Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα γεγονότα τον Μάη του ’36, από τον Θέμο Κορνάρο (B’ Μέρος)

Τα γεγονότα ματωμένου Μάη του 1936 εξελίχθηκαν από τις 29 Απριλίου, με γενική απεργία των καπνεργατών, που μετατρέπεται σε πανεργατική στις 8 Μαΐου, όταν και εξαπολύθηκε η πρώτη γενικευμένη επίθεση των δυνάμεων καταστολής εναντίον των απεργών (70 τραυματίες, μαζικές συλλήψεις).

Για δύο και πάνω εικοσιτετράωρα (9-11 Μαΐου) μετά τη σφαγή των εργατών (12 καταμετρημένοι νεκροί, 32 βαριά και 250 ελαφρότερα τραυματίες) η εξουσία είχε περάσει στα χέρια του λαού:

«Οι διαδηλωταί είχον γίνει κύριοι των συνοικισμών… ολοκλήρου της πόλεως… Ητο εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο λαός της Θεσσαλονίκης ήτο κύριος της καταστάσεως».

Τα γεγονότα καθώς και την ατμόσφαιρα των ημερών δίνει ο κομμουνιστής λογοτέχνης – δημοσιογράφος Θέμος Κορνάρος

Από το βιβλίο του «Θεσσαλονίκη 9-11 του Μάη 1936 (οι αγώνες του Λαού)» μεταφέρουμε την περιγραφή των γεγονότων από τις 7-9 Μάη του 1936:

Χτες δημοσιευέσαμε το Α’ ΜΕΡΟΣ με τα γεγονότα στις 7-8 Μαΐου σήμερα ακολουθεί το Β’ ΜΕΡΟΣ με τα γεγονότα της 9ης Μαΐου:

ΣΑΒΒΑΤΟ, 9 ΤΟΥ ΜΑΗ

Εκείνο που ενδιαφέρει περισσότερο από τα τραγικά γεγονότα της 9ης του Μάη, δεν είναι ούτε o ασύγκριτος ηρωισμός του λαού, ούτε o σαδιστικός τρόπος της εκτέλεσης εργατών άοπλων από τις αστυνομικές ορδές. Αλλά είναι το τρομερό κι ανήκουστο συμπέρασμα που βγαίνει, πως η αστυνομία κινήθηκε κι έδρασε πάνω σε βάση προκαταρτισμένου σχεδίου, επιτελικού σχεδίου, όπως το παραδέχεται και το αποδείχνει κάθε πολίτης   της   Θεσσαλονίκης.

Παρακάτω θα σημειώσουμε την περιγραφή της πιο μεγάλης σύγκρουσης, όπως τη δίνουνε ένας διακεκριμένος γιατρός κι ένας ευσυνείδητος δημοσιογράφος.

Τώρα, ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα.

Κι αντί ν’ αρχίσουμε από το καπνεργοστάσιο της Αυστροελληνικής Εταιρείας, που η αστυνομία κάνει επίθεση ενάντια στην απεργιακή φρουρά και τραυματίζει με τους υποκόπανους και με τα γκλόμπς δεκάδες εργάτριες κι εργάτες, ας κάνουμε αρχή από κει που το πιστόλι καπνίζει και το όπλο έχει στόχο κορμιά ανθρώπινα.

Στην οδό Συγγρού είναι ένα μεγάλο λαϊκό καφενείο. Στις 9 η ώρα το πρωί, ο σοφέρ Τάσος Τούσης, μαζί με φίλους του, τραβάει κατά το καφενείο αυτό. Στη μέση του δρόμου, μεταξύ του ενός πεζοδρομίου και του άλλου, τονε σταματά ένας ψηλός χωροφύλακας της Τροχαίας, που αποσπάστηκε από το απόσπασμα που στεκότανε παρακάτω,

Το τι ειπώθηκε μεταξύ τους δεν ξέρουμε. Κείνο που είναι γνωστό είναι πως ο σοφέρ ήτανε ο Τάσος Τούσης, γνωστός από προηγούμενες απεργίες για την επιμονή του στον αγώνα.

Το μόνο που ακούστηκε από το στόμα του χωροφύλακα ήτανε τούτο:

  • Περίμενε και θα δούμε. Μετά μισή ώρα λογαριαζόμαστε…
  • Ο,τι σου περάσει κάνε το, ήτανε ή απάντηση του σοφέρ.

kornaros 43Στην οδό Συγγρού και σ’ όλη τη γύρω της περιοχή ήτανε ησυχία απόλυτη κείνη την ώρα.

Ξένοιαστος ο Τούσης, χωρίς να πάρει στα σοβαρά την απειλή του χωροφύλακα, κουβέντιαζε με μιά γριά γυναίκα, που, όπως γίνηκε γνωστό αργότερα, ήτανε  η μάνα του.

Μόλις χωρίσανε, ακούγονται μερικοί πυροβολισμοί. Ο Τούσης σωριάστηκε κάτω, χτυπημένος από μια σφαίρα.

Ο σκοπευτής σημάδεψε με υπομονή τον ορισμένο στόχο του, για να μη λαθέψει. Μια άλλη σφαίρα τραυμάτισε σοβαρά έναν εισπράχτορα λεωφορείου.

Οι άνθρωποι που βρίσκονταν γύρω τρέξανε σε βοήθεια. Μα ο Τούσης ξεψύχησε γρήγορα, πριν προφτάσουν να του δώσουν καμιά βοήθεια.

  • Το ‘πε και το ‘κανε το σκυλί!

Αυτή η κραυγή ακούστηκε ταυτόχρονα από πολλά στόματα.

Όπως καταθέτουνε μάρτυρες, δεν είχε μεσολαβήσει από τη στιγμή της απειλής ως τη στιγμή της εκτέλεσης ούτε μισή ώρα σωστή.

Ο κόσμος μαζεύεται γύρω από το νεκρό, αναθεματίζει, απειλεί, κλαίει.

Τα καφενεία και τ’ άλλα μαγαζιά κλείνουνε. Όχι από φόβο, αλλά για να ενωθούνε με τους άλλους πολίτες που μαζεύονται γύρω από το πτώμα τού δολοφονημένου. Η μάνα του, στο άκουσμα των πυροβολισμών, γύρισε πίσω φοβισμένη. Δεν είχε υποψιαστεί τίποτε κακό. Είχε μόνο φοβηθεί και δεν μπορούσε να προχωρήσει μόνη.

Προσπαθεί κι εκείνη να μπει μέσα στο πλήθος, να μάθει τί συμβαίνει. Σπρώχνεται, σπρώχνει, ώσπου ξαφνικά βρίσκεται μπροστά στο πτώμα του παιδιού της, που πριν από 5 λεπτά μιλούσε μαζί του.

Μένει βουβή. Δεν μπορεί να πιστέψει τα μάτια της. Κοιτάζει μια τον κόσμο, μια το νεκρό. Προσπαθεί να ανακαλύψει στα πρόσωπα των ανθρώπων αν βλέπει όνειρο, ή το παιδί της πνιγμένο στα αίματα.

mana toysi

Χτυπάει το στήθος της, κοιτάζοντας έναν ένα χωριστά. Ακόμη επιμένει ή καρδιά της μάνας να θέλει το παιδί της ζωντανό.

Ένας από το πλήθος, χωρίς να ξέρει ποιά είναι, την παίρνει από το χέρι.

  • Εδώ, γερόντισσα, θα σε τσαλαπατηθούνε. Κάθισε του λόγου σου σε μιαν άκρη, νά κάνουνε κι οι άλλοι τη δουλειά τους.

Αυτή η σύσταση τη συνέφερε. Την έκανε να δει ξερή, γυμνή την τρομερή πραγματικότητα.

  • Το παιδί μου είναι! Πού μου το πάτε το παιδί μου!

Ετσι φωνάζει στους ανθρώπους που σηκώνουνε στα χέρια το σκοτωμένο, χωρίς να ξέρουνε κι οι ίδιοι τι πρόκειται να κάνουνε.

Μόλις ακούσανε της μάνας τη φωνή, στέκουνται όλοι ακίνητοι, βουβοί. Σκίζεται το πλήθος στα δυο κι αφήνει ανάμεσα του το ματοβαμμένο πτώμα που καίει ακόμα και την αλλόφρονη μάνα που ξεπατώνει τα μαλλιά της, δέρνει το στήθος της και γδέρνει με τα νύχια της τα μάγουλα της, χωρίς να μπορεί ν’ αρθρώσει σωστή λέξη. Μουγγρίζει μόνο, χτυπιέται, σπαράσσε­ται.

Αυτή ή σκηνή εξαγριώνει τον κόσμο που παρακο­λουθεί. Αρπάζουνε αυθόρμητα νεκρό και μάνα, συγκροτούνε διαδήλωση και τρέχουνε άγριοι, ζητώντας εκδίκηση, χειρονομώντας και κλαίοντας από αγανά­χτηση.

Δεξιά κι αριστερά της οδού Εγνατίας έχουνε τοπο­θετηθεί οι αστυνομικές δυνάμεις, σε διάταξη ταχτικής μάχης.

Οι δυνάμεις αυτές όμως οπισθοχωρούν κανονικά όσο προχωρεί ή διαδήλωση, μέχρι την ώρα που ενώνονται με τις δυνάμεις της χωροφυλακής που βρίσκονταν ακίνητες μπρος στο ΤΑΚ, φράζοντας το δρόμο μέχρι την Παναγία Χαλκέων.

Κάνει εντύπωση η ακινησία τους αυτή. Τί περιμένουν; Αυτή την ώρα φτάνει και η αυθόρμητη μικροδιαδήλωση με το νεκρό του σοφέρ Τούση και την ξεμαλλιασμένη, αλλόφρονη, ξεγδαρμένη μάνα του, που ζητάει από το λαό εκδίκηση για το αίμα του γιου της.

Η θέα του νεκρού που στάζει τα αίματα και ή σπαραχτική φωνή της μάνας μιλήσανε ολόισια στην καρδιά του μαχόμενου πλήθους. Ο νεκρός αρπάζεται. Περνάει από χέρι σε χέρι, πάνω από τα κεφάλια του πλήθους, στην μπρος μεριά της διαδήλωσης.

Η μάνα έτσι απομονώνεται από το παιδί της. Ζητάει με σπαραχτικές κραυγές να μην την αποχωρήσουνε από το νεκρό.

Ο κόσμος την αρπάζει και κείνη και με τον ίδιο τρόπο τη μεταφέρει μπροστά, πλάι στο σκοτωμένο.

Μια φωνή μονάχα ακούγεται από τις χιλιάδες αυτές του κόσμου.

  • Εκδίκηση!

Η λαοθάλασσα αναταράσσεται. Νιώθεις να σε κυριεύει φρίκη καθώς βλέπεις αυτή την αναταραχή, αυτό το φρικίασμα μέσα στις αμέτρητες χιλιάδες της μάζας.

Σαν ένας άνθρωπος κινιέται, σκέφτεται και κραυγάζει αυτός ο λαός.

Σημαίες πρόχειρες σηκώνονται ψηλά, κι είναι βαμμένες στο αίμα του δολοφονημένου.

Στ’ αντίκρισμα τους, ακούγεται αλλόφρονη μια μυριόστομη φωνή:

—Α ίσχος! Κάτω η κυβέρνηση! Εκδίκηση! Εκδίκηση!…

Και την επαναλαβαίνουνε αυτή τη φωνή της εκδίκησης όλα τα παράθυρα κι οι εξώστες κι οι ταράτσες των γύρω σπιτιών, που είναι ασφυχτικά γεμάτα, από κόσμο που μ’ αγωνία παρακολουθεί την οργανωμένη δολοφονία.

Μα τη στιγμή που ο κόσμος όλος ζητάει εκδίκηση, την ώρα που η μάνα του λαού, σηκωμένη στα χέρια, μοιρολογιέται τον αδικοσκοτωμένο γιο της, δίνεται το παράγγελμα:

  • Πυρ!…

kornaros 34Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται. Τα αποσπάσματα που παραφύλαγαν στις γύρω παρόδους της οδού Εγνατίας, οι χαφιέδες που ‘χαν τοποθετηθεί σ’ επίκαιρες θέσεις στα γύρω μέγαρα, οι «ακίνητοι» χωροφύλακες, όλοι ανοίγουν πυκνή φωτιά κατά του λαού. Ο ένας μετά τον άλλο στρώνονται χάμω οι νεκροί και δεκάδες τραυματίες ζητούνε βοήθεια. Ο κόσμος σκορπίζει τρέχοντας να σωθεί από τις δολοφονικές σφαίρες των εχτελεστικών αποσπασμάτων.

Στη μέση του δρόμου μένει μονάχα μια μαυροφορεμένη γριούλα, η μάνα του Τούση, γονατιστή μπρος στο νεκρό γιο της κι ανάμεσα στις δεκάδες τα κορμιά των σκοτωμένων και τραυματιών που στρώνουν τον αιματοβαμμένο δρόμο.

Σ’ αυτή τη δαιμονική ταραχή, στο θόρυβο των όπλων, στις κραυγές, τούς θρήνους, στα βογγητά των τραυματισμένων, έρχονται να προστεθούνε και οι πένθιμοι ήχοι της συνοικιακής καμπάνας, που καλεί τον κόσμο σε συναγερμό…

Ανθρωπος δε μένει μέσα στο σπίτι. Όλοι γίνονται διαδηλωτές. Όλοι κατεβαίνουνε στο δρόμο να ζητήσουνε, μαζί με τους συγγενείς των σκοτωμένων, εκδίκηση. Να ζητήσουνε  την παραίτηση της κυβέρνησης και τη σύλληψη των δολοφόνων.

Μα εδώ πρέπει ν’ αφήσουμε το δημοσιογράφο κ. Καστρινό να μιλήσει. Είναι διευθυντής της « Εφημερίδος των Βαλκανίων», που βγαίνει στη Θεσσαλονίκη, και παρακολούθησε τα γεγονότα σαν ευσυνείδητος δημοσιογράφος, που δεν έχει και τόση σημασία η ζωή του μπροστά στο καθήκον:

«… Κατέβαινα», λέει, «προς το Βαρδάρι απ’ την οδόν Εγνατίας. Αλλά, μπροστά στο ΤΑΚ, οι χωροφύλακες με ημπόδισαν. Ένας άνθυπομοιραρχος, μ’ όλο που του εδήλωσα την ταυτότητά μου και την ιδιότητά μου, με διέταξε βιαίως να απομακρυνθώ αμέσως.

»Ο  ταγματάρχης  Ηρακλόπουλος, στον όποιον διεμαρτυρήθην, μου είπε με νευρικότητα: “Το  καλό που σου θέλω φύγε…”

»Εΐναι προφανές ότι αι άστυνομικαι αρχαί επεδίωκον την απομάκρυνσιν του δημοσιογραφικού οφθαλμού από την ζώνην των επιχειρήσεων… Τράβηξα από τον άλλον δρόμον και έφθασα εις το Βαρδάρι. Εκεί συνηντήθην με την διαδήλωσιν, με τον νεκρόν του Τούση και την ηκολούθησα. Όταν η διαδήλωσις έφθασεν είς την στάσιν Κολόμβου, παρετήρησα ότι αι αστυνομικοί δυνάμεις που εύρίσκοντο είς την διασταύρωσιν Εγνατίας – Μεγ. Αλεξάνδρου ήρχισαν να υποχωρούν κανονικώς. Η υποχώρησις αυτή εξηκολούθη όσον επροχώρει η διαδήλωσις και μου εδημιούργησε την εντύπωσιν ότι η χωροφυλακή δεν είχε σκοπο ν να διαλύσει ή ν’ αναχαίτιση την διαδήλωσιν, αλλά να προπορευθή αυτής διά να προλάβη τυχόν παρεκτροπάς. Όταν η διαδήλωσις έφθασεν ανενόχλητος κοντά είς το μέγαρον ”Αίγλη”, είς το ύψος της οδού Βενιζέλου, εμφανίσθηκε ένα τεθωρακισμένον αυτοκίνητον, το όποιον έβαλε ριπές πολυβόλου είς  τον  αέρα.

»Την ιδίαν στιγμήν εγένετο απότομος μεταβολή των προπορευόμενων αστυνομικών δυνάμεων, αχτίνες ήρχισαν  να πυροβόλου ν…»

Έτσι μιλεί ο κ. Καστρινός, όταν ή κυβέρνηση δικαιολογείται για την πρωτάκουστη σφαγή έτσι:

  • Το κράτος ευρίσκετο εν αμύνη. Aι αρχαί εκινδύνευσαν να αφοπλισθούν. Επυροβόλησαν αμυνόμεναι, την εσχάτην στιγμήν…

Οι κυβερνητικές εφημερίδες πάλι χύνουνε δάκρυα υποκριτή για τον αδικοσκοτωμό εργαζόμενων ανθρώπων, που ζητούσανε οικονομική βελτίωση της θέσης τους. Ρίχνουνε την ευθύνη στ’  αστυνομικά όργανα – στα κατώτερα αστυνομικά όργανα – για ν’ αποπειραθούνε να τα δικαιολογηθούνε αμέσως, μέ περισσότερη σιγουριά:

  • … Αναγνωρίζομεν ότι δια μίαν ακόμη φοράν τα όργανα της τάξεως έχασαν την ψυχραιμίαν των …

Οι αυτόπτες μάρτυρες δε λένε το ίδιο. Από τούς τόσους που ακούσαμε να μιλούνε γι’ αυτή την υπόθεση, κι από όλες τις μαρτυρικές καταθέσεις που διαβάσαμε, βγαίνει ένα συμπέρασμα: Η σφαγή ήτανε προετοιμασμένη ως την τελευταία της λεπτομέρεια.

Ο διακεκριμένος γιατρός της Θεσσαλονίκης κ. Χαριτάντης, που δεν υπήρξε ποτέ σε κανένα κόμμα, μιλεί με τον παρακάτω τρόπο:

«Πήγαινα να δω έναν άρρωστο. Βρέθηκα ξαφνικά μεταξύ των αποσπασμάτων, που είχανε πιάσει θέσεις κατά μήκος του δρόμου. Ρίχνανε αραιούς πυροβολι­σμούς εναντίον των ανθρώπων που προσπαθούσανε να φυλαχτούνε στα μαγαζιά και στις στοές μέσα.

» Η διαδήλωση προχωρούσε. Βρέθηκα σε κάποια απόσταση. Πάντα μεταξύ διαδήλωσης και χωροφυλακής. Μου ‘καμε εντύπωση τούτο το χαρακτηριστικό:  Ο δρόμος της Εγνατίας είναι στενός σ’ όλο το μήκος του. Σε τρία τέσσερα σημεία μόνο σχηματίζονται μεγάλες πλατείες. Η αστυνομική δύναμη είχε ταμπουρωθεί όχι στις πλατείες, που λόγω του ανοιχτού χώρου θα μπορούσε να ‘χει περισσότερη ελευθερία κινήσεως. (Εκεί θα μπορούσε να κινηθεί πια άνετα και η έφιππη χωροφυλακή. Και ο άνθρωπος με τον κοινό νου, καταλαβαίνει πως ακριβώς σ’ αυτά τα ανοιχτά σημεία θα μπορούσανε να πετύχουνε τη διάλυση των διαδηλωτών.) Αλλά οι αστυνομικές δυνάμεις είχανε οχυρωθεί από τη μια κι από την άλλη πλευρά του δρόμου και ακριβώς στα σημεία που αρχίζει απότομα να στενεύει ο δρόμος.

»Χωρίς να το θέλω, έκανα τούτο το συλλογισμό: Μα πρόκειται να διαλύσουνε τη διαδήλωση, ή έχουνε σκοπό να τη θερίσουνε; Παραμέρισα για να προφυλαχτώ σε μια γωνιά. Γιατί ήμουνα απόλυτα πεπεισμένος απ’ αυτό που αντιλήφθηκα, πως υπήρχε σχέδιο καταρτισμένο και με ακρίβεια ζυγιασμένο. Κι είχε σκοπό όχι τη διάλυση, αλλά  το  φόνο.

»Έπειτα παρατήρησα μετακινήσεις δυνάμεων από τ’ ανοιχτά προς τα στενά σημεία. Δηλαδή γινότανε κανονική υποχώρηση της χωροφυλακής, για να αφήσει το πυκνό μέρος της διαδήλωσης να στριμωχτεί στο στενό σημείο.

»Σάς είπα πως οι πυροβολισμοί πέφτανε πολύ αραιοί και όχι εναντίον των διαδηλωτών, αλλά επάνω σε απομονωμένες ομάδες ή άτομα που τρέχανε πανικόβλητα να φυλαχτούνε, καθώς βλέπανε την αστυνομία νά γεμίζει και τούς διαδηλωτές νά πλησιάζουνε.

»Μόλις το πλήθος μπήκε στον περιορισμένο χώρο και στριμώχτηκε και γίνηκε πιο πυκνή η μάζα, ακουστήκανε οι πρώτες ομοβροντίες κι από τα δεξιά κι από τ’ αριστερά του δρόμου».

  • Ακριβώς αυτή τη στιγμή – συμπληρώνει άλλος αυτόπτης μάρτυρας, ο κ. Λαϊίνάς – είδα γνωστούς μυστικούς αστυνομικούς να ρίχνουνε με το πιστόλι από τα παράθυρα των γύρω μεγάρων στο ψαχνό. Στο πιο πυκνό μέρος της διαδήλωσης.kornaros75

Κι ο γιατρός συνεχίζει:

«Βρε παιδιά – συλλογίζομαι τότε – αυτή είναι καθαρή ενέδρα. Αυτό είναι σωστό σχέδιο   επιτελείου.

»Η εκλογή του μέρους, η κανονική υποχώρηση, η στιγμή που πυροβολήσανε, οι ταυτόχρονες ομοβροντίες, ο συντονισμός της δράσης, τίποτ’ άλλο δε σ’ αφήνουνε να πιστέψεις, παρά πως επρόκειτο περί προθέσεως, περί σχεδίου καταστρωμένου  από είδικούς.

  • Εκείνη τη στιγμή, γιατρέ, ρωτούμε, ακούστηκε από το πλήθος πυροβολισμός; Ή έγινε, πριν να πυροβολήσουνε οι αστυνομικές δυνάμεις, καμιά επίθεση εναντίο τους από το μέρος απεργών;
  • Όχι. Τέτοιο πράμα δεν άκουσα και καμιά επιθετική ενέργεια του πλήθους δεν παρατήρησα αυτή τη συγκεκριμένη στιγμή. Αλλά ούτε κι ακούστηκε από μέρους της χωροφυλακής καμιά σύσταση προς τους απεργούς να διαλυθούνε. Καμιά προειδοποίηση πως θα πυροβοληθούνε. Ε ρίξανε αιφνιδιαστικά, όχι για εκφοβισμό αλλά στο ψαχνό…
  • kornaros 51

Τα λόγια αυτά προέρχονται από ένα ψύχραιμο άν­θρωπο, που είναι γνωστός και σαν εξαίρετος επιστήμονας και ως τελείως ακομμάτιστος.

Κι έχουνε βάρος ανυπολόγιστο.

Αν πάρουμε vς βάση αυτά και κάνουμε μιa πρόχειρη έρευνα στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, θa δούμε πως είναι όχι μόνο ακριβή, αλλά και υπογραμμένα μe 9 υπογραφές που δe σβήνουνε μe καμιά γομολάστιχα:

Σ’ αυτά ακριβώς τα σημεία του δρόμου εξετέλεσε η χωροφυλακή τοyς 9 εργάτες.

Σ’ αύτη τη δολοφονική ενέδρα πέσανε τα 9 ηρωικά παιδιά του λαού. Οι:

1) Τάσος Τούσης

2) Αναστασία Καρανικόλα

3) Ιντο Σενόρ

5) Δημ. Αγλαμίδης

6) I. Πανόπουλος

7) Ευάγ. Χόλης

8) Δ. Λαϊνάς

9) Εύθ. Αδαμαντίου

Κανένας στη Θεσσαλονίκη δε λέει πια αυτό το μέρος με την παλιά του ονομασία. Λεγότανε πριν Στάσις Κολόμβου. Πεισματικά αγνοούνε οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης αυτή την ονομασία και επιβάλανε μέσα σε λίγες μέρες τη δική τους: Στάση των 9.

Μπορεί να υπάρχει άνθρωπος στην πόλη αυτή να μην ξέρει πού βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Μα στη στάση των 9 ξέρουνε να σε οδηγήσουνε και τα μικρά παιδιά.

Το ίδιο γίνεται και με μερικά άλλα μέρη.

Ώρα πολλή βασανιζόμαστε να βρούμε την οδό Ελένης Σβορώνου. Δεν ξέρανε να μας οδηγήσουνε.

  • Πού είναι το καπνεργατικό σωματείο; ρωτούμε.
  • Α! εκεί είναι η οδός Σαβρώνου; Πώς την είπες; Νά, από δω θα στρίψετε, θα βγείτε στον τάδε δρόμο, θα δείτε μια μικρή τρίγωνη πλατεΐτσα με σωρούς χαλίκια. Εκεί είναι.

Έτσι το βρήκαμε. Με μόνη τη διαφορά πως τα χαλίκια έχουνε ακόμα αίμα.

Εκεί συγκρούστηκε την Παρασκευή η απεργιακή φρουρά του Κέντρου με τριπλάσιες δυνάμεις έφιππης χωροφυλακής και κατάφερε να κρατήσει επί ολόκληρη ώρα άμυνα εναντίον των συνεχών επελάσεων και της κανονικής βολής.

Κείνη την ήμερα έβαψαν αυτά τα χαλίκια με το αίμα τους οι 150 ηρωικοί καπνεργάτες, για να διευκολύνουνε την πορεία των υφαντουργίνων προς τη Γενική Διοίκηση.

Πραγματικοί κύριοι της Θεσσαλονίκης γίνονται οι εργάτες, γίνεται ό λαός όλος. Τ’ απόγευμα της 9ης του Μάη. Δε φρουρούνε την πόλη πια οι δολοφόνοι των αστυνομικών τμημάτων. Αυτούς τους έκλεισε ο λαός μέσα στα τμήματα. Τους αφαίρεσε κάθε εξουσία, τούς απομόνωσε. Ουσιαστικά τούς προφυλάκισε σαν ενόχους φόνων και εκατοντάδων τραυματισμών.

Ένας ρίχνει το σύνθημα: Να κάψουμε τα τμήματα.

Μα στη φωνή αυτή της κορυφωμένης αγανάχτησης, άπαντα ο λαός που συναισθάνεται βαθύτατα τις υποχρεώσεις που ανάλαβε ως φρουρός της τάξης.

  • Τα χτήρια είναι δικά μας!
  • Τίποτε να μην πειραχτεί.

Γιατί πραγματικά, τ’ απόγεμα του Σαββάτου, η χωροφυλακή είχε μόνη φρουρά τον κυρίαρχο λαό και άμεσο βοηθό του τούς στρατιώτες, που τόσο ξεκάθαρα κι αποφασιστικά πήρανε μέρος στον αγώνα υπέρ του λαού.

Στους δρόμους επιτηρούνε την τάξη οι καπνεργάτες, οι υφαντουργοί, οι εργάτες γενικά κι ο στρατός.

Και σ’ αυτές τις ώρες, μόλο τον αναβρασμό και την αναμπουμπούλα, είναι χαραχτηριστικό πως δε σημειώθηκε μήτε το ελάχιστο κρούσμα κλοπής, διάρρηξης ή τραυματισμού, πράματα που είναι καθημερινά, συνηθισμένα επεισόδια, όλο τον καιρό που η αστυνομία «επιβλέπει την τάξη», σε μέρες ησυχίας σχετικής.

 

Τα γεγονότα τον Μάη του ’36, από τον Θέμο Κορνάρο (Α’ Μέρος)