλλά και ως  μεταφράστρια, εκμεταλλευόμενη την άνεση  που είχε αποκτήσει στις τρεις  γλώσσες, Ιταλικά, Ισπανικά και Αγγλικά.   

Το 1926, πόζαρε για το μεγάλο σύμπλεγμα τοιχογραφιών (1924-1927) του Ντιέγκο Ριβέρα  που φιλοτεχνήθηκαν στο εσωτερικό ενός πρώην παρεκκλησιού στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο του Τσαπίνγκο. 

Μάλιστα, αρκετά μεγάλα έργα των Ορότσκο και Ριβέρα  πρωτοέγιναν  γνωστά σε όλον τον Κόσμο από φωτογραφίσεις που έκανε η Μοντότι, με την εκτύπωση των φωτογραφιών σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων (σε κάρτες) που μοιράστηκαν και πουλήθηκαν. 

Την ίδια περίοδο η Μοντότι δραστηριοποιήθηκε στη Μεξικάνικη Επιτροπή πρωτοβουλίας για την αποτροπή της εκτέλεσης και την απελευθέρωση των Σάκο και Βαντσέτι.  Επίσης, ανέλαβε χρέη γραμματέα στην Επιτροπή για την υπεράσπιση των θυμάτων του φασισμού στην Ιταλία, με αρμοδιότητες στο Μεξικό και την Καλιφόρνια και πρόεδρο τον συγγραφέα Ανρί Μπαρμπύς (Henri Barbusse, 1873-1935).   Άρχισε να δουλεύει παράλληλα στο μεξικανικό τμήμα της οργάνωσης «Διεθνής Κόκκινη Βοήθεια». Η οργάνωση, που λειτουργούσε υπό την αιγίδα της Κομιντέρν, είχε ιδρυθεί το 1922 με σκοπό την παροχή βοήθειας στα θύματα πολιτικής καταπίεσης σε διάφορες χώρες, με οικονομικές ενισχύσεις  και νομική υποστήριξη.

Το 1927, η Μοντότι γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος του Μεξικού. Παίρνει μέρος  στην Επιτροπή «Κάτω τα χέρια από τη Νικαράγουα» και συνεργάζεται με  τον ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της Νικαράγουας Αουγκούστο Σαντίνο (Augusto César Sandino, 1895-1934), κατά τη διάρκεια της εξορίας του τελευταίου στο Μεξικό.

Από τo 1928 φωτογραφίες της Μοντότι δημοσιεύονταν στο αμερικανικό μαρξιστικό περιοδικό «New Masses» [π.χ. φώτο],  το οποίο ασχολούνταν με θέματα πολιτικής και πολιτισμού. Επιπλέον,  περιστασιακά, έκανε μεταφράσεις άρθρων Μεξικανών καλλιτεχνών, από τα Ισπανικά στα Αγγλικά, για το περιοδικό. 

Την ίδια χρονιά, φωτογραφίες της άρχισαν να εμφανίζονται στο περίφημο γερμανικό περιοδικό «Α-Ι-Ζ» («Arbeiter-Illustrierte-Zeitung») που εξέδιδε η οργάνωση «Διεθνής Εργατική Βοήθεια». Ηγέτης της Οργάνωσης, πού είχε τη βασική της έδρα στη Γερμανία και πολυάριθμα τμήματα σε μια σειρά χώρες σε τρεις Ηπείρους, ήταν ο Γερμανός κομμουνιστής Βίλι Μύντσενμπεργκ (Willi Münzenberg, 1889-1940).  Μέσα από τις σελίδες του «Α-Ι-Ζ» αναπτύχθηκαν οι πρωτότυπες και ευρηματικές μέθοδοι της φωτοδημοσιογραφίας, παράλληλα με την εμφάνιση παρόμοιων μεθόδων στο  περιοδικό «Sovetskoe Foto» του Mikhail Koltsov (1898-1940). Χαρακτηριστικό σύνθημα του Μύντσενμπεργκ ήταν ότι ο  φωτογραφικός φακός είναι το «μάτι της εργατικής τάξης».  Επιπλέον, στα έντυπα της οργάνωσης παρουσιάστηκε η νέα τότε μέθοδος του φωτομοντάζ. Εμβληματική  περίπτωση αποτέλεσαν  τα διάσημα έργα του John Heartfield (εξαγγλισμός του ονόματος του Γερμανού καλλιτέχνη Helmut Herzfeld, 1891-1968) τα οποία  αποκάλυπταν και καταγγέλαν με έντονους συμβολικούς τρόπους την πολιτική  και τους ηγέτες των Ναζί.  

Είναι ίσως πολύ γνωστές διάφορες φωτογραφίες της Μοντότι για το «Α-Ι-Ζ» και ιδιαίτερα κάποιες από αυτές που τυπώθηκαν για το  εξώφυλλο του περιοδικού. [φώτο, φώτο

Καθ’ όλη τη διάρκεια της φωτογραφικής καριέρας της, η Μοντότι ασχολήθηκε  συστηματικά με τα πορτρέτα. Σε αυτά, συμπεριλαμβανομένων και των επί πληρωμή πορτρέτων από τα οποία βιοποριζόταν, παραμένει θαυμαστή η ξεχωριστή  ματιά της μεγάλης φωτογράφου. [φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο, φώτο]  

Από το Μεξικό στη διεθνή πολιτική δράση

Στις αρχές του 1929, η Μοντότι έπεσε θύμα μιας κακοστημένης σκευωρίας, την ίδια βραδιά της δολοφονίας του Κουβανού κομμουνιστή Χούλιο Αντόνιο Μέλα (Julio Antonio Mella, 1903-1929), ο οποίος εκτελέστηκε κατ’εντολή του Κουβανού Προέδρου Ματσάδο (Gerardo Machado, 1871-1939). Η Μοντότι, σύντροφος εκείνη την περίοδο του Μέλα, ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας, ενώ το ζευγάρι περπατούσε πλάι-πλάι στον δρόμο. Της απαγγέλθηκαν κατηγορίες για συνενοχή στον φόνο με απίθανα όσο και αντιφατικά κίνητρα, όπως κατασκευάστηκαν από τον  Τύπο της εποχής («λόγοι αισθηματικοί»,  «λόγοι ιδεολογικοί», η Μοντότι ως «πράκτορας των Ιταλικών Μυστικών Υπηρεσιών»). Οι κατηγορίες  αποσύρθηκαν δύο εβδομάδες αργότερα, χάρη στη μεγάλη πίεση που ασκήθηκε από τη μαζική εκστρατεία αλληλεγγύης προς τη Μοντότι και ταυτόχρονα καταγγελίας των πραγματικών δολοφόνων του Μέλα. Στο μεταξύ, όμως, προσωπικά έγγραφα, επιστολές, ημερολόγια και φωτογραφίες, από την έρευνα της αστυνομίας στο σπίτι του ζευγαριού, διοχετεύτηκαν στον Τύπο προς σκανδαλοθηρική χρήση, με στόχο τη δυσφήμηση της προσωπικότητας της Μοντότι, μιας ελεύθερης γυναίκας με δημόσια δράση,  μιας καλλιτέχνιδας και ξένης,  μιας κομμουνίστριας, ως βορά του συντηρητικού κοινού της εποχής. 

Ένα περίπου χρόνο αργότερα, το 1930, η Μοντότι συνελήφθη και κρατήθηκε για δύο εβδομάδες στην απομόνωση  με χαλκευμένες κατηγορίες για συνέργεια στην απόπειρα δολοφονίας του νεοεκλεγμένου Προέδρου Πασκουάλ Ορτίζ Ρούμπιο (Pascual José Rodrigo Gabriel Ortiz Rubio, 1877-1963).  Στη συνέχεια απελάθηκε, με άμεση διαταγή επιβίβασης σε ένα εμπορικό Ολλανδικό πλοίο, με προορισμό το Ρόττερνταμ της Ολλανδίας.  Εκεί την περίμεναν πράκτορες των Ιταλικών μυστικών υπηρεσιών για να την μεταφέρουν στην Ιταλία, από τους οποίους όμως διέφυγε,  χάρη στην έγκαιρη επέμβαση δύο Ολλανδών δικηγόρων της «Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας», οι οποίοι κατάφεραν να της χορηγηθεί βίζα για τη Γερμανία. 

Η Μοντότι θα παραμείνει στο Βερολίνο για έξι μήνες περίπου, επιδιώκοντας να ασχοληθεί με τη δυναμική φωτοδημοσιογραφία του δρόμου.  Όμως, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι τόσο η διαφορετική τεχνική εμπειρία της  όσο και το συγκεκριμένο είδος φωτογραφίας, που είναι εντελώς ξένο προς τις αργές και προσεκτικές συνθέσεις τις οποίες προτιμά, είναι ισχυροί ανασταλτικοί παράγοντες. Συγχρόνως,  έρχεται όλο και πιο κοντά στην απόφαση να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις της  στη διεθνή ταξική πάλη. 

Είναι ίσως παράδοξο, αλλά το απόγειο της διεθνούς φήμης της συμβαίνει την περίοδο που εγκαταλείπει τη φωτογραφία. Το 1930 είναι η χρονιά με τη μεγαλύτερη διεθνή απήχηση του έργου της. Πενήντα περίπου  φωτογραφίες της Μοντότι δημοσιεύτηκαν σε μια σειρά περιοδικά. Στα  γερμανικά «Α-Ι-Ζ» και «Der Arbeiter-Fotograf», στο «New Masses» και το «Creative Arts» των ΗΠΑ, στα γαλλικά «BIFUR» και «L’Art Vivant», όπως και στο Σοβιετικό διεθνές περιοδικό «International Literature».  

Στα τέλη του 1930, η Τίνα Μοντότι πήγε στη Μόσχα για να ενταχθεί στο Σοβιετικό τμήμα της «Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας». Εκεί ανέλαβε τον τομέα ευθύνης για την Λατινική Αμερική και ήταν υπεύθυνη για κείμενα και μεταφράσεις στα Αγγλικά και στα Ισπανικά. Η απόφαση της να εγκαταλείψει την καλλιτεχνική φωτογραφία οριστικοποιήθηκε μαζί με τον σημαντικό ρόλο που ανέλαβε και την έντονη  πολιτική  δραστηριότητα που αυτός ο ρόλος συνεπαγόταν. Οι ικανότητές της, τόσο στις γλώσσες όσο και στην οργάνωση και τον συντονισμό της δουλειάς, την κατέστησαν πολύτιμη στη «Διεθνή Κόκκινη Βοήθεια». Λίγο αργότερα, απέκτησε τη Σοβιετική υπηκοότητα και έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. 

Μετά το 1933 ανέλαβε διάφορες αποστολές,  φυσικά με ψευδώνυμα, σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου υπήρχε ανάγκη να οργανωθούν δίκτυα αλληλεγγύης για αγωνιστές που διώκονταν ή βρίσκονταν στη φυλακή, όπως επίσης για την πραγματοποίηση και  τον συντονισμό  εκστρατειών ενημέρωσης. Έτσι, στα μέσα του 1933, μαζί με τον σύντροφό της, τον Ιταλό Βιτόριο Βιντάλι (Vittorio Vidali, 1900-1983) πήγε στη Γαλλία και δούλεψε στην καμπάνια για την αθώωση και την απελευθέρωση του Γκιόργκι Ντιμιτρόφ (1882-1949) και των συγκατηγορουμένων του, στη δίκη-φάρσα των ναζιστών, μετά την προβοκάτσια του εμπρησμού του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου 1933.  

Στις αρχές του 1934,  η Μοντότι πέρασε μυστικά στη Βιέννη για να έρθει σε επαφή με τις οικογένειες των εκεί διωκώμενων αγωνιστών, μετά το πραξικόπημα του Ντόλφους (Engelbert Dollfuss, 1892-1934) και την αιματηρή κατάπνιξη της εργατικής εξέγερσης που ξέσπασε αμέσως μετά την επιβολή του στρατιωτικού νόμου. Χάρη και στη συμβολή της Μοντότι συλλέχθηκαν επιτόπου πληροφορίες, ντοκουμέντα και στοιχεία για τα γεγονότα και την κατάσταση στη Βιέννη, τα οποία δημοσιεύτηκαν στην ειδική έκδοση με τίτλο «Avec les familles des combattants viennois de Février». 

Στα τέλη του ίδιου έτους η Μοντότι βρέθηκε στην Αστούρια της Βόρειας Ισπανίας σε μια αποστολή της «Διεθνούς Κόκκινης Βοήθειας» που στόχευε  στην αναδιοργάνωση των δικτύων αλληλεγγύης προς τους φυλακισμένους αγωνιστές και τις οικογένειές τους.  Είχε προηγηθεί η ένοπλη εργατική εξέγερση, ως απάντηση στον αντιρεπουμπλικανικό κυβερνητικό ανασχηματισμό του Οκτωβρίου 1934, και η βάρβαρη επέμβαση του στρατού και της Ισπανικής Λεγεώνας των Ξένων, υπό την διοίκηση του στρατηγού, και μετέπειτα δικτάτορα, Φράνκο (Francisco Franco, 1892-1975), που άφησε πίσω της πολλούς νεκρούς, μεταξύ αυτών γυναίκες και παιδιά, και τριάντα χιλιάδες συλληφθέντες.    

   Η Τίνα Μοντότι έδωσε το παρών στον αγώνα της Ισπανικής Δημοκρατίας ενάντια στους στρατιωτικούς κινηματίες και τους Ιταλο-Γερμανούς συμμάχους τους, από την πρώτη μέρα του εμφυλίου πολέμου μέχρι το τέλος του. Στρατολογήθηκε αρχικά στο περίφημο «5ο Σύνταγμα Λαϊκής Πολιτοφυλακής» («5o Regimiento de Milicias Populares») της Μαδρίτης, του οποίου κύριος εμπνευστής και ένας από τους ηγέτες του ήταν ο Βιτόριο Βιντάλι. Στη συνέχεια, ανέλαβε πρωτεύοντα ρόλο στην οργάνωση των στρατιωτικών νοσοκομείων και του Υγειονομικού. Πήρε μέρος στην επιχείρηση για την εκκένωση των αμάχων της Αλμερίας, μετά την πτώση της Μάλαγας στα χέρια των φρανκιστών και των Ιταλών φασιστών, και ήταν μάρτυς του εγκλήματος που έχει μείνει τραγικά γνωστό ως «σφαγή στο δρόμο  Αλμερίας-Μάλαγας»,  όταν χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν από τα πυρά πολεμικών πλοίων και αεροπλάνων των κινηματιών. Η συνεισφορά της στον αγώνα των Δημοκρατικών ήταν χωρίς διακοπή και από πολλές και διαφορετικές θέσεις. Από  τον συντονισμό για τη δημιουργία καταλυμάτων για τους άστεγους, πληγέντες από τους βομβαρδισμούς, και τη δημιουργία και τη διεύθυνση κέντρων φιλοξενίας για τα ορφανά παιδιά του πολέμου, ως και τη διοργάνωση διεθνών συνεδρίων, στην Ισπανία και τη Γαλλία,  με συμμετοχή διανοουμένων  και καλλιτεχνών για την όσο το δυνατόν πιο έντονη και πλατιά  δημόσια καταγγελία των εγκλημάτων της φασιστικής συμμαχίας, αλλά και τη διεθνή ευαισθητοποίηση  και αλληλεγγύη στον αγώνα της Ισπανικής Δημοκρατίας.    

Μετά την ήττα στην Ισπανία,  η Μοντότι έφτασε  με περιπετειώδη τρόπο στο Μεξικό, όπου βρήκαν καταφύγιο και δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Ισπανία, χάρη στη διαχρονικά φιλική στάση του Προέδρου Κάρντενας (Lázaro Cárdenas del Río, 1895-1970) προς την Ισπανική Δημοκρατία. Όμως, η Μοντότι βρέθηκε να ζει εκεί σε καθεστώς παρανομίας, αναγκασμένη να παραμένει μακριά από τη δημόσια ζωή και  χρησιμοποιώντας ψεύτικο όνομα,  λόγω της παλιάς διαταγής απέλασης που ήταν ακόμη σε ισχύ και η οποία άρθηκε, τελικά, το 1941.        

Η Τίνα Μοντότι έσβησε  στα 46 της χρόνια στην πόλη του Μεξικού, στις 5 Ιανουαρίου του 1942, από καρδιακή ανακοπή.  Δέκα και πλέον χρόνια συνεχούς αγωνιστικής δράσης στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα  και ιδιαίτερα οι σκληρές συνθήκες του αγώνα στην Ισπανία  εξασθένησαν την υγεία της και επέφεραν τον πρώιμο θάνατό της. 

Η Μοντότι,  όσο ζούσε, έγινε στόχος συστηματικών δυσφημήσεων, επειδή  ήταν  γυναίκα και καλλιτέχνιδα, και οι επιλογές της στην προσωπική της ζωή δεν λογάριαζαν τα κοινωνικά στερεότυπα. Το γεγονός ότι από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα υπήρξε συνειδητή κομμουνίστρια,  με πλούσια και διεθνή  δράση, φαίνεται ότι αποτέλεσε ένα επιπλέον κίνητρο για την κατασκευή  διαφόρων απίστευτων αφηγήσεων και εικασιών για τη μία ή την άλλη πτυχή της ζωής και της δράσης, της ίδιας και των κοντινών συντρόφων της.

Στην κηδεία της,  ο Πάμπλο Νερούδα  διαβάζει το ποίημά του «Tina Modotti ha muerto» για να    προστάξει τους συκοφάντες της να σιωπήσουν και να πάρει τη μνήμη της υπό την προστασία του.    

Στην πατρίδα μου θα σε φέρω για να μη σ’ αγγίζουν
στην πατρίδα μου του χιονιού που την αγνότητά σου
να μην τη φτάνει ο φονιάς, μήτε το τσακάλι, μήτε ο πουλημένος:

εκεί θα ησυχάσεις.

Μόλις στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, ιδαίτερα  χάρη στις πρωτοβουλίες που πήρε μία  ομάδα μελετητών, καλλιτεχνών και Ιταλών βετεράνων του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, το έργο της  έγινε πολύ πλατιά γνωστό και απέκτησε την αναγνώριση που του άξιζε. Από τη δεκαετία του 1980, μάλιστα, πολυάριθμες εκθέσεις με φωτογραφίες της Μοντότι διοργανώνονται κάθε χρόνο σε ολόκληρο τον Κόσμο. Και πράγμα εξίσου σημαντικό με ό,τι σχετίζεται με τη φωτογράφο, γίνονται επίσης γνωστά το θάρρος και η στάση της γυναίκας  Τίνας Μοντότι, και στην προσωπική της ζωή και στον αγώνα.  

Πηγές

– Letizia Argenteri, Tina Modotti – Between Art and Revolution, Yale University Press, 2003.

– E. Collotti κ.ά. (επιμ.), Tina Modotti – La nuova rosa, Arte, Storia, Nuova umanità, Ed. FORUM, 2015.

– Comitato “Tina Modotti”, Tina Modotti, Donne, Messico e Libert, Ed.24 ORE” Cultura srl, Milano, 2021.

– Comitato “Tina Modotti”, http://www.comitatotinamodotti.it/

– Sarah M. Lowe, Tina Modotti – Photographs, Harry N. Abrams, Inc, Publishers & Philadelphia Museum of Art, 1995.

– Sarah M. Lowe,  The immutable still lifes of Tina Modotti, History of Photography, 18:3, 205-210, 1994.

– MoMA,  https://www.moma.org/artists/4039, κατάλογος έργων της Tina Modotti.

– Museo Italo-Americano, Tina Modotti, https://museoitaloamericano.org/artist/modotti-tina/

– Amy Stark,  The Letters from Tina Modotti to Edward Weston,  Center for Creative Photography, Univ. Of Arizona, The Archive, n. 22, 1986.

– V. Vidali, R. Alberti, P. Berengo Gardin κά, Tina Modotti, Fotografa e Rivoluzionaria, Ed. Idea Editions, 1979.

– Vittorio Vidali, Comandante Carlos, Ed. Riuniti, 1983.

 

            Π. Δ.