Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Τα γεγονότα τον Μάη του ’36, από τον Θέμο Κορνάρο (Α’ Μέρος)

Τα γεγο­νό­τα ματω­μέ­νου Μάη του 1936 εξε­λί­χθη­καν από τις 29 Απρι­λί­ου, με γενι­κή απερ­γία των καπνερ­γα­τών, που μετα­τρέ­πε­ται σε πανερ­γα­τι­κή στις 8 Μαΐ­ου, όταν και εξα­πο­λύ­θη­κε η πρώ­τη γενι­κευ­μέ­νη επί­θε­ση των δυνά­με­ων κατα­στο­λής ενα­ντί­ον των απερ­γών (70 τραυ­μα­τί­ες, μαζι­κές συλλήψεις).

Για δύο και πάνω εικο­σι­τε­τρά­ω­ρα (9–11 Μαΐ­ου) μετά τη σφα­γή των εργα­τών (12 κατα­με­τρη­μέ­νοι νεκροί, 32 βαριά και 250 ελα­φρό­τε­ρα τραυ­μα­τί­ες) η εξου­σία είχε περά­σει στα χέρια του λαού:

«Οι δια­δη­λω­ταί είχον γίνει κύριοι των συνοι­κι­σμών… ολο­κλή­ρου της πόλε­ως… Ητο εκτός πάσης αμφι­βο­λί­ας ότι ο λαός της Θεσ­σα­λο­νί­κης ήτο κύριος της καταστάσεως».

Τα γεγο­νό­τα καθώς και την ατμό­σφαι­ρα των ημε­ρών δίνει ο κομ­μου­νι­στής λογο­τέ­χνης – δημο­σιο­γρά­φος Θέμος Κορνάρος

Από το βιβλίο του «Θεσσα­λο­νί­κη 9–11 του Μάη 1936 (οι αγώ­νες του Λαού)» μετα­φέ­ρου­με την περι­γρα­φή των γεγο­νό­των από τις 7–9 Μάη του 1936:

kornaros 30

7 — 8 ΤΟΥ ΜΑΗ

Οι τρο­χιο­δρο­μι­κοι κι οι σιδη­ρο­δρο­μι­κοι της Μακε­δο­νί­ας, μπρο­στα σ’ αύτη την απρο­κά­λυ­πτα δολο­φο­νι­κή επί­θε­ση του κρά­τους, ενά­ντια όλου του εργα­ζό­με­νου λαού, απο­φα­σί­ζου­νε την απερ­γία τους.

Συνε­πείς στη λαμπρή ιστο­ρία τους, που έχει άφθα­στες σελί­δες αλλη­λεγ­γύ­ης, ηρω­ι­σμού κι αυτο­θυ­σί­ας, ρίχνου­νε τον όγκο τους απο­φα­σι­στι­κά στο μεγά­λο αγώ­να της άμυνας.

“Η κυβέρ­νη­ση, μπρο­στα σ’ αυτή την παλ­λαϊ­κή κινη­το­ποι­η­ση, μπρο­στα στα πρώ­τα δείγ­μα­τα θηριω­δί­ας των οργά­νων της ενα­ντί­ον άοπλων, ανυ­πε­ρά­σπι­στων γυναι­κών και παι­διών ανή­λι­κων, δε συγκι­νιέ­ται. Δε διστα­ζει να δώσει το σύν­θη­μα της σφαγής.

Δεν έχει καμιά δικαιο­λο­γία που να την ξαλα­φρώ­νει λιγά­κι από την κατη­γο­ρία για δολο­φο­νί­ες αμυ­νό­με­νων απερ­γών και σφα­γές γυναικόπαιδων.

Δώδε­κα σωστές ήμε­ρες έχου­νε περά­σει από τοτε που κηρύ­χτη­κε η απερ­γία των καπνεργατών.

Σ’ αυτές πρέ­πει να προ­στε­θού­νε και δυο ακό­μα ήμε­ρες πριν, που είχε προει­δο­ποι­η­θεί η κυβέρ­νη­ση από τους απεργούς.

Όλος ο και­ρός υπήρ­χε για να συζη­τη­θού­νε τα δίκαια αιτή­μα­τα των σκλά­βων της εργα­σί­ας και των καπνεμπόρων.

Και η από­πει­ρα δικαιο­λο­γί­ας του Μετα­ξά πως: «μέσα σ’ αυτή την ατμό­σφαι­ρα δεν μπο­ρεί να υπάρ­ξει ηρε­μία ανά­λο­γη για την εξέ­τα­ση των αιτη­μά­των», πέφτει όπως καθε­τί το ψεύ­τι­κο και το βιασμένο.

Φως φανε­ρό πως οι σφα­γές και οι θηριω­δί­ες ήτα­νε όλα απο­φα­σι­σμέ­να. Ζητού­σα­νε δικαί­ω­ση ανοι­χτης δικτα­το­ρί­ας. Μα υπο­λο­γί­ζα­νε χωρίς το λαό.

kornaros 36a

Τα πρώ­τα αίμα­τα των ηρω­ι­κών υφα­ντουρ­γών στα­θή­κα­νε το γεφύ­ρι που ένω­νε όλες τις  παρ­τί­δες του λαού ενα­ντί­ον των δολο­φο­νι­κών ορδών του μαι­νό­με­νου κυβερνήτη.

Στη διά­θε­ση της αστυ­νο­μί­ας έθε­σε η κυβέρ­νη­ση του Μετα­ξά το στρα­τό της Θεσ­σα­λο­νί­κης, με τα πολυ­βό­λα, τις χει­ρο­βομ­βί­δες και τα τανκς του.

Τα κρα­τη­τή­ρια κι οι φυλα­κές γεμί­σα­νε από γυναί­κες και παι­διά των απεργών.

Όλα τα μέσα της τρο­μο­κρα­τί­ας μπή­κα­νε σ’ ενέργεια.

Γριές γυναί­κες, με την ψυχή στο στό­μα, βγή­κα­νε αργό­τε­ρα απ’ αυτα τα νόμι­μα κρα­τι­κά εκτε­λε­στή­ρια, γεμά­τες πλη­γές και σακα­τε­μέ­νες απ’ το ξύλο και τα λαχτίσματα.

Μια μικρή αφορ­μή γύρευαν οι αστυ­νο­μι­κοί για ν’ αρχί­σου­νε το ματοκύλισμα.

Από την Τεταρ­τη το μεση­μέ­ρι κιό­λας, μεγά­λες ομά­δες χωρο­φυ­λά­κων τρι­γυ­ρί­ζου­νε στους από­με­ρους δρό­μους και τις συνοι­κί­ες και τρο­μο­κρα­τού­νε. Απο­δο­κι­μά­ζο­νται από τον κόσμο. Ο λαός βγαί­νει από τα καφε­νεία, από τα παρά­θυ­ρα, από τα μαγα­ζιά κι απο­δο­κι­μά­ζει το κρά­τος. Σ’ αυτές τις απο­δο­κι­μα­σί­ες παίρ­νου­νε μέρος γριές γυναί­κες, επι­στή­μο­νες, έμπο­ροι, δάσκα­λοι, εργάτες.

Κι η αστυ­νο­μία προ­κα­λεί. Συλ­λαμ­βά­νει, δέρ­νει, πιστο­λί­ζει στη μέση του δρό­μου, χωρίς διά­κρι­ση, γέρους, γυναί­κες, παιδιά.

Την Παρα­σκευή το πρωί πια δε γυρεύ­ει αφορμές.

kornaros 59

Λυσ­σα­σμέ­να ρίχνε­ται στο κάθε σπί­τι, στο κάθε μαγα­ζί, στον κάθε διαβάτη.

Νομί­ζει κανείς πως βάρ­βα­ρες ορδές κυριέ­ψα­νε την πόλη κι έχου­νε σκο­πό να κάμου­νε γενι­κό ξεκαθάρισμα.

Η ζωή τ’ άνθρω­που δεν υπο­λο­γί­ζε­ται. Είναι το φτη­νό­τε­ρο είδος αυτή τη στιγμή.

Η λύσ­σα τούς έχει τυφλώσει.

Χαρα­κτη­ρι­στι­κή είναι η περι­πέ­τεια του γέρο Ανα­στά­ση. Του­φε­ξού­δης είναι το επί­θε­το του και μπα­ου­λάς το επάγγελμα.

Τονε συνά­ντη­σανς στο δρό­μο της γει­το­νί­ας του. Ενας χωρο­φύ­λα­κας τον γνώριζε.

  • Έχεις κλει­στά σήμε­ρα; τονε ρωτά.
  • Ναι, κλει­στά έχω, τ’ άπαντα.

Τίποτ’ άλλο δεν ειπώ­θη­κε. Ο γέρος είναι 70 χρονώ.

Μα δεν έχει καμιά σημα­σία Η γερο­ντι­κή μορ­φή κι Η αδυ­να­μία. Φτά­νει που είπε πως έχει κλει­στό το μαγα­ζί. Η ομά­δα των αστυ­νο­μι­κών τον άρπα­ξε. Τον ρίξα­νε χάμω, τον τσα­λα­πά­τη­σα­νε, τον ξεσκί­σα­νε, τον δεί­ρα­νε, κι ύστε­ρα τονε παρα­τή­σα­νε λιπό­θυ­μο στη μέση του δρόμου.

Όταν προ­χω­ρή­σα­νε παρα­κά­τω, μερι­κοί που είχα­νε δει τη σκη­νή τρέ­ξα­νε σε βοή­θεια του γέρου.

Γυρί­ζει πίσω η αστυ­νο­μία, δέρ­νει, χτυ­πά με τους υπο­κό­πα­νους όπου βρει, διώ­χνει τον κόσμο και ξανα­παίρ­νει τον κατα­τρο­μα­ρια­σμέ­νο γέρο. Ενας  χωρο­φύ­λα­κας τον άρπα­ξε από το σβέρ­κο και τον τίνα­ζε άγρια, έτσι που το κεφά­λι του χτυ­πού­σε πάνω στις πέτρες του δρό­μου. Ένας άλλος φτέρ­νι­ζε σαν ερε­θι­σμέ­νο άλο­γο τα χέρια του γεροντάκου.

kornaros 62

Κι αν ο κόσμος δε μαζευό­τα­νε ν’ αρπά­ξει το γέρο απ’ το έχτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα, θά τον απο­τε­λειώ­να­νε εκεί. Αυτό φαί­νε­ται ζητού­σα­νε. Να δού­νε τα μυα­λά του κολ­λη­μέ­να στις πέτρες του δρόμου.

Εναν απ’ όλους που πρω­το­στά­τη­σε στην κίνη­ση για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του γέρου, τον απει­λού­σε ο επι­κε­φα­λής υπε­νω­μα­τάρ­χης έτσι:

—…Εσέ­να μπάστ… με την πρά­σι­νη ρεμπού­μπλι­κα, εσέ­να το λέω. Θά πέσεις στα χέρια μου!…

Αυτά, την ώρα που το από­σπα­σμα έφευ­γε πανι­κό­βλη­το μπρο­στά στην οργή του λαού, που έτρε­χε στον τόπο της εχτέλεσης.

Τώρα γυρί­ζει ο γέρος αυτός στη Θεσ­σα­λο­νί­κη σακά­της, ανί­κα­νος για κάθε δου­λειά και με σπα­σμέ­νο το κόκα­λο του αρι­στε­ρού χεριού.

Τον συνα­ντή­σα­με, σωστό, αξιο­θρή­νη­το ερεί­πιο, στα γρα­φεία της επι­τρο­πής ερεύ­νης και προ­στα­σί­ας θυμά­των: Είχε συρ­θεί ως εκεί για να υπο­βά­λει μήνυ­ση ενα­ντίο της αστυνομίας.

Από κάθε διεύ­θυν­ση φτά­νει ως τ’ αυτιά σου ο θόρυ­βος μάχης σωστής. Κυριαρ­χεί το πιστό­λι και το λιανοτούφεκο.

Κραυ­γές απει­λής από δω, κραυ­γές τρο­μά­ρας από κει, κραυ­γές δια­μαρ­τυ­ρί­ας από παρακάτω.

Ατμό­σφαι­ρα πολε­μι­κού μετώ­που, που μήτε η μυρω­διά του μπα­ρου­τιού λεί­πει, μήτε τα ουρ­λια­χτά του τραυ­μα­τι­σμέ­νου, μήτε η αστρα­πή της φονι­κής σπάθας.

Όσο πάει οι πυρο­βο­λι­σμοί πυκνώ­νου­νε και ο θόρυ­βος μεγα­λώ­νει. Η μάχη γενι­κεύ­ε­ται, σ’ όλη την πόλη νομίζεις.

Τι ακρι­βώς είχε συμβεί;

Ποιος έδω­σε τo σύν­θη­μα της γενι­κής επί­θε­σης ενα­ντί­ον του λαού;

Τα πράγ­μα­τα γίνα­νε έτσι: Έξω από το παγκα­πνερ­γα­τι­κό σωμα­τείο είχα­νε συγκε­ντρω­θεί 7 με 10 χιλιά­δες καπνερ­γά­τες για ν’ ακού­σου­νε τις από­ψεις της κυβέρ­νη­σης από τους ηγέ­τες τους.

Νεώ­τε­ρα δεν υπήρ­χα­νε, εχτός από την πει­σμα­τω­μέ­νη επι­μο­νή της κυβέρ­νη­σης να μη θέλει ν’ ακού­σει τίπο­τε από την παρά­τα­ξη των απερ­γών, πριν να λυθεί η απεργία.

Ο κόσμος αυτός, που δέκα μέρες δεχό­τα­νε τις δολο­φο­νι­κές επι­θέ­σεις και έβλε­πε ολο­φά­νε­ρα τούς καπνε­μπό­ρους ταμπου­ρω­μέ­νους πίσω από την κυβέρ­νη­ση να τους χτυ­πο­έ­νε εξ ονό­μα­τος του κρά­τους, εξαγριώθηκε.

Ζήτη­σε να βγει επι­τρο­πή και να επι­δο­θεί τελευ­ταίο ψήφι­σμα έντο­νης δια­μαρ­τυ­ρί­ας στη Γενι­κή Διοί­κη­ση για την άστορ­γη κρα­τι­κή αδια­φο­ρία. Κι όταν η δεκα­πε­ντα­με­λής επι­τρο­πή ξεκί­νη­σε για τη Γενι­κή Διοί­κη­ση, οι 10 χιλιά­δες καπνερ­γά­τες την ακο­λού­θη­σαν για να την προ­στα­τέ­ψου­νε από τις επι­θέ­σεις της αστυ­νο­μι­κής δύνα­μης που είχε κατα­λά­βει τα πιο επί­και­ρα σημεία των κεντρι­κών δρό­μων της πόλης, έτοι­μη ν’ ανοί­ξει «πυρ», στην πρώ­τη μετα­κί­νη­ση των εργα­τι­κών μαζών.

Εξω από το καπνερ­γα­τι­κό σωμα­τείο έμει­νε απερ­για­κή φρου­ρά από 150 εργάτες.

Την ίδια ώρα, δυό­μι­ση χιλιά­δες υφα­ντουρ­γί­νες ξεκι­νού­σα­νε από το Μπε­χτσι­νάρ προς τη Γενι­κή Διοί­κη­ση, παρα­κο­λου­θώ­ντας και κεί­νες την απερ­για­κή επι­τρο­πή, με σχε­τι­κό ψήφι­σμα για επίδοση.

Ο επι­κε­φα­λής αξιω­μα­τι­κός της χωρο­φυ­λα­κής, που βρι­σκό­τα­νε με τα τμή­μα­τα του στην οδό Εγνα­τί­ας, ετοι­μά­στη­κε ν αντι­με­τω­πί­σει τις 10 χιλιά­δες των άοπλων καπνερ­γα­τών μόλις βγή­κα­νε από το δρό­μο του καπνερ­γα­τι­κού κέντρου.

Έκα­με τού­το το στρα­τη­γι­κό­τα­το κόλ­πο: (Αυτό το τονί­ζου­με, για­τί έχει ιδιαί­τε­ρη σημα­σία. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ψυχραι­μία, ορι­σμέ­νο σχέ­διο, προ­ε­τοι­μα­σμέ­νο, και κα­μια σύγ­χυ­ση την ώρα της ενέργειας.)

Επει­δή νόμι­σε πως οι αρχη­γοί των δια­δη­λω­τών θα βρί­σκο­νταν όλοι στην επι­τρο­πή που είχε το ψήφι­σμα, αφή­κε την επι­τρο­πή να περά­σει. Έτσι εχώ­ρι­σε την επι­τρο­πή από τη δια­δή­λω­ση, βέβαιος πως έκο­βε την κεφα­λή από το κύριο σώμα!…

Πιά­νει τους 15. Και δια­τάσ­σει αυτο­στιγ­μή γενι­κή επί­θε­ση ενα­ντί­ον της άοπλης μάζας.

Πιστο­λια αδειά­ζου­νε και ξανα­γε­μί­ζου­νε, σπα­θιά εφίπ­πων στρα­φτο­κο­πού­νε πάνω απ’ τα κεφά­λια των δια­δη­λω­τών, και ομο­βρο­ντί­ες από λογιώ λογιώ όπλα πέφτου­νε μέσα στο πλήθος.

Άλο­γα κι άνθρω­ποι ανα­κα­τεύ­ο­νται, χωρο­φύ­λα­κες και δια­δη­λω­τές συμπλέ­κο­νται, σφαί­ρες σφυ­ρί­ζου­νε και πέτρες δια­σταυ­ρώ­νου­νται μέσα σ’ αυτή την τρο­με­ρή συμπλο­κή. Και μέσα σ’ αυτή τη σύγ­χυ­ση ακού­γε­ται η φωνή του αστυ­νο­μι­κού διοι­κη­τή να δίνει κου­ρά­γιο στους χωρο­φύ­λα­κες : «Απά­νω τους, παιδιά!!»

Μόλο τον κίν­δυ­νο, ο κόσμος βγή­κε στα μπαλ­κό­νια και στα παρά­θυ­ρα, σημά­δευε με πέτρες, με μπου­κά­λια, με ποτή­ρια τους αστυ­νο­μι­κούς, ή έρι­χνε ολό­κλη­ρες γλά­στρες κι ό,τι άλλο τύχαι­νε μπρο­στά του, από την καρέ­κλα ως το φλι­τζά­νι, ζητω­κραυ­γά­ζο­ντας ταυ­τό­χρο­να τούς απερ­γούς και γιου­χα­ΐ­ζο­ντας την αστυνομία.

Πολ­λοί χωρο­φύ­λα­κες γυρί­σα­νε τα όπλα προς τα μπαλ­κό­νια  και  τα  παράθυρα.

Ή μια επέ­λα­ση δια­δέ­χε­ται την άλλη. Οι απερ­γοί αμύ­νο­νται με τα χέρια και τις πέτρες.

Μια καπνερ­γά­τρια είδε τον άντρα της να πέφτει γεμά­τος αίμα­τα κάτω από τα πέτα­λα των άλο­γων. Δεν ήξε­ρε αν ήτα­νε τραυ­μα­τί­ας ή σκοτωμένος.

Συγκε­ντρώ­νει τις δυνά­μεις της, τον αρπά­ζει στα μπρά­τσα της, τον παρα­δί­νει στους άλλους και χύμα μέσα στην πιο πυκνή συγκέ­ντρω­ση των εφίππων.

Με μια τερά­στια προ­σπά­θεια τινά­ζε­ται πάνω στη σέλα, πίσω απ’ τον ιππέα χωροφύλακα.

Οι σφαί­ρες κι οι πέτρες βουί­ζου­νε γύρω της.

Για μια ιδε­α­τή στιγ­μή στα­μα­τού­νε και κραυ­γές και πυρο­βο­λι­σμοί και καμα­ρώ­νου­νε όλοι την τρο­με­ρή πολε­μί­στρα, την άγρια αμα­ζό­να. Τα μπαλ­κό­νια χει­ρο­κρο­τού­νε. Φρε­νί­τι­δα κυριεύ­ει τα πλή­θη. “Η επί­θε­ση γίνε­ται πιο άγρια. Σπα­θιά κομ­μα­τιά­ζο­νται, χωρο­φύ­λα­κες γκρε­μί­ζο­νται από τ άλο­γα τους και μάχες λυσ­σα­σμέ­νες γίνο­νται γύρω από τραυματίες.

Είναι η μεγά­λη στιγ­μή του λαού που υπε­ρα­σπί­ζε­ται την ελευ­θε­ρία και την τιμή του.

Οι πυρο­βο­λι­σμοί της οδού Εγνα­τί­ας ήτα­νε το σύν­θη­μα της επί­θε­σης για όλα τα στρα­τιω­τι­κά τμή­μα­τα της Θεσσαλονίκης.

Ετσι ήτα­νε κανο­νι­σμέ­να τα πρά­μα­τα. Γι’ αυτό κι οι αστυ­νο­μι­κές δυνά­μεις που βρί­σκο­νταν στην περιο­χή των υφα­ντουρ­γών, μόλις ακού­σα­νε το συμ­φω­νη­μέ­νο σύν­θη­μα, χωρίς καμιά προ­σπά­θεια ειρη­νι­κής διά­λυ­σης των απερ­γών γυναι­κών, χωρίς την ελά­χι­στη προει­δο­ποί­η­ση, πέφτου­νε απά­νω αφρί­ζο­ντας από τη λύσσα.

Είκο­σι λεπτά της ώρας οι υφα­ντουρ­γί­νες — 14 ως 20 χρο­νώ κορί­τσια — απο­κρού­σα­νε μ’ απε­ρί­γρα­πτο ηρω­ι­σμό τις αλλε­πάλ­λη­λες επε­λά­σεις, παλέ­ψα­νε στή­θος με στή­θος μέ τις αστυ­νο­μι­κές ορδές.

kornaros 64

Το σύν­θη­μα τους ήτανε:

  • Ενι­σχύ­σε­τε.

Μ’ αυτό καλού­σα­νε τον κόσμο στον αγώ­να τους. Κι ο κόσμος όλος, από τον ασπρο­μάλ­λη γέρο του τζα­κιού ως τη γριά ετοι­μο­θά­να­τη γυναί­κα κι ως το μωρό του δημο­τι­κού σκο­λειού, ξεχύ­θη­κε στους δρό­μους, ενώ­θη­κε με τ’ αγω­νι­ζό­με­να κορί­τσια του λαού, πήρε ορμή και θάρ­ρος από την ορμή και την παλι­κα­ριά των παι­διών του κι έγι­νε ό τρο­με­ρός στρα­τός των συνοι­κιών που κατα­λεί Βαστί­λες και γκρε­μί­ζει πύρ­γους και κάστρα φεουδαρχικά.

Τέσ­σε­ρις φορές δια­λύ­σα­νε το ξίφος και οι σφαί­ρες τον ηρω­ι­κό στρα­τό των γυναι­κών. Και τέσ­σε­ρις φορές ξανα­συ­γκρο­τή­θη­κε ως που κατά­φε­ρε να φτά­σει από την οδό Μονα­στη­ριού στο διοι­κη­τή­ριο, βου­τηγ­μέ­νος στα αίμα­τα, με μαλ­λιά ξέπλε­κα, ρού­χα σκι­σμέ­να, κου­ρε­λια­σμέ­να, όψη άγριου, απο­φα­σι­σμέ­νου πλή­θους, που ‘εχει πάρει την από­φα­ση να μην επι­τρέ­ψει σε κανέ­να να κατα­λύ­σει τις ελευ­θε­ρί­ες και τα δικαιώ­μα­τα του.

Γύρω από το Διοι­κη­τή­ριο έχου­νε φτά­σει, πολε­μώ­ντας στή­θος με στή­θος, κι άλλες χιλιά­δες απεργών.

Όταν φανή­κα­νε οι υφα­ντουρ­γί­νες, στην κατά­στα­ση που περι­γρά­ψα­με παρα­πά­νω, ξεκοκ­κι­νι­σμέ­νες, άγριες, ζητώ­ντας εκδί­κη­ση για το αίμα αδερ­φών που χύθη­κε, δεν μπο­ρεί να παρα­στα­θεί με λόγια ή εντύ­πω­ση που προξενήσανε.

Οι άλλοι τις σηκώ­νου­νε στα χέρια, αγκα­λιά­ζο­νται ανα­με­τα­ξύ τους, ζητω­κραυ­γά­ζου­νε όλοι, κι έτσι υπο­δέ­χο­νται τις ηρω­ι­κές κοπέ­λες του λαού, τις αυρια­νές μανά­δες του λεύ­τε­ρου κόσμου.

Στρα­τός κι αστυ­νο­μία — πεζή κι έφιπ­πη — φρου­ρού­νε το Διοι­κη­τή­ριο.  Η εντο­λή είναι να δια­λύ­σου­νε με κάθε τρό­πο τούς απεργούς.

Μα ποιος να κινη­θεί αύτη τη στιγ­μή; Η από­φα­ση είχε παρ­θεί. Ητα­νε η σει­ρά του στρα­τού να επιτεθεί.

Αλλά οι φαντά­ροι, κατα­συ­γκι­νη­μέ­νοι από το θέα­μα των 2.500 γυναι­κών που φτιά­σα­νε κατα­μα­τω­μέ­νες, μα έτοι­μες για νέα επί­θε­ση, άφο­βες, περή­φα­νες, με την άγρια όψη του νικη­τή, δεν μπο­ρέ­σα­νε να κρύ­ψου­νε τη συγκί­νη­σή τους.

Πολ­λοί στρα­τιώ­τες μάλι­στα δε νοιά­ζο­νται καθό­λου κι αφή­νου­νε τα δάκρυα να τρέ­ξου­νε, κι άλλοι γελού­νε, σα να ‘ναι δική τους η νίκη αυτή.

Σ’ όλα τα τμή­μα­τα του στρα­τού παρα­τη­ρεί­ται αυτή η συγκί­νη­ση. Αλλά δεν είναι μόνο οι φαντά­ροι. Κι αξιω­μα­τι­κοί, κατώ­τε­ροι αξιω­μα­τι­κοί, με τα μαντί­λια στο χέρι, κάνου­νε αγώ­να για να κρύ­ψου­νε τα βουρ­κω­μέ­να μάτια τους σ’ αυτή την ώρα.

Κάποιος αξιω­μα­τι­κός της χωρο­φυ­λα­κής, σαρ­κά­ζο­ντας, πέτα­ξε κάποιο πει­ρα­χτι­κό λόγο για τους αξιω­μα­τι­κούς του στρατού.

Από το μέρος των φαντά­ρων, ακού­στη­κε τού­τη η φωνή:

  • Τ ι χαχα­νί­ζεις, ρε! Εμείς δεν ήρθα­με για να σφάξουμε!!…

Αυτό στά­θη­κε αφορ­μή για ν’ αρχί­σει βαριά λογο­μα­χία μετα­ξύ των αξιω­μα­τι­κών των δύο σωμά­των και ανοι­χτός καυ­γάς μετα­ξύ στρα­τιω­τών και χωροφυλάκων.

Οι χιλιά­δες των απερ­γών ξεσπού­νε σε χει­ρο­κρο­τή­μα­τα και σε αστα­μά­τη­τες ζητω­κραυ­γές; «Ζήτω τ’ αδέρ­φια μας! Ζήτω ο στρατός!»

Για να δοθεί ένα τέλος σ’ αυτές τις χαρα­κτη­ρι­στι­κές σκη­νές και για να προ­λη­φθεί σύγκρου­ση χωρο­φυ­λα­κής και στρα­τιω­τών, δίδε­ται ή δια­τα­γή να γίνει συν­δυα­σμέ­νη επί­θε­ση ενα­ντί­ον των εργατών.

Στην δια­τα­γή υπά­κου­σε η αστυ­νο­μία. Το τμή­μα των εφίπ­πων προ­ε­τοι­μά­ζε­ται. Οι πεζοί γεμίζουνε,

Κι ένας υπο­λο­χα­γός μπαί­νει μπρο­στά. Προ­χω­ρεί προς το μέρος των απερ­γών. Πλη­σιά­ζει κοντά, πολύ κοντά και τους λέει:

  • Παι­διά, για όνο­μα του Θεού, δια­λυ­θεί­τε. Ή πρέ­πει να πάω σε στρα­το­δι­κείο, ή πρέ­πει να σας χτυπήσω.

Οι απερ­γοί ξεσπού­νε πάλι σε ζητω­κραυ­γές για το στρατό.

Η αστυ­νο­μία κάνει την πρώ­τη επέ­λα­ση. Απο­κρού­ε­ται. Οι πέτρες σχη­μα­τί­ζου­νε σύν­νε­φο. Σαν γυμνα­σμέ­νοι στρα­τιώ­τες μάχο­νται γυναί­κες κι άντρες. Όταν οι πυρο­βο­λι­σμοί ακού­γο­νται, οι απερ­γοί πέφτου­νε πρη­νη­δόν, μπρο­στά στους σωρούς από πέτρες και σκύ­ρα που βρί­σκο­νται στην πλα­τεία του Διοι­κη­τη­ρί­ου. Και ρίχνου­νε μόνο οι πλά­γιες ομάδες.

Ο ίδιος υπο­λο­χα­γός λαβαί­νει εντο­λή να ενι­σχύ­σει την αστυ­νο­μία με τον λόχο του.

Στέ­κε­ται μια στιγ­μή δια­στα­χτι­κός. Από­το­μα γυρί­ζει και δίδει με δυνα­τή φωνή ετού­τη την περί­ερ­γη δια­τα­γή στους στρα­τιώ­τες του:

  • … Ό ποιος θέλει   ας   ακολουθήσει!…

Τέσ­σε­ρις  πέντε  φαντά­ροι τον ακο­λου­θή­σα­νε. Μπή­κα­νε μέσα στις μάζες των εργα­τών και εκεί που η αστυ­νο­μία χτυ­πού­σε με σπα­θιά και πιστό­λια, οι φαντά­ροι  κι  ο  αξιω­μα­τι­κός λέγα­νε στους απεργούς:

  • Βαρά­τε μας, παι­διά! Όσο μπο­ρείτ ε, παι­διά, βαρά­τε μας!

Οι απερ­γοί κατα­λά­βα­νε. Ούτε μια τρί­χα των φαντά­ρων δεν πειράχτηκε.

Όλοι είχα­νε κατα­λά­βει πως οι στρα­τιώ­τες κι 6 αξιω­μα­τι­κός τους ζητού­σα­νε αφορ­μή να υπο­χω­ρή­σου­νε, για να δηλώ­σου­νε πως δεν επαρ­κού­νε να κατα­στεί­λου­νε την εξέγερση.

Δε θέλα­νε τα τίμια αυτά παι­διά του επα­να­στα­τη­μέ­νου λαού να βάφου­νε τα χέρια τους μ’ αίμα αδελφικό…

Στη μια μεριά πολε­μού­σα­νε, συμπλέ­κο­νταν χωρο­φυ­λα­κή κι απερ­γοί και στην άλλη βρί­ζο­νταν στρα­τός και χωρο­φυ­λα­κή. Δόθη­κε και δεύ­τε­ρη δια­τα­γή να προ­χω­ρή­σει ο στρατός.

Σαν μάρ­μα­ρα στέ­κο­νταν οι φαντά­ροι στη θέση τους…

Σ’ ενί­σχυ­ση των χωρο­φυ­λά­κων έφτα­σαν οι αντλίες.

Γελοία μέσα για το σβή­σι­μο ενός ηφαιστείου.

Θα μεί­νει μάλι­στα μετα­ξύ των εργα­τών αξέ­χα­στη τού­τη η φρά­ση ενός καπνερ­γά­τη: «Ό,τι χρεια­ζό­τα­νε, ρέ παι­διά! Μόνο που το νερό είναι λίγο!…»

Σε τέτοια άγρια ώρα, μόνο από ήρωα στό­μα μπο­ρεί να πετα­χτεί αυτός ο σαρ­κα­σμός προς τον εχθρό.

Απ’ αυτή την ώρα κι έπει­τα, δεν μπο­ρεί κανείς να μιλή­σει γι’ απο­μο­νω­μέ­νες συμπλο­κές και μάχες. Ολό­κλη­ρη η Θεσ­σα­λο­νί­κη είναι ‘ένα πεδίο μάχης.

Από τη μια μεριά ο λαός κι από την άλλη η αστυ­νο­μία ενι­σχυ­μέ­νη από Τριε­ψι­λί­τες και χαφιέδες.

Κάθε συνοι­κία ένας πολε­μι­κός τομέ­ας. Σε κάθε δρό­μο άλλη πει­σμα­τω­μέ­νη, άγρια μάχη…

Η νύχτα της Παρα­σκευ­ής προς το Σάβ­βα­το είναι μια πραγ­μα­τι­κή νύχτα Αγί­ου Βαρ­θο­λο­μαί­ου. Οι άντρες κι οι γυναί­κες  βρί­σκο­νται στους δρό­μους. Στα σπί­τια μένου­νε μόνο τα μικρά παι­διά, οι άρρω­στοι και οι γέροι, στα σκοτεινά.

Η αγω­νία του­υς πνί­γει, ο φόβος για τη ζωή των ανθρώ­πων τους έχει κορυ­φω­θεί. Και μέσα σ’ αυτή την ανα­στά­τω­ση, μπου­κά­ρου­νε και τ αστυ­νο­μι­κά όργα­να κι οι εθε­λο­ντές Τριεψιλίτες.

Απει­λού­νε με το πιστό­λι ακου­μπι­σμέ­νο στο κεφά­λι, γέρους ανή­μπο­ρους ανθρώ­πους, στρα­βές, κατά­κοι­τες γριές, αν δε μαρ­τυ­ρή­σου­νε τού­το και κείνο!…

Κάνου­νε έρευ­νες, ανα­στα­τώ­νου­νε τα σπί­τια, σέρ­νου­νε άρρω­στους και γέρους και παι­διά στα κρα­τη­τή­ρια, μέσα από τα σπί­τια τους, πάνω από τα κρε­βά­τια τους, χωρίς καμιά δικαιο­λο­γία. Μόνο για εκδί­κη­ση. Εκδί­κη­ση ενα­ντίο ποια­νού; Κανε­νός! Φτά­νει που είναι συνοι­κία και χαμό­σπι­τα. Δεν μπο­ρεί να μην είναι με το μέρος των απεργών.

Κάθε χωρο­φύ­λα­κας κι  ένας σατρά­πης. Κάθε χαφιές έχει δικαί­ω­μα ζωής και θανά­του απά­νω σου.

Κάθε λερω­μέ­νο, σκο­τει­νό υπο­κεί­με­νο, αντι­κα­θι­στά το κρά­τος. Σκο­τώ­νει, δέρ­νει, φυλα­κί­ζει, τρο­μο­κρα­τεί, χωρίς να ‘χει να δώσει λόγο σε κανένα.

Καθε­μιά του­φε­κιά που ακού­γε­ται είναι και μια ξεχω­ρι­στή τρα­γω­δία. Κάθε θόρυ­βος, κάθε φωνή, σημαί­νει και μια δολο­φο­νι­κή επί­θε­ση ενα­ντί­ον άοπλων ανθρώ­πων. Ολη η νύχτα θα περά­σει έτσι…

Ο Μετα­ξάς επι­μέ­νει με νυχτε­ρι­νές δηλώ­σεις του, πως… πρέ­πει να σωθεί ηαξιο­πρέ­πεια του κράτους!

(Συνε­χί­ζε­ται)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο